Skip to main content

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ Μηνός: Ἅγιος Ἀριστείδης ὁ φιλόσοφος καὶ μάρτυς 13 Σεπτεμβρίου

Πρωτοπρεσβύτερου π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα

Ὁ ἅγιος Ἀριστείδης γεννήθηκε τὸν 2ο αἰῶνα μ. Χ. στὴν Ἀθήνα καὶ σπούδασε κλασσικὴ φιλοσοφία στὴν περίφημη Φιλοσοφικὴ Σχολή της. Ἦταν ἀνήσυχο πνεῦμα καὶ τὰ θεόπνευστα κηρύγματα τοῦ ἁγίου Ἱεροθέου, πρώτου Ἐπισκόπου Ἀθηνῶν, καὶ τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου δὲν τὸν ἄφησαν ἀσυγκίνητο, ἀλλὰ εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα τὸ νὰ βαπτισθῇ καὶ στὴν συνέχεια νὰ γίνη ἀπολογητὴς τῆς πίστεως καὶ μάρτυρας Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ἅγιος Ἀριστείδης ὁ φιλόσοφος καὶ μάρτυς   13 Σεπτεμβρίου

Πρέπει νὰ σημειωθῇ ὅτι καὶ πρὶν ἀκόμη βαπτισθῇ τὸν συγκινοῦσε τὸ ἐξαίρετο ἦθος τῶν Χριστιανῶν καὶ ἡ καθαρότητα τοῦ βίου τους καὶ γι’ αὐτὸ δὲν μποροῦσε νὰ ἀνεχθῇ τὸ γεγονὸς ὅτι διώκονται, φυλακίζονται, πάσχουν καὶ θανατώνονται ὡς κακοῦργοι μόνον καὶ μόνον ἐπειδὴ ἔχουν διαφορετικὴ πίστη. Μετὰ τὴν ἔνταξή του στὸ θεανθρώπινο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία, μὲ τὸ συγγραφικὸ χάρισμα τὸ ὁποῖο εἶχε, ἀπέκρουσε ὅλες τὶς κατηγορίες ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν καὶ ἐξῆρε τὸ ἦθος καὶ τὴν καθαρότητα τοῦ βίου καὶ τῆς πολιτείας τους, ποὺ ἦσαν καρπὸς τῆς πίστης τους, στὴν περίφημη ἀπολογία του «περὶ Θεοσεβείας».

Ὅταν μελετήση κανεὶς προσεκτικὰ τὴν ἀπολογία τοῦ μάρτυρος Ἀριστείδη θὰ διαπιστώση, μεταξὺ τῶν ἄλλων, ὅτι γνώριζε πολὺ καλὰ τὴν Ἁγία Γραφή, καθὼς καὶ τὰ κυρίαρχα φιλοσοφικὰ ρεύματα τῆς ἐποχῆς του. Σύμφωνα μὲ τὸν ἐκκλησιαστικὸ ἱστορικὸ Εὐσέβιο, ἡ ἀπολογία τοῦ ἁγίου Ἀριστείδη ἐπιδόθηκε στὸν Ρωμαῖο Αὐτοκράτορα Ἀδριανό, ἐνῷ κατὰ τὴν συριακὴ μετάφραση, ἡ ἐν λόγῳ ἀπολογία, ἐπιδόθηκε στὸν διάδοχο τοῦ Ἀδριανοῦ, Ἀντωνίνο τὸν Εὐσεβῆ.

Ὁ ἅγιος Ἀριστείδης μετὰ τὰ φρικτὰ βασανιστήρια στὰ ὁποῖα ὑπεβλήθη ἐξ αἰτίας τῆς πίστης καὶ τῆς ἀφοσίωσής του στὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία «ἐτελειώθη ἀγχόνη» καὶ «προσηνέχθη τῷ Θεῷ θυσία ἄμωμος καὶ ὁλοκάρπωμα θεῖον». Ὁ βίος καὶ ἡ πολιτεία του μᾶς δίνουν τὴν ἀφορμὴ νὰ τονίσουμε τὰ ἀκόλουθα:

