Στὴν Συνοδική θεία Λειτουργία, τήν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας: Ἡ θεολογία τῶν εἰκόνων
Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
Ὁμιλία τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, ποὺ ἐκφωνήθηκε κατὰ τὴν Συνοδικὴ θεία Λειτουργία, τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, 21 Φεβρουαρίου 2010, στὸν Ἱερὸ Ναὸ Ἁγίου Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου Ἀθηνῶν.
***
Σήμερα, κατὰ τὴν ἐπέτειο τῆς ἀναστηλώσεως τῶν ἱερῶν Εἰκόνων ἑορτάζεται ἡ ἑορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο φαίνεται ἡ σύνδεση τῆς ἱερᾶς Εἰκόνας μὲ τὴν Ἐκκλησία καί, βέβαια, μὲ τὴν Ὀρθοδοξία.
Σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ τροπάρια ποὺ ψάλαμε σήμερα στὴν ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου ἐκφράζεται ἡ δόξα τῆς Ἐκκλησίας. «Ἡμέρα χαρμόσυνος καὶ εὐφροσύνης ἀνάπλεως πεφανέρωται σήμερον». Καὶ αὐτὸ γιατί «φαιδρότης δογμάτων τῶν ἀληθεστάτων ἀστράπτει καὶ λάμπει ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ κεκοσμημένη ἀναστηλώσεσιν εἰκόνων τῶν ἁγίων νῦν καὶ ἐκτυπωμάτων καὶ λάμψεσι». Ἐκκλησία, δόγματα καὶ εἰκόνες βρίσκονται μέσα στὸ φῶς τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ καὶ εἶναι ἡ φανέρωση τῆς ὡραιότητος τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἔχοντας τὴν ἐντολὴ τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ Πάσης Ἑλλάδος κυρίου Ἱερωνύμου καὶ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου νὰ ἐκφωνήσω τὸν πανηγυρικὸ λόγο τῆς ἡμέρας στὴν Συνοδικὴ θεία Λειτουργία, ἐνώπιον Κληρικῶν καὶ λαϊκῶν καὶ τῆς πολιτικῆς ἡγεσίας τοῦ τόπου τούτου, αὐτὴν τὴν λαμπρὴ ἡμέρα τῆς Ὀρθοδοξίας, κατὰ τὴν ὁποῖα ἀστράπτει καὶ λάμπει ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν φαιδρότητα τῶν δογμάτων της καὶ τὴν λάμψη τῶν ἁγίων εἰκόνων της, θὰ ἀναφερθῶ στὴν ἑνότητα μεταξὺ τῶν ἱερῶν εἰκόνων καὶ τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων.
Ἡ ἱερὰ Εἰκόνα δὲν προσφέρεται γιὰ νὰ στολίζη τὶς οἰκίες οὔτε ἀκόμη καὶ τοὺς Ἱεροὺς Ναούς, ἀλλὰ γιὰ νὰ μεταδίδη χάρη στοὺς πιστοὺς ποὺ τὴν ἀσπάζονται μὲ τὴν ἀπαραίτητη εὐλάβεια καὶ τὸν σεβασμὸ καὶ ἀνάλογα, βέβαια, μὲ τὴν πνευματική τους κατάσταση. Συγχρόνως, ὅμως, ἡ ἱερὰ Εἰκόνα εἶναι μιὰ ἀπὸ τὶς θεολογικὲς γλῶσσες τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ μεταδίδει πολλὰ μηνύματα. Θὰ τονισθοῦν μερικὰ σημεῖα αὐτῆς τῆς γλώσσας.
Τὸ πρῶτο σημεῖο εἶναι τὸ θεολογικὸ ποὺ ἀναφέρεται στὸν Θεό, τὸν Ὁποῖο λατρεύουμε. Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι Αὐτὸς ὁ Θεάνθρωπος Χριστός. Πρόκειται γιὰ τὸ Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ποὺ ἐνηνθρώπησε, προσέλαβε τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ τὴν θέωσε.
Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἀπαγορευόταν ὁ ἐξεικονισμὸς τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ὁ Θεὸς ποὺ ἐμφανιζόταν στοὺς Προφῆτες ἦταν ὁ ἄσαρκος Λόγος, ἐνῷ μετὰ τὴν ἐνανθρώπηση καὶ τὴν πρόσληψη τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος ὁ Θεὸς ἐξεικονίζεται. Αὐτὸ ἦταν τὸ μεγαλύτερο ἐπιχείρημα τῶν εἰκονοφίλων, ὅτι δηλαδή, ἐφ’ ὅσον ὁ Χριστὸς προσέλαβε καὶ θέωσε τὸ ἀνθρώπινο σῶμα, σημαίνει ὅτι μποροῦμε νὰ Τὸν ἁγιογραφοῦμε. Ἐπίσης καὶ τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ κατέστη πηγὴ τῆς ἀκτίστου Χάριτος ποὺ φωτίζει ὅσους συνδέονται μαζί Του.
Ἑπομένως, ἐδῶ φαίνεται ἡ μεγάλη θεολογικὴ ἀλήθεια ὅτι ὁ Θεὸς δὲν εἶναι μιὰ ἀπρόσωπη ἰδέα καὶ μιὰ αἰώνια ἀξία ἢ μιὰ παγκόσμια δύναμη, ἀλλὰ ἰδιαίτερο πρόσωπο ποὺ ἀγαπᾶ τὸν ἄνθρωπο. Ὁ ἰδεατὸς Θεὸς εἶναι ξένος πρὸς τὰ προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῷ ὁ προσωπικὸς Θεὸς ἀγαπᾶ τὸν ἄνθρωπο καὶ ἐνδιαφέρεται προσωπικὰ γι’ αὐτόν.
Στὴν εἰκόνα τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ φαίνεται ἡ δόξα ποὺ προχέεται ἀπὸ τὴν τεθεωμένη σάρκα τοῦ Χριστοῦ, σὲ ὅλες δὲ τὶς εἰκόνες, ὅπου ἁγιογραφεῖται ὁ Χριστός, φαίνεται ἡ ἱλαρότητά Του, ἡ ἀνέκφραστη φιλανθρωπία Του, ἡ ἀγάπη Του γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ὁ Θεὸς εἶναι γεμᾶτος ἀγάπη καὶ στοργή.
Στὴν εἰκόνα τῆς εἰς Ἅδου Καθόδου τοῦ Χριστοῦ ὁ ἁγιογράφος δείχνει τὴν δύναμη τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ τὸ στοργικὸ Τοῦ βλέμμα γιὰ τὸν ἄνθρωπο, καθὼς ἐπίσης δείχνει τὴν τρυφερότητα μὲ τὴν ὁποῖα πιάνει τὸ χέρι τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὖας καὶ τοὺς ἑλκύει πρὸς τὰ ἄνω, δηλαδὴ τοὺς σώζει μὲ τὴν πανσθενουργὸ δύναμή Του, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνέκφραστη τρυφερότητά Του. Δὲν εἶναι Θεὸς ὀργῆς, μίσους καὶ βίας, ὅπως θέλουν μερικοὶ νὰ Τὸν παρουσιάζουν, οὔτε σαδιστὴς Πατέρας, ὅπως μερικοὶ Τὸν αἰσθάνονται ἀπὸ δικές τους ἐνοχικὲς καταστάσεις, ἀλλὰ ὁ ἱλαρός, ὁ φιλάνθρωπος καὶ ὁ φιλόστοργος Θεὸς ποὺ ἀγαπᾶ ὑπερβολικὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ φθάνει ἀκόμη καὶ μέχρι τὸν ἅδη γιὰ νὰ τὸν συναντήση, εἶναι ὁ ἰατρὸς ποὺ θεραπεύει τὸ βαθὺ τραῦμα τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὄχι ὁ δικαστὴς καὶ εἰσαγγελέας ποὺ ἀπαγγέλλει κατηγορίες.
