Τό δεύτερο Κληρικολαϊκό Συνέδριο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως: Τὰ αἴτια τῆς οἰκονομικῆς κρίσης καὶ τὰ προβλήματα ποὺ προκαλεῖ
Τὸ Σάββατο 11 Σεπτεμβρίου 2010, ἀπὸ τὶς 9.00 π.μ. ἕως τὴν 1 μ.μ., πραγματοποιήθηκε στὸ Πνευματικὸ Κέντρο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως στὴν Ναύπακτο, τὸ δεύτερο Κληρικολαϊκὸ Συνέδριο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου. Ἡ ἔναρξη τοῦ συνεδρίου ἔγινε μὲ Ἁγιασμὸ ποῦ τέλεσε ὁ Μητροπολίτης μας κ. Ἰερόθεος. Γενικὸ θέμα τοῦ Κληρικολαϊκοῦ Συνεδρίου ἦταν: «Τὰ αἴτια τῆς οἰκονομικῆς κρίσης καὶ τὰ προβλήματα ποῦ προκαλεῖ», θέμα ἐπίκαιρο, ἀφοῦ εἶχε ὡς πυρῆνα του τὸ πρόβλημα ποῦ ἐπηρεάζει στὶς μέρες μας τὴν καθημερινὴ ζωὴ ὅλων τῶν πολιτῶν τῆς χώρας μας.
Στό Συνέδριο κλήθηκαν νὰ συμμετάσχουν ὅλοι οἱ Κληρικοὶ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, τὰ μέλη τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Συμβουλίων, τὰ μέλη τῶν δεκαπενταμελὼν Δ.Σ. τῶν Συνδέσμων Ἀγάπης, οἱ Θεολόγοι καὶ οἱ διευθυντὲς τῶν Σχολείων τῆς περιοχῆς, οἱ πρόεδροι τοῦ Ἐμπορικοῦ Συλλόγου καὶ τοῦ Ἐργατοϋπαλληλικοῦ Κέντρου τῆς Ναυπάκτου, τοῦ Συλλόγου τῶν Πολυτέκνων καὶ τοῦ Συλλόγου τῶν Α.Μ.Ε.Α. «Ἀλκυόνη». Λόγῳ τῆς προεκλογικῆς περιόδου ποῦ διανύουμε δὲν κλήθηκαν πολιτικὰ πρόσωπα, χωρὶς φυσικὰ νὰ εἶναι τὸ Συνέδριο κλειστὸ σὲ ὅποιον ἤθελε νὰ τὸ παρακολουθήση.
Μετὰ ἀπὸ μιὰ σύντομη εἰσαγωγὴ στὸ θέμα ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη μας κ. Ἰερόθεο ἀπηύθυναν χαιρετισμὸ στοὺς συνέδρους ὁ δήμαρχος Πυλήνης κ. Ἰω. Μπουλές, ὁ ὁποῖος δήλωσε «ἀπρόσκλητος», ἀλλὰ εἶχε μεγάλο ἐνδιαφέρον γιὰ τὸ θέμα τοῦ Συνεδρίου καὶ γιὰ τὴν εἰσήγηση τοῦ Μητροπολίτου, καὶ σχετικὰ μὲ τὸ θέμα τόνισε ὅτι τὴν κρίση τὴν αἰσθάνονται οἱ μὴ ἔχοντες καὶ οἱ μὴ κατέχοντες καὶ ὅτι εἶναι θέμα τῆς Πολιτείας ἡ δίκαιη κατανομὴ τοῦ πλούτου, καθὼς καὶ τῶν βαρῶν ποῦ προκύπτουν ἀπὸ τὴν οἰκονομικὴ κρίση. Μετὰ δόθηκε ὁ λόγος στὸν πρώην Νομάρχη καὶ μέλος τοῦ Δ.Σ. τοῦ τοπικοῦ Ἐρυθροῦ Σταυροῦ κ. Γέρ. Κουταβά, ποῦ ἀναφέρθηκε γενικῶς στὴν σημαντικὴ συμβολὴ τῆς Ἐκκλησίας στὶς δύσκολες περιστάσεις τῆς ἱστορικῆς μας πορείας καὶ τέλος, ἐκ μέρους τῶν παρόντων ἐκπαιδευτικῶν, χαιρέτισε τὸ Συνέδριο ὁ διευθυντὴς τοῦ 3ου Γυμνασίου Ναυπάκτου κ. Πέτρος Πιτσιάκκας, ὁ ὁποῖος ἐντόπισε τὸ πρόβλημα τῆς κρίσης στὴν σημασία ποῦ δίνουμε στὸ φαίνεσθαι καὶ ὄχι στὸ εἶναι. Εἶπε, ἐπίσης, ὅτι πρέπει νὰ δοθῇ προτεραιότητα σὲ πρακτικὲς ἀντιμετώπισης τῆς κρίσης καὶ ὄχι στὰ λόγια.
