Μεγάλου Βασιλείου: Κατὰ Τοκιζόντων
Ἀπὸ τὸν πάντα ἐπίκαιρο λόγο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου
Δημοσιεύουμε κατωτέρω αὐτούσιο τὸν λόγο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ποὺ ἂν καὶ γράφηκε πρὶν 16 αἰῶνες παραμένει πάντα ἐπίκαιρος, εὔστοχος, ἐποικοδομητικὸς καὶ διδακτικὸς γιὰ πρόσωπα, οἰκογένειες, κοινωνίες καὶ κράτη.
***
Ἐπειδὴ ὁ προφήτης ἤθελε νὰ περιγράψη μὲ τὸν λόγο του, ἐκεῖνον ποὺ πρόκειται νὰ βαδίση τὴν σταθερὴ ζωή, ἀπαρίθμησε μεταξὺ τῶν κατορθωμάτων καὶ τὸ ἑξῆς: "Νὰ μὴ δανείζη τὰ χρήματά του μὲ τόκο". Σὲ πολλὰ μέρη τῆς Γραφῆς κατηγορεῖται ἡ ἁμαρτία αὐτή. Καὶ ὁ Ἰεζεκιὴλ τοποθετεῖ μεταξὺ τῶν μεγάλων κακῶν τὸ νὰ παίρνη κανεὶς τόκο καὶ πλεόνασμα, καὶ ὁ νόμος ἀπαγορεύει κατηγορηματικά: "Οὐκ ἐκτοκιεὶς τὼ ἀδελφῷ σου καὶ τὼ πλησίον σου". Καὶ πάλι λέγει: "Δόλος ἐπὶ δόλῳ, καὶ τόκος ἐπὶ τόκῳ". Ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν πόλη ποὺ εἶναι πλούσια σὲ πλῆθος ἁμαρτιῶν τί λέει ὁ Ψαλμός; "Οὐκ ἐξέλιπεν ἐκ τῶν πλατειῶν αὐτῆς τόκος καὶ δόλος". Καὶ τώρα ὡς χαρακτηριστικὸ τῆς τελείωσης τοῦ ἀνθρώπου ὁ προφήτης θεώρησε αὐτὸ τὸ ἴδιο λέγοντας: "Τὸ ἀργύριον αὐτοῦ οὐκ ἔδωκεν ἐπὶ τόκῳ". Πράγματι κρύβει ὑπερβολικὴ ἀπανθρωπιά, ὁ μὲν ἕνας νὰ στερῆται καὶ τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὴν ζωὴ καὶ νὰ ζητάη δάνειο γιὰ νὰ παρηγορηθῇ στὴν ζωή του, ὁ δὲ ἄλλος νὰ μὴν ἀρκῆται στὸ κεφάλαιο, ἀλλὰ νὰ ἐπινοῇ νέα κέρδη γιὰ τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὶς συμφορὲς τοῦ φτωχοῦ καὶ νὰ συνάγη πλοῦτο. Ὁ Κύριος, λοιπόν, σαφέστατα μᾶς διατάσσει λέγοντας: "Καὶ τὸν θέλοντα ἀπὸ σοῦ δανείσασθαι, μὴ ἀποστραφής".
