Ναυπάκτου Ἱερόθεος: Ὁ Πάπας τῆς Ρώμης κατὰ τὴν Α καὶ Β χιλιετία
Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
Στὶς ἡμέρες μας, μὲ ἀφορμὴ τὴν συνάντηση τῆς Μικτῆς Διεθνοῦς Ἐπιτροπῆς τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν στὴν Κύπρο γιὰ νὰ συζητήσουν τὸ θέμα «Ὁ ρόλος τοῦ Πάπα τῆς Ρώμης ἐν τῇ κοινωνίᾳ τῶν Ἐκκλησιῶν κατὰ τὴν πρώτην χιλιετίαν», γίνονται συζητήσεις γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ καὶ ἐπεκτείνονται στὸ πρωτεῖο τοῦ Πάπα καὶ κατὰ τὴν Β χιλιετία. Εἶναι ἕνα σοβαρὸ θέμα, τὸ ὁποῖο χρειάζεται πολλὴ συζήτηση καὶ λεπτὴ ἐπεξεργασία.
Βεβαίως, τὰ πρεσβεία τιμῆς τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας πρὸς τὸν Ὀρθόδοξο Ἐπίσκοπο τῆς Ρώμης δὲν ταυτίζονται μὲ τὸ λεγόμενο πρωτεῖο τοῦ Πάπα μετὰ τὸ 1009, ὅπως ἄλλωστε ἰσχύει μέχρι σήμερα μὲ πολλὲς συνέπειες. Εἶναι γνωστὸν ὅτι αὐτὸ τὸ λεγόμενο πρωτεῖο στὴν Α χιλιετία ὑπῆρξε ἡ ἀρχὴ διενέξεων μεταξὺ τῆς Παλαιᾶς καὶ Νέας Ρώμης καὶ ἀργότερα προσετέθησαν καὶ ἄλλα δογματικὰ θέματα. Γι' αὐτὸ καὶ εἶναι μὲν καλὸ νὰ ἐξετάζεται τὸ θέμα τοῦ πρωτείου, ἀλλὰ αὐτὸ πρέπει νὰ γίνεται μέσα στὰ κανονικὰ καὶ θεολογικὰ πλαίσια τῆς κοινῆς καὶ ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας, ὅπως ἐκφράσθηκαν στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους.
Ἐπειδὴ γίνεται μεγάλη συζήτηση μεταξὺ Κληρικῶν, μοναχῶν καὶ θεολόγων γιὰ τὸ θέμα αὐτό, γι' αὐτὸ καὶ ἡ Ἱερὰ Σύνοδος ἐπιλήφθηκε τοῦ ζητήματος αὐτοῦ καὶ ἐξέδωσε ἀνακοινωθέν, ὕστερα ἀπὸ πολύωρες θεολογικὲς καὶ ἐκκλησιολογικὲς συζητήσεις στὴν πρόσφατη Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Στὴν συνέχεια θὰ παρουσιάσω μερικὲς σκέψεις μου σχετικὰ μὲ τὸ λεγόμενο πρωτεῖο τοῦ Πάπα κατὰ τὴν Α καὶ Β χιλιετία.
1. Τὰ πρεσβεία τιμῆς τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης στὴν Α χιλιετία
Στὸ ἀνακοινωθὲν τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γίνεται λόγος γιὰ τὸν 28ο Κανόνα τῆς Δ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ δόθηκε κατεύθυνση στοὺς ἐκπροσώπους τῆς Ἐκκλησίας μας στὸν Διάλογο νὰ μνημονευθῇ ὁ σημαντικὸς αὐτὸς Κανόνας στὸ κείμενο τὸ ὁποῖο θὰ καταρτισθῇ σχετικὰ μὲ τὸ πρωτεῖο τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης κατὰ τὴν Α χιλιετία. Νομίζω ὅτι αὐτὸ εἶναι πολὺ σημαντικὸ θέμα καὶ ξεκαθαρίζει ἐν πολλοῖς τὰ πράγματα. Ἂς δοῦμε τί λέει ὁ Κανόνας αὐτός.
Οἱ Πατέρες τῆς Δ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἔχοντας ὑπ' ὄψη καὶ τὸν γ Κανόνα τῆς Β Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καθόρισαν τὰ προνόμια τοῦ θρόνου τῆς Νέας Ρώμης - Κωνσταντινουπόλεως. Μετὰ τὴν μεταφορὰ τῆς Πρωτεύουσας τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Ρώμη στὸ Βυζάντιο, ποὺ μετονομάσθηκε Νέα Ρώμη - Κωνσταντινούπολη, δόθηκαν κάποια προνόμια στὸν Ἐπίσκοπο τῆς Νέας Ρώμης, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο δυσαρέστησε τὸν Ὀρθόδοξο Ἐπίσκοπο τῆς Παλαιᾶς Ρώμης. Αὐτὸ φαίνεται καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι ποτὲ ὁ Πάπας τῆς Ρώμης δὲν παρέστη προσωπικῶς στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους, ἀλλὰ ἐστάλησαν ἐκπρόσωποί του.
