Skip to main content

Οἱ μεταφράσεις τῶν λειτουργικῶν κειμένων

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

(Τὸ κείμενο αὐτὸ κατατέθηκε στὰ Πρακτικὰ τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου)

Τὸν τελευταῖο καιρὸ ἐπιτείνεται μιὰ τάση ποὺ παρετηρεῖτο καὶ παλαιότερα, δηλαδὴ ἐπικρατεῖ μιὰ «φρενῖτις» μεταφράσεων τῶν λειτουργικῶν κειμένων καὶ μάλιστα τῶν λειτουργικῶν εὐχῶν μὲ ἀπρόβλεπτες συνέπειες.

Μιὰ ἀπὸ τὶς συνέπειες, ἡ χαρακτηριστικότερη, εἶναι νὰ δημιουργοῦνται νέες εὐχὲς τῆς θείας Λειτουργίας, μὲ τὴν χρησιμοποίηση ὁμηρικῶν λέξεων. Δηλαδή, ἐνῷ μερικὲς κινήσεις ἁπλοποιοῦν τὶς εὐχὲς στὴν λειτουργικὴ γλῶσσα, ἄλλες τὶς «ἐμπλουτίζουν» μὲ ὁμηρικὲς λέξεις, πρᾶγμα ποὺ δὲν ἔκαναν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ποὺ γνώριζαν πολὺ καλὰ καὶ τὸν Ὅμηρο.

Θεωρῶ ὅτι ὅλη αὐτὴ ἡ νοοτροπία πρέπει νὰ ἀντιμετωπισθῇ ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο, γιατί οἱ αὐθαιρεσίες πρέπει νὰ σταματήσουν. Στὶς ἡμέρες μας ἐπιχειρεῖται αὐτὸ ποὺ δὲν γινόταν ἐπὶ Τουρκοκρατίας, ἂν καὶ τότε τὸ μορφωτικὸ ἐπίπεδο ἦταν χαμηλό, ἐνῷ σήμερα ὑψηλό.

Ὑπάρχουν πολλὰ ἐπιχειρήματα ποὺ ἔχουν διατυπωθῇ ἀπὸ πολλοὺς ἐναντίον τῆς μεταφράσεως τῶν λειτουργικῶν εὐχῶν, ἀκόμη καὶ τότε ποὺ ὁ μακαριστὸς Ἀρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος προσπάθησε νὰ εἰσαγάγη τὴν παράλληλη ἀνάγνωση τῶν βιβλικῶν κειμένων καὶ στὴν δημοτικὴ γλῶσσα καὶ ὅπως εἶναι γνωστὸν ὁ ἴδιος ἀντιλήφθηκε τὴν ζημιὰ ποὺ γινόταν στὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐπανέφερε τὰ πράγματα στὰ παραδεδομένα. Πόσον μᾶλλον θὰ προκαλέση ζημιὰ ἡ νέα τάση τὸ νὰ ἀλλοιώνωνται τὰ κείμενα τῆς θείας Λειτουργίας, τῶν ἱερῶν Μυστηρίων καὶ ἄλλων λειτουργικῶν κειμένων καὶ νὰ εἰσάγεται ἡ δημοτικὴ γλῶσσα ὄχι παράλληλα μὲ τὸ πρωτότυπο κείμενο, ἀλλὰ ἀποκλειστικά. Κινδυνεύουμε νὰ δοῦμε σχίσματα μέσα στὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας μας.

Παρακάμπτοντας πολλὰ ἐπιχειρήματα κατὰ τῆς εἰσαγωγῆς τῆς δημοτικῆς γλώσσας στὴν θεία Λατρεία ποὺ ἤδη ἔχουν διατυπωθῇ, θὰ ἀρκεσθῶ μόνον στὸ νὰ τονίσω ὅτι μιὰ τέτοια προσπάθεια συνιστᾶ ἔλλειμμα ἀληθινῆς ὀρθόδοξης θεολογίας, γιὰ νὰ μὴν ἐκφρασθῶ πιὸ σκληρά. Δείχνει ὅτι δὲν ὑπάρχει ἡ στοιχειώδης ὀρθόδοξη θεολογία, ἢ μᾶλλον μὲ τέτοιες ἐνέργειες ἐκφράζεται μιὰ ἐπιφανειακὴ ὀρθόδοξη θεολογία, ποὺ στηρίζεται στὴν πρακτικὴ ὠφελιμότητα. Ἡ νοοτροπία αὐτὴ ξεκινᾶ ἀπὸ μιὰ ποιμαντικὴ ἀνάγκη, ἀλλ' ὅμως ἐπιλέγεται ἡ πιὸ εὔκολη λύση. Θεωρῶ ὅτι πρόκειται γιὰ μιὰ ἐπιρροὴ ἀπὸ τὸν δυτικὸ σχολαστικισμό.

