Skip to main content

ναυπάκτου Ἱερόθεος: Τὰ πνευματικὰ ἐπιτίμια

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι πνευματικὸ θεραπευτήριο καὶ μὲ τὰ ἰατρικὰ μέσα ποὺ διαθέτει θεραπεύει τὸν ἄνθρωπο. Αὐτὸ γίνεται μὲ τὴν ἀσκητικὴ ζωή, τὸ κανονικό της δίκαιο καὶ τελικὰ μὲ τὰ Μυστήρια. Ἡ συμμετοχὴ στὰ Μυστήρια χωρὶς τὶς κατάλληλες προϋποθέσεις, ποὺ καθορίζονται ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, δὲν θεραπεύει, ἀλλὰ ἀντίθετα δημιουργεῖ πολλὰ προβλήματα. Πάντως, ἡ θεραπεία εἶναι ἀπαραίτητη, ὥστε ὅταν ὁ ἄνθρωπος φθάση στὸν Θεὸ νὰ βρίσκεται στὴν προοπτικὴ τῆς θεραπείας καὶ τότε ὁ Θεὸς νὰ γίνη φῶς καὶ ὄχι πῦρ.

1. Φῶς καὶ πῦρ

Εἶναι γνωστὸν ἀπὸ τὴν ὅλη βιβλικοπατερικὴ παράδοση ὅτι τὸ πῦρ τῆς θεότητος, ὅπως καὶ τὸ κτιστὸ πῦρ, ἔχει δύο ἰδιότητες, ἤτοι τὴν φωτιστική, ποὺ φωτίζει, καὶ τὴν καυστική, ποὺ κατακαίει. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο σὲ ποιά κατάσταση βρίσκεται γιὰ νὰ αἰσθανθῇ τὴν φωτιστικὴ ἢ τὴν καυστικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καὶ ἑπομένως νὰ ζήση τὸν Παράδεισο (Φῶς) ἢ τὴν Κόλαση (πῦρ).

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν Β' πρὸς Θεσσαλονικεῖς ἐπιστολή του, γράφοντας γιὰ τὴν ἔλευση-ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ κατὰ τὴν Δευτέρα Τοῦ Παρουσία, κάνει λόγο γιὰ τοὺς δύο τρόπους μὲ τοὺς ὁποίους θὰ τὸν δοὺν οἱ ἄνθρωποι. Γράφει ὅτι κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία Τοῦ θὰ ἔλθη μὲ τοὺς ἀγγέλους Τοῦ καὶ θὰ φανερωθῇ «ἐν πυρὶ φλογὸς» γιὰ νὰ τιμωρήση ἐκείνους ποὺ δὲν γνώρισαν τὸν Θεὸ καὶ δὲν ὑπήκουσαν ἐν τὼ «εὐαγγελίῳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ» καὶ θὰ ζοὺν αἰωνίως μακριὰ ἀπὸ τὴν δόξα τῆς δυνάμεώς Του. Ἀλλὰ οἱ δίκαιοι θὰ συμμετάσχουν στὴν δόξα «τῆς ἰσχύος αὐτοῦ, ὅταν ἔλθη ἐνδοξασθῆναι ἐν τοὶς ἁγίοις αὐτοῦ καὶ θαυμασθῆναι ἐν πᾶσι τοὶς πιστεύσασιν..» (Β' Θέσ. α', 7-10).

Εἶναι φανερὸ καὶ ἀπὸ τὸν ἀποστολικὸ αὐτὸν λόγο καὶ ἀπὸ πολλὰ πατερικὰ χωρία ὅτι οἱ ἄνθρωποι θὰ ζήσουν τὸν Χριστὸ ἢ «ἐν πυρὶ φλογὸς» ἢ μέσα στὴν δόξα «τῆς ἰσχύος αὐτοῦ». Καὶ αὐτὸ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν πνευματικὴ κατάσταση, τὴν ὁποῖα εἶχαν, ὅσο ζοῦσαν μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία ὡς πνευματικὸ νοσοκομεῖο θεραπεύει τοὺς ἀνθρώπους, ὥστε ὅταν θὰ δοὺν τὸν Θεό, τότε νὰ συμμετάσχουν στὴν δόξα Τοῦ καὶ νὰ ἐνδοξασθοῦν μαζὶ Τοῦ καὶ ὄχι νὰ αἰσθανθοῦν τὴν πύρινη φλόγα.