Στὸν Κανόνα, λοιπόν, αὐτὸν καθορίζεται ἡ θέση τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως στὴν λεγομένη Πενταρχία τῶν Πατριαρχῶν. Μεταξὺ τῶν ἄλλων θεσπίζεται:
«Ὁρίζομέν τε καὶ ψηφιζόμεθα περὶ τῶν πρεσβείων τῆς ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς αὐτῆς Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης• καὶ γὰρ τῷ θρόνῳ τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης, διὰ τὸ βασιλεύειν τὴν πόλιν ἐκείνην, οἱ Πατέρες εἰκότως ἀποδεδώκασι τὰ πρεσβεία. Καὶ τῷ αὐτῷ σκοπῷ κινούμενοι οἱ ἑκατὸν πεντήκοντα θεοφιλέστατοι ἐπίσκοποι, τὰ ἴσα πρεσβεία ἀπένειμαν τῷ τῆς νέας Ρώμης ἁγιωτάτῳ θρόνῳ, εὐλόγως κρίναντες, τὴν βασιλεία καὶ συγκλήτῳ τιμηθεῖσαν πόλιν, καὶ τῶν ἴσων ἀπολαύουσαν πρεσβείων τὴ πρεσβυτέρα βασιλίδι Ρώμη, καὶ ἐν τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς ὡς ἐκείνην μεγαλύνεσθαι πράγμασι, δευτέραν μετ' ἐκείνην ὑπάρχουσαν».
Παραθέτουμε καὶ τὴν μετάφραση τοῦ Κανόνος:
«Ὁρίζουμε καὶ ψηφίζουμε σχετικὰ μὲ τὰ πρεσβεία τῆς ἁγιοτάτης Ἐκκλησίας τῆς ἴδιας Κωνστνατινούπολης καὶ Νέας Ρώμης• ἄλλωστε δικαιολογημένα οἱ Πατέρες ἔχουν δώσει τα πρεσβεία στὸ θρόνο τῆς πρεσβύτερης Ρώμης, ἐπειδὴ βασιλεύει ἐκείνη ἡ πόλη. Ἔχοντας λοιπὸν τὸν ἴδιο σκοπὸ οἱ ἑκατὸ πενῆντα θεοφιλέστατοι ἐπίσκοποι (τῆς Β Οἰκουμενικῆς Συνόδου) ἀπένειμαν τὰ ἴσα πρεσβεία στὸν ἁγιότατο θρόνο τῆς Νέας Ρώμης, κρίνοντας δικαιολογημένα, ὥστε ἡ πόλη ποὺ τιμήθηκε μὲ βασιλεία καὶ σύγκλητο, ἀπολαμβάνοντας καὶ τὰ ἴσα πρεσβεία μὲ τὴ πρεσβύτερη βασιλικὴ πόλη Ρώμη, νὰ μεγαλύνεται ὅπως ἐκείνη καὶ στὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα, καθὼς εἶναι δεύτερη (στὴν τάξη) ὕστερα ἀπὸ ἐκείνη»
Παρατηρῶντας προσεκτικὰ τὸν Κανόνα αὐτὸν ἐντοπίζουμε ὅτι δὲν γίνεται λόγος γιὰ πρωτεῖο, ἀλλὰ γιὰ πρεσβεία καὶ μάλιστα τὰ πρεσβεία εἶναι πρεσβεία τιμῆς καὶ ὄχι ἐξουσίας-διακονίας, ὅπως θέλει νὰ τὰ παρουσιάζη ὁ Πάπας τῆς Ρώμης. Ἔπειτα παρατηροῦμε ὅτι καθορίζεται ὥστε ὁ Ἐπίσκοπος τῆς Νέας Ρώμης νὰ ἔχη «ἴσα πρεσβεία» τιμῆς μὲ τὸν Ἐπίσκοπο τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης. Τὰ δὲ πρεσβεία τιμῆς στὴν Πρεσβυτέρα Ρώμη, ὅπως καὶ στὴν Νέα Ρώμη, δὲν δίδονται ἀπὸ κάποια ἀποστολικὴ ἀξία, δηλαδὴ ἐπειδὴ ὁ Ἐπίσκοπος Ρώμης εἶναι διάδοχος τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, ἀλλὰ «διὰ τὸ βασιλεύειν τὴν πόλιν ἐκείνην» καὶ γιὰ τὸ ὅτι τιμᾶται μὲ τὴν παρουσία Βασιλείας καὶ Συγκλήτου.