Οὐσιαστικά, αὐτὴ ἡ νοοτροπία συνδέεται μὲ τὸν «τελευταῖο πειρασμὸ» τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἀντιμετώπισε ἐπάνω στὸν Σταυρὸ ἀπὸ τοὺς παρευρισκομένους ἐκεῖ: «σῶσον σεαυτὸν καὶ κατάβα ἀπὸ τοῦ σταυροῦ... ὁ Χριστὸς ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραὴλ καταβάτω νὺν ἀπὸ τοῦ σταυροῦ, ἵνα ἴδωμεν καὶ πιστεύσωμεν αὐτῷ» (Μάρκ. ἰε', 30-32). Ὅπως οἱ σύγχρονοι τοῦ Χριστοῦ Ἰουδαῖοι, καὶ μάλιστα οἱ Γραμματεῖς καὶ οἱ Ἀρχιερεῖς, ἤθελαν νὰ κατεβῇ ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὸν Σταυρὸ γιὰ νὰ πιστεύσουν σὲ Αὐτὸν ὅτι εἶναι υἱὸς τοῦ Θεοῦ, οὐσιαστικὰ ἐνέπαιζαν τὸν Χριστό, ἔτσι καὶ τώρα μὲ τὴν πράξη τῆς μεταφράσεως τῶν λειτουργικῶν κειμένων, κατὰ κάποιον τρόπο, θέλουν νὰ κατεβάσουν τὴν γνώση τῆς θείας Λειτουργίας στὸ λογικὸ ἐπίπεδο καὶ ὄχι στὴν βίωση τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ. Ὁ Ἰγνάτιος Μπραντζιανίνωφ ἔλεγε: «Ὁ Σταυρὸς εἶναι ἡ καθέδρα τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας».

Ὅμως, ὅπως ὁ Χριστὸς δὲν ἱκανοποίησε αὐτὸ τὸ αἴτημα καὶ παρέμεινε στὸν Σταυρό, σώζοντας ἔτσι τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὸν θάνατο, ἔτσι καὶ ἐδῶ, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, πρέπει ἡ θεία Λειτουργία καὶ τὰ Μυστήρια νὰ παραμείνουν στὸ ὕψος τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας, ποὺ εἶναι ἐμπειρία τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεως, καὶ ὄχι νὰ κατεβοῦν στὸ ἐπίπεδο τῆς νοησιαρχίας, τοῦ ὀρθολογισμοῦ.

Λυπᾶμαι ποὺ κάνω αὐτὴν τὴν ἀναφορά, ἀλλὰ θὰ προσπαθήσω νὰ τὸ ἐπεξηγήσω μὲ τὰ ἀκόλουθα.