Μέσα σὲ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τὴν ἀποστολικὴ ἀκόμη ἐποχὴ ἔχει καθορίσει τὰ πνευματικὰ ἐπιτίμια, ποὺ ἐπιβάλλονται ἀπὸ τοὺς Πνευματικοὺς Πατέρας κατὰ τὴν ἱερὰ Ἐξομολόγηση καὶ ἀπὸ τοὺς Ἐπισκόπους καὶ τὴν Σύνοδο τῶν Ἐπισκόπων, γιὰ γνωστὰ καὶ δημόσια ἁμαρτήματα. Τὰ πνευματικὰ ἐπιτίμια στὴν πραγματικότητα εἶναι φάρμακα γιὰ νὰ θεραπευθοῦν οἱ ἄρρωστοι πνευματικὰ ἄνθρωποι, ὥστε νὰ συναντήσουν τὸν Χριστὸ ὡς θεραπευμένοι καὶ ὄχι ὡς ἀθεράπευτοι. Αὐτὸ θὰ ἔχη συνέπεια στὸ αἰώνιο μέλλον τους. Ἔτσι, τὰ ἐπιτίμια δὲν εἶναι νομικὲς ποινές, δὲν δίνονται μὲ τὴν νομικὴ καὶ δικανικὴ ἀντίληψη, ἀλλὰ εἶναι φάρμακα, ποὺ δίδονται γιὰ τὴν θεραπεία τῶν ἀρρώστων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας.

Στὴν συνέχεια θὰ ἀναφερθῶ σὲ ἕνα θέμα ποὺ ἀντιμετώπισε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος στὴν ἐποχή του καὶ θὰ ἐντοπισθῇ ποιά εἶναι ἡ ἔννοια τῶν πνευματικῶν ἐπιτιμίων στὴν Ἐκκλησία καὶ ποιά εἶναι ἡ πνευματικὴ εὐθύνη τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων ποὺ δὲν τὰ ἀποδέχονται στὴν πράξη.

2. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος γιὰ τὰ πνευματικὰ ἐπιτίμια

Ἀφορμὴ γιὰ νὰ πῆ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος τὰ ὅσα θὰ δοῦμε ἦταν ἡ νοοτροπία τῶν Χριστιανῶν τῆς ἐποχῆς του νὰ συνδέουν τὸν θάνατο τῶν ἀγαπημένων τους προσώπων μὲ τοὺς θρήνους, τοὺς κοπετοὺς καὶ τὰ μοιρολόγια, σύμφωνα μὲ τὴν εἰδωλολατρικὴ συνήθεια. Ἀπὸ τὴν μιὰ μεριὰ μερικοὶ Χριστιανοὶ τελοῦσαν τὴν ἐξόδιο ἀκολουθία, ποὺ ἔχει καθορίσει ἡ Ἐκκλησία γιὰ τοὺς κεκοιμημένους, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἀκολουθοῦσαν καὶ τὶς εἰδωλολατρικὲς συνήθειες, πληρώνοντας εἰδικὲς γυναῖκες γιὰ νὰ κλαῖνε τοὺς νεκρούς τους.

