Skip to main content

Ἡ χαρμολύπη τῆς Πασχαλιᾶς

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

(Δημοσιεύθηκε στὴν Ἐφημερίδα «Ἀπογευματινή», 9-4-2010)

Μιὰ ἀπὸ τὶς ἰσχυρότερες καὶ ἐκφραστικότερες λέξεις ποὺ συναντοῦμε στὴν παράδοσή μας εἶναι ἡ λέξη «χαρμολύπη». Ὅλα τὰ πράγματα τῆς ζωῆς μας εἶναι σύμμεικτα ἀπὸ λύπη καὶ χαρά. Δὲν πρόκειται γιὰ τὴν ζωὴ ποὺ εἶναι ἕνα θέατρο μὲ ἐναλλαγὲς σκηνικῶν, ἀλλὰ γιὰ τὸ βίωμα ποὺ ταυτόχρονα εἶναι χαρμόσυνο καὶ λυπητερό, ποὺ ἡ λύπη μετατρέπεται σὲ χαρὰ καὶ ἐκεῖ ποὺ κορυφώνεται ἡ χαρά, συγχρόνως ἀναδύεται καὶ ἡ λύπη, λόγῳ τῆς θνητότητος καὶ τῆς παθητότητος τῆς φύσεώς μας.

Η χαρμολύπη τής Πασχαλιάς.  Παναγία ΠαναξιώτισσαΤὴν λέξη αὐτή, «χαρμολύπη», συναντοῦμε στὸ βιβλίο Κλῖμαξ τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Σιναΐτη, τοῦ 6ου αἰῶνος, ὅταν συνιστᾶ νὰ κατέχουμε τὴν «μακαρίαν τῆς ὁσίας κατανύξεως χαρμολύπην», ἡ ὁποία μπορεῖ «καθαρὸν τὼ Χριστῷ παραστήση» τὸν ἄνθρωπον. Εἶναι βίωμα ἀσκητικό, ἀλλὰ καὶ κοσμικό, ἀφοῦ ὅλοι μας ζοῦμε μέσα στὴν ἐρημία τῆς πόλης, πολλὲς φορὲς καὶ τῆς λεγομένης χριστιανικῆς κοινωνίας.

Ἡ λέξη «χαρμολύπη» μπορεῖ νὰ θεωρηθῇ συνώνυμη τῆς λέξεως «σταυροαναστάσιμο Πάσχα» ποὺ δείχνει πῶς τὴν Μεγάλη Παρασκευὴ μπορεῖ κανεὶς νὰ χαρῇ τὴν νέκρωση τοῦ Ἅδου καὶ τοῦ θανάτου, ἀλλὰ καὶ τὴν ἡμέρα τοῦ Λαμπρῆς, τοῦ Πάσχα, νὰ στενοχωρῆται γιὰ τὴν στέρηση ἀγαπητῶν του προσώπων ποὺ τὰ κατάπιε ὁ θάνατος, αὐτὸ τὸ πειναλέο θηρίο, τὸ ὁποῖο ἐξακολουθεῖ νὰ καταβροχθίζη τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ διασπᾶ μέσα στὸ παρὸν τὴν κοινωνία μεταξὺ τῶν ἀγαπημένων προσώπων.

Ζῆ κανεὶς καθημερινῶς αὐτὸ τὸ βίωμα τῆς «χαρμολύπης» στὸ ὑπαρξιακὸ προσωπικό του ἐπίπεδο, στὸν οἰκογενειακό, κοινωνικὸ καὶ ἐθνικό του χῶρο. Τὸ ζοῦμε τὸν τελευταῖο καιρὸ καὶ στὸ οἰκονομικὸ ἐπίπεδο, γιατί ἀφ’ ἑνὸς μὲν βρισκόμαστε μπροστὰ σὲ μιὰ οἰκονομικὴ κρίση, ἀφ’ ἑτέρου δὲ προσβλέπουμε στὴν βίωση τῆς ἀγάπης, τῆς στοργῆς, τῆς συμπαράστασης, τῆς ὑπαρξιακῆς καὶ ὑπαρκτικῆς ἐλευθερίας ἀπὸ τὴν ὑποδούλωση στὰ αἰσθητά, ἀπὸ τὶς ψεύτικες ἰδεολογίες ποὺ ἀποπροσανατολίζουν τὴν σκέψη τοῦ ἀνθρώπου. Ἐλπίζουμε στὴν βίωση τῆς ἀλήθειας ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ ἔχει, ἀλλὰ ἔχει αὐτὸ ποὺ εἶναι. Καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ μεγαλεῖο τῆς διαχρονικῆς παράδοσής μας.

Τὸ ζήσαμε τὸν τελευταῖο καιρὸ μὲ τὴν ἔντονη κριτικὴ στὴν Ἐκκλησία. Δὲν παραγνωρίζει κανεὶς ὅτι ὑπάρχουν ἀφορμὲς γι’ αὐτὴν τὴν κριτική, ἀφοῦ διάφοροι ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας, ἀκόμη καὶ μεγαλοσχήμονες Κληρικοὶ δὲν ἐκφράζουν ἀπόλυτα τὸ ἦθος καὶ τὴν ζωὴ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ βίου. Ἀλλὰ καὶ αὐτὴν τὴν κριτική, ἀκόμη καὶ σὲ σημεῖα ποὺ δὲν εὐθύνεται ἡ Ἐκκλησία, ἡ ἴδια τὴν ἀποδέχεται, ὅπως καὶ κάθε μάνα δέχεται φιλάνθρωπα τὰ ξεσπάσματα τῶν παιδιῶν της, εἴτε εὐθύνεται εἴτε ὄχι. Καὶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ μάνα τοῦ ὀρθόδοξου λαοῦ, ποὺ δέχεται ὅλες τὶς ἀντιδράσεις τῶν παιδιῶν τῆς μὲ ἀγάπη, στοργὴ καὶ μακροθυμία, προσφέροντας τὸ χάδι τῆς οἰκειότητος, τὸ χαμόγελο τῆς φιλοστοργίας, τὰ σπλάχνα τῶν οἰκτιρμῶν, ὅπως τὸ ἔδειξε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος καὶ ἡ πλειονότητα τῶν Κληρικῶν, ποὺ δὲν θέλησαν νὰ διαπληκτισθοῦν μὲ τὰ παιδιά τους.

