Skip to main content

Ἐκδήλωση γιὰ τὸ φιλανθρωπικό-κοινωνικὸ ἔργο: Ἡ Ἐκκλησία καὶ τὸ ἔργο της

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ὁ πολὺς κόσμος ἔχει μιὰ ἀσαφῆ εἰκόνα περὶ τῆς Ἐκκλησίας καὶ προσδίδει σὲ αὐτὴν ὀνόματα καὶ χαρακτηρισμοὺς σύμφωνα μὲ τὶς ἐμπειρίες τὶς ὁποῖες ἔχει, ἀρνητικὲς ἢ θετικές. Συνήθως τὴν συνδέει μὲ μιὰ θρησκευτικὴ ὀργάνωση, τὴν θεωρεῖ ὡς θρησκεία ποὺ ἱκανοποιεῖ τὶς θρησκευτικὲς ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὰ θρησκευτικά του συναισθήματα. Ὅμως, ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι οὔτε θρησκεία, ὅπως εἶναι οἱ ἄλλες θρησκεῖες, οὔτε μιὰ θρησκευτικὴ ὀργάνωση, ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ μερικὰ μέλη καὶ ἀποκλείονται μερικὰ ἄλλα. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι κάτι πέρα ἀπ' ὅλα αὐτά, εἶναι ὁ κόσμος τοῦ κόσμου, δηλαδὴ τὸ στολίδι τοῦ κόσμου. Τὸ θέμα εἶναι ἀρκετὰ μεγάλο καὶ θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ παρουσιασθοῦν πολλὰ κείμενα Πατέρων ποὺ ὁμιλοῦν γιὰ τὴν Ἐκκλησία, ἰδίως ἡ «Μυσταγωγία» τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, ὁ ὁποῖος ὁμιλεῖ θεολογικότατα γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ ἔργο της, ἀλλὰ προκρίνω στὴν παροῦσα περίπτωση νὰ παρουσιασθοῦν μερικὲς πλευρὲς τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου περὶ τῆς Ἐκκλησίας.

1. Ἡ Ἐκκλησία κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος θεωρεῖται ὡς ὁ μεγαλύτερος ρήτορας διὰ μέσου τῶν αἰώνων καὶ οἱ ὁμιλίες του εἶναι ἐντρύφημα Κληρικῶν καὶ λαϊκῶν. Σὲ αὐτὲς μεταξὺ ἄλλων ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἀναφέρεται ἀφ' ἑνὸς μὲν στὸν ὁρισμὸ τῆς Ἐκκλησίας, ἀφ' ἑτέρου δὲ στὸ ἔργο ποὺ ἐπιτελεῖ. Κατ' ἀρχὰς θὰ δοῦμε μερικοὺς εὔστοχους ὁρισμοὺς γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Σὲ μιὰ ὁμιλία του γράφει: «Ἐκκλησία συστήματος καὶ συνόδου ἐστὶν ὄνομα». Δηλαδή, τὸ ὄνομα Ἐκκλησία σημαίνει σύστημα καὶ σύνοδο, ποὺ δηλώνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι κοινωνία ἀνθρώπων καὶ ἀγγέλων, κεκοιμημένων καὶ ζώντων, ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν καὶ γενικὰ ὅλων τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἔχουν βαπτισθῇ καὶ ζοὺν σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ.

