Skip to main content

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Ἰωάννης Γουΐκλιφ καὶ ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης

Πρωτοπρεσβυτέρου π. Θωμᾶ Βαμβίνη

Ἡ ἱστορία μπορεῖ νὰ δώση στοιχεῖα γιὰ τὴν ἑρμηνεία τοῦ παρόντος. Μέσα σ’ αὐτὴν εἶναι ἀποθησαυρισμένη ἡ πεῖρα τῶν προηγουμένων γενεῶν, ὅπως μᾶς τὴν διασώζουν τὰ κείμενα τοῦ παρελθόντος καὶ οἱ σύγχρονοι μελετητὲς καὶ ἀναλυτές τους.Ἀφήνοντας, λοιπόν, τὴν ἐπιφαινόμενη οἰκονομικὴ κρίση καὶ περνῶντας στὴν βαθύτερη, τὴν πνευματικὴ καὶ θεολογική, θὰ ἐπιχειρήσουμε, ἀνατρέχοντας στὴν ἱστορία, ἕναν παραλληλισμὸ ἀνάμεσα στὶς ἐκκλησιαστικὲς δράσεις δύο προσώπων ἑνὸς «δυτικοῦ» ἱερέως καὶ καθηγητοῦ τῆς Ὀξφόρδης, ποῦ συγκαταλέγεται στοὺς προπομποὺς τῆς Μεταρρυθμίσεως στὸν χῶρο τῆς Ἀγγλίας καὶ ἑνὸς σύγχρονου πρὸς αὐτὸν «ἀνατολικοῦ» ἁγίου Πατρός, κείμενα τοῦ ὁποίου ὑπάρχουν στὴν Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν.

Βρισκόμαστε στὸν 14ο αἰῶνα καὶ τὰ πρόσωπα ποῦ θὰ μᾶς ἀπασχολήσουν εἶναι ὁ Ἰωάννης Γουΐκλιφ καὶ ὁ ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης. Τὸ σημεῖο στὸ ὁποῖο θὰ ἐπικεντρώσουμε περισσότερο τὴν προσοχή μας εἶναι ἡ ἄποψη τοῦ Γουΐκλιφ γιὰ τὴν «γενικὴ ἱερωσύνη» καὶ ἡ διδασκαλία τοῦ ὁσίου Γρηγορίου γιὰ τὸ «πνευματικὸ ἱερατεῖο». Ὁ Γουΐκλιφ (1330-1384), ἦταν στὴν ἐποχή του διάσημος φιλόσοφος καὶ θεολόγος. Ἦταν κληρικὸς καὶ διετέλεσε ἐπὶ σειρὰ ἐτῶν καθηγητὴς φιλολογίας καὶ θεολογίας στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Ὀξφόρδης. Μὲ κηρύγματα καὶ συγγραφὲς ὑποστήριξε τὴν χειραφέτηση τῆς Ἀγγλίας ἀπὸ τὴν παπικὴ ἐξουσία.

Ὁ Γουΐκλιφ ἀντιδροῦσε στὴν διαφθορὰ τοῦ παπικοῦ κλήρου καὶ τῶν μοναχῶν καὶ ἀμφισβητοῦσε γενικὰ τὴν γνησιότητα τῆς θρησκευτικῆς ζωῆς στὴν Ἀγγλία. Ἤθελε ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας νὰ χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν εὐαγγελικὴ λιτότητα. Ἤδη ἀπὸ τὸν προηγούμενο αἰῶνα (13ο) τὰ πράγματα στὸ στρατόπεδο τοῦ Παπισμοῦ, ἐκτὸς τοῦ ὅτι εἶχαν τραγικὰ ἀποκλίνει ἀπὸ τὴν εὐαγγελικὴ ὁδό, εἶχαν ἐπιπλέον ὑπερβολικὰ ἐκτραχυνθῇ. Ἡ ἐμφάνιση καὶ δράση αἱρετικῶν ὁμάδων ὁδήγησε τὸν πάπα Γρηγόριο τὸν Θ' στὴν σύσταση τῆς Ἱερᾶς Ἐξετάσεως, στὴν ὁποῖα ὁ πάπας Ἰννοκέντιος ὁ Δ' (1243-1254) εἰσήγαγε τὰ βασανιστήρια, κατὰ ἀναλογία πρὸς τὰ ἐγκλήματα τῆς ἐσχάτης προδοσίας.