Η χαρμολύπη τής Πασχαλιάς.  Ἐπιτάφιος Παλαιοπαναγιά.Ἀκόμη, αὐτὴ ἡ «χαρμολύπη» φάνηκε αὐτὴν τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Ἑβδομάδα ἡ ὁποία κατέληξε στὸ Πάσχα. Ἡ Ἐκκλησία ἔδειξε ὅτι ὁ πλοῦτος της δὲν εἶναι τὰ μισθώματα καὶ τὰ μερίσματα, ἀλλὰ ἡ θεολογία της, ὁ πολιτισμός της, ἡ ὑμνογραφία της, οἱ λατρευτικὲς συνάξεις της, τὶς ὁποῖες σκηνοθέτησε ἡ διαχρονικὴ παράδοσή της. Τὴν ἑβδομάδα αὐτὴν ἡ Ἐκκλησία ἔδειξε τὸν πλοῦτο της ποὺ εἶναι ὁ Νυμφίος της, ὁ ὁποῖος ἔφθασε ἀπὸ «παράφορη ἀγάπη» στὸ νὰ γυμνωθῇ, νὰ ἀτιμασθῇ, νὰ σταυρωθῇ, χωρὶς νὰ ἀνταποδώση τὸ παραμικρὸ καὶ χωρὶς νὰ ἀντιμιλήση, καὶ τελικὰ νὰ ἀναστηθῇ, χωρὶς φανφάρες καὶ θεατρινισμούς, χωρὶς νὰ τρομοκρατήση τοὺς σταυρωτὲς καὶ τοὺς φύλακες τοῦ τάφου, χωρὶς νὰ τιμωρήση παραδειγματικὰ τὴν ἀνεύθυνη καὶ ἄδικη πολιτικὴ ἐξουσία, μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν Πιλάτο, καὶ χωρὶς νὰ θριαμβολογήση γιὰ τὴν ἀνάστασή Του ἢ νὰ κονιορτοποιήση τοὺς θρησκευτικοὺς ἡγέτες ποὺ ὑποκρίνονταν τὴν εὐσέβεια. Πλοῦτος ἀκόμη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ πόρνη γυναῖκα, ποὺ ἔδειξε πληθωρικὴ ἀγάπη στὸν Χριστό, ἀνταλλάσσοντας τὸν ἕνα ἔρωτα μὲ ἕναν ἄλλο ἔρωτα, ποὺ ἤξερε νὰ ἀγαπᾶ πληθωρικά, μὲ ξεχείλισμα ἀγάπης καὶ πράξεων καὶ ὄχι μὲ τρόπους συμβατικῆς ζωῆς, ὅπως καὶ πλοῦτος της εἶναι ὁ ἐσταυρωμένος ληστὴς ποὺ μπόρεσε νὰ ἀναγνωρίση τὴν θεότητα μέσα στὸν ἀτιμωτικὸ σταυρὸ καὶ ἀποδείχθηκε μεγάλος ἐμπειρικὸς θεολόγος.

Ἡ Ἐκκλησία βιώνει αὐτὴν τὴν σταυροαναστάσιμη ζωή, ζῆ τὴν δική της «χαρμολύπη» καὶ ἔτσι καθοδηγεῖ τὰ παιδιά της, ἀκόμη καὶ τὰ πιὸ «ἀτίθασα». Ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι ἡ μάνα τοῦ λαοῦ, ποὺ κυοφορεῖ μὲ πόνο τὰ τέκνα της, πονᾶ γιὰ νὰ τὰ γεννήση, τὰ τρέφει μὲ τὸν μαστό της, θυσιάζεται γιὰ νὰ τὰ μεγαλώση καὶ μερικὲς φορὲς δέχεται φιλάδελφα καὶ μακρόθυμα τὰ ξεσπάσματα τοῦ πόνου τους. Ἡ Ἐκκλησία μοιάζει μὲ τοὺς κατὰ Χριστὸν σαλούς, ποὺ ἐνῷ ὅλοι τοὺς περιγελοῦσαν, αὐτοὶ ζοῦσαν τὴν ἐσωτερικὴ πληρότητα καὶ μετέδιδαν τὸ μεγαλεῖο τους, ἀκόμη καὶ μέσα στὴν ἔσχατη ἀφάνεια. Ζὴ τὴν φαινομενικὴ σταυρική της ἀδυναμία μὲ ἀναστάσιμη πληρότητα.

Μὲ αὐτὴν τὴν «χαρμολύπη» τῆς Πασχαλιᾶς, τῆς σταυροαναστάσιμης ἐμπειρίας γιορτάζουμε «Πάσχα Κυρίου Πάσχα», ἀνταλλάσσουμε τὸν ἀσπασμὸ τῆς ἀγάπης καὶ ἀπευθύνουμε τὸν χαιρετισμὸ σὲ κάθε ἄνθρωπο λέγοντας: «Χριστὸς Ἀνέστη, χαρά μου».

 

  • Προβολές: 2686