Σὲ ἄλλη ὁμιλία του δίδει τὸν ἀκόλουθο ὁρισμὸ γιὰ τὴν Ἐκκλησία: «Ἐκκλησία διὰ τοῦτο λέγεται, ὅτι κοινὴ πάντας ὑποδέχεται». Ὁ ὁρισμὸς αὐτὸς δείχνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν ἀνήκει σὲ μιὰ ὁμάδα ἀνθρώπων, ἀλλὰ εἶναι ἀνοικτὴ σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἀνεξαρτήτου χρώματος, φυλῆς, φρονημάτων, φύλου, ἡλικίας κλπ., ὑποδέχεται τοὺς πάντας. Ἡ διηρημένη κοινωνία μέσα στὴν Ἐκκλησία συναντᾶ τὴν ἑνότητά της. Ἔπειτα, πρέπει νὰ δοῦμε πῶς ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ὁμιλεῖ γιὰ τὸ ἔργο ποὺ ἐπιτελεῖ. Στὶς ὁμιλίες του χρησιμοποεὶ πολλοὺς χαρακτηρισμοὺς γιὰ νὰ παρουσιάση τὸ πολυποίκιλο ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Ἕνας χαρακτηρισμὸς εἶναι ὁ οἶκος, δηλαδὴ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα σπίτι, μέσα στὸ ὁποῖο κατοικεῖ ἡ οἰκογένεια.

Σὲ μιὰ ὁμιλία του γράφει: «Οἰκία κοινὴ πάντων ἐστὶν ἡ Ἐκκλησία. Καὶ κυριωτέρα αὕτη ἡ οἰκία». Σὲ ἄλλη ὁμιλία χρησιμοποιεῖ πάλι τὸν ἴδιο χαρακτηρισμό: «Οἶκος ἐστὶν ἡ ἐκκλησία πατρικός. Ἕν σῶμα καὶ ἕν πνεῦμα». Ἐδῶ ὀνομάζεται πατρικὸς οἶκος καὶ ἀναφέρεται στὸν Θεὸ ὡς πατέρα καὶ βεβαίως προσδιορίζεται ὅτι ὅλοι μας εἴμαστε ἀδέλφια μεταξύ μας, δηλαδὴ εἶναι ἡ πατρική μας οἰκία. Σὲ ἄλλη ὁμιλία του γράφει: «Οἶκος ἐστὶ δεσποτικὸς ἡ ἐκκλησία, σκεύη τίμια εἰσὶν οἱ πιστοί». Τὰ πολύτιμα στολίδια στὸ ἀρχοντικὸ ποὺ λέγεται Ἐκκλησία εἶναι οἱ Χριστιανοί. Ὅ,τι πολυτιμότερο ὑπάρχει στὴν Ἐκκλησία δὲν εἶναι τὰ ἱερὰ σκεύη, ἀλλὰ οἱ Χριστιανοί, γιατί γι' αὐτοὺς ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία.

Ἕνας ἄλλος χαρακτηρισμὸς ποὺ χρησιμοποιεῖται ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο εἶναι ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ πνευματικὴ μητέρα ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Προηγουμένως εἴδαμε ὅτι χαρακτηρίζεται ὡς «οἶκος πατρικός», ἐδῶ ὀνομάζεται «μήτηρ πνευματική». «Ἡ ἐκκλησία μήτηρ ἐστὶ τῶν οἰκείων τέκνων». Ὅλα τὰ τέκνα της τὴν αἰσθάνονται ὡς μητέρα καὶ ὅπως εἶναι γνωστὸν ἡ μητέρα δὲν διαχωρίζει τὰ παιδιά της, ἀλλὰ τὰ ἀγαπᾶ ὅλα ἐξ ἴσου, μερικὲς δὲ φορὲς ἀγαπᾶ περισσότερο τὰ πιὸ ἀτίθασα παιδιά της. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὴν Ἐκκλησία μας, ποὺ ἐκφράζεται μὲ τὴν μητρική της ἰδιότητα. Ἕνας ἄλλος χαρακτηρισμὸς ποὺ ἀποδίδει τὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας καὶ χρησιμοποιεῖται ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο σχετίζεται μὲ τὸ ἰατρεῖο. Δηλαδὴ ἡ Ἐκκλησία θεωρεῖται ὡς πνευματικὸ ἰατρεῖο ποὺ θεραπεύει τὰ ψυχικὰ τραύματα τῶν ἀνθρώπων.