Τὸ γενικὸ θέμα καὶ οἱ ἐπί μέρους εἰσηγήσεις ποῦ ἀνακοινώθηκαν στὸ Συνέδριο κινήθηκαν μέσα στὸ πλαίσιο τῆς ἀποφάσεως τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, γιὰ τὸν τρόπο συντάξεως καὶ ἐπεξεργασίας δύο εἰσηγήσεων, ποῦ ἀφοροῦν τὴν κρίση, οἱ ὁποῖες θὰ διαβασθοῦν στὴν Ἱεραρχία τοῦ Ὀκτωβρίου 2010. Γιὰ τὶς εἰσηγήσεις αὐτὲς ἀποφασίσθηκε νὰ κληθοῦν γιὰ νὰ διατυπώσουν ἀπόψεις, θέσεις καὶ προτάσεις Κληρικοὶ παντὸς βαθμοῦ, θεολόγοι καὶ ἄλλα μέλη τῆς Ἐκκλησίας, εἴτε μεμονωμένα, εἴτε μέσα ἀπὸ συζητήσεις σὲ Ἱερατικὰ ἢ Κληρικολαϊκὰ Συνέδρια, ὥστε ὅλο τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας νὰ συμμετάσχη στὸν ἐμπλουτισμὸ καὶ τὴν ἐπεξεργασία τῶν εἰσηγήσεων αὐτῶν.
Οἱ εἰσηγήσεις ποῦ διαβάστηκαν στὸ Συνέδριο ἦταν οἱ ἑξῆς:
1. «Ἡ οἰκονομικὴ κρίση ἀπὸ Ἐκκλησιαστικῆς πλευρᾶς», μὲ εἰσηγητὴ τὸν Μητροπολίτη Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου κ. Ἰερόθεο,
2. «Τὰ "ἑπτὰ Θανάσιμα Ἁμαρτήματα" ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν οἰκονομικὴ κρίση», ποῦ ἦταν ἀνάγνωση ἀπὸ τὸν π. Θωμᾶ Βαμβίνη ἄρθρου τοῦ οἰκονομολόγου, καθηγητῆ στὸ Πανεπιστημίου τοῦ Yale, Στάθη Ν. Καλύβα, καὶ
3. «Οἱ Χριστιανοὶ μπροστὰ στὴν οἰκονομικὴ κρίση», ποῦ ἦταν ἀνάγνωση ἀπὸ τὸν θεολόγο κ. Ἰωάννη Σύψα ἄρθρου τοῦ Μανώλη Δρεττάκη, καθηγητῆ τῆς ΑΣΟΕΕ καὶ πρώην Ὑπουργοῦ.