Ὁ φιλάργυρος ὅμως ἐνῷ βλέπει κάποιον ἄνδρα νὰ λυγίζη ἀπὸ τὴν ἀνάγκη, νὰ τὸν ἰκετεύη μπροστὰ στὰ πόδια του, νὰ κάνη κάθε τι ταπεινό, νὰ λέγη τὸ πάν, δὲν τὸν ἐλεεῖ παρ' ὅλον ὅτι κάνει πράξεις ἀναξιοπρεπεῖς δὲν σκέπτεται τὴν φύση του, δὲν ὑποχωρεῖ στὶς ἱκεσίες, ἀλλὰ παραμένει ἄκαμπτος καὶ ἀμείλικτος, δὲν ὑποχωρεῖ στὶς παρακλήσεις, δὲν λυγίζει στὰ δάκρυα, ἐπιμένει στὴν ἄρνηση καὶ ὁρκίζεται καὶ καταριέται τὸν ἑαυτό του ὅτι βρίσκεται σὲ παντελῆ ἔλλειψη χρημάτων καὶ ψάχνει καὶ αὐτός, δῆθεν, μήπως βρὴ κάποιον ἀπὸ τοὺς δανειστὲς καὶ βεβαιώνει μὲ ὅρκους τὸ ψέμα του, ἀποκτῶντας ὡς πρόσθετο κακὸ ἐμπόρευμα τῆς ἀπανθρωπιᾶς τὴν ἐπιορκία. Ὅταν ὅμως ἐκεῖνος ποὺ ζητάει τὸ δάνειο ὑπενθυμίση τοὺς τόκους ποὺ θὰ πληρώση καὶ μιλήση γιὰ ὑποθῆκες, τότε ὁ δανειστὴς κατεβάζει τὰ φρύδια του καὶ χαμογελάει καὶ ἴσως τότε νὰ θυμηθῇ κάποια πατρικὴ φιλία καὶ νὰ ἀποκαλέση τὸν ἔχοντα τὴν ἀνάγκη γνώριμο καὶ φίλο. "Θὰ δοῦμε, λέει, ἐὰν ἔχω κάπου φυλαγμένα χρήματα. Ὑπάρχει κάποια παρακαταθήκη ἑνὸς φίλου μου ἄνδρα, ὁ ὁποῖος μοῦ τὴν παρέδωσε γιὰ νὰ τὴν τοκίσω. Ἀλλὰ ἐκεῖνος, βέβαια, ὅρισε βαρεῖς τόκους γι' αὐτὸ ἐγὼ ὅμως θὰ τοὺς ἐλαττώσω κατὰ τί καὶ θὰ σοῦ τὰ δώσω μὲ χαμηλότερο τόκο".
Μὲ τέτοια φτιαχτὰ λόγια καὶ μὲ τέτοιες κολακεῖες ξεγελᾶ τὸν ταλαίπωρο, δεσμεύοντάς τον μὲ γραμμάτια, καὶ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν φτώχεια ποὺ τὸν κατατυραννεῖ, ἀφοῦ ἀφαιρέσει ἐπὶ πλέον καὶ τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνδρός, φεύγει. Διότι ἐκεῖνος ποὺ κατέστησε τὸν ἑαυτό του ὑπεύθυνο σὲ τόκους τοὺς ὁποίους δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ πληρώση, ἔγινε δοῦλος μὲ τὴν θέλησή του σὲ ὅλη του τὴν ζωή. Πές μου, χρήματα καὶ κέρδη ζητᾶς ἀπὸ τὸν φτωχό; Ἀλλά, ἐὰν μποροῦσε νὰ σὲ κάνη πλουσιότερο, γιὰ ποιό λόγο νὰ ζητᾶ νὰ ἔρθη στὴν θύρα σου; Ἦρθε γιὰ νὰ βρὴ σύμμαχο καὶ βρῆκε ἐχθρό. Ζητοῦσε ἀντίδοτο καὶ πέτυχε δηλητήριο. Ἀφοῦ δὲ ὁ πτωχὸς λάβη τὰ δανεικὰ χρήματα, τὴν πρώτη μέρα εἶναι λαμπρὸς καὶ χαρούμενος, καὶ ἐπιχρισμένος μὲ ξένο μέταλλο φανερώνει τὴν ἀλλαγὴ τῆς ζωῆς του. Διότι τὸ τραπέζι εἶναι γεμᾶτο, τὸ ἔνδυμα πολυτελέστερο, οἱ δοῦλοι μὲ ἀλλαγμένη τὴν ἐμφάνιση πρὸς τὸ λαμπρότερο, κόλακες, συμποσιαστές, ἀμέτρητοι κηφῆνες στὰ σπίτια.