Τὸ δεύτερο σημεῖο εἶναι τὸ ἀνθρωπολογικό, ἀφοῦ ἡ ὀρθόδοξη εἰκόνα δείχνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιουργημένος ἀπὸ τὸν Θεὸ κατὰ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα καὶ στόχος του εἶναι νὰ φθάση ἀπὸ τὸ κατ' εἰκόνα στὸ καθ’ ὁμοίωση, δηλαδὴ τὴν θέωση.
Ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ φιλοσοφία ἔκανε τὴν διάκριση μεταξὺ φύσει ἀθανάτου ψυχῆς καὶ φύσει θνητοῦ σώματος. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀνῆκε στὸν ἀγέννητο κόσμο τῶν ἰδεῶν καὶ ὁ Θεὸς τὴν τιμώρησε, μόλις κινήθηκε ἀπὸ ἐπιθυμία, μὲ τὸ νὰ περικλεισθῇ στὸ σῶμα, τὸ ὁποῖο τελικὰ εἶναι ἡ φυλακὴ τῆς ψυχῆς. Ὁπότε, ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως δίδασκε ὁ πλατωνισμός, εἶναι ἡ ἀποδέσμευση τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα, ἡ δὲ νέκρωση τοῦ παθητικοῦ μέρους τῆς ψυχῆς ἦταν ὁ βασικὸς σκοπὸς τῶν στωϊκὼν καὶ τῶν πλατωνικῶν φιλοσόφων.
Ὅμως, ἡ Ἐκκλησία διὰ τῶν ἱερῶν εἰκόνων διδάσκει ὅτι ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα εἶναι δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ, ὁπότε καὶ τὰ δύο ἁγιάζονται καὶ θεώνονται. Αὐτὴν τὴν μεγάλη ἀλήθεια τὴν συναντᾶμε ἀκόμη καὶ στὸν ἡσυχασμό, ὅπως τὸν ἐξέφρασε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀφοῦ ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου διὰ τῆς προσευχῆς ἐπιστρέφει στὸ σῶμα καὶ τὸ σῶμα λαμπρύνεται ἀπὸ τὸ Φῶς τοῦ Θεοῦ.
Παρατηρῶντας τὴν ὀρθόδοξη εἰκόνα, βλέπουμε ὅτι τὸ Φῶς τοῦ Θεοῦ εἰσέρχεται μέσα στὸν ἄνθρωπο καὶ ἁγιάζει τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα του. Τὸ θεῖο Φῶς δὲν φωτίζει ἔξωθεν τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ τὸν ἁγιάζει ἔσωθεν, διὰ τῆς καρδίας, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ὑπάρχουν σκιὲς στὶς ὀρθόδοξες εἰκόνες. Τὸ πρόσωπο τοῦ ἁγίου εἶναι φωτεινό, διαυγὲς καὶ φωτίζεται ἀπὸ μέσα, ὅπως φαίνεται, κυρίως, στὶς ἁγιογραφίες τοῦ Πανσελήνου στὸ Πρωτάτο τοῦ Ἁγίου Ὅρους.
Αὐτό, βέβαια, μᾶς ὑπενθυμίζει τὸν ὁρισμὸ ποὺ δίνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γιὰ τὸν ἄνθρωπο ὅτι εἶναι «ζῶον ἐνταῦθα οἰκονομούμενον καὶ ἀλλαχοῦ μεθιστάμενον, καὶ πέρας τοῦ μυστηρίου, τὴ πρὸς Θεὸν νεύσει θεούμενον». Ὁ ἄνθρωπος, δηλαδή, δὲν εἶναι ἕνα πρᾶγμα, δὲν εἶναι ἀντικείμενο ἐκμεταλλεύσεως, ἀλλὰ δημιούργημα τοῦ Θεοῦ ποὺ πρέπει νὰ βιώνη τὸ μυστήριο τῆς κατὰ Χάρη θεώσεως.