Σὲ μιὰ ὁμιλία του λέγει: «Ἰατρεῖον ἐστὶν πνευματικὸν ἡ ἐκκλησία, καὶ δεὶ τοὺς ἐνταῦθα παραγενομένους, κατάλληλα τὰ φάρμακα λαμβάνοντας καὶ τοὶς οἰκείοις τραύμασιν ἐπιτιθέντας, οὕτως ἐπανιέναι». Μὲ ἄλλα λόγια ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα πνευματικὸ νοσοκομεῖο καὶ θεραπεύει ὅσους τραυματισμένους προσέρχονται σὲ αὐτὴν τοποθετῶντας στὶς πληγές τους τὰ κατάλληλα φάρμακα. Τὸ ἴδιο ἐκφράζει σὲ ἄλλη ὁμιλία του, ὅταν λέγη ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι δικαστήριο ποὺ δικάζει τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ ἰατρεῖο ποὺ θεραπεύει τὶς πληγές τους. «Ἰατρεῖον ἐστὶν ἐνταῦθα, οὐ δικαστήριον, οὐκ εὐθύνας ἁμαρτημάτων ἀπαιτοῦν, ἀλλὰ συγχώρησιν ἁμαρτημάτων παρέχον». Ὅσοι αἰσθάνονται τὴν Ἐκκλησία ὡς δικαστήριο, σφάλλουν καὶ διαστρεβλώνουν τὸ ἔργο της καὶ τὴν ἀποστολή της. Αὐτὸ τὸ βλέπουμε καὶ σὲ ἄλλη ὁμιλία του ὅταν γράφη: «Ἰατρεῖον θαυμαστὸν τῆς Ἐκκλησίας τὸ διδασκαλεῖον ἐστίν. Ἰατρεῖον ψυχῶν καὶ ἁμαρτήματα διανοίας διορθοῦται». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι καὶ ὅταν οἱ Ἱερεῖς διδάσκουν τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς θεραπεύουν μὲ τὸν λόγο, ἁπαλύνουν τὶς πληγὲς καὶ δὲν τὶς ὀξύνουν μὲ ἐπιθετικότητες καὶ ἄστοχες ἐνέργειες.

Εἶναι σημαντικὸς καὶ ἕνας ἄλλος χαρακτηρισμὸς ποὺ δίνεται ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο στὴν Ἐκκλησία καὶ συνδέεται μὲ τὰ προηγούμενα, ὅτι δηλαδὴ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα «βαλανεῖον», ἤτοι λουτρὸ πνευματικὸ ποὺ καθαρίζει τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὶς ἀκαθαρσίες καὶ τὶς πληγές. Σὲ μιὰ ὁμιλία του γράφει: «Βαλανεῖον ἐστὶν ἡ Ἐκκλησία πνευματικόν, οὐ ρύπον σώματος, ἀλλὰ ψυχῆς ἀποσμίχον κηλῖδα τοὶς πολλοῖς τοὶς μετανοίας τρόποις». Τὸ ἴδιο συναντοῦμε καὶ σὲ ἄλλη ὁμιλία του, ὅταν ὑπογραμμίζη ὅτι αὐτὸ τὸ πνευματικὸ λουτρὸ εἶναι στὴν πραγματικότητα ἡ θέρμη καὶ ἡ δύναμη τοῦ Ἁγίου Πεύματος, ποὺ καθαρίζει τὶς πληγὲς καὶ τὰ ρυπαρὰ χρώματα ποὺ λερώνουν τὴν λευκότητα τῆς ψυχῆς. Λέγει: «Βαλανείόν ἐστι καὶ ἐνταῦθα πνευματικὸν τὴ θέρμη τοῦ Πνεύματος πάντα ἀποσμίχον ρύπον ἀλλὰ καὶ βαφήν».

