Skip to main content

Ἡ Εἰκόνα σὲ Ἀνατολή καὶ Δύση

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ἡ καθιερωμένη ἑορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας στὴν ἀρχὴ τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, κατὰ τὴν ὁποῖα συνδέεται ἡ θεολογία τῆς εἰκόνας μὲ τὴν θεολογία τῆς ἄσκησης, ἀλλὰ συγχρόνως μετέχουμε τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, δείχνει τὴν ἐξωτερικὴ λάμψη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀλλὰ κυρίως καὶ πρὸ παντὸς τὸ βάθος της, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο «δεῖται δηλίου κολυμβητοῦ». Στὴν συνέχεια θὰ τονισθοῦν τέσσερα σημεῖα, στὰ ὁποῖα φαίνεται καὶ ὁ χῶρος στὸν ὁποῖο ἐντάσσεται ἡ ὀρθόδοξη εἰκόνα, ἀλλὰ καὶ ἡ διαφορά της ἀπὸ ἄλλες χριστιανικὲς παραδόσεις.

1. Ἡ Ἐκκλησία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων
Η Εικόνα σέ Ανατολή καί Δύση.

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν στηρίζεται στὴν νοησιαρχία-ρατσιοναλισμό, καὶ τὸν ἠθικισμό, ἀλλὰ στὴν ἀποκαλυπτικὴ ἐμπειρία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων. Αὐτὸ εἶναι ποὺ τὴν διακρίνει ἀπὸ τὸν δυτικὸ σχολαστικισμὸ καὶ ἠθικισμό. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ἀντικείμενο μιᾶς ἀνακάλυψης ἀπὸ τὸν λογικοκρατούμενο ἄνθρωπο, ἀλλὰ ὁ Ἴδιος ἀποκαλύπτεται στὴν καθαρὴ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, κατὰ τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ: «Μάκαριοι οἱ καθαροὶ τὴ καρδία, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται» (Μάτθ. ε', 8).

Στὸ «Συνοδικὸ τῆς Ὀρθοδοξίας», ποὺ διαβάζεται τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, μεταξὺ τῶν ἄλλων γράφεται: «Οἱ προφῆται ὡς εἶδον, οἱ ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν, ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν, οἱ διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν.....ούτω φρονοῦμεν, οὕτω λαλοῦμεν, οὕτω κηρύσσομεν Χριστὸν τὸν ἀληθινὸν Θεὸν ἡμῶν».

Στὸ ἀπόσπασμα αὐτὸ φαίνεται ὅτι ταυτίζεται ἡ ὅραση τῶν Προφητῶν, ἡ διδασκαλία τῶν Ἀποστόλων, τὸ δόγμα τῶν Πατέρων.

Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία δὲν εἶναι στοχασμὸς καὶ φαντασία, ἀλλὰ ἐμπειρία ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, καὶ τὸ δόγμα εἶναι ὁριοθέτηση τῆς προσωπικῆς ἀποκαλυπτικῆς ἐμπειρίας, καὶ αὐτὸ γίνεται γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Τελικά, τὸ δόγμα εἶναι τὰ ρητὰ ρήματα καὶ νοήματα τῆς ἀρρήτου πραγματικότητας, καὶ ἔχει σκοπὸ νὰ γίνη φάρμακο στὸν ἄνθρωπο, ὥστε νὰ ἀποκτήση κοινωνία μὲ τὸν Θεό. Μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ πρέπει νὰ δοῦμε καὶ τὴν δογματικὴ ἀλήθεια γιὰ τὶς εἰκόνες. Ἡ ὀρθόδοξη εἰκόνα εἶναι φανέρωση τῆς ἀκτίστου δόξης τοῦ Θεοῦ, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νὰ ὁδηγηθῇ σὲ αὐτὴν τὴν βίωση τῆς θείας δόξης.

