Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ Μηνός: Ὁσιοπαρθενομάρτυς Εὐγενία 24 Δεκεμβρίου
Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα
Ἡ ἁγία Εὐγενία ἔζησε τὸν 3ο αἰῶνα μ. Χ. Καταγόταν ἀπὸ εὐγενῆ οἰκογένεια τῆς Ρώμης, ἀλλὰ μεγάλωσε στὴν Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου, ὅπου ὁ πατέρας της διορίσθηκε ὡς Ἔπαρχος. Οἱ γονεῖς της ὀνομάζονταν Φίλιππος καὶ Εὐγενία καὶ ἦσαν εἰδωλολάτρες. Ἡ ἁγία Εὐγενία, ὅμως, βαπτίσθηκε κρυφὰ ἀπὸ τοὺς γονεῖς της καὶ ὅταν μεγάλωσε, ἐπειδὴ τὴν πίεζαν νὰ παντρευτῇ κάποιον εἰδωλολάτρη, ἔφυγε καὶ πῆγε σὲ ἀνδρικὸ Μοναστήρι ὅπου τὴν δέχθηκαν, ἐπειδὴ μεταμφιέσθηκε σὲ ἄνδρα μὲ τὸ ὄνομα Εὐγένιος. Καὶ τὸ ἔκανε αὐτό, γιὰ νὰ μὴ τὴν ἀνακαλύψουν οἱ γονεῖς της καὶ τὴν ἀναγκάσουν νὰ ἐπιστρέψη κοντά τους.
Ἡ ἁγία Εὐγενία ἐπέδειξε μεγάλο ζῆλο καὶ ὑπερέβη τοὺς ἀνδρες μοναχοὺς στὴν ἄσκηση, τὶς ἀρετὲς καὶ τὰ πνευματικὰ κατορθώματα. Αὐτὸ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ προταθῇ γιὰ τὴν θέση τοῦ ἡγουμένου, ὅταν ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς ἔφυγε ἀπὸ τὸν μάταιο αὐτὸν κόσμο. Ὁ μοναχὸς Εὐγένιος στὴν ἀρχὴ ἀρνήθηκε, ἀλλὰ βλέποντας τὴν μεγάλη ἀγάπη καὶ τὴν ἐπιμονὴ τῶν μοναχῶν ὑπεχώρησε.
Τὴν περίοδο ἐκείνη ὁ ἡγούμενος Εὐγένιος ἀντιμετώπισε πολὺ μεγάλο πειρασμό. Μιὰ μοναχή, ὅταν τὸν εἶδε, καθὼς ἐκεῖνος ἦταν νέος καὶ ὄμορφος, κυριεύθηκε ἀπὸ σατανικὸ ἔρωτα καὶ θέλησε μὲ δόλιο τρόπο νὰ τὸν παρασύρη στὴν ἁμαρτία. Ὁ Εὐγένιος, ὅπως ἦταν φυσικό, δὲν συγκατατέθηκε στὶς ἄνομες ὀρέξεις της, καὶ τότε ἐκείνη τὸν συκοφάντησε ὅτι τὴν διέφθειρε καὶ μάλιστα ὑποστήριζε ὅτι διέφθειρε καὶ ἄλλες γυναῖκες, μὲ ἀποτέλεσμα ὁ ἡγούμενος, δηλαδὴ ἡ ἁγία Εὐγενία, νὰ συρθῇ μπροστὰ στὸν Ἔπαρχο τῆς Ἀλεξάνδρειας γιὰ νὰ δικασθῇ. Ἐπειδὴ ὁ Ἔπαρχος καὶ οἱ συνεργάτες του βλασφημοῦσαν τὸν Χριστό, ἤβριζαν τοὺς Χριστιανοὺς καὶ διέβαλλαν τὸ ἀγγελικὸ τάγμα τῶν μοναχῶν, ἡ ἁγία Εὐγενία, παρὰ τὴν ἀρχική της ἀπόφαση νὰ ὑπομείνη τὰ πάντα μὲ σιωπή, ἀναγκάσθηκε νὰ ὀμιλήση καὶ νὰ ἀποκαλύψη τὴν ἀλήθεια. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ καταισχυνθῇ ἡ συκοφάντις καὶ νὰ τιμωρηθῇ παραδειγματικά, ἀλλὰ καὶ ὁ Ἔπαρχος, δηλαδὴ ὁ πατέρας της, νὰ πιστέψη στὸν ἀληθινὸ Θεό, νὰ βαπτισθῇ καὶ στὴν συνέχεια νὰ γίνη ὁμολογητὴς καὶ μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ ἁγία Εὐγενία, μετὰ τὸ μαρτύριο τοῦ πατέρα της, μετακόμισε στὴν Ρώμη μαζὶ μὲ τὴν μητέρα της. Ἐκεῖ συνελήφθη καὶ μετὰ ἀπὸ φρικτὰ βασανιστήρια ἀποκεφαλίσθηκε καὶ ἔτσι σφράγισε τὴν μαρτυρία τῆς γιὰ τὸν Χριστὸ μὲ τὸ αἷμα τοῦ μαρτυρίου της.