Σὲ ὁμιλία του ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος κατηγορεῖ αὐτὴν τὴν συνήθεια καὶ ὑπογραμμίζει ὅτι αὐτὴ ἡ νοοτροπία δὲν ἁρμόζει στοὺς Χριστιανούς. Μεταξὺ τῶν ἄλλων τονίζει ὅτι ἂν δὲν συμμορφωθοῦν καὶ δὲν σταματήσουν αὐτὴν τὴν εἰδωλολατρικὴ συνήθεια, τότε θὰ ἐξαναγκασθῇ νὰ ἐπιβάλη «δεσμά», ὅπως ἔχει αὐτὴν τὴν ἐξουσία ποὺ τοῦ δόθηκε ἀπὸ τὸν Χριστό, ὡς διάδοχος τῶν ἁγίων Ἀποστόλων (Ι. Χρυσοστόμου, ἔργα 24, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1989, σελ. 314 καὶ ἑξῆς).

Γιὰ τὴν ἐπιβολὴ τῶν ἐκκλησιαστικῶν δεσμῶν ὑπάρχει ἡ παραγγελία τοῦ Χριστοῦ: «Ἐὰν δὲ ἀμαρτήση εἰς σὲ ὁ ἀδελφός σου, ὕπαγε καὶ ἔλεγξον αὐτὸν μεταξὺ σοῦ καὶ αὐτοῦ μόνου. ἐὰν σοῦ ἀκούση, ἐκέρδησας τὸν ἀδελφόν σου ἐὰν δὲ μὴ ἀκούση, παράλαβε μετὰ σοῦ ἔτι ἕνα ἢ δύο, ἵνα ἐπὶ στόματος δύο μαρτύρων ἢ τριῶν σταθῇ πὰν ρῆμα ἐὰν δὲ παρακούση αὐτῶν, εἰπὲ τὴ ἐκκλησία ἐὰν δὲ καὶ τῆς ἐκκλησίας παρακούση, ἔστω σοὶ ὦσπερ ὁ ἐθνικὸς καὶ ὁ τελώνης.» (Μάτθ. ἰη', 15-17). Ἐπίσης, δόθηκε ἡ ἐξουσία στοὺς Ἀποστόλους καὶ τοὺς διαδόχους τους νὰ δένουν καὶ νὰ λύνουν τὰ παραπτώματα τῶν ἀνθρώπων: «ὅσα ἐὰν δήσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένα ἐν τὼ οὐρανῷ, καὶ ὅσα ἂν λύσητε ἐπὶ τῆς γῆς ἔσται λελυμένα ἐν τὼ οὐρανῷ» (Μάτθ. ἰη', 18).

Τὰ ἐπιτίμια δὲν δίνονται ἀπὸ ἀνθρώπους, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν Ἴδιο τὸν Χριστό. Λέγει ὁ ἱερὸς Πατήρ. «Οὐ γὰρ ἄνθρωπός ἐστιν ὁ δεσμῶν, ἀλλ’ ὁ Χριστὸς ὁ τὴν ἐξουσίαν ταύτην δεδωκὼς καὶ κυρίους ποιῶν ἀνθρώπους τῆς τοιαύτης τιμῆς», σύμφωνα μὲ τὸν λόγο ποὺ παρέθεσε προηγουμένως ὅτι ἔχουν τὴν ἐξουσία νὰ δένουν καὶ νὰ λύνουν τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἀνθρώπων. Στὴν συνέχεια λέγει ὅτι ἐμεῖς ὡς Ἐπίσκοποι θέλουμε περισσότερο νὰ λύνουμε τὰ ἐπιτίμια παρὰ νὰ τὰ ἐπιβάλλουμε, γιατί «οὐδένα γὰρ βουλόμεθα εἶναι δεσμώτην παρ’ ἡμῖν». Τὰ ἐπιβάλλουμε, ὅμως, ὄχι μὲ τὴν θέλησή μας, ἀλλὰ ἀπὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τοὺς Χριστιανούς. «Οὐ γὰρ ἑκόντες, οὐδὲ βουλόμενοι, ἀλλὰ μᾶλλον ὑμῶν τῶν δεδεμένων ἀλγοῦντες, τὰ δεσμὰ περιβάλλομεν» (Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 316-318).