Τὸ τρίτο σημεῖο ποὺ συναντᾶμε στὴν ὀρθόδοξη εἰκόνα εἶναι τὸ κοινωνικὸ τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ σὲ τί συνίσταται ἡ κοινωνία μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἕνα ἁπλὸ ἄθροισμα ἀνθρώπων ἀπὸ ἕνα ἔθνος, ἀλλὰ ἡ συνάντηση ἀνθρώπων ὅλων τῶν κατηγοριῶν ποὺ ἔχουν ζωντανὴ σχέση μὲ τὸν Χριστό, εἶναι οἰκουμενική, πάνω ἀπὸ πατρίδες καὶ ἐθνότητες. Μέσα στὴν Ἐκκλησία λειτουργοῦν ἄλλοι νόμοι καὶ ἄλλες προϋποθέσεις.
Στὴν εἰκόνα τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ βλέπουμε τὴν σημαντικὴ θέση ποὺ ἔχει ἡ Παναγία, ὡς ἐκπρόσωπος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἀλλὰ βλέπουμε καὶ τοὺς ἀγαθοὺς Ποιμένες, ὅπως καὶ τοὺς Μάγους ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ ποὺ ἦλθαν νὰ προσκυνήσουν τὸν Χριστό. Γύρω ἀπὸ τὸν νεογέννητο Χριστὸ βρίσκονται οἱ σοφοὶ μὲ τοὺς ἀγραμμάτους, οἱ Ἰουδαῖοι μὲ τοὺς Ἀνατολίτες, οἱ ἄγγελοι μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Ὅλοι λαμβάνουν δόξα ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ ἀποτελοῦν τὴν πνευματικὴ Τοῦ οἰκογένεια. Δὲν ὑπολογίζεται ἡ καταγωγὴ καθενός, ἡ ἐθνικότητα καὶ ἡ ἡλικία του, ἀλλὰ εὐλογεῖται ὁ πόθος ποὺ ἔχουν γιὰ τὸν Θεὸ καὶ ἡ ταπείνωσή τους. Οἱ Γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι καὶ ὅσοι στηρίζονται στὸν ὀρθολογισμὸ καὶ τὴν ἐξουσία τους ἀπουσιάζουν ἀπὸ τὸ μυστήριο τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως καὶ δὲν συμμετέχουν στὴν θεία δόξα.
Τὸ τέταρτο σημεῖο ποὺ βλέπουμε στὴν ὀρθόδοξη εἰκόνα εἶναι ἡ κτισιολογία, τὸ λεγόμενο οἰκολογικό, ἀφοῦ στὶς ὀρθόδοξες εἰκόνες παρουσιάζεται μεταμορφωμένη καὶ ἁγιασμένη καὶ αὐτὴ ἡ κτίση. Δὲν εἶναι ἡ κτίση τῆς πτώσεως καὶ τῆς φθορᾶς, ἀλλὰ ἡ κτίση, ἡ πλημμυρισμένη ἀπὸ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ.
Στὴν εἰκόνα τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, κοντὰ στὸ νεογέννητο Βρέφος εἶναι τὰ ἄλογα ζῶα, τὸ σπήλαιο εἶναι φωτισμένο καὶ τὰ βουνὰ μεταμορφωμένα, ἀλλὰ καὶ τὸ ἀστέρι συμμετέχει στὸ μεγάλο αὐτὸ μυστήριο. Στὴν εἰκόνα τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ βλέπουμε τὴν καινὴ γῆ καὶ τὸν καινὸ οὐρανό, ὅπως ἀναμένουμε νὰ γίνουν στὴν μέλλουσα δόξα, ἀλλὰ καὶ ὅπως τὸ ζοὺν οἱ Ἅγιοι ἀπὸ τώρα μέσα στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Στὴν εἰκόνα τῆς Βαπτίσεως τοῦ Χριστοῦ στὸν Ἰορδάνη ποταμὸ φαίνεται ὁ ἁγιασμὸς τῶν ὑδάτων καὶ ὅλων ὅσων βρίσκονται μέσα στὸ νερό. Τὰ πάντα ὑπακούουν στὸν Χριστὸ καὶ δοξάζονται ἀπὸ Αὐτόν.