Ὁ βίος καὶ ἡ πολιτεία τῆς ἁγίας Εὐγενίας μᾶς δίνουν τὴν ἀφορμὴ νὰ τονίσουμε τὰ ἀκόλουθα:
Ἡ συκοφαντία, ποῦ εἶναι ἄδικη καὶ ψευδὴς κατηγορία ἐναντίον κάποιου, εἶναι πολὺ μεγάλη ἁμαρτία γιὰ τὸν συκοφάντη, ἀλλὰ καὶ πολὺ μεγάλος πειρασμὸς γιὰ τὸν συκοφαντούμενο. Ἕνας ὕμνος ποῦ ψάλλεται στὴν ἀκολουθία τῆς «Πρώτης Ὥρας», κατὰ τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, λέγει, μεταξὺ τῶν ἄλλων, καὶ τὰ ἑξῆς: «Λύτρωσέ με ἀπὸ συκοφαντίας ἀνθρώπων καὶ φυλάξω τὰς ἐντολάς σου». Δηλαδή, ὁ πιστὸς παρακαλεῖ τὸν Θεὸ νὰ τὸν λυτρώση ἀπὸ τὶς συκοφαντίες τῶν ἀνθρώπων καὶ ὑπόσχεται, γι’ αὐτό, νὰ φυλάττη τὶς ἐντολές Του.
Ὅποιος δὲν θέλει νὰ φθάση στὸ σημεῖο νὰ γίνη συκοφάντης, πρέπει νὰ μάθη νὰ μὴν εἶναι φιλοκατήγορος. Δηλαδή, νὰ μὴ κατηγορῇ κανέναν παρὰ μόνον τὸν ἑαυτό του. Ἐπειδὴ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος μέμφεται καὶ κατηγορεῖ τὸν ἑαυτό του, ἀποκτᾶ ταπείνωση, ἀπὸ τὴν ὁποῖα γεννᾶται ἡ ἀγάπη καὶ γι’ αὐτὸ δὲν κατηγορεῖ κανέναν ἄλλον ἄνθρωπο. Εἶναι ἐπιεικὴς στοὺς ἄλλους, προσπαθεῖ νὰ δικαιολογῇ τὰ σφάλματα καὶ τὶς ἀδυναμίες τους, καὶ εἶναι αὐστηρὸς μόνον στὸν ἑαυτό του. Ἀντίθετα, ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος εἶναι ἐπιεικὴς στὸν ἑαυτό του καί, ἀρνούμενος νὰ ἀναλάβη τὶς εὐθύνες τῶν πράξεών του, τὸν δικαιολογεῖ συνεχῶς, αὐτὸς εἶναι αὐστηρὸς στοὺς ἄλλους καὶ γιὰ τὸ παραμικρὸ τοὺς κατηγορεῖ, τοὺς κατακρίνει καὶ τοὺς καταδικάζει. Ἕνα ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τῶν Ἁγίων εἶναι καὶ τὸ ὅτι εἶναι αὐστηροὶ στὸν ἑαυτό τους καὶ ἐπεικεὶς στοὺς ἄλλους. Δὲν κατακρίνουν καὶ δὲν καταδικάζουν ποτὲ κανέναν παρὰ μόνον τὸν ἑαυτό τους, τὸν ὁποῖο θεωροῦν κατώτερο ὄχι μόνον ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἄλογη κτίση. Καὶ θεωροῦν ὅτι ὅλοι οἱ ἄλλοι θὰ σωθοῦν καὶ μόνον αὐτοὶ εἶναι ἄξιοι τῆς κολάσεως, ἀλλὰ δὲν ἀπελπίζονται.