Ἀκολούθησε συζήτηση στὴν ὁποία διατυπώθηκαν ἀπόψεις, κρίσεις καὶ προτάσεις γιὰ τὰ αἴτια, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀντιμετώπιση τῆς κρίσης ἀπὸ κληρικοὺς καὶ λαϊκοὺς ποῦ συμμετεῖχαν στὸ Συνέδριο. Τὰ βασικὰ σημεῖα τῶν εἰσηγήσεων, μαζὶ μὲ τὶς προτάσεις ποῦ κατατέθηκαν, περιελήθησαν στὰ πορίσματα τοῦ Κληρικολαϊκοῦ Συνεδρίου, τὰ ὁποία συνέταξε ἐπιτροπὴ ἀποτελούμενη ἀπὸ τούς: Ἀρχιμ. Καλλίνικο Γεωργάτο, Ἀρχιμ. Πολύκαρπο Θεοφάνη καὶ Πρώτ. Θωμᾶ Βαμβίνη. Τὰ πορίσματα κατατέθηκαν ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη μας στὴν ἐπιτροπὴ ποῦ ὅρισε ἡ Ἱερὰ Σύνοδος γιὰ τὴν ἐπεξεργασία τῶν εἰσηγήσεων ποῦ θὰ ἀναγνωσθοῦν στὴν Ἱεραρχία τοῦ Ὀκτωβρίου. Παραθέτουμε στὴν συνέχεια τὸ βασικὸ τμῆμα τῶν πορισμάτων τοῦ Συνεδρίου. Παραλείπουμε μόνον τὰ προκαταρτικὰ ποῦ ἀναφέρονται στὴν σύγκληση, τὴν σύνθεση καὶ τὴν θεματολογία τοῦ Συνεδρίου, τὰ ὁποία ἤδη προηγουμένως ἀναφέραμε.
ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ Κληρικολαϊκοῦ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΟΥ
...Τὸ ἐνδιαφέρον τῶν μελῶν τοῦ Κληρικολαϊκοῦ Συνεδρίου ἐπικεντρώθηκε στὸ πῶς ἕνας Κληρικός, καὶ γενικότερα ἕνας Ὀρθόδοξος Χριστιανός, ἀντιλαμβάνεται τὴν οἰκονομικὴ κρίση, πῶς τὴν ἐξηγεῖ καὶ πῶς μπορεῖ νὰ βοηθήση στὴν ἀντιμετώπιση τῶν συνεπειῶν της, ἀλλὰ καὶ στὴν ὑπέρβασή της. Στὶς εἰσηγήσεις καὶ στὶς συζητήσεις ἐπισημάνθηκε ὅτι ἡ κρίση δὲν εἶναι μονοδιάστατα οἰκονομική. Εἶναι κρίση προτύπων. Εἶναι κρίση πολιτισμική. Πιὸ εἰδικὰ εἶναι κρίση πολιτική, κοινωνικὴ καὶ στὸ βάθος τῆς πνευματική. Εἶναι συνέπεια τοῦ δυτικοῦ τρόπου ζωῆς, ποῦ ἔχει θεμέλιο τὶς ἀπόψεις περὶ Θεοῦ τῆς δυτικῆς μεταφυσικῆς.
Ἡ πλειονότητα τῶν ἀνθρώπων ἑστιάζει τὴν οἰκονομικὴ κρίση σὲ τρία βασικὰ αἴτια: στοὺς πολιτικοὺς ἄρχοντες, ποῦ δὲν εἶδαν τὸν κίνδυνο ἢ δὲν εἶχαν τὸ θάρρος νὰ τὸν ἀντιμετωπίσουν, ἐπειδὴ φοβοῦνταν τὸ λεγόμενο πολιτικὸ κόστος στοὺς συνδικαλιστές, ποῦ ὁ καθένας τους ἐνδιαφερόταν ἀποκλειστικὰ καὶ μόνον γιὰ τὴν διατήρηση καὶ αὔξηση τῶν κεκτημένων τῆς ὁμάδας ποῦ ἐκπροσωποῦσε, χωρὶς νὰ ἐξετάζη τὴν δυνατότητα νὰ εἶναι ἐς ἀεὶ κεκτημένα, ἀλλὰ καὶ τὸ γενικότερο καλὸ καὶ στοὺς διαμορφωτὲς τῆς κοινῆς γνώμης, ποῦ χάριν τῆς ἀκροαματικότητας καὶ θεαματικότητας δὲν βοηθοῦσαν στὴν διόρθωση τῶν κοινωνικῶν πραγμάτων, προέβαλλαν ἔντονα καὶ σχολίαζαν θετικὰ τὶς ἀντιδράσεις συντεχνιακῶν ὁμάδων καὶ διαμόρφωναν ἀνάλογα τὴν κοινὴ γνώμη. Στὸ βάθος καὶ τῶν τριῶν αὐτῶν παραγόντων κρύβεται τὸ πολιτικὸ σύστημα τὸ ὁποῖο δὲν μπόρεσε νὰ ἀντιδράση σωστά.
