Skip to main content

Φώτης Κόντογλου (Α')

Κώστα Δ. Παπαδημητρίου, σ. Σχολικοῦ Συμβούλου

Ἡ ἡσυχαστική-νηπτικὴ παράδοση καὶ τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι ἡ πνευματικὴ ὑποδομὴ τῆς Ὀρθοδοξίας. "Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἐξετάζει τὸν ἑαυτό του καὶ ζὴ τὴν νηπτική-ἡσυχαστικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, γνωρίζει καλὰ τὶς ἐνέργειες τοῦ νοῦ του, τὴν κατάσταση τῆς καρδιᾶς του, ἀλλὰ καὶ τὶς ἐνέργειες τῶν λογισμῶν στὸ λογιστικὸ τῆς ψυχῆς" (Μητροπολίτου Ἱεροθέου: "Παλαιὰ καὶ Νέα Ρώμη", σ. 52).

Κάθε ἀληθινὴ χριστιανικὴ ψυχὴ εἶναι ψυχὴ ἡσυχαστική, ψυχὴ ποὺ γυρεύει νὰ βυθιστῇ στὰ βάθη τοῦ εἶναι της, γιὰ νὰ βρὴ ἐκεῖ μέσα τὸν Θεό, γιατί κατὰ τὸν λόγο τοῦ Ἰησοῦ "ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστίν". Καὶ τὸν βρίσκει τὸν Θεὸ ὁ ἄνθρωπος μόνον, ὅταν περιμαζέψη τὸν νοῦ του ἀπὸ τὶς ματαιότητες ποὺ εἶναι γύρω του καὶ συγκεντρωθῇ στὸν "ἔσω" ἄνθρωπο, στὴν καρδιά του. Βασικὴ προϋπόθεση γι' αὐτὸ εἶναι ὁ ἡσυχασμός, ἐκεῖνον ποὺ ἔζησαν καὶ ζοὺν οἱ ἡσυχαστὲς πατέρες στὰ μοναστήρια τοῦ Ἁγίου Ὅρους καὶ ἀλλοῦ καὶ κράτησαν ὄρθιο καὶ ἀνόθευτο τὸν κορμὸ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἐκεῖ στὴν ἠρεμία τῆς φύσης οἱ Ἁγιορεῖτες μοναχοί, μακριὰ ἀπὸ πειρασμούς, μελετῶντας αὐθεντικὲς ἱστορικὲς πηγὲς σὲ θεόπνευστα παλαιὰ βιβλία, ἔγραψαν δικά τους καὶ ἔτσι κρατήθηκε ἡ Ἱερή μας Παράδοση.

Πολλοὶ Χριστιανοὶ βρῆκαν στηρίγματα σ' ἐκεῖνα τὰ βιβλία τῶν ἐκκλησιαστικῶν πατέρων, ἔζησαν καὶ αὐτοὶ τὸ περιεχόμενό τους καὶ ἔγραψαν καὶ αὐτοὶ σχετικὰ βιβλία. Ἔγιναν, δηλαδή, κρίκοι μιᾶς ἁλυσίδας ἀπὸ μιὰ γενιὰ στὴν ἄλλη ποὺ μετέφερε τὴν Ἱερὰ Παράδοση στὶς νεώτερες γενεές. Αὐτοὶ οἱ δεύτεροι δὲν ἦταν καλόγεροι. Ἔζησαν μέσα στὸν κόσμο τυπικά, ἀλλὰ ὁ νούς τους συναντιόταν μὲ τὸν Θεό, φωτίζονταν καὶ ἄνοιγαν τὰ μάτια τους καὶ ἔβλεπαν τὴν θεϊκὴ δημιουργία στὸ πραγματικό της βάθος.