Σὲ αὐτὴν τὴν πραγματικότητα κινοῦνται καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες μας, γι’ αὐτὸ καὶ πάλι στὸ «Συνοδικὸ τῆς Ὀρθοδοξίας» λέγεται ἐπανειλημμένως ὅτι πορευόμαστε «κατὰ τὰς τῶν ἁγίων θεοπνεύστους θεολογίας καὶ τὸ τῆς Ἐκκλησίας εὐσεβὲς φρόνημα».

2. Ἡ Ζ' Οἰκουμενικὴ Σύνοδος καὶ ἡ Σύνοδος τῆς Φραγκφούρτης

Ἡ ἱστορικότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ γεγονότος ποὺ πανηγυρίζεται τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας συνίσταται στὴν ἀναστήλωση τῶν ἱερῶν εἰκόνων ποὺ ἔγινε τὸ 843 μ. Χ. καὶ κατὰ τὸ ἔτος ἐκεῖνο στὴν πραγματικότητα ἀποκαταστάθηκε τὸ κῦρος τῆς Ζ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ποὺ συνῆλθε στὴν Νίκαια τῆς Βυθηνίας τὸ ἔτος 787 μ. Χ. καὶ θεολόγησε γιὰ τὴν ἀξία τῶν ἱερῶν εἰκόνων στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Ἡ θεολογία αὐτὴ ἐκφράσθηκε ἀπὸ παλαιοὺς Πατέρας, ὅπως τὸν Μ. Βασίλειο, ἀλλὰ καὶ ἄλλους πλησιέστερους πρὸς τὴν Οἰκουμενικὴ αὐτὴ Σύνοδο Πατέρας, ὅπως τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό, τὸν Θεόδωρο τὸν Στουδίτη κ. ἅ. Πρὶν τὴν Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἀλλὰ καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτήν, ἀναπτύχθηκε μιὰ θαυμαστὴ θεολογία, γύρω ἀπὸ τὶς εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας, τῶν ἁγίων καὶ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Οἱ εἰκόνες δὲν εἶναι σύμβολα ἐξωτερικά, ἀλλὰ ἐκφράσεις τοῦ μυστηρίου τῆς σαρκώσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Στὴν πραγματικότητα ἡ ἱστόρηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων δείχνει τὴν ὑποστατικὴ ἕνωση κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου στὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, καὶ τὴν κατὰ Χάρη ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό.

Πρέπει νὰ σημειωθῇ ὅτι στὴν Οἰκουμενικὴ Σύνοδο παρέστησαν ἐκπρόσωποι ὅλων τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν, ἀκόμη καὶ τοῦ Πάπα τῆς Ρώμης Ἀδριανοῦ, οἱ ὁποῖοι ὑπέγραψαν τὶς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου γιὰ τὴν θεολογικὴ ἀξία τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Ἀκόμη τότε ὑπῆρχε ἑνότητα μεταξὺ Παλαιᾶς καὶ Νέας Ρώμης καί, παρὰ τὶς ἰδιαίτερες παραδόσεις, σὲ μὴ οὐσιαστικὰ δογματικὰ θέματα, εἶχαν κοινὴ πίστη, θεολογία καὶ ζωή.