Ὅμως καὶ τὰ χρήματα σιγά-σιγά φεύγουν, καὶ ὁ χρόνος προχωρεῖ καὶ αὐξάνει συγχρόνως τοὺς τόκους. Τότε δὲν τὸν ἀναπαύουν πλέον οὔτε οἱ νύκτες, οὔτε ἡ λαμπρὴ ἡμέρα, οὔτε ὁ εὐχάριστος ἥλιος, ἀλλὰ δυσανασχετεῖ γιὰ τὴν ζωή, μισεῖ τὶς ἡμέρες, διότι τὸν ὁδηγοῦν πρὸς τὴν προθεσμία, φοβᾶται τοὺς μῆνες, διότι εἶναι πατέρες τῶν τόκων. Καὶ ὅταν ἀκόμη κοιμᾶται, βλέπει στὸν ὕπνο τοῦ τὸν δανειστῆ νὰ στέκη πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι του σὰν κακὸ ὄνειρο. "Πίνε ὕδατα ἀπὸ τῶν σὼν ἀγγείων", δηλαδή, τὶς δικές σου ἀφορμὲς νὰ ἐξετάζης, νὰ μὴ βαδίζης σὲ ξένες πηγές, ἀλλὰ ἀπὸ τὰ δικά σου λιβάδια νὰ παρηγορῇς τὸν ἑαυτό σου στὴν ζωή. Ἔχεις ἐργαλεῖα, ἔνδυμα, ζῶον, σκεύη παντὸς εἴδους; Αὐτὰ νὰ ἀποδώσης γιὰ νὰ ξεχρεώσης ὅλα νὰ προτιμήσης νὰ τὰ χάσης, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐλευθερία σου. Ἀλλά, λέει, ντρέπομαι νὰ τὰ βγάλω σὲ δημοπρασία. Τί, λοιπόν, θὰ κάνης, ὅταν ὕστερα ἀπὸ λίγο ἄλλος θὰ τὰ μεταφέρη καὶ θὰ τὰ ξεγράψη ἀπὸ σένα καὶ μπρὸς στὰ μάτια σου θὰ τὰ πουλήση σὲ φθηνὴ τιμή; Μὴν βαδίζης σὲ ξένες θύρες. Διότι πραγματικὰ "φρέαρ στενὸν τὸ ἀλλότριον".
Εἶναι καλύτερο νὰ παρηγορῇ κανεὶς τὴν ἀνάγκη τοῦ λίγο λίγο μὲ διάφορες ἐπινοήσεις, παρὰ ἀφοῦ ὑψωθῇ διὰ μιᾶς μὲ ξένα, ὕστερα νὰ ἀπογυμνωθῇ ἀπὸ ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του. Ἐάν, λοιπόν, ἔχης γιὰ νὰ τὰ ἐπιστρέψης, γιατί τότε δὲν ἱκανοποιεῖς τὴν παροῦσα ἀνάγκη μὲ αὐτὰ ποὺ ἔχεις; Ἐὰν ὅμως δὲν ἔχης πόρους γιὰ νὰ πληρώσης τὸ χρέος σου, θεραπεύεις τὸ κακὸ μὲ τὸ κακό. Νὰ μὴν καταδεχθῇς νὰ σὲ πολιορκῇ δανειστής. Νὰ μὴν ἀνεχθῇς νὰ σὲ ἀναζητοῦν καὶ νὰ ψάχνουν τὰ ἴχνη σοῦ σὰν κάποιο ἄλλο θήραμα. Τὸ δάνειο εἶναι ἀρχὴ ψεύδους. Εἶναι ἀφορμὴ ἀχαριστίας, ἀγνωμοσύνης, ἐπιορκίας. Ἄλλα λέει ὁ δανειζόμενος καὶ ἄλλα ὁ δανειστής. Ἐάν, λοιπόν, εἶναι φίλος ὁ δανειστής, μὴ βλάψης τὴν φιλία ἐὰν εἶναι ἐχθρός, μὴν πέσης στὰ χέρια τοῦ ἐχθροῦ. Ἀφοῦ χαρῇς λίγο μὲ τὰ ξένα, ὕστερα θὰ χάσης καὶ τὰ πατρικά. Φτωχὸς εἶσαι τώρα, ἀλλὰ ἐλεύθερος. Μὲ τὸ νὰ δανεισθῇς ὄχι μόνο δὲν γίνεσαι πλούσιος, ἀλλὰ χάνεις καὶ τὴν ἐλευθερία σου. Δοῦλος τοῦ δανειστῆ εἶναι ὁ δανειζόμενος καὶ μάλιστα δοῦλος μισθωτὸς ποὺ φέρνει σὲ πέρας κατ' ἀνάγκην τὴν ὑπηρεσία του.