Διαβάζοντας ὁ Χριστιανὸς σήμερα τὸν Παπαδιαμάντη ἢ τὸν Μωραϊτίδη ἢ τὸν Κόντογλου γεύεται τὸ μυστήριο τῆς χαρᾶς ποὺ δίνει ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ, τῆς γαλήνιας χαρᾶς, ποὺ φυτρώνει μέσα στὸν πόνο τῆς αὐτογνωσίας. Ζῆ μακριὰ ἀπὸ τὴν μιζέρια καὶ ἐπικοινωνεῖ μὲ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς πατέρες καὶ μαθαίνει ὅσα ἐκεῖνοι ἔγραψαν. Ἔμειναν καὶ οἱ τρεὶς λογοτέχνες καὶ ἄλλοι σὲ ὅλη τους τὴν ζωὴ ἄλλοτε σὰν στρουθία καὶ ἄλλοτε σὰν ἄγρια πουλιὰ κολλημένα στὸν βράχο τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τὴν μετέδωσαν σὲ μᾶς ἀψηφῶντας τοὺς σφοδροὺς ἀνέμους τῆς ἀπιστίας, ποὺ φυσοῦσαν γύρω τους καὶ τοὺς πολυειδεῖς πειρασμοὺς ποὺ τοὺς προκαλοῦσαν.

Ὁ Παπαδιαμάντης ἀσκητεύει μέσα στὴν ζωή, εὐφραίνεται μὲ τὶς ἐκκλησιαστικὲς ἀκολουθίες, συναναστρέφεται μὲ εὐλαβεῖς ἀνθρώπους. Ὁ Μωραϊτίδης, αὐστηρὸς ἀσκητής, περισσότερο ἀπὸ τὸν Παπαδιαμάντη, μένει πάντα προσηλωμένος στὸ ὅραμά του νὰ πλησιάση ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερο τὸν οὐρανό. Καὶ ὁ Κόντογλου κατέχεται ἀπὸ ἀνίατο θρησκευτικὸ φανατισμό. Μέσα του κατοικεῖ ἡ φιλόθρησκη διάθεση, ἡ κατάνυξη καὶ ἡ προσήλωση στὸ πνεῦμα καὶ στὰ θέσμια τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι γι' αὐτὸν τὸ Α καὶ τὸ Ω του.

Μὲ τὰ θεόπνευστα ἔργα τους καὶ τὴν ὑποδειγματικὴ χριστιανικὴ ζωή τους καὶ οἱ τρείς, παράλληλα μὲ ἄλλους λογοτέχνες καὶ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς πατέρες, κράτησαν ἀνόθευτη τὴν Ἱερὰ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ἀναφερόμαστε στὸν τρίτο, τὸν Κόντογλου.

Ὁ ἴδιος μᾶς πληροφορεῖ γιὰ τὴν ζωή του:

"Γεννήθηκα στὸ Ἀϊβαλὶ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας (Κυδωνίας), κοντὰ στὴ Μυτιλήνη καὶ στὴν Πέργαμο, σ' ἕνα ἰδιότροπο μικρὸ νησὶ ποὺ εἴτανε χτήμα τῶν προγόνων μου, σὲ μιὰ φύση θαυμάσια. Ταξίδεψα σὲ κάμποσα μέρη καὶ ἔζησα στὴ Γαλλία ἕξη χρόνια, καὶ λιγότερο σ' ἄλλα μέρη. Πρὸ δέκα χρόνια ταξίδεψα στὴ Συρία καὶ στὴν Αἴγυπτο, ὅπου μὲ προσκάλεσε ἡ Αἰγυπτιακὴ Κυβέρνηση καὶ ἐργάστηκα στὸ Κοπτικὸ Μουσεῖο γιὰ τὸ Μάρκο πασᾶ (διευθυντή του).