Τὰ ἐκκλησιαστικὰ ἐπιτίμια διαιροῦνται στὸν μικρὸ ἀφορισμό, δηλαδὴ τὴν πρόσκαιρη ἀποκοπὴ ἀπὸ τὴν θεία Κοινωνία (ἀκοινωνησία) καὶ στὸν μεγάλο ἀφορισμό, τὴν τελικὴ ἀποκοπὴ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Καὶ αὐτὰ τὰ ἐπιτίμια εἶναι ἐκκλησιαστικοὶ νόμοι, ποὺ ἀποβλέπουν στὴν θεραπεία τῶν ἀρρώστων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας «τοὶς νόμοις παιδεύοντες τοὶς ἐκκλησιαστικοῖς» (Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 314). Εἶναι καλὸ νὰ μὴ πληγώνεται κανείς, ἀλλὰ ἂν πληγωθῇ εἶναι χρήσιμο νὰ θέτη ἐπάνω στὴν πληγὴ «τὸ φάρμακον». Τὸ καλύτερο εἶναι νὰ μὴ χρειασθῇ κανεὶς φάρμακο. «Μὴ γένοιτό τινα τῶν τοιούτων δεηθῆναι φαρμάκων» (Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 318). Ὅμως εἶναι ἀπαραίτητο γιὰ τοὺς ἀρρώστους.

Τὰ ἐπιτίμια ἐπιβάλλονται ἀπὸ τοὺς Ἀρχιερεῖς ποὺ εἶναι ὑπεύθυνοι γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ποιμνίων τους, Κληρικῶν καὶ λαϊκῶν. Ἐμεῖς οἱ Ἀρχιερεῖς, κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, καίτοι εἴμαστε «ταλαίπωροι καὶ οὐδαμινοὶ καὶ τοῦ καταφρονεῖσθαι ἄξιοι», ὅμως ἐπιβάλλοντας αὐτὰ τὰ θεραπευτικὰ ἐπιτίμια, δὲν ἐκδικούμαστε οὔτε ἀμυνόμαστε μὲ ὀργή, ἀλλὰ φροντίζουμε γιὰ τὴν σωτηρία τῶν Χριστιανῶν (Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 316). Μέσα σὲ αὐτὴν τὴν φροντίδα πρέπει νὰ ἑρμηνευθῇ καὶ ὁ λόγος του ὅτι προτιμᾶ νὰ τὸν θεωροῦν θρασύ, ἀπηνῆ καὶ αὐθάδη, ἐπιβάλλοντας ἐπιτίμια, παρὰ νὰ τοὺς ἀφήση νὰ κάνουν αὐτὰ ποὺ δὲν ἀρέσουν στὸν Θεό. Ἔτσι, μὲ τὰ ἐπιτίμια-φάρμακα ἐπιδιώκει νὰ τοὺς θεραπεύση (Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 318).

Μὲ τὸ πνεῦμα αὐτὸ θὰ πρέπη νὰ ἀποδεχθῇ κανεὶς τὰ ἐπιτίμια γιὰ νὰ ὠφεληθῇ πνευματικά. Γιατί ἂν κανεὶς ἀνέχεται τὸν φίλο του, ὁ ὁποῖος τὸν ἐπικρίνει μὲ αὐστηρότερο τρόπο ἀπὸ ὅ,τι πρέπει, ἐπειδὴ βλέπει τὸν σκοπὸ καὶ τὴν φιλική του διάθεση, πολὺ δὲ περισσότερο πρέπει νὰ ἀνέχεται τὸν διδάσκαλο ποὺ τὸν ἐπιπλήττει καὶ αὐτὸ τὸ κάνει ὄχι ἀπὸ αὐθεντία, οὔτε ὡς κοσμικὸς ἄρχοντας, «ἀλλ’ ὡς ἐν τάξει κηδεμόνος». Λέγοντας αὐτὰ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ἐπισημαίνει ὅτι τὰ λέγει αὐτὰ «ὑπὲρ ὑμῶν ἀλγοῦντες καὶ κοπτόμενοι» (Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 316).