Διότι τὸ δάνειο δὲν σὲ ἀπαλλάσσει ἐντελῶς, ἀλλὰ δίνει μικρὴ ἀναβολὴ στὴν ἀμηχανία σου. Ἅς ὑποφέρουμε σήμερα τὶς δυσκολίες τῆς στέρησης καὶ μὴν τὶς φορτώσουμε στὸ αὔριο. Ἐὰν δὲν δανεισθῇς θὰ εἶσαι τὸ ἴδιο φτωχὸς καὶ σήμερα καὶ στὸ μέλλον ἐὰν ὅμως δανεισθῇς θὰ βασανίζεσαι σκληρότερα, διότι ὁ τόκος θὰ σοῦ αὐξήση τὴν φτώχεια. Καὶ τώρα μὲν κανεὶς δὲν σὲ κατηγορεῖ ποὺ εἶσαι φτωχός, διότι τὸ κακὸ ἦρθε χωρὶς τὴν θέλησή σου ἐὰν ὅμως καταστῇς ὑπεύθυνος γιὰ τόκους, δὲν ὑπάρχει κανεὶς ποὺ δὲν θὰ σὲ κατηγορήση γιὰ τὴν ἀπερισκεψία σου. Δὲν προξενεῖ καμμιὰ ντροπὴ ἡ φτώχεια. Γιατί, λοιπόν, νὰ προσθέτουμε στοὺς ἑαυτούς μας τοὺς ὀνειδισμοὺς ἐξ αἰτίας τοῦ χρέους; Κανεὶς δὲν θεραπεύει τὰ τραύματα μὲ τραῦμα, οὔτε γιατρεύει τὸ κακὸ μὲ τὸ κακό, οὔτε ἐπανορθώνει τὴν φτώχεια μὲ τοὺς τόκους.
Πλούσιος εἶσαι; Μὴν δανείζεσαι. Φτωχὸς εἶσαι; Μὴν δανείζεσαι. Διότι, ἐὰν εἶσαι εὐκατάστατος, δὲν ἔχεις ἀνάγκη ἀπὸ τὸ δάνειο ἐὰν τίποτε δὲν ἔχης, δὲν θὰ ἐξοφλήσης τὸ δάνειο. Μὴν σκέπτεσαι γιὰ τὴν ζωὴ μὲ ὑστεροβουλία, μήπως τότε μακαρίσης τὶς πρὶν τὸ δάνειο ἡμέρες. Σὲ ἕνα πρᾶγμα διαφέρουμε οἱ φτωχοὶ ἀπὸ τοὺς πλούσιους, στὴν ξεγνοιασιά. Καὶ τοὺς κοροϊδεύουμε, ὅταν ξαγρυπνοῦν, ἐνῷ οἱ ἴδιοι κοιμόμαστε. Καὶ ὅταν αὐτοὶ πιέζονται πάντοτε ἀπὸ μέριμνες καὶ φροντίδες, ἐμεῖς εἴμαστε ἀμέριμνοι καὶ ἥσυχοι. Διότι ἐκεῖνος ποὺ χρωστάει καὶ φτωχὸς εἶναι καὶ πολλὲς φροντίδες ἔχει ἄϋπνος εἶναι τὴν νύχτα, ἄϋπνος τὴν ἡμέρα, πάντοτε σκεπτικός. Ἐὰν κτυπήσης τὴν θύρα, ὁ χρεοφειλέτης κρύβεται κάτω ἀπὸ τὸ κρεββάτι. Μπῆκε κάποιος ξαφνικά; Ἡ καρδιά του χτύπησε δυνατά. Γαυγίζει ὁ σκύλος; Περιλούζεται ἀπὸ τὸν ἱδρῶτα καὶ καταλαμβάνεται ἀπὸ ἀγωνία καὶ κοιτάζει ἀπὸ ποὺ νὰ φύγη. Ὅταν πλησιάζη ἡ προθεσμία, σκέπτεται τί ψέμα νὰ πῆ, μὲ ποιά πλαστὴ πρόφαση νὰ ἀποφύγη τὸν δανειστή. Διότι, ὅπως παρουσιάζεται ὁ πόνος σὲ ἐκείνη ποὺ πρόκειται νὰ γεννήση, ἔτσι παρουσιάζεται καὶ ἡ προθεσμία στὸν χρεοφειλέτη.