Ἐνῷ τὰ πρῶτα μου χρόνια δούλεψα ὡς ζωγράφος στὴν ἐλεύθερη ζωγραφική, στὴν ὁποῖα εἶχα μεγάλη ἐπίδοση, ἀπὸ τὸ 1922 ποὺ ἐγκαταστάθηκα στὴν Ἑλλάδα, ἐπιδόθηκα μὲ πάθος στὴ βυζαντινὴ τέχνη καὶ μὲ τὴ μελέτη της προσπάθησα νὰ δημιουργήσω ὕφος ἑλληνικὸ στὴ ζωγραφική, ἐμπνευσμένος ἀπὸ τὴν τέχνη τοῦ μεσαίωνα, τῆς τουρκοκρατίας, καὶ ἀπὸ τὸ ἀθάνατο λαϊκὸ ἑλληνικὸ πνεῦμα. Ἡ προσήλωσή μου αὐτὴ μὲ κατέστησε εἰδικὸν στὰ ζητήματα τῆς βυζαντινῆς τέχνης, πρὸ πάντων στὰ σχετικά, ὥστε νὰ θεωροῦμαι ὁ εἰδικότερος στὴ συντήρηση καὶ ἀποκατάσταση εἰκόνων, τοιχογραφιῶν καὶ μωσαϊκῶν ὄχι μονάχα στὴν Ἑλλάδα, ἀλλὰ καὶ στὴν Εὐρώπη"

Ὡς συγγραφέας ἔγραψα σὲ ἡλικία 21 χρόνων τὸν "Πέδρο Καζά", ἔπειτα τὴ "Βασάντα" καὶ ἄλλα. Παράλληλα μὲ τὴ ζωγραφική μου ἐπίδοση στὰ βυζαντινά, μὲ τὸν ἐρχομό μου στὴν Ἑλλάδα ἔπαθα μεταστροφὴ καὶ στὸ λογοτεχνικό μου ἔργο, προσηλωμένος στὴν παράδοση, στὰ δημοτικὰ τραγούδια καὶ τὰ λαϊκὰ γραψίματα καὶ τόνωσα τὸ προσωπικὸ ὕφος ποὺ μὲ ξεχώριζε φυσικά, ἁπλοποιῶντας τὴ γλῶσσα μου καὶ τὰ συναισθήματά μου. ("Φιλολογικὴ Πρωτοχρονιά", τ. 29, ἔτος 1972, σελ. 314-315.

Νομίζω πῶς τὸ ἰδιαίτερο μυστικὸ τοῦ Φώτη Κόντογλου, τὸ μυστικὸ τοῦ πλούτου τῆς ζωῆς του εἶναι ἡ ἡσυχία. Ἡ ἡσυχία μὲ τὸ νόημα ποὺ ἔδωσαν στὴν ἔννοια αὐτὴ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. "Ὅποιος δὲ νιώθει τὰ μυστήρια ποὺ τοῦ ξεσκεπάζονται, ἔγραφε, σὰν ἀπομείνει μοναχός, δὲ θὰ νιώσει τίποτε, ὅπου κι ἂν πάγη, ἅς εἶναι καὶ στὸν πιὸ ἐξωτικὸ καὶ χιλιομακρυσμένον κόσμον". "Εὐλογημένο καταφύγιο", Ἐφημ. "Ἐλευθερία", 26-6-1959.

Ἡ ἡσυχία εἶναι ἀνάγκη τῆς ψυχῆς ποὺ διψάει τὸν Θεό. Μόνο μακριὰ ἀπ' τοὺς θορύβους καὶ τοὺς περισπασμοὺς μπορεῖ νὰ βρεθῇ ὁ ἄνθρωπος κοντὰ στὸν Θεό. Ἡ φυγὴ ἀπ' τὶς πόλεις καὶ ἡ καταφυγὴ στὴν ἔρημη φύση "δροσίζει τὴν ψυχή μου σὰ νά' ναὶ γεμάτη ἀπὸ κρύα ποτάμια καὶ ἀπὸ ὄμορφες βρῦσες, γιατί ἐδῶ βρίσκω τὴν εἰρήνη. Τὴν πολυπόθητη εἰρήνη!" (Ἐφημ. "Ἐλευθερία", 18-9-1961).