Ὁ Γουΐκλιφ στερημένος ἀπὸ ζωντανὴ πατερικὴ παράδοση, στηριγμένος μόνο στὴν δύναμη τοῦ ἀνθρώπινου λόγου, θεωροῦσε μοναδικὸ θεμέλιο τῆς πίστης καὶ τῆς Ἐκκλησίας τὴν Ἁγία Γραφή. Θεῖο θεωροῦσε μόνον ὅ,τι ρητῶς ἀναφέρεται στὴν Ἁγία Γραφή. Τὶς ἀποφάσεις τῶν συνόδων καὶ τῶν παπῶν τὶς θεωροῦσε ὡς ἄνευ σημασίας ἀνθρώπινα ἔργα. Δὲν διέκρινε τὶς ἀποφάσεις τῶν θεοπτὼν ἁγίων Πατέρων, ποῦ ἐκφράστηκαν μέσῳ τοπικῶν καὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀπὸ τὶς ἀποφάσεις τῶν ἀποσχισμένων ἀπὸ τὸ ἕνα σῶμα τῆς Ἐκκλησίας παπῶν. Ἦταν ἐγκλωβισμένος στὸν Παπισμό, στὸν ὁποῖο ἀντιδροῦσε μὲ ὅπλα τὴν λογικὴ καὶ τὴν Ἁγία Γραφή, ὅπως αὐτὸς τὴν καταλάβαινε.

Ἔτσι, ἔφθασε σὲ στρεβλὲς ἀπόψεις. Μαζὶ μὲ τὴν δικαιολογημένη ἀπόρριψη τοῦ παπικοῦ πρωτείου καὶ τὸν κλονισμὸ γενικὰ τῆς ἱεροκρατικῆς ἐξουσίας τοῦ Παπισμοῦ, ἔφθασε στὴν ἀπόρριψη τοῦ ἐπισκοπικοῦ βαθμοῦ καὶ τὴν υἱοθέτηση τῆς «γενικῆς ἱερωσύνης». Δὲν ὑπῆρχε γιὰ τὸν Γουΐκλιφ «εἰδικὴ ἱερωσύνη», ἀλλὰ ὅλα τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας εἶχαν τὸ χάρισμα τοῦ ἱερωμένου. Ἡ ἱερωσύνη, δηλαδή, δόθηκε σὲ ὅλα τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὄχι σὲ κάποιους διαδόχους τῶν Ἀποστόλων. (Σαφὴς ἡ ὁμοιότητα μὲ σύγχρονες «ἐνδοελληνικὲς» ἀπόψεις). Δίδασκε ὅτι ἡ χειροτονία δὲν μεταδίδει ἱερατικὴ χάρη, ἀλλὰ ἁπλῶς διορίζει κάποιον γιὰ τὴν ἐκτέλεση τῶν καθηκότων τοῦ διακόνου καὶ τοῦ πρεσβυτέρου. Δὲν ἀπέρριπτε ὅλα τὰ μυστήρια, τὰ δεχόταν ὅμως μὲ ἀποκλίσεις ἀπὸ τὴν παπική, ἀλλὰ πολὺ περισσότερο ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία.

Ὁ Γουΐκλιφ ἔσεισε, κατὰ τὸν καθηγητὴ Στεφανίδη, «ἐκ θεμελίων τὸν παπισμόν, τὴν ἱεραρχίαν, τὸ ἱεροτελεστικὸν καὶ τὸ κανονικὸν δίκαιον». Γι’ αὐτὸ καταδικάσθηκε ἀπὸ τὴν σύνοδο τοῦ Λονδίνου τὸ 1382. Αὐτὸς καὶ οἱ ὀπαδοί του ἐκδιώχθηκαν ἀπὸ τὸ πανεπιστήμιο τῆς Ὀξφόδρης καὶ ὁ ἴδιος δύο χρόνια μετὰ (1384) πέθανε, ἐνῷ κάποιοι ὀπαδοί του γνώρισαν τὴν σκληρότητα τῆς Ἱερᾶς Ἐξετάσεως, τελειώνοντας τὴν ζωὴ τοὺς στὴν πυρά, ὅπως ὁ Ἰωάννης Χούς, καθηγητὴς Πανεπιστημίου, ἱερέας καὶ ἱεροκήρυκας, ἀπὸ τὴν Βοημία. Μέσα στὸν 14ο αἰῶνα ἐντάσσεται καὶ ἡ κύρια φωτιστικὴ δράση τοῦ ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου, τοῦ διδασκάλου τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Περίπου σύγχρονος μὲ τὸ Γουΐκλιφ, κοιμήθηκε τὸ 1347, ἔζησε καὶ ἔδρασε στὸν χῶρο τῆς ὀρθόδοξης ἀνατολῆς, ἐνταγμένος πλήρως στὴν παράδοση τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν ἁγίων Πατέρων, διδαγμένος, μὲ μέριμνα τῶν εὐσεβῶν γονέων του, τὰ «ἱερὰ γράμματα», ὅπως τὰ παρέλαβε καὶ τὰ ἑρμηνεύει ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία.