Τόκος ἐπάνω στὸν τόκο εἶναι πονηρὸ γέννημα πονηρῶν γονέων. Αὐτὰ νὰ λὲς γεννήματα ἐχιδνῶν, τὰ γεννήματα τῶν τόκων. Ἐλεύθερος βλέπεις τὸν ἥλιο. Γιατί φθονεῖς τὴν παρρησία τῆς ζωῆς σου; Κανένας πυγμάχος δὲν ἀποφεύγει τόσο τὰ κτυπήματα τοῦ ἀντιπάλου τοῦ ὅσο ὁ χρεοφειλέτης τὶς συναντήσεις τοῦ δανειστῆ, κρύβοντας τὴν κεφαλὴ στὴν σκιὰ τῶν κιόνων καὶ τῶν τοίχων. Πῶς, λοιπόν, λέγει, θὰ συντηρηθῶ; Ἔχεις χέρια, ἔχεις τέχνη, δούλευε ἐπὶ μισθῶ, νὰ διακονῇς. Πολλὰ μπορεῖς νὰ ἐπινοήσης στὴν ζωή, πολλὲς εὐκαιρίες ὑπάρχουν. Δὲν μπορεῖς νὰ ἐργασθῇς; Ζητιάνευε ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἔχουν. Ἀλλὰ εἶναι ντροπὴ νὰ ζητιανεύης; Ἀλλὰ εἶναι περισσότερο ντροπὴ νὰ μὴν ἐπιστρέφης τὸ δανεικό. Πάντως αὐτὰ τὰ λέω χωρὶς νὰ ἔχουν κῦρος νόμου, ἀλλὰ ὑποδεικνύω ὅτι ὅλα εἶναι πιὸ ὑποφερτὰ ἀπὸ τὸ δάνειο.
Καὶ ὅμως δανείζονται ὄχι ἐκεῖνοι ποὺ στεροῦνται τὰ ἀναγκαῖα (διότι δὲν τοὺς ἔχουν ἐμπιστοσύνη), ἀλλὰ δανείζονται ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ἐπιδίδονται σὲ ἄσωτες δαπάνες καὶ ἀνωφελεῖς πολυτέλειες, οἱ ὁποῖοι ἔγιναν δοῦλοι τῶν γυναικείων ἀπαιτήσεων. Ἐγώ, λέει, θέλω ἔνδυμα πολυτελὲς καὶ χρυσαφικά, τὰ παιδιὰ στολισμένα ἐνδύματα ὅπως πρέπει σὲ αὐτά, ἀλλὰ καὶ οἱ δοῦλοι μὲ λαμπρὲς καὶ ποικίλες στολές, τὸ τραπέζι μας πλούσιο. Αὐτὸς ποὺ ὑπηρετεῖ τέτοιες ἀπαιτήσεις τῆς γυναίκας ἔρχεται στὸν τραπεζίτη καὶ προτοῦ χρησιμοποιήση αὐτὰ ποὺ πῆρε, ἀλλάζει τὸν ἕναν δεσπότη κατόπιν τοῦ ἄλλου, καὶ ἀλλάζοντας πάντοτε τοὺς δανειστὲς μὲ τὴν συνέχιση τοῦ κακοῦ ἀποφεύγει τὸν ἔλεγχο τῆς φτώχειας.