Τὸ οἰκολογικὸ πρόβλημα, ἡ μόλυνση τοῦ περιβάλλοντος, δὲν ἔχει καμμιὰ θέση μέσα στὴν πάμφωτη δόξα τῆς ὀρθόδοξης εἰκόνας, ἀλλὰ βρίσκεται ἔξω ἀπὸ αὐτήν. Τὸ Φῶς ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ ἀπὸ τὸν ἁγιασμένο ἄνθρωπο διαπορθμεύεται καὶ στὴν ἄλογη κτίση καὶ δημιουργία, ἐνῷ ἀντίθετα τὰ πάθη τοῦ ἀνθρώπου δημιουργοῦν τὸ οἰκολογικὸ πρόβλημα. Στὶς εἰκόνες δὲν παρουσιάζεται ὁ στεναγμὸς καὶ ἡ ὀδύνη τῆς κτίσεως, ἀλλὰ ἡ δόξα της, καὶ αὐτὸ μᾶς ὑπενθυμίζει τὸν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Ἡ γὰρ ἀποκαραδοκία τῆς κτίσεως τὴν ἀποκάλυψιν τῶν υἱῶν τοῦ Θεοῦ ἀπεκδέχεται... καὶ αὐτὴ ἡ κτίσις ἐλευθερωθήσεται ἀπὸ τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ» (Ρώμ. ἡ', 19-22). Ἔτσι, μέσα στὴν ὀρθόδοξη εἰκονογραφία φαίνεται καθαρὰ ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου γιὰ τὴν συμμετοχὴ τῆς κτίσεως στὸ πανηγύρι τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.
Τὸ πέμπτο σημεῖο ποὺ παρατηροῦμε στὴν ὀρθόδοξη εἰκόνα εἶναι τὸ σκοτεινὸ στοιχεῖο. Σὲ ὅλες σχεδὸν τὶς εἰκόνες, ποὺ ἀναφέρονται στὸν Χριστὸ καὶ τὸ ἔργο τῆς θείας Τοῦ οἰκονομίας, βλέπουμε κάποιο σπηλαιῶδες σκότος. Αὐτὸ τὸ συναντᾶμε στὴν εἰκόνα τῆς Γεννήσεως, στὴν εἰκόνα τῆς Βαπτίσεως, στὴν εἰκόνα τῆς εἰς Ἅδου καθόδου τοῦ Χριστοῦ. Τὸ σκοτεινὸ αὐτὸ σπήλαιο δὲν ὁμοιάζει καθόλου μὲ τὸ πλατωνικὸ σπήλαιο, μέσα στὸ ὁποῖο οἱ ἄνθρωποι, ποῦ βρίσκονται στὸ σκοτάδι τῆς παρούσης ζωῆς, βλέπουν ἀμυδρῶς ὡς σκιὲς τὸν κόσμο τῶν ἰδεῶν ἔξω ἀπὸ αὐτό. Στὶς ὀρθόδοξες εἰκόνες βλέπουμε ὅτι οἱ ἄνθρωποι ζοὺν μέσα στὸ θεῖο Φῶς, ἐνῷ τὸ σκότος ποὺ βρίσκεται στὸ βάθος εἶναι ὁ χῶρος τοῦ θανάτου.
Ὅπως τὸ φῶς ἔχει δύο ἰδιότητες, τὴν φωτιστικὴ καὶ τὴν καυστική, ἄλλα φωτίζει καὶ ἄλλα καίει, ἀνάλογα μὲ τὴν κατάσταση τοῦ κάθε ἀντικειμένου, ἔτσι καὶ τὸ Φῶς τοῦ Θεοῦ φωτίζει καὶ καίει, ἀνάλογα μὲ τὴν κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι, αὐτὸ τὸ σκοτάδι δὲν εἶναι ἡ ἀπουσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ ὡς σκότος καὶ πῦρ καὶ αὐτὸ βέβαια ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν κατάσταση τοῦ ἰδίου τοῦ ἀνθρώπου.