Καὶ ἀλλοῦ: "Ἀληθινὰ δὲ ζεῖ κανείς, ἂν δὲν ἔχη συντροφιὰ τὸν ἑαυτό του, τὶς σκέψεις του, τὸ λιγοστὸ χῶμα ποὺ' ναὶ ἀνάμεσα στὰ βράχια. Πόσο θὰ τ' ἀγαπῶ ὅλα αὐτὰ τὰ φτωχὰ πράγματα τῆς ἐρημιᾶς, πιὸ πολὺ καὶ πιὸ ἀληθινὰ ἀπὸ ὅσο ἀγαπᾶ ὁ κόσμος τὰ χρυσάφια καὶ τὰ παλάτια του! Θὰ ζὼ ξαλαφρωμένος ἀπ' αὐτὰ τὰ βαρειὰ χαρχάλια, θὰ νιώθω τὸν ἑαυτό μου σὰν ρημοδέντρι, ποὺ κάθεται μέρα νύχτα στὸν καθαρὸ ἀγέρα. Τί χαρὰ μεγάλη, νά' μαὶ ἕνας ἀσκητὴς μαζὶ μὲ κείνους τοὺς λίγους ἀσκητάδες,τούς φτωχούς! Νὰ μὴ μὲ λογαριάζη κανεὶς γιὰ ζωντανόν, παρὰ νὰ μὲ κοιτᾶ μονάχα τὸ μάτι τοῦ Θεοῦ!" (Ἐφημ. "Ἐλευθερία", 28-6-1959).

"Μιὰ φορὰ εἶχα ἕνα μικρὸ σπιτάκι σὲ μιὰ ἐρημικὴ μεριὰ κοντὰ στὴ θάλασσα. Βουναλάκια μικρὰ τὸ τριγυρίζανε, βουναλάκια ἥμερα καὶ χαρούμενα, στολισμένα μὲ λίγα δεντράκια, σκοίνους, θυμάρια, πρινάρια, ρήγανη, ποὺ μοσχοβολούσανε. Κατὰ τὸν βορηὰ ἤτανε μιὰ ρεματιὰ μὲ λίγα πλατάνια καὶ μὲ λυγαριές, καὶ στὸ βάθος της καταστάλιζε τὸ καλοκαίρι λιγοστὸ καθαρὸ ἀεράκι. Τὴν ἄνοιξη τὸ χῶμα στολιζότανε μὲ ἀγριολούλουδα χρωματιστά, ποὺ μὲ κάνανε νὰ χαίρουμαι καὶ νὰ δοξάζω τὸν Θεό. Τί ἁγνότητα ποὺ εἶχε ἡ ψυχή μου!

Εἶχα διαλέξει αὐτὸ τὸ μέρος νὰ μὴν ἔχη κανέναν δρόμο, γιὰ νὰ μὴν ἔρχεται ἄνθρωπος κατὰ κεί. Ἤμουνα καταμόναχος, ἥσυχος, ξεκουρασμένος. Ἀποτραβιόμουνα ἐκεῖ πέρα κ' ἔβγαζα ἀπὸ πάνω μου τὶς ἔγνοιες καὶ τὶς σκοτοῦρες, σὰν τὸ φίδι ποὺ βγάζει τὸ πετσί του. Ξανάβρισκα τὴ λευτεριά μου.

Πολλὲς φορὲς ἔκανα μῆνες νὰ κατεβῶ στὴν πολιτεία. Τὸν μοναχὸ ἄνθρωπο ποὺ ἔβλεπα, ἤτανε ἕνας τσομπάνης, ἕνας μισοκαλόγερος, ποὺ, ὅποτε πήγαινε στὸ χωριό, μούφερνε ὅ,τι εἶχα ἀνάγκη. Στὴν ὄψη ἤτανε ἴδιος ὁ ἅγιος Γιάννης ὁ Πρόδρομος, πετσὶ καὶ κόκκαλο, μὲ ἄγρια μαλλιὰ καὶ γένεια κατάμαυρα, θεοφοβούμενος. Τὸν λέγανε Χρῆστο, κ' ἤτανε Σαρακατσαναῖος.