Πρῶτον. Στὴν ἀπολογία του, ὁ ἅγιος Ἀριστείδης, ἀφοῦ κάνει λόγο γιὰ τὴν πίστη καὶ τὸν τρόπο ζωῆς τῶν βαρβάρων, τῶν εἰδωλολατρῶν, τῶν Ἰουδαίων καὶ τῶν Χριστιανῶν, προσπαθεῖ νὰ φανερώση τὴν ὑπεροχὴ τῆς πίστης τῶν Χριστιανῶν ἔναντι τῶν ὑπολοίπων, ποὺ ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὸν ἀνώτερο τρόπο ζωῆς καὶ συμπεριφορᾶς τους. Λέγει, μεταξὺ τῶν ἄλλων, γιὰ τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας τὰ ἑξῆς χαρακτηριστικά: «Δὲν λατρεύουν παράξενους θεοὺς» καὶ βαδίζουν τὸν δρόμο τῆς ζωῆς τους «γεμᾶτοι σεμνότητα καὶ χαρά». Εἶναι εὐθεῖς καὶ εἰλικρινεῖς στὶς μεταξύ τους σχέσεις καὶ «ἡ ψευτιὰ δὲν ζῆ ἀνάμεσά τους. Ἀγαποῦν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον καὶ δὲν ἀποστρέφουν τὸ βλέμμα ἀπὸ τὶς χῆρες τους καὶ σώζουν τὰ ὀρφανὰ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ τοὺς συμπεριφέρονται μὲ βαναυσότητα. Καὶ ὅποιος ἔχει δίνει σὲ ἐκεῖνον ποὺ δὲν ἔχει, χωρὶς νὰ τὸ καυχιέται...καί ἐὰν ἀκούσουν ὅτι κάποιος ἀπὸ αὐτοὺς βρίσκεται φυλακισμένος, τραυματισμένος ἡ ὑπόλογος ἐν ὀνόματι τοῦ Μεσσία τους, ὅλοι τὸν συντρέχουν καί, ἐφ’ ὅσον εἶναι δυνατόν, τὸν ἀνακουφίζουν ἀπελευθερώνοντάς τον. Καὶ ἐὰν ἀνάμεσά τους ὑπάρχη κάποιος φτωχὸς καὶ ἐὰν δὲν διαθέτουν πλεόνασμα τροφῆς, νηστεύουν γιὰ δυὸ ἡ τρεῖς ἡμέρες, ὥστε νὰ τοῦ ἐξασφαλίσουν ἀπὸ τὸ ἔλλειμμά τους». Καὶ στὴν συνέχεια τονίζει τὸ γεγονὸς ὅτι «δὲν ὁμολογοῦν δημόσια τὶς καλοσύνες τους, ἀλλὰ προσέχουν ὥστε νὰ μη τις προσέξη κανείς. Καὶ κρύβουν τὴν προσφορά τους, ὅπως κάποιος, ποὺ βρίσκει ἕναν θησαυρὸ καὶ τὸν κρύβει. Καὶ ἀγωνίζονται νὰ εἶναι δίκαιοι...». Ὅλα αὐτὰ καὶ ἄλλα πολλὰ συγκινοῦσαν τοὺς καλοπροαίρετους τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καὶ πολλοὶ ἐπιθυμοῦσαν νὰ μάθουν το πὼς μποροῦν νὰ ζοῦν κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ ζητοῦσαν νὰ κατηχηθοῦν καὶ νὰ βαπτισθοῦν. Κυρίως, ὅμως, τοὺς ἔκανε ἐντύπωση το πὼς ἀντιμετώπιζαν οἱ Χριστιανοὶ τὸν θάνατο, καὶ τὸν δικό τους, ἀλλὰ καὶ τῶν προσφιλῶν τους προσώπων. Γράφει ὁ ἅγιος Ἀριστείδης: «Ἐὰν πεθάνη κάποιος δίκαιος ἀνάμεσά τους, ἐκεῖνοι χαίρονται καὶ εὐχαριστοῦν τὸν Θεό. Καὶ συνοδεύουν τὸ σῶμα του σὰν νὰ φεύγη ἀπὸ ἕνα μέρος γιὰ νὰ μεταβῇ κάπου κοντά. Ὅταν κάποιος φέρνη στὸν κόσμο ἕνα παιδί, καὶ πάλι εὐχαριστοῦν τὸν Θεό. Καὶ ἐὰν ἐπὶ πλέον, συμβῇ νὰ πεθάνη σὲ μικρὴ ἡλικία, εὐχαριστοῦν ἀκόμα περισσότερο τὸν Θεὸ γιὰ κάποιον, ποὺ πέρασε ἀπὸ τὸν κόσμο ἀναμάρτητος (χωρὶς πολλὲς ἁμαρτίες). Καὶ ἐὰν δοῦν κάποιον ἀνάμεσά τους νὰ πεθαίνη ἄπιστος ἡ ἁμαρτωλός, θρηνοῦν πικρὰ καὶ λυποῦνται...».