Ἐπὶ πλέον δὲ ὁ χαρακτηρισμὸς τῆς Ἐκκλησίας ὡς λιμένος δείχνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἀναπαύει τὸν ἄνθρωπο καὶ κυρίως ἐκεῖνον ποὺ περνᾶ τρικυμίες στὸν βίο του. Λέγει σὲ μιὰ ὁμιλία του: «Λιμὴν ἐστὶ πνευματικός». Εἶναι ἕνα παραδείσιο λιμάνι ποὺ δέχεται τὴν κιβωτό, ἡ ὁποία μεταμορφώνει τοὺς ἀνθρώπους. «Λιμὴν καὶ παράδεισος. Μείζων τῆς κιβωτοῦ ἡ ἐκκλησία. Ἡ γὰρ κιβωτὸς παρελάμβανε ζῶα καὶ ἐφύλαττε ζῶα, ἡ δὲ ἐκκλησία παραλαμβάνει τὰ ζῶα καὶ μεταβάλλει». Ἐδῶ, ὅπως γίνεται ἀντιληπτό, ἀναφέρεται στὴν Κιβωτὸ τοῦ Νῶε, ἡ ὁποία δέχθηκε πρὶν τὸν κατακλυσμὸ διάφορα ζῶα, ἀλλὰ ὅταν τελείωσε ὁ κατακλυσμὸς τὰ ἀπελευθέρωσε πάλι ὡς ζῶα. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως μεταμορφώνει τὸν ἄνθρωπο, τοῦ ἀποβάλλει ὅλες τὶς τυχὸν θηριώδεις διαθέσεις καὶ τὸν ἐξευγενίζει.

Τέλος δὲ ἡ Ἐκκλησία κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο εἶναι πανήγυρη ἀγγέλων καὶ ὄχι χρυσοχοεῖο καὶ ἀργυροκοπεῖο: «Οὐ γὰρ χρυσοχοεῖον, οὐδὲ ἀργυροκοπεῖον ἐστὶν ἡ Ἐκκλησία, ἀλλὰ πανήγυρις ἀγγέλων». Δὲν εἶναι δυνατὸν ἡ Ἐκκλησία νὰ μεταβάλλεται σὲ χῶρο χρημάτων καὶ κτημάτων, ἀφοῦ εἶναι χῶρος οὐρανίου πανηγύρεως. Μέλη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι οἱ Προφῆτες καὶ οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Ἅγιοι, στὸ μέσον εἶναι Αὐτὸς ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός, ὅπως λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Τοῦ συλλόγου τούτου οὐχ ἡμεῖς μόνον, ἀλλὰ καὶ προφῆται καὶ ἀπόστολοι κοινωνοῦσι καὶ τὸ δὴ μεῖζον πάντων, αὐτὸς ὁ τῶν ὅλων ἁπάντων δεσπότης μέσος ἡμῶν ἕστηκεν Ἰησοῦς».

Ἑπομένως, ἡ Ἐκκλησία κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο χαρακτηρίζεται οἶκος πατρικός, μητέρα πνευματική, ἰατρεῖον πνευματικόν, λουτρὸν πνευματικόν, λιμὴν πνευματικός, πανήγυρις ἀγγέλων. Σὲ ὅλα αὐτὰ τὰ χρυσοστομικὰ χωρία φαίνεται τὸ μεγαλεῖο καὶ ἡ δόξα τῆς Ἐκκλησίας ποὺ κινεῖται πάνω ἀπὸ σκοπιμότητες, πάθη καὶ ἀνθρώπινες διαιρέσεις.