Αὐτὴ ἡ πολιτικὴ ἀβελτηρία, ποῦ ὁδήγησε τὴν Ἑλλάδα στὸν «μηχανισμὸ στήριξης», μεγιστοποίησε τὸ χάσμα ἀνάμεσα στὰ ἔσοδα τοῦ Κράτους καὶ τὰ ἔξοδα. Ὑπάρχει προφανὴς ἀντίφαση ἀνάμεσα στὰ πενιχρὰ κρατικὰ ἔσοδα καὶ στὰ πολλὰ καὶ σὲ μεγάλο ποσοστὸ ἀδικαιολόγητα ἔξοδα. Στὴν βάση αὐτῆς τῆς ἀντίφασης ἐντοπίζονται ἄλλες ἐπί μέρους πολιτικο-οἰκονομικὲς ἀντιφάσεις, ὅπως ἡ ἀντίφαση ἀνάμεσα στὴν ἀληθινὴ καὶ τὴν εἰκονικὴ οἰκονομικὴ πραγματικότητα, ἀνάμεσα στὴν ἄντληση κρατικῶν πόρων καὶ στὴν ἀπαίτηση καὶ διεκδίκηση κρατικῶν παροχῶν, χωρὶς ἀνάλογο παραγωγικὸ ἀποτέλεσμα, ἀνάμεσα στὴν βουλιμικὴ καταλάνωση καὶ τὴν ἐλλειματικὴ παραγωγικότητα, ἀνάμεσα στὸ τεράστιο Κράτος (σὲ εὗρος δικαιοδοσιῶν καὶ ἀριθμὸ ὑπαλλήλων) καὶ στὸν ἀδύναμο καὶ ἀτελέσφορο κρατικὸ μηχανισμό, ἀλλὰ καὶ ἀνάμεσα στὴν φτώχεια τοῦ Κράτους καὶ στὸν πλοῦτο πολλῶν κατοίκων του.
Ἀπὸ τὰ παραπάνω ἀποδεικνύεται ὅτι ἡ κρίση, ἐκτὸς ἀπὸ πολιτική, εἶναι καὶ κοινωνική, διότι γι’ αὐτὴν εὐθύνεται ἡ ἴδια ἡ κοινωνία –τελικὰ ὁ λαός– ὁ ὁποῖος ἐπιλέγει, μὲ βάση τὰ πρότυπα ζωῆς ποῦ ἀποδέχεται καὶ καλλιεργεῖ, τὸν τρόπο διαβίωσής του, καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ δημιουργεῖ τὰ χάσματα καὶ τὶς ἀντιφάσεις ποῦ προαναφέρθηκαν, ἀφοῦ ἡ κοινωνία τελευταία ἐπιθυμοῦσε νὰ καταναλώνη ὅλο καὶ πιὸ πολὺ δουλεύοντας καὶ παράγοντας ὅλο καὶ πιὸ λίγο.
