Skip to main content

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνὸς: Ὅσιος Σεραφεὶμ ὁ ἐν Δόμβῳ 6 Μαΐου

Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα

Ὁ ὅσιος Σεραφεὶμ γεννήθηκε στὸ χωριὸ Ζέλι, ποῦ ὑπάγεται στὴν ἐπαρχία τῆς Ἀταλάντης, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ ἐναρέτους, τὸν Ἀντώνιο καὶ τὴν Καλή. Ὀνομάσθηκε Σωτήριος καὶ ἔμαθε τὰ πρῶτα γράμματα ἀπὸ τὸν Ἐφημέριο, προφανῶς τοῦ χωριοῦ του, στὸν ὁποῖο τὸν εἶχαν παραδώσει οἱ γονεῖς του. Ὁ πόθος τοῦ γιὰ τὴν μοναχικὴ ζωὴ τὸν ἔφερε πολὺ νωρὶς στὸ Μοναστήρι τοῦ Προφήτη Ἠλία, ποῦ βρισκόταν στὸ ὅρος Κάρκαρα καὶ ἦταν κοντὰ στὸ χωριό του. Ἐκεῖ ἔκτισε μικρὸ Ναὸ στὸ ὄνομα τοῦ Σωτῆρος καὶ ἕνα σπιτάκι μέσα στὴν σπηλιά. Ἐπειδή, ὅμως, τὸ μέρος ἐκεῖνο ἦταν πολυσύχναστο, ἀναγκάστηκε νὰ τὸ ἐγκαταλείψη καὶ νὰ πάη στὸ Μοναστήρι τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων, ποῦ βρισκόταν κοντὰ στὴν Ἀταλάντη. Ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ ἀντιμετώπισε τὸ ἴδιο πρόβλημα καὶ γι’ αὐτὸ κατέφυγε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, ποῦ βρίσκεται στὸ Σαγμάτιο ὅρος, μεταξὺ Θηβῶν καὶ Εὐβοίας. Ἐκεῖ ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Σεραφεὶμ καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο χρονικὸ διάστημα χειροτονήθηκε Διάκονος καὶ Πρεσβύτερος. Ἀπέκτησε φήμη ἐκλεκτοῦ Πνευματικοῦ καὶ βοήθησε πολὺν κόσμο. Ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀποφύγη τὸ πλῆθος τῶν ἀνθρώπων ποῦ συνέρρεε στὴν Μονὴ λόγῳ τῆς φήμης του, ἔφυγε καὶ ἀπὸ ἐκεῖ μὲ τὴν ἄδεια τοῦ ἡγουμένου, καὶ ψάχνοντας γιὰ ἐρημικὴ τοποθεσία ὁδηγήθηκε ἀπὸ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ στὴν περιοχὴ τοῦ Δομβοῦ, δυτικὰ τοῦ Ἐλικώνα, ὅπου ἔκτισε Ναὸ στὸ ὄνομα τοῦ Σωτῆρος, καθὼς ἐπίσης καὶ μερικὰ κελλιὰ γιὰ τοὺς ὑποτακτικοὺς τοῦ μοναχούς. Μετὰ ἀπὸ δέκα χρόνια ἔκτισε κελλὶ στὴν δυτικὴ κορυφὴ τοῦ Ἐλικώνα, γιὰ περισσότερη ἡσυχία.

Ὁ ὅσιος Σεραφεὶμ πέρασε ὅλη τὴν ἐπίγεια ζωή του μέσα στὴν ἄσκηση, τὴν ἁπλότητα καὶ τὴν λιτότητα. Ἐβίωσε τὸν ἡσυχαστικὸ τρόπο ζωῆς, ποῦ ὁδηγεῖ στὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπὸ τὰ πάθη, τὸν φωτισμὸ τοῦ νοῦ καὶ τὴν θέωση. Δηλαδή, στὴν προσωπικὴ κοινωνία μὲ τὸν ζῶντα Θεό, τὸν ὁποῖο ἀγάπησε πάρα πολὺ καὶ γι’ αὐτὸ μπόρεσε νὰ ἀγαπήση ἀληθινὰ καὶ τοὺς συνανθρώπους του, ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρη τὴν κτίση.