1. Ἡ γλῶσσα τῶν συμβόλων

Μέσα στὴν θεία λατρεία ἐκτὸς ἀπὸ τὴν λεκτικὴ γλῶσσα ὑπάρχει καὶ ἡ γλῶσσα τῶν συμβόλων, διὰ τῆς ὁποίας γίνονται κατανοητὰ καὶ ὅσα δὲν μποροῦν νὰ κατανοηθοῦν διὰ τῆς γλωσσικῆς διατυπώσεως, ἡ ὁποία οὕτως ἢ ἄλλως δὲν εἶναι ἀρκετὴ γιὰ τὴν πλήρη κατανόηση τῶν λεγομένων καὶ γιγνομένων. Ἡ γλῶσσα τῶν συμβόλων βιώνεται μὲ τὸ ἄναμμα τοῦ κεριοῦ, τὸν ἀσπασμὸ τῶν ἱερῶν εἰκόνων, τὶς κανδῆλες ποὺ φωτίζουν μὲ τὸ ἱλαρὸ φώς τους, τὰ ἱερὰ σκεύη καὶ ὅλα τὰ εὑρισκόμενα καὶ τελούμενα στὸν Ἱερὸ Ναό, μὲ τὸν τρόπο ποὺ γίνεται ἡ Μικρὰ καὶ ἡ Μεγάλη Εἴσοδος, μὲ τὴν τυπικὴ διάταξη τῶν ἱερῶν Ἀκολουθιῶν, μὲ τὶς ἱερατικὲς κινήσεις καὶ εὐλογίες κ.ἄ. Ἀξίζει νὰ σημειωθῇ ὅτι ὁ Ἱερεὺς προκειμένου νὰ ἐκφωνήση τὴν ἀποστολικὴ εὐλογία ἢ νὰ εἰρηνεύση, συγχρόνως εὐλογεῖ καὶ διὰ τῆς χειρὸς τοὺς παρευρισκομένους, ὁπότε ἡ γλῶσσα τῶν λέξεων συμπληρώνεται μὲ τὴν γλῶσσα τῶν συμβόλων. Ὑπάρχει δὲ περίπτωση κάποιος νὰ δῆ τὴν Χάρη τῆς εὐλογίας, ὅπως συνέβη μὲ ἕναν Τοῦρκο, τὸν Ἀχμέτ, ὁ ὁποῖος δὲν γνώριζε τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, ἀλλὰ εἶδε τὸν Πατριάρχη νὰ εὐλογῇ καὶ διὰ τῆς εὐλογίας εἶδε τὶς ἀκτῖνες τῆς θείας Χάριτος νὰ ἐκπορεύωνται ἀπὸ τὴν εὐλογοῦσα χεῖρα του καὶ νὰ κατευθύνωνται στὶς κεφαλὲς ὅλων τῶν παρισταμένων Χριστιανῶν, ἐκτὸς τῆς δικῆς του, πρᾶγμα ποὺ τὸν ἔκανε νὰ πιστεύση στὸν Χριστό, νὰ βαπτισθῇ καὶ στὴν συνέχεια νὰ μαρτυρήση. Μέσα στὴν θεία Λειτουργία καὶ μόνον μὲ τὴν γλῶσσα τῶν συμβόλων μπορεῖ νὰ συμμετάσχη τὸ μικρὸ παιδί, ὁ κωφάλαλος, ἀλλὰ καὶ ἐμεῖς ὅταν συμμετέχουμε σὲ θεία Λειτουργία ποὺ γίνεται σὲ ξένες γλῶσσες, τὶς ὁποῖες δὲν κατανοοῦμε λογικά. Ἡ ταύτιση τῆς συμμετοχῆς μας στὴν θεία Λειτουργία ἢ τὴν λατρεία μόνον μὲ τὴν λεκτικὴ γλῶσσα, παραθεωρῶντας τὴν σημασία τῆς συμβολικῆς γλώσσας, οὐσιαστικὰ θεωρεῖ ὅτι πολλὲς κατηγορίες Χριστιανῶν δὲν συμμετέχουν στὴν θεία Λειτουργία. Ἑπομένως, ἡ ὑποτίμηση τῆς γλώσσας τῶν συμβόλων καὶ ἡ ὑπερτίμηση τῆς λογικῆς ἐπεξεργασίας στὴν μέθεξη τῆς θείας λατρείας ἀποτελεῖ σοβαρὸ θεολογικὸ πρόβλημα.

2. Ἡ λογικοκρατικὴ θεώρηση τῆς λατρείας

Ἡ μετάφραση εὐχῶν μὲ σκοπὸ νὰ κατανοηθῇ ἡ θεία Λειτουργία, ἀναποδράστως ὁδηγεῖ στὴν ἄποψη ὅτι ἐκλαμβάνεται ἡ λογικὴ ὡς κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς καὶ μυστηριακῆς ζωῆς, πρᾶγμα ποὺ συνιστᾶ τὴν λογικοκρατία καὶ τὸν ὀρθολογισμό. Λέγοντας αὐτά, γνωρίζω ὅτι ἄλλο εἶναι ὁ ὀρθὸς λόγος ποὺ εἶναι ἀπαραίτητος γιὰ τὴν συνεννόηση μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, γιὰ τὴν συγκρότηση καὶ διάρθρωση τῆς σκέψεως σὲ λογικὰ σχήματα, σὲ προτάσεις καὶ τὴν χρησιμοποίηση τῶν λέξεων, καὶ ἄλλο εἶναι ὁ ὀρθολογισμὸς ποὺ θεωρεῖ κέντρο ὅλων τῶν πραγμάτων τὴν λογικὴ καὶ δι' αὐτῆς ἑρμηνεύει ἀκόμη καὶ ὅσα ἔχουν σχέση μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο.