Ἡ κρίση ὅμως στὸ βάθος της εἶναι πνευματικὴ καὶ θεολογική. Ἡ πλειονότητα τῶν ἀνθρώπων ζοὺν σήμερα χωρὶς θεολογικὸ νόημα στὴν ζωή τους, ὁπότε κυριαρχοῦνται ἀπὸ τὶς τάσεις τοῦ καταναλωτισμοῦ καὶ τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ, τάσεις κυρίαρχες στὴν Ἀμερικὴ καὶ τὴν Δυτικὴ Εὐρώπη, ποῦ ἔχουν ἐπηρεάσει βαθύτατα καὶ τὴν ἑλληνικὴ κοινωνία. Οἱ τάσεις αὐτὲς ρυθμίζουν καὶ τὶς διεθνεῖς ἀγορές, τὶς ἀποφάσεις τῶν διεθνῶν τοκογλύφων, ποῦ ταλαιπωροῦν, τὴ συμπράξει ἡμῶν, τὴν χώρα μας.
Ἀπὸ θεολογικὴ σκοπιὰ ὁ πειρασμὸς τῆς κρίσης σχετίζεται μὲ τοὺς πειρασμοὺς τοῦ Χριστοῦ, ποῦ ἦταν οἱ ἴδιοι μὲ ἐκείνους ποῦ ἀντιμετώπισε καὶ ὁ Ἀδὰμ στὸν Παράδεισο. Σύμφωνα μὲ τὴν πατερικὴ ἑρμηνεία οἱ πειρασμοὶ αὐτοὶ σχετίζονται μὲ τὰ πάθη τοῦ τριμεροῦς τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ πρῶτος πειρασμός, τὸ νὰ μετατρέψη τοὺς λίθους σὲ ψωμί, ἀναφέρεται στὸ πάθος τῆς φιληδονίας, ὁ δεύτερος, τὸ νὰ πέση ἀπὸ τὸ πτερύγιο τοῦ Ναοῦ, ἀναφέρεται στὸ πάθος τῆς φιλοδοξίας, καὶ ὁ τρίτος πειρασμός, τὸ νὰ ἀποκτήση μὲ τὴν προσκύνηση τοῦ διαβόλου τὶς βασιλεῖες καὶ τὴν δόξα τοῦ κόσμου, ἀναφέρεται στὸ πάθος τῆς φιλαργυρίας.
Ἐξετάζοντας τὴν σύγχρονη οἰκονομικὴ κρίση μέσα ἀπὸ τὸ παράδειγμα αὐτό, φαίνεται ὅτι ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ὑπόκειται σ’ αὐτοὺς τοὺς τρεὶς πειρασμοὺς καὶ ὑποχωρεῖ στὶς προτάσεις τους.
Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος θέλει νὰ μετατρέπη τοὺς λίθους, τὰ ἀντικείμενα, τὸ φυσικὸ περιβάλλον, καθὼς ἐπίσης καὶ ὅλα τὰ δομικὰ στοιχεῖα τῆς ζωῆς του, ἀκόμη καὶ τὰ κύτταρα καὶ τὰ γονίδια, σὲ χρυσό, σὲ τροφή, σὲ ἀγαθὰ γιὰ τὴν σωματική του ἀπόλαυση. Ἐπίσης, ἐνδιαφέρεται κυρίως γιὰ ὅσα φαίνονται καὶ προκαλοῦν τὴν προσοχή του, ἐνδιαφέρεται, δηλαδή, γιὰ τὸ φαίνεσθαι, ἐπιθυμεῖ τὴν κοινωνικὴ προβολή, τὴν ἀνάδειξή του στὴν κοινωνία, μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο. Ἀκόμη, ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν κατάκτηση τῆς ποικιλόμορφης ἐξουσίας, μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο, γιὰ νὰ κυβερνᾶ τὸν κόσμο καὶ τὶς κοινωνικὲς ὁμάδες. Ὅλα αὐτὰ διαπνέονται ἀπὸ τὴν φιληδονία, τὴν φιλοδοξία καὶ τὴν φιλοκτημοσύνη.
Ἡ προβληματικὴ τῶν τριῶν πειρασμῶν στοὺς ὁποίους ὑπόκειται ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος εἶναι ἡ προβληματικὴ τῶν κοινωνικῶν, ψυχολογικῶν καὶ ἰδεολογικῶν συστημάτων ποῦ κυριαρχοῦν στὶς μέρες μας, ὅπως τοῦ καπιταλισμοῦ (προτεραιότητα στὴν ὕλη), τοῦ φροϋδισμοῦ (προτεραιότητα στὴν ἡδονὴ) καὶ τῆς ἰδεοκρατίας (κυριαρχία τῆς αὐτονομημένης λογικῆς).