Εἶναι σημαντικὰ ὅσα παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης:
«Διὰ ταύτας λοιπὸν ὅλας τα αἰτίας ἡ Σύνοδος διὰ τοῦ παρόντος Κανόνος ἀνανεοῦσα τον γ . τῆς β ἔδωκεν εἰς τὸν Κωνσταντινουπόλεως καὶ τὰ ἴσα προνόμια τῆς τιμῆς του Ρώμης, ὅπερ ἐστὶ τὸ Πατριαρχικὸν ἀξίωμα, καὶ τὰ ἴσα προνόμια τῆς ἐξουσίας του Ρώμης, ἅπερ εἰσὶν αἱ τῶν εἰρημένων τριῶν διοικήσεων τῶν Μητροπολιτῶν, οὐχὶ ἐκ τοῦ ἔθους μόνον, ἀλλὰ καὶ διὰ Κανόνος κυρωθεῖσαι χειροτονίαι, ὡς περὶ τὴν Κωνσταντινούπολιν ὄντων. Ὦσπερ γὰρ ὁ Ρώμης ἔχει τὰ πρεσβεία τῆς τιμῆς καὶ τῆς ἐξουσίας, ταυτὸν εἰπεῖν τὸ Πατριαρχικὸν ἀξίωμα, καὶ τὸ ἄρχειν τῆς ἰδίας ἐνορίας τῶν Ἑσπερίων, οὕτω καὶ ὁ Κωνσταντινουπόλεως τὰ αὐτὰ ἔχει πρεσβεία, τὸ Πατριαρχικὸν δηλ. ἀξίωμα, καὶ τὸ ἄρχειν τῶν ἀνωτέρω Μητροπολιτῶν ἐκ τῆς ἰδίας ὄντων ἐνορίας. Καὶ ταῦτα εἶναι τὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα ὁποὺ ἀναφέρει ἐδῶ ὁ Κανών, εἰς τὰ ὁποῖα καθὼς ὁ Ρώμης μεγαλύνεται, οὕτω καὶ ὁ Κωνσταντινουπόλεως, χωρὶς τινος διαφορᾶς, πλὴν ταύτης: ὅτι ὁ μὲν Ρώμης εἶναι πρῶτος τῇ τάξει, ὁ δὲ Κωνσταντινουπόλεως δεύτερος τῇ τάξει. Ταῦτα δὲ τὰ τοῦ Κωνσταντινουπόλεως προνόμια, ὄχι μόνον οἱ Πατέρες τῆς Συνόδου ταύτης ἐπεκύρωσαν καὶ ἐπεσφράγισαν, ἀλλὰ καὶ πᾶσα ἡ Σύγκλητος ἀρχόντων, κἂν οἱ λεγάτοι τοῦ Πάπα, εἰ καὶ πρότερον ἐμέμψαντο τὸν Διόσκορον, βλέποντες ὅμως πλατυνόμενα τὰ ὅρια τοῦ Κωνσταντινουπόλεως, ἐλειποθύμησαν σχεδὸν ἐναντιούμενοι εἰς αὐτὰ• ὅθεν ψεύδονται προφανῶς οἱ παπολάτραι, λέγοντες• ὅτι τὰ πρωτεῖα του Ρώμης καὶ πρεσβεία, καὶ τὸ νὰ μεγαλύνεται εἰς τὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα, προσμαρτυρούσιν εἰς αὐτὸν ἰδικὸν προνόμιον ἐξουσίας ἐν τῇ καθόλου Ἐκκλησία, ταυτὸν εἰπεῖν, μοναρχικὸν καὶ ἀναμάρτητον ἀξίωμα. Εἰ γὰρ τοιοῦτὸ τι ταῦτα ἐφανέροναν, ἔπρεπε νὰ ἔχη τοῦτο καὶ ὁ Κωνσταντινουπόλεως, ἐπειδὴ ὁ Κωνσταντινουπόλεως, κατὰ τοὺς Κανόνας, εἶναι μέτρον ἴσον καὶ ἀπαράλλακτον τῆς τιμῆς τῆς ἐξουσίας, καὶ τοῦ μεγαλείου τῆς Ρώμης. Ἀλλὰ μὴν τοῦτο ὁ Κωνσταντινουπόλεως οὐκ ἔλαβεν ἀπὸ τοὺς Κανόνας οὐδέποτε, ἄρα οὐδὲ ὁ Ρώμης. Ἄλλ' οὐδέ τα πρεσβεία τοῦ Ρώμης εἶναι τα ὑπὸ τοῦ θρυλλουμένου θεσπίσματος τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου πρὸς τὸν Σίλβεστρον Ρώμης δοθέντα, ὡς αὐτοὶ λέγουσι, δηλ. τὸ νὰ περιπατῇ μὲ τὰ παράσημα τῆς βασιλικῆς μεγαλειότητος κατὰ μίμησιν βασιλέως...»