Παρὰ ταῦτα ὁ Καρλομάγνος, ἡγέτης τῶν Φράγκων, προκειμένου νὰ διαφοροποιηθῇ ἀπὸ τὴν Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία καὶ νὰ ἐφαρμόση τὰ δικά του σχέδια, διαφώνησε μὲ τὴν ἀπόφαση τῆς Ζ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καὶ ἀμέσως συνέταξε ἀπάντηση τὴν γνώση «Capitulare adversus synodum» μὲ τὴν ὁποῖα ἀπέρριπτε τὶς ἀποφάσεις τῆς Ζ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ὅμως, ὁ Πάπας Ἀδριανός -ὁ ὁποῖος συμμετεῖχε στὴν Ζ' Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, μὲ ἀντιπροσώπους του καὶ μάλιστα στὰ Πρακτικὰ τῆς συμπεριελήφθηκε ἐπιστολή του μὲ τὴν ὁποῖα ἔδειχνε τὴν προσήλωσή του στὶς ἀρχαῖες παραδόσεις τῆς Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐπιδοκιμάσθηκε ἀπὸ ὅλους τοὺς παρόντες Πατέρας- ἀπέστειλε ἐπιστολὴ στὸν Καρλομάγνο, στὴν ὁποῖα ἐξέφρασε τὶς ἀντιρρήσεις του στὶς ἀποφάσεις του. Ὁ Καρλομάγνος ὅταν ἔλαβε αὐτὲς τὶς ἐξηγήσεις τοῦ Πάπα Ἀδριανοῦ, ποὺ ὑπερασπίσθηκε τὴν ἀπόφαση τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀντὶ νὰ χαρῇ γιὰ τὴν νίκη τῶν εἰκονοφίλων, ἔδωσε ἐντολὴ στοὺς συμβούλους του νὰ συνθέσουν μιὰ νέα θεολογία. Ἔτσι γράφηκαν τὰ Libri Carolini, στὰ ὁποῖα φαίνεται ἡ ἀντίθεση τῶν Φράγκων πρὸς τὶς ὀρθόδοξες ἀπόψεις τοῦ Πάπα τῆς Ρώμης, ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς ποὺ ἔλαβαν μέρος στὴν Ζ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο.

Στὴν συνέχεια ὁ Καρλομάγνος συγκάλεσε δική του Σύνοδο στὴν Φραγκφούρτη τὸ ἔτος 794, στὴν ὁποῖα ἐπισημοποίησε τὶς πρόσφατες ἀποκλίσεις τῶν θεολόγων τῆς αὐλῆς του, καὶ μεταξὺ τῶν ἄλλων ἀποδοκιμάσθηκε ἡ λατρεία τῶν εἰκόνων καὶ εἰσήχθηκε τὸ filioque στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως.

Αὐτὸ εἶναι τὸ καθοριστικὸ σημεῖο διαφοροποίησης ἑνὸς μέρους τῆς Εὐρώπης ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη ἑνότητα ποὺ ὑπῆρχε μεταξὺ τῶν Πέντε Πατριαρχείων, δηλαδὴ τοῦ Πάπα τῆς Ρώμης καὶ τῶν Πατριαρχείων τῆς Ἀνατολῆς. Ὅμως, ὅταν τὸ 1009 μ. Χ. καταλαμβάνεται ὁ θρόνος τῆς Παλαιᾶς Ρώμης ἀπὸ φιλοφράγκο Πάπα καὶ εἰσήχθηκε τὸ filioque στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, τότε ἐπῆλθε τὸ σχίσμα, ἡ διαίρεση, μὲ ἀποτέλεσμα προοδευτικὰ νὰ περάσουν στὴν δυτικὴ Ἐκκλησία οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Φραγκφούρτης ἐναντίον τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Ὁπότε, εἰσήχθησαν καὶ τὰ ἀγάλματα στὴν λατρεία, ἀλλὰ καὶ οἱ εἰκόνες ἔχασαν τὴν πνευματικότητα καὶ τὴν θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας καὶ ἔτσι ἀναπτύχθηκε ἡ νατουραλιστικὴ καὶ αἰσθησιοκρατικὴ ἀντίληψη περὶ τῆς εἰκόνας.

3. Ἡ εἰκόνα στὴν ὀρθόδοξη καὶ τὴν δυτικὴ παράδοση
Η Εικόνα σέ Ανατολή καί Δύση

Τὸ δεύτερο σημεῖο ποὺ πρέπει νὰ ἐξετασθῇ εἶναι ἡ διαφορὰ μεταξὺ τῆς ὀρθοδόξου–Βυζαντινῆς εἰκόνας καὶ τῆς δυτικῆς εἰκόνας σὲ δύο συγκεκριμένα πρότυπα, τῆς Δύσεως καὶ τῆς Ἀνατολῆς.