2. Ἡ λειτουργία τῆς σύγχρονης Ἐκκλησίας

Ὅλα τὰ ἀνωτέρω εἶναι γνωστὰ σὲ ὅσους ἀσχολοῦνται μὲ τὴν πατερικὴ θεολογία, ἀλλὰ τὸ θέμα εἶναι πῶς ἡ θεωρία αὐτὴ περὶ τῆς Ἐκκλησίας θὰ βιωθῇ στὴν πράξη. Εἶναι πράγματι πολὺ σημαντικὸ ἡ Ἐκκλησία σήμερα νὰ παρουσιασθῇ ὡς πνευματικὴ οἰκογένεια, ὡς πνευματικὸ ἰατρεῖο, ὡς πνευματικὸ λιμάνι ποὺ θὰ ἀναπαύη τὸν ἄνθρωπο. Κάθε τοπικὴ Ἐκκλησία, δηλαδὴ κάθε Ἱερὰ Μητρόπολη εἶναι ἐν σμικρογραφίᾳ ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία. Συμβαίνει δηλαδὴ ὅ,τι καὶ στὴν θεία Κοινωνία. Καθένας ποὺ κοινωνάει τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ δὲν λαμβάνει ἕνα μέρος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ ὁλόκληρο τὸν Χριστό. Ἔτσι καὶ κάθε Ἱερὰ Μητρόπολη δὲν εἶναι ἕνα μέρος τῆς ὅλης Ἐκκλησίας, ἀλλὰ ἐν σμικρογραφίᾳ ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία, ἀρκεῖ νὰ διατηρῇ τὸ δόγμα καὶ τὴν ἑνότητά της μὲ τὴν καθόλου Ἐκκλησία.

Κάθε Ἱερὰ Μητρόπολη διαιρεῖται σὲ ἐπὶ μέρους ἐκκλησιαστικὲς Κοινότητες, ἤτοι τὶς Ἐνορίες καὶ τὶς Ἱερὲς Μονές. Ἡ διαίρεση αὐτὴ δὲν διασπᾶ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὁποῖα συγκροτεῖ ὁ Ἐπίσκοπος εἰς τύπον καὶ τόπον τοῦ Χριστοῦ. Γι' αὐτὸ σὲ κάθε Ἱερὰ Μητρόπολη ὑπάρχει μόνον ἕνας Ἐπίσκοπος, γιατί ἔτσι διασώζεται ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἐπίσκοπος ἔχει ἀναφορὰ στὴν Σύνοδο τῶν Ἐπισκόπων καὶ οἱ Ἱερεῖς κάθε Μητροπόλεως ἔχουν ἀναφορὰ στὸν Μητροπολίτη τους. Σὲ διαφορετικὴ περίπτωση διασπᾶται ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.

Ἔτσι, κάθε Ἐνορία εἶναι ἕνα μικρὸ κύτταρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καὶ ἔχει ὅλα τὰ χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ εἶναι πνευματικὴ οἰκογένεια, πνευματικὸ ἰατρεῖο, πνευματικὸ λιμάνι. Αὐτὸ ἐκδηλώνεται μὲ πολλοὺς τρόπους, ἤτοι μὲ τὴν θεία Λειτουργία, τὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες, τὰ ἱερὰ Μυστήρια, τὸ κήρυγμα καὶ τὴν κατήχηση, τὴν φιλανθρωπία καὶ τὶς κοινωνικὲς δραστηριότητες. Πρόκειται γιὰ μιὰ πνευματικὴ θεραπευτικὴ κοινότητα, ποὺ ἀναπαύει τὶς ὑπαρξιακὲς ἀναζητήσεις τοῦ ἀνθρώπου, τὴν πνευματική του δίψα, ἀλλὰ καὶ τὶς σωματικὲς καὶ ὑλικὲς ἀνάγκες του.