Ὑπάρχουν, ὅμως, καὶ ἐκεῖνοι ποὺ δὲν ἀποδέχονται τὰ πνευματικὰ ἐπιτίμια τὰ ὁποῖα ἐπιβάλλονται ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο, ποὺ εἶναι διάδοχος τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ ἀπὸ τὴν Σύνοδο τῶν Ἐπισκόπων. Πρόκειται γιὰ μεγάλη ἀπείθεια καὶ δείχνει ἀνθρώπους ποὺ οὔτε τὸν Θεὸ φοβοῦνται οὔτε τὴν Ἐκκλησία σέβονται. Χρησιμοποιεῖ πολλὲς ἐκφράσεις γιὰ νὰ δηλώση αὐτὸν ποὺ δὲν ἀποδέχεται τὰ ἐπιτίμια ποὺ τοῦ ἐπιβάλλονται γιὰ τὴν θεραπεία του. Πρόκειται γιὰ αὐθάδεια: «Εἰ δέ τις ἀπαυθαδιαζόμενος καταφρονεῖ...» (Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 314), γιὰ καταφρόνηση: «εἰ δὲ τὶς καταφρονεῖ τῶν δεσμῶν τῶν παρ’ ἡμῶν, πάλιν αὐτὸν ὁ Χριστὸς παιδευέτω....» (Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 316), γιὰ ἐντροπή: «αἰδέσθητε, παρακαλῶ, καὶ ἐντράπητε» (Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 316).

Λέγει ὁ ἱερὸς Πατὴρ ὅτι οἱ Κληρικοὶ θὰ εὐχόμασταν νὰ μὴν ἔλθουμε στὴν ἀνάγκη νὰ «περιβάλλομεν τὰ δεσμά», ἀλλὰ ὅταν χρειασθῇ πρέπει νὰ ἐκπληρώσουμε τὸ καθῆκον. Ὅμως, ἐὰν ὁ ἄνθρωπος διασπάση τὰ δεσμὰ μόνος τοῦ, δηλαδὴ ἐὰν δὲν τηρήση τὰ ἐπιτίμια, ποὺ τοῦ ἐπιβλήθηκαν, τότε «ἐγὼ τὸ ἐμαυτοῦ πεποίηκα καὶ ἀνεύθυνός εἰμὶ λοιπόν», ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ διέρρηξε τὰ δεσμὰ θὰ ἀπολογηθῇ στὸν Θεό, ὁ Ὁποῖος μᾶς ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὰ ἐπιβάλλουμε (Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 318). Ὅπως τὸ νὰ μὴ ἀμαρτάνη κανεὶς εἶναι «καλόν», ἔτσι καὶ τὸ νὰ δέχεται τὴν ἐπιτίμηση εἶναι «χρήσιμον» (Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 318).

Συνιστᾶ ὁ ἱερὸς Πατήρ: «φέρωμεν τοίνυν τὴν ἐπίπληξιν, καὶ σπουδάζωμεν τὸ μὴ ἁμαρτάνειν, εἰ δὲ ἁμαρτάνομεν, φέρωμεν τὴν ἐπιτίμησιν» (Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 318). Εἶναι δὲ ἀπόλυτος ὅταν λέγη: «Μηδεὶς καταφρονείτω τῶν δεσμῶν τῶν ἐκκλησιαστικῶν», γιατί ὁ «δεσμῶν» δὲν εἶναι ἄνθρωπος ἀλλ’ ὁ Χριστὸς (Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 316).