Ἐκεῖ κοντὰ βρισκότανε ἕνα ρημοκκλήσι πολὺ μικρό, ὁλότελα ξεχασμένο, κι ὁ Χρῆστος πήγαινε ταχτικὰ κι ἄναβε τὰ καντήλια....Τό μέρος ἤτανε δασωμένο, τὰ δέντρα κατεβαίνανε λίγο παραμέσα ἀπὸ τὴ θάλασσα. Ἀπὸ τὸ παραθύρι μου ἄκουγα μέρα-νύχτα τὸ βουητὸ ποὺ κάνανε τὰ κύματα, τὴν ἀνάσα τῆς θάλασσας, ποὺ τὴ συνήθισα σὰ νανούρισμα, ἀπὸ τὰ μικρὰ χρόνια μου. Μαζὶ μὲ τὸ ρουχάλισμα τοῦ πελάγου ἀνακατευότανε καὶ τὸ βούϊσμα ὅπου κάνανε τὰ δέντρα γύρω στὸ σπιτάκι μου, ποὺ φαινότανε μοναχὰ ἀπὸ τὴ θάλασσα.

...Γύριζα στὸ σπίτι μου συγκρυασμένος. Ὁ βόγγος τῆς θάλασσας ἐρχότανε στ' αὐτιά μου ἀπὸ μακρυά. Ἔβγαζα ἀπὸ τὴν τσέπη μου ὅ,τι εἶχα μαζεμένα, χαλίκια, σανιδάκια, κοχύλια, καὶ τὰ ἀράδιαζα ἀπάνω στὸ τραπέζι μου, κοντὰ στὰ λιγοστὰ βιβλία μου. Γύριζα κ' ἔβλεπα μιὰ εἰκόνα ποὺ ζωγράφιζα, τὸν ἅγιο Γιάννη τὸν Πρόδρομο, ποὺ τὸν ἀγαπῶ πολύ, κ' ἔκανα τὸν σταυρό μου. Ἠλιοψημένος, σκελετωμένος, φτερωτὸς σὰν ἀγριοπούλι, ἀναμαλλιασμένος, κύτταζε τὸν Χριστὸ ποὺ ἔσκυβε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ τοῦ μιλοῦσε. Τὸ πνεῦμα μου ἤτανε ἥσυχο. Ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ παρακαλοῦσα ν' ἀποσκεπάζη τὸν κόσμο.

Σὲ λίγο, ἄρχιζε νὰ κατεβαίνη σιγά-σιγά ἀπὸ τὸν οὐρανὸ τὸ σκοτάδι τῆς νύχτας. Ὤς νὰ κάνω τὴν προσευχή μου, ὁ οὐρανὸς γινότανε κατάμαυρος. Ἀπὸ τὸ παραθύρι μου ἔβλεπα τὰ ἄστρα νὰ κρέμουνται σὰν καντήλια ἀπάνω ἀπὸ τὸ πέλαγο ποὺ βογγοῦσε μέσα στὸ σκοτάδι.

Ξαπλωνόμουνα στὸ στρωσίδι μου κι ἀφουγκραζόμουνα τὸ βόγγο τῆς θάλασσας καὶ τῶν δέντρων. Συμμαζευόμουνα γιὰ νὰ ζεσταθῶ ἀπὸ τὴν ψύχρα τῆς νύχτας κ' ἔλεγα μέσα μου "Δόξα σοι ὁ Θεός, ποὺ δὲν μὲ ξέρει κανένας!" ("Ἀγαπημένο καταφύγιο, Ἁπλὴ κι' ἀληθινὴ ζωὴ" (Ἐφημερὶς "Ἐλευθερία", Κυριακὴ 18 Ἰουνίου 1961).