Ἡ κοίμησή του ἦταν ὄντως ὁσιακή. Προγνώρισε τὴν ἡμέρα τῆς «ἐξόδου» του καὶ τὴν περίμενε ὅπως περιμένει ὁ ταξιδιώτης τὸ τραῖνο, ποῦ θὰ τὸν ὀδηγήση στὴν ἀγαπημένη τοῦ πατρίδα. «Ἔφυγε» γιὰ τὴν ἄνω Ἱερουσαλὴμ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς τοῦ 1602, σὲ ἡλικία 75 ἐτῶν.

Ὁ βίος καὶ ἡ πολιτεία του μᾶς δίνουν τὴν ἀφορμὴ νὰ τονίσουμε τὰ ἀκόλουθα:

Πρῶτον. Ἡ ἡσυχία εἶναι πρωτίστως καὶ κυρίως τρόπος ζωῆς. Βεβαίως, καὶ τὸ ἥσυχο περιβάλλον βοηθᾶ στὴν αὐτοσυγκέντρωση καὶ τὴν προσευχὴ καὶ γι’ αὐτὸ ἀρκετοὶ ἀπὸ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι εἶναι πλημμυρισμένοι ἀπὸ θεῖο ἔρωτα καταφεύγουν σὲ ἥσυχες καὶ ἐρημικὲς τοποθεσίες. Ἀλλὰ ἡ ἡσυχαστικὴ ζωὴ εἶναι, κυρίως, ἐσωτερικὴ κατάσταση τῆς ψυχῆς ποῦ συνδέεται μὲ τὴν προσευχή, τὴν ἄσκηση, τὴν μυστηριακὴ ζωὴ καὶ τὴν πλήρη ἐμπιστοσύνη στὴν πρόνοια καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Διὰ τῆς ἡσυχίας ἡ καρδιὰ καθαίρεται καὶ ὁ νοὺς φωτίζεται καὶ πτεροῦται καὶ ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ τὴν τέλεια ταπείνωση καὶ τὴν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη καὶ γίνεται ἀληθινὸς ἄνθρωπος. Δηλαδή, ἀπὸ ἄγριο θηρίο γίνεται ἄκακο ἀρνάκι, ἐπειδὴ μὲ τὸν ἡσυχαστικὸ τρόπο ζωῆς κατευνάζονται τὰ πάθη, καὶ μεταμορφώνονται. Ἀπὸ ἐμπαθὴς γίνεται ἀπαθής, ἀπὸ πλεονέκτης ἐλεήμων, ἀπὸ φίλαυτος φιλόθεος καὶ φιλάνθρωπος. Μὲ ἄλλα λόγια, μεταβάλλεται σὲ πραγματικὴ εὐλογία γιὰ τὴν οἰκογένειά του, τὸ κοινωνικό του περιβάλλον ἀλλὰ καὶ γιὰ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη, ἀφοῦ ἀποκτᾶ ἐσωτερικὴ εἰρήνη.

Δεύτερον. Ἡ ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ πρόοδος στὴν πνευματικὴ ζωή, προκαλεῖ συνήθως τὸν φθόνο τοῦ διαβόλου, ἀλλὰ καὶ τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων τοὺς ὁποίους ὁ διάβολος ἔχει κάνει ὑποχείριό του, μὲ ἀποτέλεσμα οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ νὰ δοκιμάζουν στὴν ζωὴ τοὺς μεγάλους πειρασμούς. Ὁ ὅσιος Σεραφεὶμ δὲν ἀποτέλεσε ἐξαίρεση καί, κατὰ Θεία παραχώρηση, δοκίμασε καὶ αὐτὸς πολλοὺς καὶ μεγάλους πειρασμούς. Τοὺς ἀντιμετώπισε, ὅμως, μὲ μεγάλη ὑπομονὴ καὶ προπαντὸς μὲ πλήρη ἐμπιστοσύνη στὴν πρόνοια καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Θὰ ἀναφερθοῦμε, μὲ συντομία, σὲ ἕναν ἀπὸ αὐτούς, τοὺς μεγάλους πειρασμούς του, γιὰ νὰ παραδειγματισθοῦμε ἀπὸ τὴν ταπείνωση, τὴν ὑπομονή, τὴν ἀνεξικακία καὶ τὴν ἀγάπη του.