Ἡ δυτικὴ τεχνοτροπία τῆς εἰκόνας, ὅπως ἐπικράτησε στὴν Δύση, κατὰ τὸν Μεσαίωνα καὶ στὴν ἀρχὴ τῆς Ἀναγέννησης, ἐκφράζεται κατὰ τὸν καλύτερο τρόπο, στὴν ζωγραφικὴ τοῦ Παπικοῦ Παρεκκλησίου τοῦ Βατικανοῦ τῆς Καπέλα Σιξτίνα, ποὺ ζωγραφήθηκε τὸν 15ο αἰῶνα ἀπὸ μεγάλους καλλιτέχνες, σηματικότερος δὲ τῶν ὁποίων εἶναι ὁ Μιχαὴλ Ἄγγελος.

Πρόσφατα δημοσιεύθηκε ἕνα βιβλίο, στὸ ὁποῖο δίνεται μιὰ νέα ἑρμηνεία τοῦ συνόλου τῆς εἰκονογραφίας τοῦ ναοῦ αὐτοῦ. Τὸ βιβλίο αὐτὸ εἶναι γραμμένο ἀπὸ τὸν Καθηγητὴ Πφάϊφερ (Heinrich Pfeiffer), ὁ ὁποῖος προσπάθησε νὰ δώση μιὰ θεολογικὴ ἑρμηνεία τῆς εἰκονογραφίας τοῦ Παπικοῦ παρεκκλησίου, βάσει τῶν δογμάτων τοῦ Καθολικισμοῦ. Ὑποστηρίζει ὅτι στὸ ἔργο αὐτὸ ἡ ἐπιλογὴ τῶν θεμάτων, οἱ λεπτομέρειες τῶν τοιχογραφιῶν, ἡ ἑνότητα καὶ ἡ ἁρμονία ποὺ παρατηροῦνται στὸ εἰκονογραφικὸ πρόγραμμα, δὲν σχεδιάσθηκαν ἀπὸ τοὺς ἰδίους τοὺς καλλιτέχνες, ἀλλα ἀπὸ παπικοὺς θεολόγους τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Στὸ θέμα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ἡ εἰκονογράφηση στηρίχθηκε στὴν διδασκαλία τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου περὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκ τοῦ Πατρὸς καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ.

Εἶναι ἀξιοπρόσεκτο ὅτι ὁ Μιχαὴλ Ἄγγελος ζωγραφίζοντας τὸ Παπικὸ παρεκκλήσι ἐνεργοῦσε ὡς γλύπτης καὶ ζωγράφισε τὶς βιβλικὲς μορφὲς σὰν ἀγάλματα, βρίσκοντας «αὐθόρμητα τὸν ἀνθρωποκεντρισμὸ τοῦ καὶ τὸν κανόνα τῆς κλασικῆς ἀρχαιότητας».

Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ παράσταση τῆς Κρίσεως, ποὺ ζωγραφίθηκε ἀπὸ τὸν Μιχαὴλ Ἄγγελο. Ὁ Χριστὸς παρουσιάζεται νὰ ἔχη ὑψωμένο τὸ δεξὶ τοῦ χέρι σὲ κίνηση ὀργῆς καὶ ὅλη ἡ παράσταση ἐπηρεάζεται ἀπὸ τὴν κίνηση τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ τοῦ Κριτοῦ. Καὶ ὅπως σημειώνεται ἀπὸ τὸν ἐρευνητὴ «γιὰ πρώτη φορὰ καλλιτέχνης διορισμένος ἀπὸ τὸν Πάπα Ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας φιλοτεχνεῖ μιὰ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἀποκλίνει ἀπὸ τὸν καθιερωμένο εἰκονογραφικὸ τύπο καὶ παραπέμπει σὲ εἰδωλολατρικὴ θεότητα». Πιθανὸν ἐδῶ νὰ θέλη νὰ ἐκφράση τὴν ἀπόλυτη δύναμη τοῦ Πάπα σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη, ἀφοῦ εἶναι βικάριος τοῦ Χριστοῦ πάνω στὴν γῆ.

Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος, ὀρθόδοξος ἁγιογράφος ὁ ἴδιος, ὅταν ἐπισκέφθηκε τὴν Καπέλλα Σιξτίνα, ἔγραψε: «ἡ ψυχὴ δὲν διατίθεται καθόλου γιὰ προσευχή, ἀλλὰ μόνον γιὰ διαφόρους καλλιτεχνικοὺς καὶ φιλοσοφικοὺς στοχασμούς». Εἰδικὰ γιὰ τὴν παράσταση τοῦ Χριστοῦ ὡς Κριτοῦ, ἔγραψε: «Λὲς καὶ εἶναι κάποιος ‘’πρωταθλητὴς’’ ποὺ ἐκσφενδονίζει στὴν ἄβυσσο τοῦ ἅδη ὅλους ἐκείνους ποὺ τόλμησαν νὰ τοῦ ἀντισταθοῦν. Ἡ χειρονομία του εἶναι ‘’ἐκδικητική’’, ὠμή...Καί εἶμαι βέβαιος ὅτι δὲν εἶναι καθόλου ὁ αὐθεντικὰ εὐαγγελικὸς Χριστός».

Πόσο διαφορετικὰ εἶναι τὰ πράγματα στὴν Ὀρθόδοξη ἁγιογραφία, ὅπως φαίνεται στὴν εἰκόνα τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ στὴν εἰκόνα τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεως. Μέσα στὴν Καπέλλα Σιξτίνα δὲν μπόρεσε νὰ χωρέσουν οἱ εἰκόνες τῆς Μεταμορφώσεως καὶ τῆς Ἀναστάσεως καὶ αὐτὸ εἶναι χαρακτηριστικό.

Ἅς προσέξουμε τὶς ἁγιογραφίες ἑνὸς ἄλλου Μιχαήλ, τοῦ Μιχαὴλ Πανσελήνου, στὸ Πρωτάτο τοῦ Ἁγίου Ὅρους. Οἱ ἁγιογραφίες αὐτὲς προκαλοῦν τὸ ἐνδιαφέρον ὅλων τῶν μελετητῶν τῆς τέχνης, ἀλλὰ καὶ τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων. Ἡ Ἱερὰ Κοινότητα τοῦ Ἁγίου Ὅρους ἔχει πὴ ὅτι «αἱ τοιχογραφίαι τῆς "Μεγάλης Ἐκκλησίας τοῦ Πρωτάτου" εἶναι καρπὸς καὶ ἀπόσταγμα τῆς ἐσωτερικῆς-μοναχικῆς καὶ λειτουργικῆς ζωῆς τοῦ Ἀγιωνύμου Ὅρους. Εἰς τὸν εἰκαστικὸν τοῦτον θησαυρὸν τοῦ ἱεροῦ ἡμῶν Τόπου, ἡ θεολογικὴ ἐμβρίθεια, τὸ πνευματικὸν βάθος καὶ τὸ κλασσικὸν αἴσθημα, καρποφοροῦν τὴν ἁρμονίαν τῶν συνθέσεων, τὸ κάλλος τῆς μορφῆς καὶ τὴν λαμπρότητα τοῦ χρώματος». Κατὰ τὴν ἄποψη εἰδικοῦ περὶ τὴν τέχνη «Οἱ τοιχογραφίες τοῦ Πρωτάτου ἐκφράζουν μία ἐνσυνείδητη στροφὴ καὶ ἀνανεωμένο ἐνδιαφέρον τοῦ βυζαντινοῦ κόσμου στὸ ἰδεῶδες τοῦ κλασικοῦ σὲ ἁρμονική, ὡστόσο, σύζευξη μὲ τὴν πνευματικότητα τῆς χριστιανικῆς κοινωνίας ποὺ ἐκφράζει».

Ὁ Ἀρχιμ. Σωφρόνιος γράφει ὅτι οἱ ὀρθόδοξοι ἁγιογράφοι ἐνεργοῦν βάσει τῆς προσωπικῆς τους ἐμπειρίας. Ἄλλοι ἀπὸ αὐτοὺς καταργοῦν τὶς ἀναλογίες καὶ παραμορφώνουν τὴν ἀνθρώπινη μορφή, γιὰ νὰ ἀποσπάσουν τὸν νοῦ τοῦ προσευχομένου ἀπὸ τὴν γῆ καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὸν οὐρανό, καὶ ἄλλοι μὲ τὴν εἰκόνα θέλουν νὰ ἐκφράσουν τὴν ἕνωση κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου. Αὐτὴ ἡ τελευταία περίπτωση προϋποθέτει θεοπτικὴ ἐμπειρία.