Μέσα στὴν φύση ὁ Κόντογλου ἔβλεπε τὸν Θεό. Ἔβλεπε τὸν Κτίστη ἀπὸ τὸ κτίσμα. Ὅπου κι ἂν στάθηκε, στὸ Ἀϊβαλί, τὴν Ἀθήνα, τὰ πέλαγα, τὰ κάστρα, τὰ χωράφια, φούντωνε μπροστά του ἡ ὀμορφιὰ τοῦ Θεοῦ. ".....οἱ ἐσωτερικές, οἱ αἰσθήσεις τῆς ψυχῆς του τὸν ὁδηγοῦσαν ὥστε νὰ μὴ χαθεῖ μέσα στὸν κόσμο, νὰ μὴν ξεπέσει στὸν παγανισμό......" Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ἔνιωθαν τὴ φύση ὁ Σολωμὸς κι ὁ Μακρυγιάννης, ὁ Θεόφιλος κι ὁ Σικελιανός, μὲ τὸν ὁποῖο διατηροῦσε ξεχωριστὴ φιλία, παρὰ τὶς κάποιες διαφορές τους.

Τὴν φύση ὁ Κόντογλου τὴν ζοῦσε μὲ πνευματικότητα φωτεινὴ καὶ τὴν ἐξανθρώπιζε. Δὲν τὴν ζοῦσε μέσα στὴν ἀοριστία. Δὲν χάρισε ποτὲ τὴν καρδιά του στὴν φύση. Ἀντίθετα τὴν ἔπαιρνε καὶ τὴν ἔφερνε μέσα του μὲ τὶς αἰσθήσεις. Τὴν πνευματοποιοῦσε μὲ τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς του κι ἔστηνε μέσα της τὸν ἄνθρωπο γιὰ νὰ δώση νόημα στὴν πλάση. "Νόημα τοῦ Θεοῦ, τοῦ Πλάστη..." (Κ. Τσιρόπουλου: "Τὸ πουλὶ τὸ θαλασσοδαρμένο")

Βιώματα χριστιανικά. Μὲ αὐτὰ ὁ Κόντογλου βρῆκε τὸ μονοπάτι ποὺ ὁδηγεῖ στὸν Παράδεισο. Καὶ ὄχι μόνο τὸ βρῆκε, μὰ καὶ τὸ περπάτησε.

Ἀλλὰ καὶ μέσα στὴν Ἀθήνα ὁ Κόντογλου παρέμεινε ὁ ἄνθρωπος τῆς ἡσυχίας, σὲ ἀπόσταση ἀπὸ τὸ κοσμικὸ καὶ τὸν πολὺν κόσμο.

"Ὅποτε μπορῶ, ἔγραφε, ξεμακρύνω ἀπὸ τὴν ταραχὴ τῆς σημερινῆς ζωῆς. Κάθουμαι στὸ σπίτι μου, μακρυὰ ἀπὸ τὸν κόσμο. Ζωγραφίζω κανένα εἰκόνισμα, γράφω καμμιὰ ἱστορία ἢ καμμιὰ σκέψη γιὰ τὸν ἑαυτό μου, φιλοτεχνῶ κανένα χειρόγραφο, ἢ κουβεντιάζω μὲ κανέναν ἁπλὸν ἄνθρωπο ποὺ δὲν τρέχει γιὰ ν' ἀρπάξη πολλὰ λεφτά, κ' εἶναι ἥσυχος καὶ βλογημένος....Κάθουμαι ὅσο μπορῶ, μακρυὰ ἀπὸ τὸν φουρτουνιασμένο κόσμο κι' ἀπὸ τὶς ψεύτικες ἀπολαύσεις του, καὶ ζὼ μὲ τοὺς ἁπλοὺς καὶ ἥσυχους χριστιανούς, μὲ "τὰ τέκνα τῆς εἰρήνης". (Ταραχὴ καὶ εἰρήνη". Ἐφημερὶς "Ἐλευθερία", 29 Μαΐου 1960).