Στὴν συνέχεια ὁ ἅγιος Νικόδημος παρατηρεῖ:
«Εἶναι λοιπόν, ὡς εἴπομεν, πρεσβεία καὶ πρωτεῖα του Ρώμης, τὸ νὰ ἔχη τὴν ἐξουσίαν πάντων τῶν ἐν τῇ Διοικήσει τῆς Ρώμης Ἐπισκόπων καὶ Μητροπολιτῶν, ὥστε αὐτὸν χειροτονεῖν αὐτοὺς μετὰ τῶν τῆς Διοικήσεως Ἐπισκόπων, καὶ τὸ νὰ ἦναι πρῶτος τῇ τάξει τῶν λοιπῶν Πατριαρχῶν. Ταῦτα δὲ τὰ προνόμια ἔλαβεν ὄχι διὰ τί ἡ Ρώμη εἶναι καθέδρα τοῦ Πέτρου, ὄχι διὰ τί ὁ Ρώμης εἶναι βικάριος τοῦ Χριστοῦ, καθὼς ματαιολογούσιν οἱ Παπισταί, ὄχι, ἀλλὰ προκαταρκτικῶς μέν, διὰ τί ἡ Ρώμη ἦτο μὲ βασιλείαν τιμημένη. Τῷ θρόνῳ γάρ, φησιν, ὁ παρὼν Κανών, τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης, διὰ τὸ βασιλεύειν τὴν πόλιν ἐκείνην, εἰκότως οἱ Πατέρες ἀποδεδώκασι τὰ πρεσβεία, ἑπομένως δέ, καὶ διὰ τὸ ἀρχαῖον ἔθος ὁποὺ ἠκολούθησε, καθὼς ἦτο πρωτεύουσα πόλις ἡ Ρώμη, ἔτσι νὰ ἦναι πρῶτος καὶ ὁ ταύτης Ἐπίσκοπος, καὶ συνεπομένως, διὰ τί οἱ Κανόνες ἔδωκαν τὸ τοιοῦτον προνόμιον εἰς αὐτόν, καθὼς παρομοίως ἐδόθη τὸ αὐτὸ προνόμιον καὶ εἰς τὸν Κωνσταντινουπόλεως, διὰ τί ἐστάθη βασιλεύουσα ἡ Κωνσταντινούπολις καὶ νέα Ρώμη, καὶ διὰ τί ἐστάθη Βασιλεύουσα, ἔγινεν ἀρχαῖον ἔθος νὰ χειροτονῇ τοὺς ἐν Ἀσίᾳ, καὶ Πόντω, καὶ Θράκη Ἐπισκόπους, καὶ διὰ τί ἔγινεν ἔθος, ἐδόθησαν οἱ Κανόνες καὶ ἐπεσφράγισαν τὸ ἀρχαῖον ἔθος»
Ἑπομένως, ἡ θεολογική, ἐκκλησιολογικὴ καὶ κανονικὴ ἑρμηνεία των πρεσβείων τῆς Πρεσβυτέρας καὶ τῆς Νέας Ρώμης εἶναι σαφέστατη καὶ δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ τὸ πρωτεῖο σὲ παγκόσμιο ἐπίπεδο, ποὺ ἰσχύει σήμερα στοὺς Λατίνους.
Κάνοντας λόγο ἐδῶ γιὰ πρωτεῖο τοῦ Πάπα στὴν Α χιλιετία, δὲν πρέπει νὰ ξεχνοῦμε ὅτι τὸ θέμα περὶ τοῦ πρωτείου τοῦ Πάπα, ποὺ εἶναι δογματικὸ καὶ ἐκκλησιολογικὸ θέμα, συζητήθηκε στὴν Σύνοδο ἐπὶ Μεγάλου Φωτίου (879-880 μ.Χ.) καὶ ἐκεῖ φάνηκαν καθαρὰ οἱ δύο τύποι ἐκκλησιολογίας, ὁ ὀρθόδοξος καὶ ὁ δυτικός. Ὁ Πατριάρχης Φώτιος καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι ἀνεγνώρισαν πρεσβεία τιμῆς στὸν Πάπα, ἀλλὰ τὸ ἔθεταν σὲ καθαρὰ ἐκκλησιολογικὰ πλαίσια. Δηλαδή, ὁ Πάπας εἶναι πρῶτος μόνον κατὰ τὰ πρεσβεία τιμῆς μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ δὲν εἶναι ὑπεράνω τῆς Ἐκκλησίας. Ὅποιος δὲν τηρεῖ αὐτὴ τὴν ἐκκλησιολογικὴ ἀρχή, καθαιρεῖται καὶ ἀφορίζεται. Ἔχουμε τέτοιες περιπτώσεις, ὅπως γιὰ παράδειγμα, ὁ Πάπας Ὀνώριος ἀφορίσθηκε ἀπὸ τὴν ΣΤ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, μετὰ τὸν θάνατό του, γιὰ τὴν αἵρεση τοῦ μονοθελητισμοῦ. Ὁπότε, ὁ Πάπας καὶ κάθε ἄλλος δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ὑπεράνω τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ αὐτὴ ἡ ἐκκλησιολογικὴ θέση γιὰ τὸ πρωτεῖο-πρεσβεία τιμῆς τοῦ Πάπα ἔγινε κατὰ τὴν Α χιλιετία, πρᾶγμα ποὺ δὲν πρέπει νὰ ἀγνοοῦν οἱ ἐκπρόσωποι τῶν Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν στὸν Διάλογο.
2. Τὸ πρωτεῖον τοῦ Πάπα κατὰ τὴν Β χιλιετία
Ἀπὸ διάφορες μελέτες ποὺ ἔχουν γραφὴ καὶ ἰδιαιτέρως ἀπὸ τὶς ἱστορικὲς ἔρευνες τοῦ ἀειμνήστου π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, γνωρίζουμε ὅτι κατὰ τὴν Α χιλιετία, καίτοι ὑπῆρξαν μερικὲς διοικητικὲς διαφορὲς μεταξὺ τῶν Ἐπισκόπων τῆς Πρεσβυτέρας καὶ τῆς Νέας Ρώμης, ἐν τούτοις δὲν ὑπῆρξαν οὐσιαστικὲς διαφορὲς στὰ δόγματα.