Αὐτὸ τὸ «μηδεὶς» εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὸ καὶ ἀπόλυτο. Καὶ εἶναι θρασύτατη καὶ ἀσεβέστατη ἡ διαγωγὴ ἐκείνων ποὺ ἐνῷ εἶναι ὑπεύθυνοι γιὰ ἐκκλησιαστικὲς ἀτοπίες καὶ ἁμαρτίες ποὺ διέπραξαν, ἀλλὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ παραπτώματα ποὺ ἀναφέρονται στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡ Ἐκκλησία διὰ τῶν ποιμένων ἐξαναγκάζεται νὰ τοὺς ἐπιτιμᾶ, αὐτοὶ καταφρονοῦν τὴν ἐπιτίμηση καὶ φανερὰ ἢ κρυφὰ παραβαίνουν τὰ ἐκκλησιαστικὰ αὐτὰ ἐπιτίμια. Ἐκτὸς τῶν ἄλλων δείχνουν ὅτι δὲν σέβονται οὔτε τὸν Θεό, οὔτε τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ δὲν πιστεύουν καὶ στὴν κρίση τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ ἔλθη.

Τὰ ἐρωτήματα εἶναι ἀδυσώπητα: Πῶς εἶναι δυνατὸν κανεὶς νὰ εἶναι ἐπιτιμημένος ἀπὸ τὸν Πνευματικὸ τοῦ Πατέρα, τὸν Ἐπίσκοπο καὶ τὴν Ἐκκλησία, καὶ θρασύτατα νὰ προσέρχεται νὰ κοινωνῇ τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων; Δὲν φοβοῦνται τὸν θάνατο ποὺ μᾶς παραμονεύει κάθε στιγμὴ καὶ ὥρα; Δὲν ὑπολογίζουν τὸ αἰώνιο μέλλον τους;

3. Ἡ ἐνδεχόμενη ἄδικη ἐπιτίμηση

Ὑπάρχει περίπτωση ὁ Ἐπίσκοπος καὶ ἡ Σύνοδος νὰ ἀδικοῦν κάποιον ἐν ἀγνοίᾳ τους ἢ ἔστω καὶ φαινομενικῶς ἄδικα. Καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ ὁ ἐπιτιμηθεὶς δὲν πρέπει νὰ περιφρονῇ τὴν ἀπόφαση τοῦ Πνευματικοῦ Πατέρα ἢ τοῦ Ἐπισκόπου ἢ τῆς Συνόδου, ἀλλὰ ἀφ' ἑνὸς μὲν θὰ πρέπη νὰ ἀποδέχεται καὶ νὰ τηρῇ τὴν ἀπόφαση, ἀφ' ἑτέρου δὲ μὲ διάφορες ἐκκλησιαστικὲς ἐνέργειες θὰ πρέπη νὰ φροντίζη γιὰ τὴν ἀνάκληση τοῦ ἐπιτιμίου. Τότε θὰ ἔχη εὐλογία ἀπὸ τὸν Θεό, διαφορετικὰ θὰ κριθὴ ὡς ἀσεβὴς καὶ περιφρονητής.

Μέσα στὰ πλαίσια αὐτὰ κινεῖται καὶ τὸ κανονικὸ δίκαιο τῆς Ἐκκλησίας. Γιὰ παράδειγμα ὁ ἰδ’ Κανόνας τῆς Συνόδου τῆς Σαρδικὴς διαλαμβάνει ὅτι αὐτὸς ποὺ ἀφορίζεται ἀπὸ τὸ Ἐπίσκοπό του ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ προσφύγη στὸν Μητροπολίτη τῆς Ἐπαρχίας ἢ ἂν λείπη ἐκεῖνος νὰ προσφύγη στὸν Μητροπολίτη τῆς πλησιοχώρου Μητροπόλεως, ὥστε νὰ ἐξετασθῇ ἡ ὑπόθεσή του προσεκτικά. Ὅμως, δὲν θὰ πρέπη νὰ παραβῇ τὸ ἐπιτίμιο καὶ νὰ ἔλθη σὲ κοινωνία πρὶν ἀποφασισθῇ ἀπὸ μεγαλύτερο ὄργανο. «Πρὶν δὲ ἐπιμελῶς καὶ μετὰ πίστεως ἕκαστα ἐξετασθῇ, ὁ μὴ ἔχων τὴν κοινωνίαν πρὸ τῆς διαγνώσεως τοῦ πράγματος, ἑαυτῷ οὐκ ὀφείλει ἐκδικεὶν τὴν κοινωνίαν». Ἂν δὲ διαπιστωθῇ ἡ «ὑπεροψία» καὶ ἡ «ἀλαζονεία» τοῦ Κληρικοῦ, μὲ τὸ νὰ καταργήση μόνος του τὸ ἐπιτίμιο, τότε οἱ Ἐπίσκοποι μπορεῖ νὰ τὸν ἐπαναφέρουν στὴν τάξη μὲ πιὸ πικρότερα καὶ βαρύτερα λόγια. Στὸ ἴδιο θέμα ἀναφέρονται καὶ οἱ κὴ’ καὶ λβ' Ἀποστολικοὶ Κανόνες.