Ἡ διαφορὰ μεταξὺ τῶν βυζαντινῶν καὶ δυτικῶν εἰκόνων εἶναι σαφέστατη. Οἱ βυζαντινὲς εἰκόνες παρουσιάζουν τὸν Χριστὸ μὲ μιὰ μεγαλοπρέπεια, ἀλλὰ καὶ μὲ μιὰ βαθειὰ εἰρήνη, ποὺ πλησιάζει τὸν ἄνθρωπο μὲ πολλὴ φιλανθρωπία καὶ κενωτικὴ ἀγάπη. Εἶναι εἰκόνες ποὺ ἔχουν ἀγάπη, στοργή, τρυφερότητα. Συγχρόνως, οἱ ὀρθόδοξες εἰκόνες ἐκφράζουν τὴν ἐσωτερικότητα τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ἕνωση ἀκτίστου καὶ κτιστοῦ, τὴν μεταμόρφωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ ἄκτιστο Φῶς, τὸ ὁποῖο εἰσῆλθε μέσα στὴν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου καὶ προχέεται στὸ σῶμα καὶ ὅλη τὴν δημιουργία. Περιβάλλουν τὸν ἄνθρωπο ποὺ τὶς βλέπει μὲ μιὰ εὐαισθησία, τρυφερότητα καὶ ἀγάπη. Συγχρόνως τὸ ἱλαρὸ φῶς προχέεται ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ ἁγιάζει ὅλη τὴν κτίση.

Ἀντίθετα, στὶς θρησκευτικὲς εἰκόνες τῆς δυτικῆς Ἀναγέννησης μπορεῖ κανεὶς νὰ δὴ τὴν ἀνθρωποκεντρικὴ κοσμοθεωρία τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, τὴν ἐμπιστοσύνη τοῦ ἀνθρώπου στὸν ἑαυτό του, τὴν κυριαρχία τῆς λογικῆς, τῆς δύναμης καὶ τῆς ἡδονῆς, τὴν ἀμφισβήτηση τῶν παραδοσιακῶν ἀξιῶν, ὁπότε ἡ τέχνη ἔχει ἕνα ρεαλιστικὸ καὶ ἀντιμεταφυσικὸ χαρακτῆρα. Στὴν Δύση δημιουργεῖται μιὰ πλαστικὴ εἰκόνα, θεμελιωμένη στὴν ἀνθρωποκεντρικὴ ἐμπειρία καὶ γνώση, καὶ ἡ ὁποία μεταφράζει σὲ μορφικὰ σήματα τὴν ἀνανεωμένη πίστη τοῦ ἀνθρώπου στὶς δυνάμεις του καὶ στὸν ἐγκόσμιο προορισμό του. Ἡ δυτικὴ θρησκευτικὴ τέχνη ποὺ εἶναι νατουραλιστικὴ καὶ ἀνθρωποκεντρικὴ ἐκφράζει τὸν ἐξανθρωπισμὸ τοῦ δόγματος καὶ τὸ ἀνθρώπινο πάθος διατρέχει τὶς ἱερὲς σκηνές.

4. Οἱ δύο εἰκόνες τοῦ σύγχρονου κόσμου

Ἔχοντας ὅλα αὐτὰ ὑπ’ ὄψη μας μποροῦμε νὰ ἐπεκτείνουμε τὸ θέμα καὶ στὴν σύγχρονη κοινωνία μας, εἴτε τὴν ἀνατολικὴ εἴτε τὴν δυτικὴ καὶ νὰ δοῦμε τὶς δύο εἰκόνες τοῦ συγχρόνου κόσμου μας, ποὺ δὲν διαφέρουν ἀπὸ τὰ δύο εἴδη τῶν εἰκόνων ποὺ ἐντοπίσθηκαν προηγουμένως.