Ὁ ὅσιος Γρηγόριος δὲν αἰσθάνθηκε τὴν ἀνάγκη νὰ ἀνατρέψη τὴν «ἱεραρχίαν, τὸ ἱεροτελεστικὸν καὶ τὸ κανονικὸν δίκαιον», γιατί στὸν χῶρο τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς, παρὰ τὰ ἀνθρώπινα πάθη, δὲν ὑπῆρχαν οἱ θεσμοποιημένες παραχαράξεις τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, μὲ τὶς ὁποῖες ὀργάνωσε τὸ πολίτευμά του ὁ Παπισμός. Ὁ ὅσιος Γρηγόριος πολέμησε τὴν ἄγνοια τῆς ἐσωτερικῆς ζωῆς. Ἔδειξε τὴν ἀνεπάρκεια τῆς πρακτικῆς ζωῆς, ὅταν τὶς ἐξωτερικὲς πράξεις δὲν τὶς συνοδεύη ἡ καθαρότητα τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς, ἡ πίστη ποῦ συνδέεται μὲ τὴν γνώση τῆς ἀλήθειας. Γνώση τῆς ἀλήθειας θεωροῦσε μόνον τὴν αἴσθηση τῆς χάριτος. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ καθαρίζει τὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν συχνὴ ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἀποβολὴ ὅλων τῶν λογισμῶν.

Ἡ διδασκαλία του γινόταν δεκτὴ ὡς ἀναζωογονητικὴ τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, ὡς ἀναζωπυρωτικὴ τῆς χάριτος τοῦ Χρίσματος, ὡς αὐθεντικὰ ὀρθόδοξη. Δὲν ἦταν ἀποκύημα τοῦ μυαλοῦ ἑνὸς λογικὰ σκεπτόμενου καθηγητῆ, ποῦ ἀντιδρᾶ σὲ κάποια κακῶς κείμενα, μὲ θυμὸ ποῦ κάνει τὴν λογική του φονικὸ ξίφος. Ἦταν γέννημα τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς, ποῦ ἀπαλλάχθηκαν ἀπὸ τὰ σχήματα τοῦ κόσμου, ἀπὸ τὶς ἐξαρτήσεις τῶν παθῶν καὶ γεύθηκαν ἐνεργοῦσα μέσα τους τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Γουΐκλιφ μιλοῦσε γιὰ «γενικὴ ἱερωσύνη» ἀπορρίπτοντας τὴν «εἰδική». Ὁ ὅσιος Γρηγόριος μιλοῦσε γιὰ «πνευματικὸ ἱερατεῖο», χωρὶς νὰ καταργῇ τὴν «μυστηριακὴ ἱερωσύνη». Τὸ σημεῖο αὐτὸ δείχνει μία ἐκ πρώτης ὄψεως σύμπτωση ἀπόψεων, δηλώνει ὅμως στὴν πραγματικότητα τὴν μεγάλη ἐκκλησιαστικὴ καὶ πολιτιστικὴ διαφορὰ ἀνάμεσα στὴν Δύση καὶ τὴν Ἀνατολή.