Εἶναι χαρακτηριστικὸς ὁ λόγος τοῦ ὑποδηματοποιοῦ τῆς Ἀλεξάνδρειας, πρὸς τὸν ὁποῖον ἀπεστάλη ἀπὸ τὸν Θεὸ ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος γιὰ νὰ διδαχθῇ ἀπὸ τὸν βίο καὶ τὴν πολιτεία ἐκείνου: «οἱ πάντες σώζονται, ἐγὼ δὲ μόνος ἀπόλλυμαι». Ἔλεγε, δηλαδή, ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος τοῦ Θεοῦ ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θὰ σωθοῦν καὶ μόνον ἐκεῖνος θὰ κολασθῇ, ἐπειδὴ θεωροῦσε ὅτι εἶναι ὁ πιὸ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος τοῦ κόσμου καὶ χειρότερος ἀπὸ ὅλους καὶ ὅλα. Δὲν ἀπελπιζόταν ὅμως, ἀλλὰ στήριζε τὴν ἐλπίδα τοῦ στὸν Θεό, πιστεύοντας ὅτι ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ τὸν σώση ἂν θέλη, παρὰ τὴν ἀμαρτωλότητά του. Καὶ γι’ αὐτὸ ἐπεκαλεῖτο συνεχῶς καὶ ἀδιαλείπτως τὸ θεῖον ἔλεος, λέγοντας «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».
Ἐπίσης, χρειάζεται μεγάλη προσοχὴ σὲ αὐτὸ ποῦ ὀνομάζουμε ὑποψία, ἐπειδὴ ἡ ὑποψία μπορεῖ νὰ ὀδηγήση τὸν ἄνθρωπο στὴν ψευδολογία καὶ τὴν συκοφαντία. Ὁ ἀββᾶς Δωρόθεος ὀνομάζει τὴν ὑποψία «κατὰ διάνοιαν ψεῦδος» καὶ προτρέπει γιὰ τὴν ἀποφυγή της, γιατί, ὅπως τονίζει, ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι στηρίζονται στὶς ὑποψίες τους, ὁδηγοῦνται σὲ λανθασμένα συμπεράσματα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ κατηγοροῦν καὶ νὰ ἀδικοῦν ἀθώους ἀνθρώπους.
Εἶναι παρατηρημένο ὅτι ἀργὰ ἢ γρήγορα ὁ συκοφάντης τιμωρεῖται ἢ μᾶλλον αὐτοτιμωρεῖται, σύμφωνα μὲ τὸν πνευματικὸ νόμο. Βεβαίως, ὑπάρχει καὶ ἡ μετάνοια. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὁ συκοφαντούμενος, ὅπως εἶναι φυσικό, πληγώνεται καὶ πονᾶ, βασανίζεται καὶ ταλαιπωρεῖται, ὅμως ὁ Θεὸς δὲν τὸν ἐγκαταλείπει ποτέ, ἀλλὰ τὸν ἐνδυναμώνει καὶ τοῦ χορηγεῖ πλούσια τὴν Χάρη καὶ τὴν εὐλογία Του. Ἀρκεῖ νὰ κάνη ὑπομονὴ καὶ νὰ στηρίζη τὴν ἐπλπίδα του στὸν Θεό.
Ἡ πνευματικὴ πεῖρα τῶν Ἁγίων μαρτυρεῖ ὅτι γιὰ ἕναν πειρασμὸ ποῦ ἐπιτρέπει ὁ Θεός, δίνει στὴν συνέχεια ἀναρίθμητες εὐλογίες. Ἀρκεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ ὑπομένη ἀγόγγυστα, εὐχαριστῶντας καὶ δοξολογῶντας τὸν Θεὸ γιὰ ὅλα.–
- Προβολές: 3062