Ἡ μία εἶναι ρατσιοναλιστικὴ καὶ αἰσθησιακή, ποὺ στηρίζεται στὴν ἀπόλυτη κυριαρχία τῆς λογικῆς, τῶν αἰσθήσεων καὶ τῶν παθῶν, ποὺ χαρακτηρίζονται ὡς ἡδονὴ καὶ ὀδύνη. Ἡ λογικοκρατρία ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο σὲ ἀδιέξοδα, καὶ ἡ αἰσθησιοκρατία, μὲ τὴν ἡδονὴ καὶ τὴν ὀδύνη, δημιουργεῖ τραγωδία. Τὰ πάντα σήμερα στηρίζονται σὲ μιὰ εἰκόνα ἐπιφάνειας, ποὺ μαγεύεται ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴ λάμψη καὶ ἀγνοεῖ τὸ βάθος. Αὐτὴ ἡ εἰκόνα ὁμοιάζει μὲ τὴν δυτικὴ αἰσθησιοκρατικὴ εἰκόνα, ποὺ στηρίζει τὴν ἱκανοποίηση τῶν αἰσθήσεων καὶ τῶν ἡδονῶν.

Ἡ ἄλλη εἰκόνα εἶναι ὁ ἐσωτερικὸς μυστικὸς κόσμος, ποὺ ἀποβλέπει στὴν ἀθέατη πλευρὰ τοῦ ἀνθρώπου, καὶ παραπέμπει στὸ βάθος τῆς καρδιᾶς του, ἐκεῖ ὅπου ἀναπτύσσονται ὅλα τὰ καρδιακὰ αἰσθήματα πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ ἐκεῖ βιώνεται καὶ ἡ τραγωδία τοῦ πόνου καὶ τοῦ ἅδη.

Ἡ διαφορὰ μεταξὺ τῶν δύο αὐτῶν εἰκόνων χαρακτηρίζεται συμβολικὰ ἀπὸ τὴν διαφορὰ μεταξὺ προσώπου καὶ προσωπίδας-μάσκας. Τὸ πρόσωπο ἔχει ὀντολογία καὶ βάθος, ἐνῷ ἡ προσωπίδα,-μάσκα ἔχει μόνο ἐπιφάνεια καὶ κρύβει τὸ πρόσωπο. Πράγματι, σήμερα οἱ ἄνθρωποι χρησιμοποιοῦν συνεχῶς μάσκες, ἢ γιατί δὲν διαθέτουν τὴν θεολογικὴ ἔννοια τοῦ προσώπου ἢ γιατί θέλουν νὰ κρύψουν τὸ πρόσωπό τους. Ἀλλὰ καὶ ἡ κοινωνία εἶναι μιὰ κοινωνία τῆς μάσκας, τῆς βιτρίνας, ποὺ ἀρέσκεται στὴν ἐξωτερικὴ λάμψη καὶ ὄχι στὸ βάθος τῆς καρδιᾶς, τοῦ προσώπου. Τὸ πρόσωπο διαθέτει ἐλευθερία καὶ ἀγάπη, ἡ μάσκα ἔχει ἐξωτερικὴ λάμψη καὶ ὀμορφιά, ποὺ ἀφανίζει τὸ πρόσωπο καὶ σπέρνει τὴν τραγωδία. Γι’ αὐτὸ καὶ ἴσως ὁ ἄνθρωπος θέλει νὰ σπάζη τὶς βιτρίνες τῶν καταστημάτων, σὲ μιὰ ἀναζήτηση τῆς ἐλευθερίας, ἀλλὰ δὲν βρίσκει τὸν πραγματικὸ στόχο.