Στὸ Κληρικολαϊκὸ Συνέδριο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου τέθηκε τὸ ἐρώτημα: Ἡ Ἐκκλησία, τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ζῶντας μέσα στὶς συγκεκριμένες κοινωνικές, πολιτικὲς καὶ οἰκονομικὲς συνθῆκες, ποιμαίνοντας «λογικὰ ποίμνια» μέσα σ’ αὐτὴν τὴν ποικιλόμορφη κρίση, πῶς μπορεῖ νὰ βοηθήση στὸ ξεπέρασμα τῶν προβλημάτων ποῦ δημιουργεῖ ἡ κρίση, πῶς μπορεῖ νὰ βοηθήση τοὺς ἀνθρώπους ποῦ ταλαιπωροῦνται ἀπὸ αὐτήν;
Ἡ Ἐκκλησία ὡς σύνολο, ἀλλὰ καὶ οἱ μεμονωμένοι Χριστιανοί, μποροῦν νὰ βοηθήσουν στὴν ἀντιμετώπιση τῆς ποικιλόμορφης κρίσης μὲ τοὺς ἀκόλουθους τρόπους:
Πρῶτον, μὲ τὸ νὰ ἐπιτελῆ ἡ Ἐκκλησία τὸ καθαυτὸ ἔργο της. Μὲ τὸ νὰ διδάσκη, δηλαδή, καθαρὸ τὸν λόγο τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν ἁγίων Πατέρων, μὲ τὸ νὰ καθοδηγῇ σωστὰ τοὺς πιστοὺς στὴν εὐαγγελικὴ ἄσκηση καὶ στὴν μετοχὴ τοὺς στὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, ποῦ ὅλα αὐτὰ συνιστοῦν τρόπο ζωῆς ποῦ καθαρίζει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὰ πάθη τῆς φιληδονίας, τῆς φιλοκτημοσύνης καὶ τῆς κενοδοξίας. Ἀλλάζει, δηλαδή, τὴν νοοτροπία τοῦ κόσμου, ἀνατρέποντας τὶς πολιτισμικὲς αἰτίες τῆς κρίσης.
Ὁ λόγος τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νὰ εἶναι σ’ αὐτὴν τὴν συγκυρία ἠχηρὸς καὶ πρὸς τοὺς ἐντὸς τοῦ περιβόλου τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ πρὸς τοὺς ἔξω. Ὑπάρχουν πύρινοι λόγοι τῶν ἁγίων Πατέρων ἐναντίον τοῦ πλούτου καὶ ἰδιαίτερα ἐναντίον τῶν πλουσίων, ὅταν συσσωρεύουν πλοῦτο καταπιέζοντας τοὺς πτωχούς. Αὐτὴ ἡ «ἀνελεήμων φιλοκτημοσύνη» δὲν συμβιβάζεται μὲ τὴν ἰδιότητα τοῦ Χριστιανοῦ. Ἐπίσης, ὑπάρχουν λόγοι τῶν ἁγίων Πατέρων ἐναντίον τῶν τοκιζόντων, ἀφοῦ εἶναι τελείως ξένη πρὸς τὴν χριστιανικὴ ἀγάπη ἡ τοκογλυφία, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ σὲ ἀδιέξοδα καὶ ἀπόγνωση ὑπερχρεωμένους πτωχοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρα κράτη. Ὁ λόγος τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νὰ εἶναι γι’ αὐτὲς τὶς ἐκτροπὲς εὐαγγελικὰ καυστικὸς καὶ ταυτόχρονα προτρεπτικὸς γιὰ χρήση τοῦ πλούτου σὲ οἰκονομικὲς δραστηριότητες, χωρὶς ὑπερκέρδη –ἢ καὶ μὲ μηδενικὸ κέρδος– ἀλλὰ μὲ προσφορὰ θέσεων ἐργασίας σὲ πτωχοὺς καὶ ἀξιοποίηση τοῦ περισσεύοντος πλούτου στὴν οἰκονομικὴ ἀνακούφιση τῶν φυσικῶς ἀδυνάτων.