Πάντως, ἡ αἵρεση τοῦ filioque εἰσήχθη ἀπὸ τοὺς Φράγκους στὴν Σύνοδο τῆς Φραγκφούρτης τὸ 794 μ.Χ. Κατὰ τὴν Α χιλιετία οἱ Ἐπίσκοποι τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης μὲ τοὺς Ἐπισκόπους τῆς Νέας Ρώμης καὶ τῶν Πατριαρχείων τῆς Ἀνατολῆς ἀντέδρασαν ἀπὸ κοινοῦ στὴν εἰσαγωγὴ τοῦ filioque στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως ἀπὸ τοὺς Φράγκους. Ὅταν ὅμως τὸ 1009 καὶ τὸ 1014 κατελήφθη ὁ θρόνος τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης ἀπὸ τοὺς Φράγκους καὶ εἰσήχθη τὸ filioque γιὰ πρώτη φορὰ στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, τότε ὁ Πατριάρχης τῆς Νέας Ρώμης διέγραψε ἀπὸ τὰ δίπτυχα τὸν Ἐπίσκοπο τῆς Παλαιᾶς Ρώμης καὶ ἀπὸ τότε ὑπάρχει ἀκοινωνησία, ἡ ὁποία δὲν ἤρθη μέχρι τώρα, ἔστω καὶ ἂν ἔγινε ἡ ἄρση τῶν ἀναθεμάτων τοῦ 1054.
Ἑπομένως, ὅλες οἱ αἱρέσεις, ποὺ ξεκινοῦν ἀπὸ τὴν διδασκαλία τῶν Λατίνων περὶ actus purus, ὅτι δηλαδὴ στὸν Θεὸ ταυτίζεται ἡ ἄκτιση οὐσία μὲ τὴν ἄκτιστη ἐνέργεια καὶ ἑπομένως ὁ Θεὸς ἐπικοινωνεῖ μὲ τὴν κτίση διὰ κτιστῶν ἐνεργειῶν, εἶναι αἱρέσεις ποὺ εἰσήχθησαν στὴν Πρεσβυτέρα Ρώμη κατὰ τὴν Β' χιλιετία.
Παράλληλα, ὅμως, κατὰ τὴν Β χιλιετία παρατηρεῖται πιὸ ἔντονα καὶ ἡ ἀλλαγὴ τῆς ἐκκλησιολογίας, γιατί τὰ πρεσβεία τιμῆς ποὺ εἶχαν δοθῇ στὸν Ἐπίσκοπο τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης μετατράπηκαν σὲ πρωτεῖο διακονίας ὅλης τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ ἐδῶ βέβαια παρατηρεῖται τὸ σοβαρότερο πρόβλημα.
Λόγῳ δὲ τῶν αἱρέσεων ποὺ εἰσήχθησαν στοὺς Λατίνους κατὰ τὴν Β χιλιετία δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἰσχύουν τὰ πρεσβεία τιμῆς τῆς Α χιλιετίας. Γι' αὐτὸ ὁ Ἰω. Ζωναράς, ποὺ ἔζησε τὸν 12ο αἰῶνα, ἑρμηνεύοντας τὸν 28ο Κανόνα τῆς Δ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, γράφει:
«Τῶν ἴσων γὰρ ἐν ἄπασιν ἀξιοῦσθαι ταύτην ἀμήχανον, δι' ἂς αἰτίας ἐκεῖσε εἰρήκαμεν, εἰ μήπου τις εἶποι, ὅτι, προορῶντες ἐν Πνεύματι ἁγίῳ οἱ θεῖοι Πατέρες ἐκεῖνοι, ὡς ἀποτμηθήσεται τῆς τῶν ὀρθοδόξων ὁλοκληρίας, καὶ ἐξοστρακισθήσεται τῆς ὁμηγύρεως τῶν πιστῶν διὰ δόγματα ἑτερόδοξα ἡ Ρωμαίων ἐκκλησία, πρώτην ταύτην ἐλογίσαντο• καὶ οὕτω τῶν αὐτῶν ἐκείνη δικαίων ἐν πᾶσιν ἠξίωσαν πρωτεύειν μέλλουσαν, ὡς ἐκείνη ποτέ• την γάρ, μετά, πρόθεσιν, οὐ συγχωρεῖ κατ' ἐκείνους νοεῖσθαι ἐπὶ τῷ μεταχρόνω τῆς συστάσεως τῆς βασιλίδος τῶν πόλεων» .
Εἶναι σαφὲς τὸ νόημα τοῦ Ζωναρά, ὅτι δηλαδὴ οἱ ἅγιοι Πατέρες ἐπειδὴ προέβλεψαν τὴν ἀποκοπή της τῶν Ρωμαίων –Λατίνων Ἐκκλησίας ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, λόγῳ τῶν ἑτεροδόξων δογμάτων, γι' αὐτὸ καὶ ἐθέσπισαν τὸ νὰ πρωτεύη ὁ θρόνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅπως κάποτε ἐπρώτευε ἡ Πρεσβυτέρα Ρώμη.
Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἐνῷ στὴν Α χιλιετία θεσπίσθηκαν πρεσβεία τιμῆς καὶ ὄχι διακονίας στὸν Ἐπίσκοπο τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης, ὅπως καὶ ἴσα πρεσβεία τιμῆς στὸν Ἐπίσκοπο τῆς Νέας Ρώμης, ἐν τούτοις μετὰ τὴν εἰσαγωγὴ αἱρετικῶν δοξασιῶν ὁ κατέχων τὸν θρόνο τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης δὲν ἔχει τα πρεσβεία τιμῆς στὸ συνοδικὸ σύστημα τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς. Ἑπομένως, ὄχι μόνον δὲν ὑφίσταται πρωτεῖο ἐξουσίας-διακονίας τοῦ Πάπα σὲ ὅλη τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ οὔτε καὶ πρεσβεία τιμῆς στὸ συνοδικὸ πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας, μετὰ τὴν εἰσαγωγὴ ἑτεροδοξασιῶν.