Ἡ ὑπαρξιακὴ φιλοσοφία καὶ ἡ ὑπαρξιακὴ ψυχολογία προσπαθοῦν νὰ ἐντοπίσουν αὐτὴν τὴν ἐσωτερικὴ τραγωδία τοῦ ἀνθρώπου, τὸν πόνο του, μὲ τὸ ὑπαρξιακὸ κενό, τὸ πονεμένο δάκρυ, ποὺ βρίσκεται πίσω ἀπὸ τὸ ἐξωτερικὸ κάλλος τῆς μάσκας-προσωπίδας. Ἡ σύγχρονη τέχνη προσπαθεῖ νὰ ἀπεικονίζη αὐτὸ τὸ βάθος τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ σύγχρονη κοινωνιολογία ἐνδιαφέρεται νὰ ἐντοπίση τὴν διαφορὰ μεταξὺ τοῦ πλούτου καὶ τῆς φτώχειας, κυρίως προσπαθεῖ νὰ ἀνασύρη τὸ πέπλο ποὺ καλύπτει τὴν κοινωνικὴ τραγωδία. Ἐπιστημονικὲς μελέτες ἀνακαλύπτουν τὴν τραγωδία τοῦ ἀνθρώπου πέρα ἀπὸ τὰ φῶτα τῆς δημοσιότητας, καὶ ὅταν ἀκόμα κλείνουν τὰ φῶτα τῆς προβολῆς. Κυρίως αὐτὸ τὸ ἔργο τὸ κάνουν οἱ Πνευματικοὶ Πατέρες, ποὺ εἰσέρχονται μέσα στὸν ἅδη τῆς ἀνθρώπινης τραγωδίας, γιὰ νὰ μεταδώσουν τὸ μήνυμα τῆς ἐλπίδας καὶ τῆς ἀνάστασης.

Ἡ ἀναστήλωση τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ποὺ ἑορτάζεται τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, παραπέμπει στὴν ἀναστήλωση τῆς πραγματικῆς εἰκόνας τοῦ Πατρὸς ποὺ εἶναι ὁ Λόγος, καὶ τὴν ἀναστήλωση τοῦ πραγματικοῦ κατ’ εἰκόνα ἀνθρώπου ποὺ εἶναι οἱ Ἅγιοι. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι πρέπει νὰ ἀναστηλωθῇ τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀγαπᾶ τὸν ἄνθρωπο ἐλεύθερα καὶ τρυφερὰ καὶ νὰ καταρριφθῇ ἡ μάσκα τῶν ψευδοθεῶν, ποὺ ὁδηγοῦν στὴν ἀνελευθερία καὶ τὸ μῖσος. Ἐπίσης, αὐτὸ σημαίνει ὅτι πρέπει νὰ ἀναστηλωθῇ ὁ ἄνθρωπος, ὅπως δημιουργήθηκε κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ, νὰ ἐπικρατήση ἡ ἀρχοντικὴ ἀγάπη καὶ ἡ ἀρχοντικὴ ἐλευθερία καὶ νὰ καταβιβασθῇ ἡ μάσκα τῆς ὑποκρισίας καὶ τοῦ ψεύδους.

Στὴν ἐποχή μας, ποὺ ἀκούγεται ὁ λόγος τοῦ ἄθεου ὑπαρξιστοῦ Σάρτρ, «οἱ ἄλλοι, ἡ κόλασή μας» πρέπει νὰ ἀκουσθῇ μεγαλόφωνα ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ «Χριστὸς ἀνέστη χαρά μου». Ὁ ἄλλος δὲν εἶναι ἡ κόλασή μας, ἀλλὰ ἡ χαρά μας, καὶ ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ἕνας φεουδάρχης ποὺ ἀπαιτεῖ τὴν τήρηση τῆς τάξεως ποὺ ἔχει τεθῇ μὲ τὴν δημιουργία, ἀλλὰ ὁ τρυφερὸς Νυμφίος τῆς καρδιᾶς μας, καὶ ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι μιὰ μεσαιωνικὴ κοινότητα, ἀλλὰ ὁ ὁλόφωτος νυμφῶνας τῆς δόξας. Ἅς περάσουμε ἀπὸ τὴν αἰσθησιακὴ εἰκόνα στὴν βυζαντινή-Ρωμαίϊκη εἰκόνα, ἀπὸ τὴν μάσκα τῆς ὑποκρισίας στὸ πρόσωπο τῆς ἀληθείας, γιὰ νὰ βροῦμε καὶ νὰ νιώσουμε τὴν ἀληθινὴ ἑορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας.–

 

  • Προβολές: 4706