Σήμερα, ἐπίσης, εἶναι ἐπίκαιρο τὸ κήρυγμα τῆς λιτότητας, τῆς αὐτοπροαίρετης καὶ ὄχι τῆς ἐπιβαλλόμενης ἀπὸ τὸ Κράτος, ποῦ γίνεται μὲ τὴν μείωση τῶν μισθῶν καὶ τὴν περικοπὴ τῶν δώρων. Ἡ χριστιανικὴ ζωὴ ἄλλωστε εἶναι ἀπὸ τὴν φύση της λιτή, γιατί στὴν χρήση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν στέκεται στὸ ἀναγκαῖο καὶ ἀπορρίπτει τὸ περιττό. Ἡ χριστιανικὴ λιτότητα εἶναι φυσικὴ συνέπεια τῆς πορείας τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεό, στὴν ὁποία (πορεία) ἀπαιτεῖται ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὴν δούλωση στὰ αἰσθητὰ καὶ τὶς αἰσθήσεις. Στὴν συγκυρία ποῦ βρισκόμαστε, αὐτὴ ἡ πορεία βοηθᾶ τὸν λαὸ νὰ μὴν αἰσθάνεται ἔντονα τὶς συνέπειες τῆς κρίσης. Τὸν βοηθᾶ, ἐπίσης, νὰ καταλάβη καλὰ τὴν ἐπισήμανση τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ὅτι πλούσιος εἶναι αὐτὸς ποῦ δὲν χρειάζεται πολλά.
Δεύτερον, ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ βοηθήση στὴν ἀντιμετώπιση τῆς κρίσης μὲ τὴν ἀναθέρμαση τῆς ἐνοριακῆς ζωῆς, μὲ τὴν ὀργάνωση εἰ δυνατὸν ὅλων τῶν Ἐνοριῶν κατὰ τὰ πρωτοχριστιανικὰ πρότυπα, τὶς πρῶτες ἀποστολικὲς κοινότητες, ὅταν ἦταν «αὐτοῖς ἅπαντα κοινὰ» (Πράξ. 4, 32). Ἡ ὀργάνωση τῆς Ἐνορίας ὡς «πνευματικῆς οἰκογένειας» καὶ ὡς «θεραπευτικῆς κοινότητας», ποῦ θεραπεύει προσωπικές, πνευματικές, ἀλλὰ καὶ κοινωνικὲς ἀσθένειες, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν πνευματικὴ βοήθεια ποῦ προσφέρει στὰ μέλη της, μπορεῖ νὰ συντελέση στὴν ἐλάττωση τῆς ἐξάρτησής τους ἀπὸ τὸ χρῆμα, μὲ τὴν ἀλληλοβοήθεια σὲ ἐργασίες, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνταλλαγὴ διαφόρων ἀναγκαίων εἰδῶν, ἰδιαίτερα εἰδῶν διατροφῆς, ποῦ κατασκευάζονται στὸ σπίτι. Μέσα στὸ πλαίσιο τῆς Ἐνορίας μπορεῖ νὰ ἀναπτυχθῇ, μὲ πνεῦμα ἀγάπης, μιὰ μορφὴ ἀντιπραγματισμοῦ, δηλαδή, ἀνταλλαγῆς ὑπηρεσιῶν καὶ προϊόντων μὲ ὑπηρεσίες καὶ προϊόντα, ποῦ μειώνει τὴν ἀνάγκη τοῦ χρήματος, τὸ ὁποῖο εἶναι ἡ «καύσιμη ὕλη» τῆς κρίσης. Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ «πνεῦμα» σημαντικὴ βοήθεια μπορεῖ νὰ προσφερθῇ μὲ τὴν συνέχιση καὶ ἐπαύξηση τοῦ τεράστιου φιλανθρωπικοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ὁποῖο δυστυχῶς δὲν εἶναι γνωστὸ στοὺς πολλοὺς στὸ σύνολό του. Ἡ Ἐκκλησία πρέπει νὰ αὐξήση τὸ προνοιακὸ καὶ φιλανθρωπικό της ἔργο, νὰ προτρέπη τὸν λαὸ γιὰ ἔργα φιλανθρωπίας, νὰ ἐντείνη τὴν προσφορὰ τῶν καθημερινῶν συσιτίων καὶ νὰ συντονίση τὰ ἐνεργὰ μέλη τῆς κοινωνίας (ἄνδρες καὶ γυναῖκες) γιὰ κατ' οἶκον ἐπισκέψεις καὶ βοήθεια σὲ ἀνήμπορους ἀνθρώπους, καὶ τελικὰ νὰ ἀναπτύξη στὸ ἔπακρο τὸν ἐθελοντισμὸ σὲ ἔργα προσφορᾶς καὶ φιλανθρωπίας.