Ὧ, πόσους κατέστρεψαν τὰ ξένα ἀγαθά; Πόσοι ἀφοῦ πλούτισαν στὸ ὄνειρο, ἀπόλαυσαν σὲ ὑπερβολικὸ βαθμὸ τὴν δυστυχία; Ἀλλά, λέει, ὅτι πολλοὶ πλούτισαν ἀπὸ τὰ δάνεια. Νομίζω ὅμως ὅτι οἱ περισσότεροι κρεμάσθηκαν. Ἐσὺ βλέπεις μὲν ἐκείνους ποὺ πλούτισαν, δὲν μετρᾶς ὅμως ἐκείνους ποὺ αὐτοκτόνησαν, οἱ ὁποῖοι, ἐπειδὴ δὲν ὑπέφεραν τὴν ντροπὴ νὰ τοὺς ζητοῦν τὰ χρέη, προτίμησαν τὸν δι' ἀγχόνης θάνατο ἀπὸ μιὰ ζωὴ ντροπῆς. Ἐγὼ εἶδα ἀξιοθρήνητο θέαμα, παιδιὰ ἐλεύθερα νὰ σύρονται γιὰ νὰ πουληθοῦν πρὸς ἐξόφληση τῶν πατρικῶν χρεῶν. Δὲν ἔχεις χρήματα γιὰ νὰ ἀφήσης στὰ παιδιά σου; Μὴν τοὺς ἀφαιρῇς τὴν εὐγένεια. Ἕνα τοὐλάχιστον κράτησε γιὰ αὐτοὺς τὸ κτῆμα τῆς ἐλευθερίας, τὴν παρακαταθήκη ποὺ παρέλαβες ἀπὸ τοὺς γονεῖς σου. Κανεὶς δὲν κλήθηκε σὲ δικαστήριο γιὰ τὴν φτώχεια τοῦ πατέρα του χρέος ὅμως πατρικὸ ὁδηγεῖ σὲ φυλακή. Μὴν ἀφήσης γραμμάτιο τὸ ὁποῖο ὡς κατάρα πατρικὴ φτάνει μέχρι τὰ παιδιὰ καὶ τὰ ἐγγόνια.
Ἐὰν ὅμως ὑπακούατε στὸν Κύριο, ποιά ἡ ἀνάγκη τῶν λόγων αὐτῶν; Ποιά εἶναι, λοιπόν, ἡ συμβουλὴ τοῦ Δεσπότου; "Δανείζετε παρ' ὧν οὐκ ἐλπίζετε ἀπολαβεῖν". Καὶ τί δάνειο, λέει, εἶναι αὐτό, μὲ τὸ ὁποῖο δὲν συνδέεται ἡ ἐλπίδα τῆς ἐπιστροφῆς; Κατανόησε τὴν σημασία τοῦ ρητοῦ καὶ θὰ θαυμάσης τὴν φιλανθρωπία τοῦ νομοθέτη. Ὅταν πρόκειται νὰ δώσης χρήματα στὸν φτωχὸ σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου, αὐτὸ εἶναι συγχρόνως καὶ δῶρο καὶ δάνειο. Δῶρο μὲν διότι δὲν ἐλπίζεις στὴν ἐπιστροφή, δάνειο δὲ διότι ἡ μεγαλοδωρεὰ τοῦ Δεσπότη θὰ πληρώση τὸ χρέος ἀντὶ ἐκείνου αὐτός, ἐνῷ ἔλαβε λίγα διὰ μέσου τοῦ φτωχοῦ, θὰ σοῦ ἀποδώση πολλὰ ἀντὶ τῶν λίγων. Διότι, "ὁ ἐλεῶν πτωχόν, δανείζει Θεῷ". Δὲν θέλεις νὰ ἔχης γιὰ τὸν ἑαυτό σου ὑπόλογο τὸν Δεσπότη τῶν πάντων γιὰ τὴν ἐξόφληση; Ἢ γιατί, ἐὰν κάποιος ἀπὸ τοὺς πλούσιους τῆς πόλης σοῦ ἐγγυηθῇ τὴν ἐξόφληση γιὰ ἄλλους, δέχεσαι τὴν ἐγγύησή του; Τὸν Θεὸ ὅμως, ποὺ πληρώνει μὲ τὸ παραπάνω γιὰ τοὺς φτωχούς, δὲν τὸν δέχεσαι ἐγγυητή.
Δῶσε τὸ χρῆμα σου ποὺ κάθεται ἄχρηστο, χωρὶς νὰ τὸ ἐπιβαρύνης μὲ τοὺς τόκους καὶ θὰ εἶναι ὠφέλιμο καὶ γιὰ τοὺς δύο.
(Ἐκδ. Μερετάκη, Ἐπιμέλεια Παναγ. Χρήστου, Μετάφραση Ψευτογκά, μεταφορὰ Ρ.Κ.)
- Προβολές: 2652