Skip to main content

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ Μηνός: Ὅσιος Ἱερώνυμος 15 Ἰουνίου

Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ Μηνός: Όσιος Ιερώνυμος  15 Ιουνίου

Ὁ ὅσιος Ἱερώνυμος γεννήθηκε τὸ 345 μ. Χ. στὸ Στριδώνι τῆς Δαλματίας ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς, οἱ ὁποῖοι τὸν ἀνέθρεψαν «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσία Κυρίου», ἀλλὰ παράλληλα φρόντισαν καὶ γιὰ τὴν ἐκπαίδευσή του. Σπούδασε στὴν Ρώμη, ὅπου ἔλαβε καὶ τὸ βάπτισμα. Δυστυχῶς, μετὰ τὸ βάπτισμα παρασύρθηκε καὶ ξεστράτισε ἀπὸ τὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας, ἀλλὰ ἐπειδὴ εἶχε γερὰ πνευματικὰ θεμέλια μπόρεσε γρήγορα νὰ ἀνανήψη καὶ νὰ ἐπιστρέψη στὴν ὁδὸ τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν εἰλικρινῆ μετάνοια. Συνέχισε τὶς σπουδὲς τοῦ στὴν Γαλλία, τὴν Ἰταλία καὶ τὴν Ἀντιόχεια καὶ κατόπιν ἀποσύρθηκε στὴν ἔρημο τῆς Συρίας, προκειμένου νὰ βιώση τὸν ἡσυχαστικὸ τρόπο ζωῆς. Δὲν μπόρεσε, ὅμως, ἐκεῖ νὰ βρὴ αὐτὸ ποῦ ἀληθινὰ ἀναζητοῦσε καὶ γι’ αὐτὸ ἔφυγε γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου, κατὰ θείαν οἰκονομία, «ἔτυχε τοῦ ποθουμένου». Ἡ γνωριμία του μὲ δύο μεγάλους Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο καὶ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Νύσσης, ἐπηρέασε καθοριστικὰ τὴν μετέπειτα ἐξέλιξη καὶ πρόοδό του στὴν πνευματικὴ ζωή.

Ἀργότερα πῆγε στὴν Βηθλεὲμ ὅπου «ἀσκήτευσε, συνέγραψε, ἐθεολόγησε». Τὸ 420 μ. Χ. «ἐγκατέλειψε» τὰ παρόντα καὶ πρόσκαιρα, γιὰ νὰ συνεχίση τὴν ζωὴ τοῦ στὰ οὐράνια σκηνώματα μετὰ πάντων τῶν Ἁγίων, ἐκεῖ ὅπου «νύξ ουκ ἔσται ἔτι, καὶ οὐ χρεία λύχνου καὶ φωτὸς ἡλίου, ὅτι Κύριος ὁ Θεὸς φωτιεῖ αὐτούς, καὶ βασιλεύσουσιν εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων» (Ἀποκ. κβ', 5). Τὸ ἱερὸ λείψανό μεταφέρθηκε, ἀργότερα, ἀπὸ τὴν Βηθλεὲμ στὴν Ρώμη.

Ὁ ἅγιος Ἱερώνυμος μετέφρασε κάποια βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀπὸ τὴν ἑβραϊκὴ γλῶσσα στὴν λατινική. Ἡ μετάφραση αὐτὴ εἶναι γνωστὴ ὡς «Bulgata». Ὁ ὅσιος Κασσιανὸς τὸν ἐπαινεῖ γιὰ τὰ συγγράμματά του καὶ τὸν ὀνομάζει Καθηγητὴ τῶν Ὀρθοδόξων. Λέγει: «Ὄντως Ἱερώνυμος τῶν Ὀρθοδόξων Καθηγητής, τοῦ ὁποίου τὰ συγγράμματα λάμπουσιν ὡς θεϊκαὶ λαμπάδες ἀνημμέναι καὶ φέγγουσιν ὡς ἡλιακαὶ ἀκτῖνες ἀπὸ τῆς Ἀνατολῆς ἕως τὴν Δῦσιν».

Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἀναφέρει ὅτι ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος, ὅταν ἑτοίμαζε τὸ σύγγραμμά του «περὶ τῆς Πόλεως τοῦ Θεοῦ», ζήτησε νὰ πληροφορηθῇ ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἱερώνυμο τὰ περὶ τῆς μακαριότητος τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἐν τὼ μεταξὺ ἐκεῖνος «ἐκοιμήθη». Παρουσιάσθηκε, ὅμως, στὸ ὄνειρό του καὶ τοῦ διηγήθηκε ὅλα ὅσα ἤθελε νὰ μάθη, τονίζοντάς του μάλιστα ὅτι εἶναι ὅλα ἀσυγκρίτως ἀνώτερα καὶ ὡραιότερα ἀπὸ ὅ,τι νόμιζε ὅταν ζοῦσε στὴν γῆ, ἐπειδὴ τότε ἔβλεπε «δι’ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι», ἐνῷ τώρα βλέπει «πρόσωπον πρὸς πρόσωπον».

Ὁ βίος καὶ ἡ πολιτεία του μᾶς δίνουν τὴν ἀφορμὴ νὰ τονίσουμε τὰ ἀκόλουθα:

Ἡ παιδεία προσφέρεται στὰ παιδιὰ κατὰ κύριο λόγο ἀπὸ τὴν οἰκογένεια, ἡ ὁποία, ὅπως εἶναι φυσικό, διαδραματίζει πρωτεύοντα ρόλο στὴν διαμόρφωση τοῦ χαρακτῆρα καὶ τῆς προσωπικότητάς τους, ἐπειδὴ μέσα στὴν οἰκογένεια τὰ παιδιὰ μαθαίνουν, κυρίως ἐμπειρικά, τὸν τρόπο ζωῆς, σκέψης καὶ συμπεριφορᾶς.

Πράγματι, μέσα στὸ οἰκογενειακὸ περιβάλλον πρωτομαθαίνει τὸ παιδὶ τὴν ἀγάπη, τὴν ἀνθρωπιά, τὴν πραότητα, τὴν ὑπομονή, τὸν σεβασμὸ στὴν ἰδιαιτερότητα τοῦ ἄλλου κ.λ.π. ἢ καὶ τὰ ἀντίθετα. Ἀκόμη, τὸν τρόπο –ὀρθὸ ἢ λανθασμένο- μὲ τὸν ὁποῖο θὰ ἀντιμετωπίζη τὰ εὐχάριστα γεγονότα τῆς ζωῆς, καὶ κυρίως τὰ λυπηρὰ καὶ δυσάρεστα, ὅπως εἶναι οἱ διάφορες ἀποτυχίες, ἡ ἀπώλεια προσφιλῶν προσώπων κ.ο.κ. Δηλαδή, ἡ οἰκογένεια εἶναι ἐκείνη ποῦ θέτει τὰ θεμέλια τῆς ζωῆς τῶν παιδιῶν, ἐπάνω στὰ ὁποῖα θὰ κτισθῇ σιγά-σιγά ὅλο τὸ οἰκοδόμημα τῆς προσωπικότητάς τους. Ἐὰν τὰ θεμέλια αὐτὰ εἶναι γερά, αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἂν τὸ παιδί, κατὰ τὴν δύσκολη περίοδο τῆς ἐφηβείας του, ξεστρατίση ἀπὸ τὸν ὀρθὸ δρόμο καὶ μπερδευθὴ μέσα σὲ λαβύρινθους καὶ δύσβατα μονομάτια, ἔχει ὅλες τὶς προϋποθέσεις νὰ ξαναβρῇ τὸν προσανατολισμό του καὶ νὰ ἐπιστρέψη στὴν εὐθεῖα ὁδὸ τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς τελειότητος, ἐπειδὴ τὰ παιδικὰ βιώματα παραμένουν ἀνεξίτηλα καὶ λειτουργοῦν σὰν πνευματικὴ πυξίδα. Στὴν ἀντίθετη περίπτωση τὰ πράγματα μπερδεύονται, γίνονται πολὺ δύσκολα, ὁδηγοῦνται σὲ ἀδιέξοδο. Ἀλλὰ καὶ τότε ὑπάρχει ἐλπίδα, ἐπειδὴ ἡ Ἐκκλησία ἔχει τὸν τρόπο νὰ μεταμορφώνη τὰ δύσβατα καὶ ἀδιέξοδα μονοπάτια σὲ λεωφόρους. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι μὲ τὴν ἐνέργεια τῆς ἄκτιστης Χάρης τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν συνέργεια τοῦ ἀνθρώπου νοηματοδοτεῖται ἡ ζωή, παρηγορεῖται καὶ στηρίζεται ὁ κουρασμένος καὶ πονεμένος ἄνθρωπος, ἀποκτᾶ ἐλπίδα, καὶ χαίρεται ἀληθινὰ τὴν ζωή του.