Ἡ «πνευματικὴ ἱερωσύνη» γιὰ τὴν ὁποῖα μιλᾶ ὁ ὅσιος Γρηγόριος λειτουργεῖ στὸ «νοερὸ θυσιαστήριο τῆς ψυχῆς». Δὲν δίνεται ἁπλῶς μὲ τὸ Βάπτισμα καὶ τὸ Χρῖσμα, χωρὶς τὴν ἔμπρακτη καὶ ἔνθερμη ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. «Ἱερέας» σ’ αὐτὴν τὴν ἱερουργία εἶναι «ἡ νοερὰ τοῦ νοὸς ἐνέργεια». Ἡ «τελετουργία» της ἀπαιτεῖ τὴν ἀσκητικὴ συνέργεια τοῦ ἀνθρώπου. Μὲ τὴν μνήμη τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ ὁ ἔσω ἄνθρωπος προσκολλᾶται στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ ὄχι μόνο νοεῖ καὶ μετέχει τοῦ «Ἀμνοῦ», ἀλλὰ γίνεται καὶ «ὡς ὁ ἀμνός», δηλαδὴ συντελεῖται μὲ αὐτὴν τὴν νοερὰ ἱερουργία ἡ ἐπιζωγράφιση τοῦ καθ’ ὁμοίωσιν πάνω στὸ κατ’ εἰκόνα Θεοῦ.

Ἡ «πνευματικὴ ἱερωσύνη», δηλαδή, δὲν εἶναι μιὰ θεσμικὴ λειτουργία, εἶναι ὅμως θεμελιακὴ ὡς φυσικὴ ἐν Χάριτι ζωὴ καὶ λειτουργία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος –ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν– καὶ ὡς προϋπόθεση, ὅπως διδασκόμαστε ἀπὸ ἄλλους ἁγίους Πατέρες, τῆς «μυστηριακῆς ἱερωσύνης». Ὁ Γουΐκλιφ καταδικάστηκε γιὰ τὶς ἀπόψεις του καὶ κάποιοι μαθητές του βασανίστηκαν καὶ ὁδηγήθηκαν στὴν πυρά. Φυσικὰ ἡ Ἐκκλησία ποῦ ἔκανε αὐτὸ τὸ ἔγκλημα δὲν μπορεῖ νὰ θεωρεῖται Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Τὰ δογματικὰ λάθη τοῦ Γουΐκλιφ δὲν μποροῦν νὰ νομιμοποιήσουν αὐτοὺς τοὺς φόνους. Ὁ ὅσιος Γρηγόριος ἀναζωπύρωσε τὴν ἐσωτερικὴ ζωὴ τῶν μοναχῶν καὶ τῶν μελῶν γενικὰ τῆς Ἐκκλησίας. Κάποιοι μαθητές του πολεμήθηκαν ἀπὸ τοὺς λατινόφρονες καὶ ἀπὸ τοὺς παπικούς, ὄχι ὅμως ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους. Ἡ διδασκαλία του γιὰ τὴν ἡσυχαστικὴ ζωή, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν «πνευματικὴ ἱερωσύνη», ποῦ συνδέεται ἄμεσα μὲ τὴν ἡσυχαστικὴ ζωή, κατοχυρώθηκε μὲ τὴν συμπερίληψή της στὴν Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν.  Καὶ τὸ σημαντικότερο: Τὸν βίο του δὲν τὸν ἔγραψε κάποιος ὁ ὁποῖος ἐν ὀνόματι τῆς «γενικῆς ἢ πνευματικῆς ἱερωσύνης» «ἔσειε» τὸ ἱεραρχικὸ πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ συνέγραψε ὁ Κάλλιστος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ποῦ ἦταν μαθητὴς τοῦ ὁσίου.

Ἐν κατακλεῖδι, σήμερα κάποιοι Ὀρθόδοξοι μιλοῦν γιὰ «γενικὴ ἱερωσύνη», ὅπως ἀκριβῶς τὴν ἐννοοῦσε ὁ Γουΐκλιφ, παραθεωρῶντας ἢ καὶ διαβάλλοντας τὴν ζωὴ ποῦ προϋποθέτει –μέσα στὸν θεσμὸ τῆς Ἐκκλησίας– ἡ διδασκαλία τοῦ ὁσίου Γρηγορίου γιὰ τὴν «ἱερὰ τοῦ νοὸς ἱερουργία».

Πράγματι, φαίνεται ὅτι γίνεται προσπάθεια μεταφορᾶς καὶ καθιερώσεως μέσα στὸν χῶρο τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μιᾶς ξένης παραδόσεως.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ

  • Προβολές: 3287