Κατὰ τοὺς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἔχει μόνον τὴν λογικὴ ἐνέργεια, ἀλλὰ ἔχει καὶ ἄλλες ἐνέργειες, ὅπως τὴν νοερὰ ἐνέργεια, τὴν φαντασία, τὴν αἴσθηση κλπ. Ἀκόμη, ἡ λογικὴ δὲν εἶναι πηγὴ τῆς γνώσεως, ἀκόμη καὶ γιὰ τὰ ἀνθρώπινα πράγματα. Γι' αὐτὸ καὶ στὴν ἐπιστήμη ἀναπτύχθηκε ἡ λεγόμενη «συναισθηματικὴ νοημοσύνη» ποὺ ἰσχυρίζεται ὅτι ὑπάρχουν μέσα στὸν ἄνθρωπο «δύο μυαλά», ἤτοι ἡ λογικὴ καὶ τὸ συναίσθημα καὶ θεωρεῖ ὅτι εἶναι ἀναπηρία τὸ νὰ ἀπολυτοποιῇ κανεὶς μόνον τὴν λογική. Αὐτὸ ἀποδεικνύεται καὶ ἀπὸ τὴν ἀπεικόνιση τοῦ ἐγκεφάλου. Ἐπίσης, στὶς ἡμέρες μας ἀναπτύχθηκε καὶ ἡ λεγομένη ὑπαρξιακὴ φιλοσοφία καὶ ψυχολογία, ποὺ θεωροῦν ὅτι πέρα ἀπὸ τὴν λογικὴ ὑπάρχουν καὶ ἄλλες λειτουργίες στὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο. Ἐδῶ βρίσκεται καὶ τὸ λάθος τοῦ διαφωτισμοῦ, ὅπως ἀπέδειξε ἀργότερα ἕνα ἄλλο ρεῦμα ὁ ρομαντισμός, καὶ ἀργότερα ἡ μετανεωτερικότητα, ποὺ κατέρριψε τὴν αὐθεντία τῆς λογικῆς.

Ἐὰν αὐτὸ συμβαίνη στὰ ἀνθρώπινα πράγματα, πολὺ περισσότερο συμβαίνει στὴν ὀρθόδοξη θεολογία. Εἶναι γνωστὸν ὅτι ἡ ἄποψη ὅτι κέντρο τῆς θείας γνώσεως εἶναι ἡ λογικὴ καὶ ἡ ἐπεξεργασία ποὺ γίνεται ἀπὸ αὐτήν, δημιούργησε τὸν σχολαστικισμὸ καὶ ὅλο αὐτὸ τὸ σχολαστικό-ὀρθολογικὸ σύστημα ποὺ συναντοῦμε στὸν Θωμᾶ τὸν Ἀκινάτη καὶ μάλιστα στὸ ἔργο τοῦ «Summa Theologica». Διαποτισμένος καὶ ὁ Βαρλαὰμ ἀπὸ τὸν δυτικὸ σχολαστικισμὸ ἔφθασε σὲ ἕναν ἀγνωστικισμὸ καὶ ἀκόμη ὑποτιμοῦσε τὶς Ἀποκαλύψεις τοῦ Θεοῦ καὶ γι' αὐτὸ θεωροῦσε τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνας φιλοσόφους ἀνώτερους τῶν Προφητῶν καὶ τῶν Ἀποστόλων. Θεωρῶντας ὅτι ἡ λογικὴ εἶναι τὸ εὐγενέστερο στοιχεῖο τοῦ ἀνθρώπου ποὺ δόθηκε ἀπὸ τὸν Θεό, ἔθετε σὲ ὑποδεέστερη θέση τὶς ὁράσεις τῶν Προφητῶν, ποὺ τὶς θεωροῦσε «χείρω τῆς ἡμετέρας νοήσεως».