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι φιλόστοργη Μητέρα μέσα στὴν ἀγκαλιὰ τῆς ὁποίας χωρᾶνε ὅλα τὰ παιδιά της, καὶ τὰ ὑγιῆ καὶ τὰ ἄρρωστα, τὰ ὁποῖα, ὅμως, φροντίζει νὰ θεραπεύση καὶ νὰ ὀδηγήση στὴν προκοπὴ καὶ τὴν σωτηρία. Ἑπομένως, ἡ σύνδεση τῶν παιδιῶν μὲ τὴν ἀσκητικὴ καὶ λατρευτική της ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, καθώς, ἐπίσης, καὶ μὲ ἁγιασμένους ἀνθρώπους, δηλαδὴ μὲ τὰ ὑγιῆ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, διαδραματίζει καθοριστικὸ λόγο στὴν διαμόρφωση τῆς προσωπικότητάς τους, στὴν πνευματικὴ τοὺς πρόοδο, ἀλλὰ καὶ στὴν ἐξέλιξή τους στὴν κοινωνία, ἐπειδή, ὅσοι ἀγαποῦν ἀληθινὰ τὸν Θεό, αὐτοὶ ἀγαποῦν αὐθεντικὰ καὶ τοὺς συνανθρώπους τους καὶ ἔτσι δὲν δημιουργοῦν κοινωνικὰ προβλήματα. Εἶναι ὑγιῆ μέλη τῆς κοινωνίας καί, μάλιστα, μὲ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς τους βοηθοῦν στὴν ἐπίλυση τῶν διαφόρων κοινωνικῶν προβλημάτων καὶ κρίσεων.

Ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ ἡ ἄγνοια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος «Ἀγάπη ἐστί», συνεπάγεται τὴν ἔλλειψη τῆς γνήσιας ἀγάπης, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ἕνα ἁπλὸ συναίσθημα, ἀλλὰ ὁ θυσιαστικὸς τρόπος ζωῆς, δηλαδὴ σταυρός. Χωρὶς τὴν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἀγαπᾶ ἀληθινά, ὅπως τονίζει ὁ ὅσιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης. Ἑπομένως, ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος δὲν γεύθηκε τὴν γλυκύτητα τῆς θείας ἀγάπης δὲν γνωρίζει νὰ ἀγαπᾶ ἀληθινὰ καὶ γι’ αὐτό, μὲ ἀφορμὴ διάφορα ὑπαρκτὰ αἴτια, ὅπως εἶναι ἡ κοινωνικὴ ἀνισότητα, ἡ ἐκμετάλλευση τῶν οἰκονομικὰ ἀδυνάτων, ἡ σκληρότητα, ἡ ἀδικία κ.λ.π., μπορεῖ εὔκολα νὰ ὁδηγηθῇ στὴν ἀντιπάθεια καὶ τὸ μῖσος γιὰ κάποιους ἀνθρώπους ἢ καὶ γιὰ ὁλόκληρη τὴν κοινωνία, σὲ σημεῖο, μάλιστα, ποῦ νὰ καταστῇ κοινωνικὴ πληγή.

Οἱ Ἅγιοι, ἀλλὰ καὶ ὅσοι ἀγωνίζονται νὰ ἐπιτύχουν τὸν προσωπικό τους ἁγιασμό, ἀποτελοῦν πνευματικὲς ὀάσεις στὴν ἔρημο τῆς σύγχρονης ἄφιλης καὶ ἀκοινώνητης κοινωνίας, ὅπου ἐπικρατεῖ τὸ ἄτομο καὶ τὸ ἀτομικὸ συμφέρον, καὶ ὄχι τὸ πρόσωπο, ἤτοι ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἐλευθερία.

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ

  • Προβολές: 3019