Τὸ συμπέρασμα εἶναι ὅτι μέσα στὴν Ἐκκλησία ὑπάρχει τάξη καὶ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ κινῆται αὐθαίρετα καὶ ἀντικανονικά. Ἡ Ἐκκλησία λέγεται «στρατεία» (Β' Κόρ. ἰ', 4. Α' Τίμ. α',18), εἶναι ἕνα στράτευμα, καὶ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ αὐθαδιάζη, ἀλλὰ πρέπει νὰ τηρῇ τὸ κανονικὸ καὶ συνοδικὸ πολίτευμά της. Ἀκόμη, ἡ Ἐκκλησία εἶναι πνευματικὸ θεραπευτήριο μέσα στὸ ὁποῖο οἱ πνευματικοι ἰατροί, μὲ τὸν φωτισμὸ τοῦ Θεοῦ, χρησιμοποιοῦν διάφορα φάρμακα γιὰ τὴν θεραπεία τῶν ἀρρώστων μελῶν της. Οἱ ἄρρωστοι πρέπει νὰ δέχωνται αὐτὴν τὴν ἰατρικὴ τέχνη, γιατί διαφορετικὰ παραμένουν ἀθεράπευτοι. Ὅταν κανεὶς δὲν δέχεται τὴν θεραπεία, παραμένει ἀθεράπευτος καὶ κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ θὰ αἰσθανθῇ τὴν καυστικὴ ἐνέργεια τῆς θεότητός Του. Γι’ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία μερικὲς φορὲς ἐξαναγκάζεται νὰ προβῇ σὲ μεγαλύτερη ἐπέμβαση, νὰ κάνη πνευματικὴ ἐγχείριση-ἀποκοπὴ ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ Κοινότητα γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἁμαρτήσαντος καὶ αὐθαδιάσαντος, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὑγεία καὶ τῶν ὑπολοίπων μελῶν τοῦ σώματός της.

Μέσα σὲ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ ἐξετάζεται τὸ ἀποστολικὸ χωρίο: «Ἐν τὼ ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ συναχθέντων ὑμῶν καὶ τοῦ ἐμοῦ πνεύματος σὺν τὴ δυνάμει τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ παραδοῦναι τὸν τοιοῦτον τὼ σατανᾶ εἰς ὄλεθρον τῆς σαρκός, ἵνα τὸ πνεῦμα σωθῇ ἐν τῇ ἡμέρα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.» (Α' Κόρ. ε', 4-5). «Καὶ ἐξαρεῖτε τὸν πονηρὸν ἐξ ὑμῶν αὐτῶν» (Α’ Κόρ. ε', 13).

Πάντως, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἀναφερόμενος στὶς σχισματικὲς καταστάσεις ποὺ παρατηροῦνται μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ στὸν τρόπο ποὺ ἐργάζεται κανείς, καταλήγει: «Οὐκ οἴδατε ὅτι ναὸς Θεοῦ ἐστε καὶ καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν; εἰ τις τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ φθείρει, φθερεῖ τοῦτον ὁ Θεὸς» (Α' Κόρ. γ’, 16-17).–

  • Προβολές: 2772