Ὁ ἄνθρωπος εἶναι σὲ ὅλα ἀχόρταγος. Θέλει νὰ ἀπολάψη πολλά, χωρὶς νὰ μπορῇ νὰ τὰ προφτάξη ὅλα. Καὶ βασανίζεται. Ὅποιος ὅμως φτάξει σὲ μιὰ κατάσταση ποὺ νὰ εὐχαριστιέται μὲ τὰ λίγα καὶ νὰ μὴ θέλη πολλά, ἔστω καὶ ἀπὸ οἰκονομία νὰ τ' ἀποχτήση, ἐκεῖνος λοιπὸν εἶναι ὁ εὐτυχισμένος. Δὲν τὸ κάνει ἀπὸ οἰκονομία, οὔτε γιατί ἔχει τὴν ἰδέα πῶς τὰ πολλὰ τὸν βλάφτουνε στὴν ψυχὴ ἢ στὸ σῶμα. Ἀλλὰ γιατί στὰ λίγα καὶ στὰ ἁπλὰ βρίσκει πιὸ ἁγνὴ ἱκανοποίηση. Καὶ περισσότερο ἀπ' ὅλα, ἐπειδὴ μὲ τὰ ἁπλὰ καὶ μὲ τὰ λίγα δὲν χάνει τὸν ἑαυτό του. "Τὶς ἐστὶ πλούσιος; Ὁ ἐν ὀλίγῳ ἀναπαυόμενος".

"Κάθουμαι στὸ μικρὸ περιβολάκι μας μὲ τὰ λίγα δενδράκια καὶ μὲ τὰ ταπεινὰ λουλούδια. Ξεκουράζουμαι κ' εἰρηνεύει ἡ ψυχή μου. Τοῦτο τὸ μικρὸ κηπάριο εἶναι γιὰ μένα ὁ Κῆπος τῆς Ἐδέμ. Ὁ ἀγέρας μοσχοβολᾶ, κι ὁ νοὺς μοῦ ταξιδεύει. Ταξιδεύει ἐδῶ κι ἐκεῖ, μὰ περισσότερο βυθίζεται μέσα μου, ἐκεῖ ποὺ ἀναβρύζει τὸ μυστικὸ νερό, ἐκεῖ ποὺ βρίσκονται "τὰ ριζώματα" τοῦ κόσμου. Εὐχαριστῶ τὸν Θεὸ ποὺ βρέθηκε αὐτὸ τὸ καταφύγιο. Νοιώθω μεγάλη εὐτυχία ποὺ εἶμαι μοναχιασμένος, ποὺ, ἐδῶ ποὺ κάθουμαι, δὲν μὲ ξέρει κανένας, δὲν μὲ θυμᾶται κανένας. Σὰν νὰ εἶμαι καραβοτσακισμένος ποὺ γλύτωσε ἀπὸ τὴ φουρτούνα, κι ἀκούγει τὸ μούγκρισμα τῆς θάλασσας ἀπὸ τὸ σίγουρο καταφύγιό του. Σὰν νὰ γλύτωσα ἀπὸ ληστές. Ἀνατριχιάζω συλλογιζόμενος τὴν ἀνεμοζάλη ποὺ τὴ λένε ζωὴ οἱ ὅμοιοί μου, κοινωνικὴ ζωή, ζούγκλα γεμάτη σκορπιούς, φίδια κάϊ λύκους. Ἀναπαύομαι μοναχὰ μὲ δυό-τρεὶς ἀνθρώπους ἁπλοὺς καὶ καλοκάγαθους, ποὺ ἔχουνε ἀγάπη μέσα τους καὶ εἰρήνη στὴν καρδιά τους. Δὲν θέλω μήτε θαυμασμούς, μήτε δόξες, μηδὲ ἄλλες τέτοιες συμφορές. Θέλω νὰ εἶμαι ξεχασμένος καὶ ἀσήμαντος. Ὧ λησμονιά, τί μπάλσαμο χύνεις στὴν ψυχή μου!"

(Συνεχίζεται)

  • Προβολές: 2716