Πάντως, γεγονὸς εἶναι ὅτι, ὅπως φαίνεται στὴν εἰς Ἅδου Κάθοδο τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ τὴν ὀρθόδοξη εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως, ὁ Χριστὸς κατεβαίνει στὸν ἅδη κάθε ἀνθρώπου, εἰσέρχεται μέσα στὴν ἀπελπισία τοῦ καὶ στὴν χώρα τοῦ προσωπικοῦ τοῦ ὑπαρξιακοῦ θανάτου, ἀκόμη καὶ ὅταν οἱ θύρες τῆς ὕπαρξής του εἶναι κεκλεισμένες, γιὰ νὰ δώση τὴν δυνατότητα στὸν καθένα νὰ ἐξέλθη ἀπὸ αὐτὸ τὸ βασανιστικὸ σκοτάδι τῆς ἀπελπισίας καὶ τῆς μοναξιᾶς του καὶ νὰ τὸν ὀδηγήση σὲ προσωπικὴ κοινωνία μαζί Του, χωρὶς ὅμως νὰ καταργήση τὴν προσωπική του ἐλευθερία.
Τελικά, ἡ ὀρθόδοξη εἰκόνα, μὲ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο παρουσιάζει τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς Ἁγίους, δείχνει ὅτι ὁ Θεός μας εἶναι γεμᾶτος ἀγάπη καὶ στοργὴ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ποῦ κατεβαίνει καὶ μέχρι τὸν ἅδη τῆς προσωπικῆς τοῦ ἀπελπισίας καὶ ἀπογνώσεως γιὰ νὰ τὸν συναντήση ὁ ἄνθρωπος ἔχει ὑψηλὲς προδιαγραφὲς καὶ σὲ ὅποια κατάσταση κι ἂν βρίσκεται μπορεῖ νὰ γεμίση ἀπὸ Φῶς ἡ κτίση ἡ ὁποία βιάζεται ἀπὸ τὸν ἐμπαθῆ ἄνθρωπο ἀποδέχεται καὶ ἀναμένει τὴν ἀνακαίνισή της καὶ ὁ κάθε προσωπικὸς ἅδης μπορεῖ νὰ γεμίση ἀπὸ τὴν δόξα τοῦ Φωτὸς τοῦ Θεοῦ.
Μακαριώτατε,
Οἱ ὀρθόδοξες εἰκόνες εἶναι ἕνα βαθύτατο, θεολογικό, ἐμπειρικό, δογματικὸ βιβλίο, καί, ὅταν εἰσδύη κανεὶς σὲ αὐτό, μπορεῖ νὰ ἀντιληφθῇ ὄχι μόνον τί εἶναι ὁ Χριστιανικὸς ὀρθόδοξος Θεός, ἀλλὰ καὶ τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία Τοῦ καὶ ποιό εἶναι τὸ νόημα τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι τὸ δοξασμένο καὶ θεωμένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ὁ χῶρος τῆς συναντήσεως τῶν πάντων, ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων, κεκοιμημένων καὶ ζώντων, ἀρχόντων καὶ ἀρχομένων, Κληρικῶν καὶ λαϊκῶν, ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, ξένων καὶ ἰθαγενῶν, εἶναι ὁ πνευματικὸς νυμφῶνας τῆς δόξης, εἶναι τὸ κατάλυμα τῶν θείων ἐρώτων. Ἡ ὀρθόδοξη εἰκόνα δείχνει ὅτι τὴν ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου δὲν τὴν καθορίζει ἡ ὑλικὴ οἰκονομία, ἀλλὰ τὴν νοηματοδοτεῖ ἡ θεία οἰκονομία, ποὺ τοῦ δίνει ἐλπίδα καὶ προοπτική.
Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἰδιοκτησία κανενὸς καὶ κανένας δὲν μπορεῖ νὰ τὴν ἰδιοποιηθῇ καὶ νὰ ἀποκλείση κάποιους ἄλλους εἶναι ἀνοικτὴ σὲ ὅλους τοὺς ταπεινούς, ποὺ διακρίνονται ἀπὸ τὸν τελωνικὸ στεναγμό, ἀλλὰ ταυτόχρονα εἶναι κλειστὴ στοὺς Φαρισαίους καὶ τοὺς ὑποκριτὲς ποὺ νομίζουν ὅτι βρίσκονται μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι χῶρος ἀνταγωνισμῶν καὶ ἀγώνων ἐπικρατήσεως μερικῶν ὁμάδων, ἀλλὰ εἶναι ἑνότητα προσώπων, εἶναι χῶρος μαρτυρίας καὶ μαρτυρίου, σιωπῆς καὶ προσευχῆς, σταυρώσεως, ἀναστάσεως καὶ Πεντηκοστῆς. Ἡ Ἐκκλησία δὲν περιορίζεται στοὺς τοίχους καὶ τὴν ὀροφή, οὔτε ἐκφράζεται ἀπὸ ἀμεταμόρφωτους ἀνθρώπους, ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ τὸ προσκήνιο καὶ τὸ παρασκήνιο καὶ ἔχουν ἁπλῶς γνώσεις περὶ τοῦ Θεοῦ, ὄχι ὅμως τὴν γνώση τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία ἐκφράζεται ἀπὸ τοὺς ἁγίους Προφῆτες, Ἀποστόλους, Πατέρες, Ὁσίους καὶ Μάρτυρες, ποὺ εἶναι ὁλοφώτεινοι, εἶναι ἡ «λιακάδα» τῆς γῆς.
Ἡ ὀρθόδοξη εἰκόνα, ὡς ἔκφραση τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων καὶ τῆς ἐσωτερικῆς λάμψεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, σκορπάει ἀγάπη καὶ στοργή, γαλήνη καὶ ἠρεμία, ἑλκύει τοὺς πονεμένους καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, προαναγγέλλει τὴν τελικὴ κυριαρχία τοῦ Θεοῦ τῆς ἀγάπης, δείχνει τὸν μεταμορφωμένο κόσμο, τὴν καινὴ κτίση.
Ὁ Θεὸς φανερώθηκε ἐν σαρκί, ἡ Ἐκκλησία δοξάζεται ὡς Σῶμα Χριστοῦ, ἡ εἰκόνα εἶναι ἔκφραση τῆς μεταμορφωμένης ζωῆς καὶ τῆς ἀνακαινισμένης κτίσεως, ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ ἐλπίδα τῶν ἀπελπισμένων, ἡ πλησμονὴ τῶν στερημένων. Ἀγάλλεται σήμερα ἡ Ἐκκλησία, εὐφραίνεται μὲ τὴν δόξα τοῦ Νυμφίου της, καὶ οἱ ἱερὲς εἰκόνες εἶναι τὰ στολίδια τοῦ λαμπροῦ νυμφικοῦ τῆς ἔνδοξης αὐτῆς νύμφης τοῦ Χριστοῦ.
Ὁπότε, μακάριοι ὅσοι ἀγαποῦν τὴν δόξα τοῦ Νυμφίου καὶ τῆς Νύμφης καὶ ζοῦν στὸν κεκοσμημένο νυμφῶνα τῆς δόξας, ἐνδεδυμένοι μὲ τὸν χιτῶνα τῆς εὐφροσύνης. Μακάριοι ὅσοι συμμετέχουν στὸν δεῖπνο τῆς Βασιλείας, τὸν ὁποῖο δείχνουν οἱ ἱερὲς εἰκόνες καὶ γεύονται τὴν νηφάλια μέθη τοῦ Πνεύματος, ποὺ ἐξέρχεται ὡς θυμίαμα εὔοσμο ἀπὸ αὐτές. Μακάριοι ὅσοι ἀπολαμβάνουν τὴν δόξα τῆς Ὀρθοδοξίας ὄχι μιὰ φορὰ τὸν χρόνο, ἀλλὰ κάθε μέρα, ὅσοι συμμετέχουν στὸν τρισάγιο ὕμνο τῶν ἀγγέλων καὶ τὸ ἆσμα τῶν λελυτρωμένων.–
- Προβολές: 2785