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς κονιορτοποίησε κυριολεκτικὰ τὸ σημεῖο αὐτό, γιατί, ὅπως δίδαξε, οἱ ὁράσεις τῶν Προφητῶν, τὸ ἄκτιστο Φῶς ποὺ εἶδαν οἱ Μαθητὲς στὸ Ὅρος Θαβὼρ εἶναι μεγάλη ἀποκάλυψη καὶ φανέρωση τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο. Ὁπότε οἱ ἀγράμματοι Μαθητὲς ἀποδείχθηκαν ἀνώτεροι ἀπὸ τοὺς φιλοσόφους ποὺ εἶχαν ἔντονη λογική. Παρέθεσε μάλιστα πλῆθος ἁγιογραφικῶν καὶ πατερικῶν χωρίων, ὅπως καὶ τὸ ἐκπληκτικὸ χωρίο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ὅτι οἱ ὀρθόδοξοι θεολογοῦν «ἁλιευτικῶς (ὅπως οἱ ἀγράμματοι Ἀπόστολοι ποὺ ἦταν ἁλιεῖς) καὶ ὄχι ἀριστοτελικῶς». Εἶναι δὲ κλασσικὸ τὸ ἀπόφθεγμα τοῦ ἴδιου Ἁγίου: «θεὸν φράσαι ἀδύνατον, νοῆσαι (=στοχασθῆναι) δὲ ἀδυνατώτερον». Δὲν μπορεῖ κανεὶς μὲ τὴν λογικὴ νὰ κατανοήση τὸν Θεό. Ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτεται στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου καὶ στὴν συνέχεια ἡ λογικὴ διατυπώνει, ὅσον εἶναι δυνατόν, αὐτὴν τὴν Ἀποκάλυψη.

Τὸ ἐκπληκτικὸ σύγγραμμα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ «Περὶ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων», οἱ λεγόμενες «Τρεὶς τριάδες», ἀναλύει διεξοδικῶς τὸ θέμα αὐτὸ καὶ οὐσιαστικὰ ἔχει κατοχυρωθῇ συνοδικά.

Ἡ ἄποψη ὅτι ἀπαιτεῖται ἡ λογικὴ κατανόηση τῶν λειτουργικῶν κειμένων γιὰ νὰ συμμετέχουμε στὴν θεία λατρεία καὶ νὰ ἀποκτήσουμε τὴν γνώση τοῦ Θεοῦ ἀποκλείει τοὺς ἀγραμμάτους ἀπὸ τὴν λατρεία καὶ τὴν θεογνωσία, στερεῖ τὰ βρέφη, τὰ νήπια καὶ τὰ παιδιὰ ἀπὸ τὴν λατρεία καὶ τὴν θεία Κοινωνία. Ὁ δυτικὸς σχολαστικισμὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ὁδήγησε στὴν πρακτικὴ τῆς ἀποσυνδέσεως τοῦ μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος ἀπὸ τὸ μυστήριο τοῦ Χρίσματος καὶ κατ' ἐπέκταση ἀπὸ τὸ μυστήριο τῆς θείας Κοινωνίας μέχρι τὴν ἐφηβεία. Ἡ βάση αὐτῆς τῆς πρακτικῆς εἶναι ὅτι γιὰ νὰ δεχθῇ τὸ παιδὶ τὸ Χρῖσμα καὶ νὰ λάβη τὴν θεία Κοινωνία πρέπει νὰ κατανοῇ μὲ τὴν λογική του τὰ γινόμενα. Ἐμεῖς χρίουμε τὰ βρέφη καὶ τὰ κοινωνοῦμε τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, γιατί γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν θεολογία μας ὅτι καὶ τὰ βρέφη λαμβάνουν τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ πρὶν ἀναπτυχθῇ ὁ ἐγκέφαλος καὶ ἡ λογική, ἀφοῦ καὶ τότε ἐνεργεῖ μέσα τους ἡ νοερὰ ἐνέργεια. Ἀκόμη καὶ τὰ ἔμβρυα μποροῦν νὰ λαμβάνουν τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ὅπως ἔγινε μὲ τὸν Τίμιο Πρόδρομο, ποὺ ὅταν ἦταν ἔμβρυο ἕξι μηνῶν ἔγινε ἀπὸ τότε Προφήτης καὶ κατέστησε καὶ τὴν Μητέρα τοῦ Προφήτιδα, κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ.