3. Ἡ σύγχρονη διδασκαλία περὶ τοῦ πρωτείου τοῦ Πάπα
Στὴν Α Βατικάνεια Σύνοδο (1870) θεσπίσθηκε τὸ ἀλάθητο τοῦ Πάπα, ἐνῷ στὴν Β Βατικάνεια Σύνοδο (1962-1965) καθορίσθηκε ἡ ἔννοια τοῦ πρωτείου τοῦ Πάπα σὲ ὅλη τὴν Ἐκκλησία.
Στὸ βιβλίο ποὺ ἐκδόθηκε ἀπὸ τὸ Βατικανὸ μὲ τίτλο «Κατήχηση τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας» –ἡ ὁποῖα Κατήχηση συγκροτήθηκε ἀπὸ Ἐπιτροπὴ δώδεκα Καρδιναλίων καὶ Ἐπισκόπων ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ Καρδιναλίου Ἰωσὴφ Ράτσινγκερ, σημερινοῦ Πάπα τῆς Ρώμης Βενεδίκτου, βάσει ὅλων τῶν συνοδικῶν ἀποφάσεων τοῦ Βατικανοῦ καὶ κυρίως τῆς Β Συνόδου τοῦ Βατικανοῦ– ὑπάρχει καὶ ἑνότητα μὲ τίτλο «Ὁ σύλλογος τῶν Ἐπισκόπων καὶ ὁ ἀρχηγός του, ὁ Πάπας».
Στὸ κείμενο αὐτὸ γίνεται λόγος γιὰ τὸ ὅτι, ὅπως ὁ Ἀπόστολος Πέτρος καὶ οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι «ἀποτελοῦν ἕνα καὶ μόνο ἀποστολικὸ σύλλογο», κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ὁ Πάπας Ρώμης ὡς διάδοχος Πέτρου καὶ ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι σχηματίζουν ἕναν σύλλογο ποὺ λειτουργεῖ κάτω ἀπὸ τὸ πρωτεῖο τοῦ Πάπα. «Τὸ ποιμαντικὸ αὐτὸ καθῆκον τοῦ Πέτρου καὶ τῶν ἄλλων Ἀποστόλων ἀνήκει στὰ θεμέλια τῆς ἐκκλησίας καὶ συνεχίζεται ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους κάτω ἀπὸ τὸ πρωτεῖο τοῦ Πάπα».
Ὁ Πάπας, ὡς διάδοχος τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, «εἶναι ἡ αἰώνια καὶ ὁρατὴ ἀρχὴ καὶ θεμέλιο τῆς ἑνότητας, ποὺ συνδέει τόσο τοὺς ἐπισκόπους μεταξύ τους ὅσο καὶ τὸ πλῆθος τῶν πιστῶν». «Πραγματικά, ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης, μὲ τὸ ἀξίωμά του ὡς ἀντιπρόσωπος τοῦ Χριστοῦ καὶ ὡς ποιμένας ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, ἔχει πλήρη, ὑπέρτατη καὶ παγκόσμια ἐξουσία μέσα στὴν Ἐκκλησία, τὴν ὁποία μπορεῖ πάντοτε ἐλεύθερα νὰ ἀσκεῖ»
Οἱ φράσεις «ἀντιπρόσωπος τοῦ Χριστοῦ», «ποιμένας ὅλης τῆς Ἐκκλησίας» καὶ «ὑπέρτατη καὶ παγκόσμια ἐξουσία μέσα στὴν Ἐκκλησία», τὴν ὁποία μάλιστα ἀσκεῖ ἐλεύθερα, εἶναι ἐκεῖνες ποὺ προσδιορίζουν πὼς ἐννοεῖ ὁ Πάπας σήμερα τὴν θέση του στὴν Ἐκκλησία.
Λόγῳ αὐτῆς τῆς θέσεώς του ὅποιος Ἐπίσκοπος ἡ ὅποια Σύνοδος δὲν βρίσκεται σὲ κοινωνία μὲ τὸν Πάπα, δὲν ἔχει καμμιὰ ἐξουσία. «Ὁ σύλλογος ἡ τὸ σῶμα τῶν ἐπισκόπων δὲν ἔχει ἐξουσία, ἂν δὲν βρίσκεται σὲ κοινωνία μὲ τὸν ἐπίσκοπο Ρώμης, ὡς ἀρχηγό του». Ὁ σύλλογος τῶν Ἐπισκόπων εἶναι «φορέας τῆς ὑπέρτατης καὶ πλήρους ἐξουσίας μέσα στὴν παγκόσμια Ἐκκλησία, τὴν ὁποία ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ ἀσκεῖ χωρὶς τὴ σύμφωνη γνώμη τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης». Δηλαδή, ἂν κανεὶς Ἐπίσκοπος ἡ καὶ Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία δὲν ἀναγνωρίζη τὸ πρωτεῖο τοῦ Πάπα καὶ δὲν ἔχη κοινωνία μαζί του ἡ ἀσκῇ ἐξουσία χωρὶς τὴν σύμφωνη γνώμη τοῦ Πάπα, δὲν ἔχει καμμία ἀξία.