Ὁ Χριστιανὸς μὲ τὸ Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας μετέχει στὸν Μυστικὸ Δεῖπνο. Μὲ τὸ Μυστήριο τῆς ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως λύει τὶς ἐσωτερικές του ἐνοχικὲς καταστάσεις, τὸν ψυχικὸ πόνο καὶ τὴν βαρειὰ συνείδηση. Μὲ τὴν φιλανθρωπικὴ δράση προσπαθεῖ νὰ ἀπαλύνη καὶ τὸν σωματικὸ πόνο, τὴν μοναξιά, τὴν οἰκονομικὴ δυσχέρεια τῶν ἀδελφῶν. Μὲ τὴν κατήχηση ἀποκτᾶ νόημα ζωῆς. Μὲ τὶς ψυχαγωγικὲς δραστηριότητες καὶ τὶς ἐκδρομὲς ξεκουράζεται ἀπὸ τὶς δύσκολες καταστάσεις τῆς ζωῆς. Μὲ τὶς προσκυνηματικὲς περιηγήσεις ἔρχεται σὲ ἐπικοινωνία μὲ ἱερὰ προσκυνήματα καὶ μὲ χώρους στοὺς ὁποίους ἀσκοῦνται μέλη τῆς Ἐκκλησίας καὶ γίνονται ἅγιοι.

Ἐπίσης, στὶς Ἐνορίες, γίνεται ἕνα θαυμαστὸ ἔργο ὡς πρὸς τὸν πολιτισμό, διότι συντηροῦνται οἱ Ἱεροὶ Ναοί, ποὺ εἶναι πολύτιμα μνημεῖα τοῦ παρελθόντος, καλλιεργοῦνται οἱ ἐκκλησιαστικὲς τέχνες, ὅπως ἡ ἱερὰ ὑμνογραφία, ἡ βυζαντινὴ μουσική, οἱ βυζαντινὲς ἁγιογραφίες κλπ. Σὲ κάθε ἱερὰ Ἀκολουθία ποὺ γίνεται μὲ εὐπρέπεια καὶ τάξη ἐπαναλαμβάνεται ὅλη ἡ ζωὴ τοῦ παρελθόντος καὶ ψάλλονται τροπάρια μεγάλων ὑμνογράφων ἀνὰ τοὺς αἰῶνας, τὸ δὲ τυπικὸ τῶν ἱερῶν Ἀκολουθιῶν ἔρχεται ἀπὸ τὰ βάθη τῶν αἰώνων καὶ τὰ σκηνοθετεῖ ἡ ἔνδοξη παράδοσή μας. Κάθε Ναὸς εἶναι ἕνας ζωντανὸς πολιτιστικὸς χῶρος.

Μέσα στὰ πλαίσια αὐτὰ βλέπω τὴν Ἐνορία. Ὄχι μόνον ὡς ἕνα Ναό, στὸν ὁποῖο συγκεντρώνονται οἱ πιστοὶ τὶς Κυριακὲς καὶ τὶς μεγάλες Ἑορτὲς γιὰ νὰ προσευχηθοῦν, ἀλλὰ ὡς ἕνα χῶρο ζωῆς ποὺ ἀποκτᾶ κανεὶς τὴν αἴσθηση τῆς οἰκογενειακῆς θαλπωρῆς καὶ τῆς περιθάλψεως. Καὶ αὐτὸ ἐπεδίωξα νὰ πραγματοποιηθῇ στὶς τρεῖς Ἐνορίες τῆς πόλης τῆς Ναυπάκτου ἤτοι τοῦ Ἁγ. Δημητρίου, τῆς Ἁγ. Παρασκευῆς καὶ τοῦ Ἁγ. Γεωργίου. Δοξάζω τὸν Θεὸ διότι βρῆκα ἀνταπόκριση ἀπὸ τοὺς Ἱερεῖς, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς Ἐκκλησιαστικοὺς Ἐπιτρόπους. Ἐπίσης, ἀπὸ τὸν πρῶτο χρόνο τῆς ἐλεύσεώς μου στὴν Ναύπακτο ἄρχισαν νὰ λειτουργοῦν οἱ «Σύνδεσμοι Ἀγάπης» καὶ δημιουργήθηκαν οἱ ἀπαραίτητοι χῶροι στοὺς τρεὶς Ἱεροὺς Ναούς, τὰ πνευματικὰ κέντρα, ὥστε ὅλοι νὰ καταλάβουν ὅτι συνεχίζεται ἡ ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ καὶ μετὰ τὴν θεία Λειτουργία. Γιὰ τὸν τρόπο ποὺ ἐργάζονται οἱ Σύνδεσμοι Ἀγάπης θὰ γίνη ἀναφορὰ στὴν συνέχεια ἀπὸ ἄλλους ὁμιλητές.

Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἁπλῶς θέλω νὰ ὑπογραμμίσω ὅτι κάθε Ναὸς τῆς πόλεως Ναυπάκτου εἶναι ἕνας χῶρος γύρω ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἐργάζονται ἐθελοντικὰ περίπου τριάντα ἄνθρωποι γιὰ νὰ προσφέρουν βοήθεια στὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Σὲ αὐτοὺς συγκαταλέγονται οἱ Ἱερεῖς-Εφημέριοι, οἱ Ἱεροκήρυκες, τὰ μέλη τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Συμβουλίων, οἱ Ἱεροψάλτες, οἱ Νεωκόροι, τὰ παιδιὰ ποὺ ὑπηρετοῦν στὸ ἱερὸ Βῆμα, τὰ μέλη τοῦ Συνδέσμου Ἀγάπης, οἱ Κατηχητὲς καὶ οἱ Κατηχήτριες, οἱ ὑπεύθυνοι τῶν Ἁγιογραφικῶν Συνάξεων. Πρόκειται γιὰ ζωντανές, ἀνοικτές, πνευματικὲς θεραπευτικὲς Κοινότητες. Σὲ ὅλα αὐτὰ πρέπει νὰ προστεθοῦν καὶ οἱ ὀγδόντα σχεδὸν Ἱερεῖς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας, οἱ ὁποῖοι μὲ τὶς δύσκολες συνθῆκες λειτουργοῦν κάθε Κυριακὴ στὶς Ἐνορίες τῶν ὀρεινῶν χωριῶν καὶ κρατοῦν ἀνοικτὲς τὶς Ἐκκλησίες, συντηροῦν τὰ σημαντικὰ αὐτὰ μνημεῖα, κτυποῦν τὶς καμπάνες καὶ εἶναι ἡ παρηγοριὰ τῶν μεμονωμένων ἀνθρώπων τῆς περιοχῆς, ποὺ ἐξακολουθοῦν νὰ παραμένουν ἐκεῖ.

Θέλω νὰ συγχαρῶ ὅλους αὐτούς, Κληρικοὺς καὶ λαϊκούς, ποῦ ἐργάζονται ἐθελοντικὰ μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ διαφυλάσσουν ὅλη αὐτὴν τὴν θαυμάσια ρωμαίϊκη κληρονομιά μας καὶ δοξάζω τὸν Θεὸ ποὺ συνεργάζομαι μὲ τόσο ἀξιόλογα πρόσωπα. Εἰδικότερα πρέπει νὰ ὑπογραμμισθῇ ὅτι οἱ Κυρίες ποὺ ἀποτελοῦν τοὺς «Συνδέσμους Ἀγάπης» ἐπιτελοῦν ἕνα ἀξιόλογο φιλανθρωπικὸ ἔργο, ποὺ νομίζω, ὅπως θὰ ἀκούσετε καὶ θὰ δῆτε στὴν συνέχεια, ἀποτελοῦν τὸν μεγαλύτερο φιλανθρωπικὸ φορέα τῆς περιοχῆς μας. Αὐτὰ θὰ ἤθελα νὰ πὼ εἰσαγωγικὰ στὰ ὅσα θὰ ἀκολουθήσουν καὶ στὰ ὁποῖα θὰ φανὴ ποιά εἶναι ἡ προσφορὰ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στὸν τόπο μας. Ἐκφράζω σὲ ὅλους αὐτοὺς τὴν εὐγνωμοσύνη μου.–

  • Προβολές: 3177