Αἰσθάνομαι ὅτι μιὰ σχολαστικὴ νοοτροπία ἐπιχειρεῖται νὰ εἰσαχθῇ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μὲ τὶς μεταφράσεις τῶν λειτουργικῶν κειμένων, ὅτι πρέπει νὰ καταλαβαίνουμε τὰ κείμενα λογικὰ γιὰ νὰ συμμετέχουμε, πρᾶγμα ποὺ ἀνατρέπει τὴν βασικὴ θεολογικὴ ἀρχὴ περὶ τῆς διπλῆς μεθοδολογικῆς γνώσεως, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποῖα μὲ ἄλλον τρόπο γνωρίζει κανεὶς τὴν κτιστὴ ἀλήθεια καὶ μὲ ἄλλον τρόπο γνωρίζει κανεὶς τὴν ἄκτιστη ἀλήθεια, τὸν Θεό, καὶ μετέχει αὐτῆς. Μὲ ἄλλα λόγια δὲν ὑπάρχει μιὰ ἑνιαία ἀλήθεια γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὸν κόσμο, καὶ δὲν ὑπάρχει μιὰ ἑνιαία μέθοδος γνώσεως τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ κόσμου, ὅπως ὑπεστήριζε στὴν πράξη ὁ δυτικὸς σχολαστικισμός.

Ἑπομένως, ἡ λογικοκρατικὴ θεώρηση τῆς θείας Λατρείας εἰσάγει ἕνα εἶδος σχολαστικισμοῦ στὴν ὀρθόδοξη θεολογία.

3. Ἡ λογικὴ καὶ νοερὰ λατρεία

Συνέπεια τῶν προηγουμένων εἶναι ὅτι ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας διαιρεῖται σὲ λογικὴ λατρεία καὶ νοερὰ λατρεία καὶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ ζῆ πραγματικὰ μέσα στὴν Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ μετέχη παράλληλα καὶ στὶς δύο λατρεῖες. Αὐτὴ εἶναι ἡ βάση τοῦ ὀρθοδόξου ἡσυχασμοῦ, τῆς ὀρθοδόξου νηπτικὴς ζωῆς. Κατὰ τὴν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι λογικὴ καὶ νοερά. Κατ' ἐπέκταση ὑπάρχει ἡ λογικὴ λατρεία καὶ ἡ νοερὰ λατρεία. Ἀπὸ τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας γνωρίζουμε ὅτι τὰ βρέφη ἔχουν νοερὰ ἐνέργεια, διὰ τῆς ὁποίας μποροῦν νὰ βλέπουν ἀγγέλους καὶ ἁγίους, ἐνῷ δὲν ἔχει ἀκόμη ἀναπτυχθῇ ἡ λογικὴ λειτουργία τοῦ ἐγκεφάλου, ποὺ θὰ τελειοποιηθῇ ἀργότερα, καθὼς τὸ παιδὶ θὰ μεγαλώνη.

Ἔτσι, κατὰ τὴν θεία Λειτουργία δὲν ἀρκεῖ μόνον ἡ ἀνάπτυξη τῆς λογικῆς λειτουργίας, ἀλλὰ κυρίως ἡ ἀνάπτυξη τῆς νοερᾶς λειτουργίας. Δηλαδή, ἡ μετάφραση τῆς ἀποστολικῆς εὐλογίας στὴν δημοτικὴ γλῶσσα, ὡς «ἡ Χάρη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ Πατέρα καὶ ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νὰ εἶναι μαζί σας», δὲν θὰ μπορέση ποτὲ νὰ δώση στὸν ἄνθρωπο νὰ καταλάβη λογικῶς τί εἶναι Χάρη τοῦ Κυρίου, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ Πατέρα καὶ ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τί εἶναι ὁ Τριαδικὸς Θεὸς καὶ πῶς μποροῦμε νὰ μεθέξουμε τῆς Χάριτός Του. Αὐτὴ ἡ γνώση εἶναι θέμα νοερᾶς καρδιακῆς ἐμπειρίας. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος κάνει λόγο γιὰ ἀρραβῶνα ποὺ δίνεται στὴν καρδιά: «Ὁ δὲ βεβαιῶν ἡμᾶς σὺν ὑμῖν εἰς Χριστὸν καὶ χρίσας ἡμᾶς Θεός, ὁ καὶ σφραγισάμενος ἡμᾶς καὶ δοὺς τὸν ἀρραβῶνα τοῦ Πνεύματος ἐν ταὶς καρδίαις ἡμῶν» (Β' Κόρ. α', 21-22).