Εἶναι δὲ χαρακτηριστικὴ καὶ ἡ σχέση μεταξὺ πρωτείου τοῦ Πάπα καὶ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Βεβαίως, ὅπως ὑποστηρίζεται, «ὁ σύλλογος τῶν ἐπισκόπων ἀσκεῖ τὴν ἐξουσία πάνω σὲ ὅλη τὴν Ἐκκλησία μὲ ἐπίσημο τρόπο στὴν Οἰκουμενικὴ Σύνοδο», ἀλλὰ «δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἂν δὲν ἐπικυρωθεῖ, ἡ τοὐλάχιστον ἂν δὲν γίνει δεκτή, ἀπὸ τὸ διάδοχο τοῦ Πέτρου».
Ἐπίσης, τὸ πρωτεῖο τοῦ Πάπα συνδέεται μὲ τὸ ἀλάθητο. Στὴν Κατήχηση τοῦ Βατικανοῦ γράφεται ὅτι ὁ Χριστός, ποὺ εἶναι ἡ ἀλήθεια, «δώρισε στὴν Ἐκκλησία Του τὴν ἰδιότητα νὰ συμμετέχει στὸ δικό Του ἀλάθητο». Καὶ συγχρόνως γράφεται: «Αὐτὸ τὸ ἀλάθητο ἔχει ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης, κεφαλὴ τοῦ συλλόγου τῶν ἐπισκόπων, χάρη στὸ ἀξίωμά του, ὅταν, σὰν πρῶτος ποιμένας καὶ διδάσκαλος ὅλων τῶν πιστῶν, ποὺ στηρίζει στὴν πίστη τοὺς ἀδελφούς του, διακηρύσσει μὲ ὁριστικὴ πράξη μιὰ διδασκαλία σχετικὴ μὲ τὴν πίστη καὶ τὴν ἠθική». Αὐτὸ τὸ ἀλάθητο ὑπάρχει καὶ στὸ σῶμα τῶν ἐπισκόπων, «ὅταν αὐτοί, μαζὶ μὲ τὸν διάδοχο τοῦ Πέτρου, ἀσκοῦν τὸ ὕψιστο διδακτικό τους ἀξίωμα, προπάντων στὴν Οἰκουμενικὴ Σύνοδο»
Οἱ ἀπόψεις αὐτὲς τῶν Λατίνων γιὰ τὴν θέση καὶ τὴν ἐξουσία τοῦ Πάπα στὴν Ἐκκλησία, ὡς πρὸς τὸ πρωτεῖο καὶ τὸ ἀλάθητο, εἶναι σαφέστατες καὶ δείχνουν τὴν ἀπόκλισή τους ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία. Ἐπίσης, γίνεται ἀντιληπτὸ τὸ ὅτι οἱ Λατῖνοι δὲν δέχονται τὴν διδασκαλία «περὶ ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν» καὶ διατείνονται ὅτι οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἔχουν μὲν μυστήρια, ἀλλὰ ἔχουν ἐλλείψεις, ἐπειδὴ δὲν ἔχουν κοινωνία μὲ τὸν Πάπα.
Στὴν ἴδια κατήχηση ὑπάρχει σχετικὴ ἑνότητα μὲ τίτλο «Κάθε τοπικὴ Ἐκκλησία εἶναι "Καθολική"». ἐκεῖ γράφεται ὅτι «οἱ τοπικὲς Ἐκκλησίες εἶναι ὁλότελα καθολικὲς χάρη στὴν ἐκκλησιαστική τους κοινωνία μὲ μιὰ ἀπ' αὐτές: τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, ἡ ὁποία "προΐσταται τῆς ἀγάπης"». Ὅποια τοπικὴ Ἐκκλησία δὲν ἔχει κοινωνία μὲ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, δὲν εἶναι καθολικὴ Ἐκκλησία, εἶναι ἐλλειπτική. «Ὅλες οἱ χριστιανικὲς Ἐκκλησίες ὅλου τοῦ κόσμου θεώρησαν καὶ θεωροῦν τὴ μεγάλη Ἐκκλησία ποὺ βρίσκεται ἐδῶ (στὴ Ρώμη) ὡς μοναδικὴ βάση καὶ θεμέλιο, ἐπειδή, σύμφωνα μὲ τὶς ὑποσχέσεις τοῦ ἴδιου τοῦ Σωτῆρα, οἱ δυνάμεις τοῦ ἅδη ποτὲ δεν τη νίκησαν»
Σὲ ἄλλο κεφάλαιο μὲ τίτλο «Ποιός ἀνήκει στὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία» μεταξὺ ἄλλων γράφεται: «Εἶναι ὁλοκληρωτικὰ ἐνσωματωμένοι στὴν κοινωνία τῆς Ἐκκλησίας ἐκεῖνοι πού, ἔχοντας τὸ Πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ, δέχονται ὅλη τὴν ὀργάνωσή της κι ὅλα τὰ θεσπισμένα σὲ αὐτὴν μέσα σωτηρίας καὶ στὸ ὁρατό της σῶμα εἶναι ἑνωμένοι μὲ τὸν Χριστό –ποὺ τὴν κατευθύνει μέσῳ τοῦ Πάπα καὶ τῶν Ἐπισκόπων». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὅποια Ἐκκλησία δὲν ἔχει κοινωνία μὲ τὸν Πάπα, δὲν εἶναι ἑνωμένη μὲ τὸν Χριστό.