Ὁ ὅσιος Σεραφεὶμ κατηγορήθηκε στὸν Τοῦρκο διοικητὴ τῆς Λιβαδειὰς ὅτι ξεγέλασε τοὺς κατοίκους τῆς περιοχῆς τοῦ Δομβοῦ καὶ τοὺς πῆρε τὴν ἰδιοκτησία τους, ἀντὶ εὐτελοῦς ἀμοιβῆς, γιὰ νὰ ἰδρύση Μοναστήρι. Τότε ὁ διοικητὴς θύμωσε καὶ ἔστειλε τρεὶς Τούρκους στρατιῶτες, νὰ τὸν φέρουν δεμένο μπροστά του. Οἱ στρατιῶτες τὸν κακοποίησαν βάναυσα καὶ καθ’ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς ὁδοιπορίας, ἀπὸ τὴν περιοχὴ τοῦ Δομβοῦ πρὸς τὴν Λιβαδειά, τὸν βασάνιζαν ἀνελέητα. Δὲν εἶχαν, ὅμως, προβλέψει, ὅπως θὰ ἔπρεπε, τὴν ἀναγκαιότητα τοῦ νεροῦ καὶ ἄρχισαν νὰ βασανίζονται ἀπὸ τὴν δίψα. Ὁ ἅγιος τοὺς λυπήθηκε καὶ τοὺς παρακάλεσε νὰ τὸν λύσουν γιὰ νὰ γονατίση καὶ νὰ προσευχηθῇ. Μετὰ τὴν προσευχή του κτύπησε μὲ τὸ ραβδὶ τοῦ του, ὅπως ὁ θεόπτης Μωϋσής, σὲ ἐκεῖνον τὸν ξερὸ τόπο καὶ ἀμέσως ἀνάβλυσε γλυκὸ νερό, μὲ τὸ ὁποῖο ξεδίψασαν. Στὴν συνέχεια, ἄρχισαν νὰ ὑποφέρουν καὶ ἀπὸ τὴν πεῖνα καὶ προσπάθησαν νὰ κυνηγήσουν, ἀλλὰ χωρὶς ἐπιτυχία. Τότε ὁ ὅσιος, ἀφοῦ προσευχήθηκε καὶ πάλι, σήκωσε τὰ χέρια του καὶ ἔπιασε τρία περιστέρια, τὰ ὁποῖα πέταξαν ἀπὸ πάνω του, καὶ τοὺς τὰ ἔδωσε. Μετὰ καὶ ἀπὸ τὸ δεύτερο θαῦμα οἱ στρατιῶτες μαλάκωσαν, ἡμέρεψαν, καὶ γεμᾶτοι θαυμασμὸ καὶ δέος τὸν ἄφησαν ἐλεύθερο νὰ πάη στὸ Μοναστήρι του καὶ νὰ συνεχίση τὰ ἔργα του.

Ὁ μεταμορφωμένος ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος, μεταμορφώνει καὶ τὸ περιβάλλον στὸ ὁποῖο ζή. Μὲ τὴν ταπείνωση, τὴν ἀνεξικακία, τὴν ἀγάπη καὶ τὴν δύναμη τῆς προσευχῆς του μεταβάλλει τὴν ἀγριότητα σὲ ἡμερότητα καὶ ταυτόχρονα χορταίνει καὶ ξεδιψάει τὸν κουρασμένο καὶ ταλαιπωρημένο ὁδοιπόρο τῆς ζωῆς, γιατρεύει στοργικὰ τὶς πληγές του καὶ τὸν βοηθᾶ νὰ ἀποκτήση πλήρωμα καὶ νόημα ζωῆς.

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ

  • Προβολές: 3084