Ἄλλωστε, ὁ Χριστὸς στοὺς μακαρισμούς Του τόνισε τὴν ἀπαραίτητη προϋπόθεση τῆς καθαρῆς καρδιᾶς γιὰ τὴν ὅραση τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι τὴν ἔξαψη τῆς λογικῆς: «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τὴ καρδία ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται» (Ματθαίου ε', 8). Τὸ ἴδιο συναντοῦμε καὶ στὶς ἐπιστολὲς τῶν Ἀποστόλων, ὅπου γίνεται λόγος γιὰ τὴν καρδιὰ ὡς προϋπόθεση καὶ βάση τῆς θεοπτίας. Εἶναι δὲ γνωστὸν ὅτι ὁ Χριστὸς ὅταν ἐμφανίσθηκε στοὺς Μαθητές Του «διήνοιξεν αὐτῶν τὸν νοὺν τοῦ συνιέναι τὰς γραφὰς» (Λούκ. κδ', 45). Ἡ γνώση τοῦ μυστηρίου ποὺ ἐκφράζεται μὲ λέξεις γίνεται στὸν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου διὰ τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ τὸ βλέπουμε ἐμφανῶς στὴν εὐχὴ πρὸ τοῦ Εὐαγγελίου: «Ἔλλαμψον ἐν ταὶς καρδίαις ἡμῶν, φιλάνθρωπε Δέσποτα, τὸ τῆς σὴς θεογνωσίας ἀκήρατον φὼς καὶ τοὺς τῆς διανοίας ἡμῶν διάνοιξον ὀφθαλμοὺς (τὸν νοῦ) εἰς τὴν τῶν εὐαγγελικῶν σου κηρυγμάτων κατανόησιν... Σὺ γὰρ εἴ ὁ φωτισμὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ἡμῶν...».

Ὁ βασικὸς σκοπὸς τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι νὰ κατανοήση λογικῶς τὶς λέξεις, ἀλλὰ νὰ εἰσέλθη στὸ βάθος τοῦ μυστηρίου, νὰ βιώση καὶ νὰ μεθέξη τὴν κένωση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, διὰ τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ στὴν καθαρὴ καρδιά του. Γι' αὐτὸ καὶ ἡ ἀποφατικὴ θεολογία εἶναι «ὁ Γολγοθᾶς τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ θεία Λειτουργία, ποὺ εἶναι λογικὴ λατρεία, συνδέεται στενὰ καὶ μὲ τὴν νοερὰ λατρεία. Ἄλλωστε, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν ὁποῖα κάνουν λόγο πολλοὶ σύγχρονοι ἑρμηνευτὲς καὶ ἀκαδημαϊκοὶ διδάσκαλοι, ποὺ εἶναι ἡ φανέρωση καὶ ἡ μέθεξη τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ, δὲν εἶναι ὑπόθεση λογικῆς ἐπεξεργασίας, ἀλλὰ ὑπόθεση καθαροῦ νοὸς καὶ καθαρᾶς καρδίας. Τὰ βρέφη, τὰ παιδιὰ καὶ οἱ Ἅγιοι συμμετέχουν στὴν θεία Λειτουργία, κάνοντας νοερὰ λατρεία μπορεῖ νὰ βλέπουν ὑπερκόσμια χοροστασία, γιὰ τὴν ὁποῖα ὁμιλοῦν οἱ Ἅγιοι, μπορεῖ νὰ βλέπουν ἀγγέλους, ἐνῷ ὅσοι στηρίζονται στὴν λογικὴ κατανόηση τῶν λέξεων ἔχουν πλήρη ἄγνοια τῆς γνώσεως τοῦ Μυστηρίου.

Στὴν βιογραφία τοῦ ἁγίου παπα-Νικόλα Πλανᾶ διαβάζουμε ὅτι ἕνα παιδάκι ποὺ εἶχε ἀνεπτυγμένη τὴν νοερὰ ἐνέργεια ἔβλεπε τὸν λειτουργοῦντα ἅγιο παπα-Νικόλα νὰ ὑπερυψοῦται τοῦ ἐδάφους, καὶ τὸ φώναξε μὲ ἐνθουσιασμὸ στὴν μητέρα του. Θεωρῶ ὅτι τὸ παιδάκι αὐτὸ μετεῖχε τῆς θείας Λειτουργίας πραγματικά, ἔστω κι ἂν δὲν καταλάβαινε τὶς λέξεις, ἐνῷ οἱ ἄλλοι ποὺ πρόσεχαν μὲ τὴν λογικὴ ἁπλῶς παρακολουθοῦσαν. Ἢ γιὰ νὰ ἐκφρασθῶ μὲ ἄλλον τρόπο, δὲν μπορῶ νὰ ἀποκλείσω τὸ παιδάκι αὐτὸ ἀπὸ τὴν μέθεξη τῆς λατρείας, ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε νὰ κατανοήση τὶς λέξεις. Μᾶλλον θεωρῶ ὅτι μετεῖχε τῆς θείας Λειτουργίας καλύτερα ἀπὸ ἄλλους ἐγκρατεῖς φιλολόγους ποὺ γνωρίζουν τὴν ἐτυμολογία καὶ τὴν ἔννοια τῶν λέξεων. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει: «ἡ ἱκανότης ἡμῶν ἐκ τοῦ Θεοῦ, ὃς καὶ ἰκάνωσεν ἡμᾶς διακόνους καινῆς διαθήκης, οὐ γράμματος, ἀλλὰ πνεύματος τὸ γὰρ γράμμα ἀποκτέννει, τὸ δὲ πνεῦμα ζωοποιεῖ» (Β' Κόρ. γ', 5-6). Ἑπομένως, ἡ παραθεώρηση τῆς νοερᾶς λατρείας συνιστᾶ ἔλλειμμα ὀρθοδόξου θεολογίας.