Ἀκόμη καὶ οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἔχουν κάποια ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τὴν καθολικὴ Ἐκκλησία, ὄχι ὅμως τέλεια. Γράφεται: «Ὅσοι πιστεύουν στὸ Χριστὸ καὶ ἔλαβαν ἔγκυρα τὸ Βάπτισμα, βρίσκονται σὲ κάποια ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία, ἂν καὶ ὄχι τέλεια, μὲ τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία».
Τὸ σχῆμα εἶναι σαφέστατο. Ὁ Πάπας εἶναι ἀντιπρόσωπος τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τῆς γῆς, αὐτὸς ἔχει τὸ πρωτεῖο, ὄχι τιμῆς, ἀλλὰ ἐξουσίας-διακονίας στὴν παγκόσμια Ἐκκλησία, αὐτὸς κατοχυρώνει τὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, διαφορετικὰ δὲν ἔχουν ἰσχύ, καὶ αὐτὸς δίνει ἐγκυρότητα στὶς Ἐκκλησίες, ποὺ σημαίνει ὅτι ὅσοι δὲν ἀναγνωρίζουν τὸν Πάπα εἶναι ἐλλειματικὲς ἐκκλησιαστικὲς κοινότητες.
Ἤδη τὸν Ἰούλιο τοῦ 2007, πρὶν ὑπογραφεῖ τὸ κείμενο στὴν Ραβέννα, τὸ Βατικανὸ δημοσίευσε ἕνα κείμενο ποὺ σαφέστατα ἰσχυρίζεται ὅτι ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία εἶναι ἡ μοναδικὴ πραγματικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ ὅτι οἱ Ἀνατολικὲς Ἐκκλησίες ποὺ δὲν ἀναγνωρίζουν τὸν Πάπα ὡς διάδοχο τοῦ Πέτρου πάσχουν ἀπὸ ἕνα ἔλλειμα καὶ δὲν εἶναι παρὰ «χωριστὲς Ἐκκλησίες».
Τὸ συμπέρασμα εἶναι ὅτι ἔτσι λειτούργησαν τὰ πρεσβεία τιμῆς στὴν Α χιλιετία καὶ τὸ πρωτεῖο τοῦ Πάπα στὴν Β χιλιετία, καὶ κανένας δὲν μπορεῖ νὰ παραγνωρίση αὐτὴν τὴν πραγματικότητα. Δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ ἐξετάζη τὰ πρεσβεία τιμῆς τῆς Α χιλιετίας, ἂν δὲν θέση καθαρὰ τὰ πλαίσια τοῦ πρωτείου διακονίας-ἐξουσίας τῆς Β χιλιετίας καὶ ὅπως λειτουργεῖ σήμερα. Γι' αὐτὸ θεωρῶ πολὺ σημαντικὴ τὴν ἀποδοχὴ τοῦ 28ου Κανόνα τῆς Δ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ποὺ δείχνει τὴν ἐκκλησιολογία ποὺ καθόρισαν οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Συνόδου αὐτῆς.
Ἂν ὑπάρξη προοπτικὴ μέσα ἀπὸ κοινὲς συμφωνίες νὰ προχωρήσουμε ἀπὸ τὸ πὼς λειτουργοῦσαν τὰ πρεσβεία τιμῆς στὴν Α χιλιετία στὴν διόρθωση καὶ θεραπεία τῶν προβλημάτων ποὺ παρατηρήθηκαν στὴν Β χιλιετία, σχετικὰ μὲ τὸ ἀλάθητο καὶ τὸ πρωτεῖο τοῦ Πάπα μὲ τὴν σαφέστατη ἑρμηνεία τοῦ 28ου Κανόνος τῆς Δ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, μπορεῖ νὰ ὑπάρξουν μερικὰ ἀποτελέσματα. Νομίζω ὅτι εἶναι ἀρκετὰ δύσκολο οἱ ὅποιες θετικὲς ἀποφάσεις νὰ ἀνατρέψουν τὸ ἀλάθητο τοῦ Πάπα τῆς Α Βατικανείου Συνόδου καὶ τὸ πρωτεῖο τοῦ Πάπα τῆς Β Βατικανείου Συνόδου, οἱ ὁποῖες γιὰ τοὺς Λατίνους θεωροῦνται Οἰκουμενικές.
Πάντως, ἂν δὲν διατυπωθοῦν «καθαρὲς θέσεις», τότε οἱ ὁποιεσδήποτε συμφωνίες τῶν ἐκπροσώπων τῶν Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν δὲν θὰ μποροῦν νὰ γίνουν ἀποδεκτὲς ἀπὸ τὴν «ἐγρηγοροῦσα συνείδηση» τῆς Ἐκκλησίας. Γιὰ τοὺς ὀρθοδόξους Χριστιανούς τα πρεσβεία τιμῆς στὸ σύστημα τοῦ Συνοδικοῦ Πολιτεύματος σὲ ἐπίπεδο Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν ἔχει ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως - Νέας Ρώμης. Ἐὰν ὁ Πάπας ἀποβάλη τὶς αἱρέσεις, τότε θὰ λάβει τὴν θέση ποὺ κατεῖχε τὴν Α χιλιετία, σύμφωνα μὲ τὸν 28ο Κανόνα τῆς Δ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.–
- Προβολές: 3145