Δεύτερον. Ὁ ἅγιος Ἀριστείδης, ἀφοῦ περιγράφει παραστατικὰ τὰ ὅσα ἀναφέρθηκαν πιὸ πάνω, καθὼς καὶ πολλὰ ἄλλα σχετικὰ μὲ τὴν πίστη καὶ τὸν τρόπο ζωῆς τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, δὲν παραλείπει, μὲ παρρησία καὶ θάρρος, νὰ προτρέψη τὸν αὐτοκράτορα νὰ μελετήση τὴν Ἁγία Γραφή, προκειμένου νὰ διαπιστώση τὴν ἀλήθεια τῶν ὅσων τοῦ γράφει, καθώς, ἐπίσης, τὸν παρακαλεῖ νὰ ἐπιτρέψη τὴν μελέτη της καὶ σὲ ὅλους ἐκείνους ποὺ τὸ ἐπιθυμοῦν. «Πᾶρε λοιπὸν τὶς γραφές τους, μελέτησέ τες σὲ βάθος καὶ ἰδού! Θὰ ἀνακαλύψης, ὅτι ὅσα εἶπα δὲν εἶναι πλασμένα ἀπὸ τὴν φαντασία μου, οὔτε ἔχω μιλήσει σὰν συνήγορός τους. Ἀπὸ τότε, ὅμως ποὺ διάβασα τὶς γραφές τους, βεβαιώθηκα πλήρως γι’ αὐτὰ τὰ πράγματα, καθὼς καὶ γιὰ τὰ μελλούμενα...Κατόπιν τούτου ἀφῆστε ὅλους ἐκείνους, ποὺ δὲν κατέχουν τὴν γνώση τοῦ Θεοῦ, νὰ τὴν πλησιάσουν. Καὶ θὰ λάβουν λόγια ἀδιάφθορα, ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα».

Ἡ μελέτη τῶν θεοπνεύστων Γραφῶν παρηγορεῖ καὶ γλυκαίνει τὴν καρδιὰ καὶ ταυτόχρονα δημιουργεῖ ἔμπνευση, ὅταν γίνεται μὲ ταπείνωση, σεβασμὸ καὶ ἀγαθὴ πρόθεση καὶ ὄχι ἀπὸ περιέργεια, κριτικὴ διάθεση καὶ μὲ ἀλαζονεία. Γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο πολλοὶ μελετοῦν τὴν Ἁγία Γραφή, ἀλλὰ λίγοι ἀλλοιώνονται ἐσωτερικὰ καὶ βιώνουν τὴν ἀληθινὴ ἐλευθερία, ἡ ὁποία εἶναι στὴν πραγματικότητα ἡ κυριαρχία ἐπὶ τῶν παθῶν καὶ ἡ ὑπέρβαση τοῦ θανάτου, ποὺ κατορθώνονται μέσα στὴν Ἐκκλησία μὲ τὴν ἄσκηση καὶ τὴν μυστηριακὴ ζωή.

Ὁ τρόπος ζωῆς τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας τῶν πρώτων αἰώνων θὰ πρέπη νὰ ἐλέγξη ὅλους ἐμᾶς τοὺς σύγχρονους Χριστιανοὺς καὶ νὰ μᾶς παρακινήση νὰ ἀγωνισθοῦμε γιὰ τὴν αὔξηση τοῦ ζήλου καὶ τοῦ πόθου μας πρὸς τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀγάπης πρὸς τοὺς συνανθρώπους μας.–

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ

  • Προβολές: 3195