Γενικά, ὅσοι ἁπλοποιοῦν τὶς λέξεις τῆς θείας λατρείας, ἀκόμη καὶ αὐτὲς ποὺ ἔχουν «ὑψηλό, ἐννοιολογικό, εἰκονικό, συμβολικὸ καὶ βιωματικὸ ἐπίπεδο», γιὰ νὰ γίνουν κατανοητὲς λογικά, ἀφ' ἑνὸς μὲν καταστρέφουν τὸν πολιτισμικό μας πλοῦτο, ἀφ' ἑτέρου δὲ ἀγνοοῦν τὴν ὀρθόδοξη θεολογία στὴν πλήρη ἔκφρασή της. Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία δὲν εἶναι σχολαστική, ὀρθολογιστική, ἀλλὰ ἀποκαλυπτόμενο μυστήριο. Καὶ τὸ μυστήριο δὲν κατανοεῖται ἁπλῶς λογικά. Ἔτσι, ἀπὸ τὸ γράμμα προχωροῦμε στὸ πνεῦμα μέσα ἀπὸ ὅλη τὴν ἀσκητικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὅσοι ἀκοῦνε ἀναλύσεις τῶν γινομένων καὶ πραττομένων στὴν θεία Λειτουργία –ἄλλωστε αὐτὴ εἶναι ἡ ἀξία τοῦ κηρύγματος– ἢ ὅσοι μετέχουν τακτικὰ στὴν θεία Λειτουργία μποροῦν νὰ κατανοήσουν εὐχερῶς καὶ τὸ γράμμα, κυρίως ὅμως μποροῦν νὰ εἰσχωρήσουν στὸ πνεῦμα μὲ τὴν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς καὶ τὴν γνώση τῆς συμβολικῆς γλώσσας τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ φιλοκαλικοὶ Πατέρες τοῦ 18ου αἰῶνος, ἐνῷ ἔκαναν μεταγλωττίσεις σὲ διάφορα πατερικὰ κείμενα, δὲν τόλμησαν νὰ μεταγλωττίσουν τὶς εὐχὲς τῆς θείας Λειτουργίας καὶ τῶν Μυστηρίων, ἂν καὶ τὸ διανοητικὸ ἐπίπεδο τοῦ λαοῦ ἦταν χαμηλό.

Ὁπότε, ὅσοι παραμένουν στὸ ἐπίπεδο τῆς λογικῆς κατανόησης τῶν λειτουργικῶν κειμένων δείχνουν ὅτι ἀγνοοῦν τὴν ὀρθόδοξη θεολογία, γι' αὐτὸ κατὰ τὸν Μέγα Βασίλειο «τεχνολογούσι καὶ οὐ θεολογούσι». Δὲν χρειάζεται ἁπλῶς ἡ λογικὴ κατανόηση τῶν κειμένων ἢ μετάφρασή τους, ἀλλὰ ἡ μύηση στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ στὸ μυστήριο τῆς κενώσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Νομίζω ὅτι μερικοὶ σύγχρονοι ἔχουν ἔλλειμμα ὀρθοδόξου θεολογίας καὶ ἐκφράζουν μιὰ θεολογία, ἡ ὁποία ἔχει ἐπηρεασθῇ ἀπὸ τὸν παπικὸ σχολαστικισμὸ καὶ τὸν προτεσταντικὸ ἠθικισμό, γι' αὐτὸ καὶ αὐτοσχεδιάζουν αὐθαίρετα μέσα στὴν Ἐκκλησία.

  • Προβολές: 2891