Τρίτον, ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ βοηθήση μὲ τὸ νὰ δράση μέσῳ τῆς Ἱεραποστολῆς σὲ κράτη χαμηλοῦ βιοτικοῦ ἐπιπέδου, ποῦ ὑποφέρουν λόγῳ τῆς παγκόσμιας οἰκονομικῆς κρίσης. Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ πρέπει νὰ ἐνισχύη μὲ κάθε δυνατὸ τρόπο τὸ πνευματικὸ καὶ φιλανθρωπικὸ ἔργο τῶν Ἱεραποστόλων.
Τέταρτον, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς πρωτοβουλίες τῆς Ἐκκλησίας ὡς συνόλου, οἱ μεμονωμένοι Χριστιανοί –κληρικοὶ καὶ λαϊκοί– μποροῦν νὰ βοηθήσουν μὲ τὸ προσωπικό τους παράδειγμα, δηλαδὴ μὲ τὸν τρόπο ποῦ βιώνουν τὴν πίστη τους καὶ συμπεριφέρονται πρὸς τὰ ἔξω. Αὐτὸ ποῦ ζητὰ ἡ κοινωνία σήμερα εἶναι ζωντανὰ παραδείγματα κατανικήσεως καὶ ὑπερβάσεως τῶν τριῶν πειρασμῶν (φιληδονίας, φιλαργυρίας, κενοδοξίας) ποῦ βρίσκονται στὴν βάση τῆς σύγχρονης παγκόσμιας οἰκονομικῆς κρίσης.
Ὁ πέμπτος τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο μπορεῖ νὰ βοηθήση ἡ Ἐκκλησία στὸ ξεπέρασμα τῆς κρίσης εἶναι ἡ καλλιέργεια τῆς ἐλπίδας, μὲ τὸ νὰ δώση ὑπόσταση στὴν ἐλπίδα τοῦ λαοῦ ἐμπνεύοντας πίστη στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, στὴν παντοδύναμη πρόνοιά Τοῦ, ποῦ βιώνεται μέσα στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἁπτὴ πραγματικότητα. Ἡ χριστιανικὴ ζωὴ εἶναι ζωὴ ἐλπίδας. Ἡ πίστη στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, μέσα στὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, δυναμώνει τὴν ἀγάπη γιὰ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἰσχυροποιεῖ τὴν θέληση στὸ ἀγαθό, κάνοντάς την ἀπρόσβλητη ἀπὸ τὰ πάθη ποῦ δημιουργοῦν τὶς κρίσεις.
Ἡ ζωὴ μέσα στὴν Ἐκκλησία –παρὰ τὸν «ὄχλο» τῶν προβλημάτων καὶ τῶν οἰκονομικῶν καὶ ἄλλων κρίσεων– εἶναι ζωὴ ἐλπίδας, χαρᾶς καὶ ἀναστάσεως.
- Προβολές: 2997