Πρόσωπα καὶ «κοινωνία προσώπων»
Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
Στὴν ἐποχή μας γίνεται πολὺς λόγος γιὰ τὸ πρόσωπο, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι πρόσωπο καὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι πρόσωπο, καὶ ἀπὸ αὐτὸ ἐξάγονται πολλὲς συνέπειες γιὰ τὴν κοινωνικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ ζωή. Πολλὲς φορὲς ἔχω ἀσχοληθῇ μὲ αὐτὸ τὸ θέμα ὡς πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ὡς πρὸς τὸν ἄνθρωπο καὶ ἔχουν δημοσιευθῇ διάφορα κείμενά μου, στὰ ὁποία ἀναπτύσσω κάθε φορὰ διάφορες πτυχὲς τοῦ σοβαροῦ αὐτοῦ θέματος, ἀπὸ βιβλικοπατερικὴς πλευρᾶς.
Συγχρόνως, ὅμως, στὴν ἐποχή μας γίνεται λόγος καὶ γιὰ τὴν «κοινωνία προσώπων», ὅτι δηλαδὴ μεταξὺ τῶν προσώπων ὑπάρχει κοινωνία καὶ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἔννοια ἐξάγονται μερικὲς συνέπειες γιὰ τὴν κοινωνικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ ζωή. Συχνὰ ἀκοῦμε νὰ λέγεται ὅτι ἡ ἀγάπη εἶναι «κοινωνία προσώπων», ὅτι πρέπει νὰ ἀναπτύξουμε μεταξύ μας τὴν «κοινωνία τῶν προσώπων», ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι «κοινωνία προσώπων».
Μὲ τὸ ἄρθρο αὐτὸ θὰ ὑποστηρίξω τὴν πατερικὴ ἄποψη ὅτι ἡ διδασκαλία περὶ προσώπου στὸν ἄνθρωπο ἔχει στηρίγματα στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν πατερικὴ παράδοση, ἀλλὰ ἡ φράση «κοινωνία προσώπων» δὲν εὐσταθεῖ ἀπὸ πατερικῆς πλευρᾶς.
1. Ἡ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ
Ἔχω ἀναλύσει στὸ παρελθὸν ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσουν τοὺς αἱρετικοὺς τῆς ἐποχῆς τους ἀνέπτυξαν τὴν θεολογία τοῦ προσώπου στὸν Τριαδικὸ Θεό, εἶπαν δηλαδὴ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι Τριαδικός, Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, ὅτι κάνουμε λόγο γιὰ τὰ τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὁ Μ. Βασίλειος γιὰ νὰ ἀντιμετωπίση τὴν αἵρεση τοῦ Εὐνομίου, ὁ ὁποῖος μιλοῦσε γιὰ τὰ πρόσωπα ὡσὰν νὰ ἦταν προσωπεῖα, ἀνέπτυξε περισσότερο τὸν ὅρο πρόσωπο, ταύτισε τὸ πρόσωπο μὲ τὴν ὑπόσταση, καὶ τὴν οὐσία μὲ τὴν φύση καὶ ἔτσι διατυπώθηκε τὸ δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος στὶς ἀνάγκες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης γιὰ νὰ διαφυλαχθῇ ἡ ἀποκαλυπτικὴ ἀλήθεια ἀπὸ τὴν παραχάραξή της. Ὁπότε, στὸν Θεό, λέμε ὅτι ὑπάρχει κοινὴ οὐσία-φύση-ἐνέργεια καὶ ἰδιαίτερα πρόσωπα-ὑποστάσεις.
Ὅταν οἱ Πατέρες κάνουν λόγο γιὰ πρόσωπο στὸν Θεό, ποῦ τὸ ταυτίζουν μὲ τὴν ὑπόσταση, τὸ ὁρίζουν ὡς οὐσία μετὰ τῶν ἰδιωμάτων ἢ συμβεβηκότων. Σὲ αὐτὸ ἀναφέρονται οἱ Καππαδόκες Πατέρες, ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ἀλλὰ ἐδῶ θὰ περιορίσω τὸν λόγο στὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό, ὁ ὁποῖος κωδικοποίησε ὅλη τὴν προγενέστερη πατερικὴ παράδοση.
Κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνὸ «κοινὸν ἡ οὐσία, μερικὸν ἡ ὑπόστασις». Βεβαίως, ὅταν λέγη ὅτι ἡ ὑπόσταση εἶναι μερικὸ δὲν τὸ ἐννοεῖ ἀπὸ τὴν ἄποψη ὅτι ἔχει μέρος τῆς φύσεως, ἀλλὰ εἶναι μερικὸ ὡς πρὸς τὸν ἀριθμό, γιατί οἱ ὑποστάσεις διαφέρουν ὡς πρὸς τὸν ἀριθμὸ καὶ ὄχι ὡς πρὸς τὴν φύση. Σὲ κάθε μιὰ ἀπὸ τὶς ὁμοειδεῖς ὑποστάσεις «τελεία ἡ οὐσία ἐστί». Ἔτσι, οἱ Πατέρες ὁρίζουν τὴν ὑπόσταση ὡς «οὐσίαν μετὰ συμβεμβηκότων», «ὥστε τὸ κοινὸν μετὰ τοῦ ἰδιάζοντος ἔχει ἡ ὑπόστασις».
Αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος ἔχουν κοινὴ οὐσία καὶ ἐνέργεια, γι' αὐτὸ καὶ κοινὴ εἶναι ἡ ἐνέργεια τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀλλὰ ἔχουν ἰδιαίτερες ὑποστάσεις. Ὁ Πατὴρ εἶναι Πατὴρ καὶ ὄχι Υἱὸς καὶ Πνεῦμα, ὁ Υἱὸς εἶναι Υἱὸς καὶ ὄχι Πατὴρ καὶ Πνεῦμα, καὶ τὸ Πνεῦμα εἶναι Πνεῦμα καὶ ὄχι Πατὴρ καὶ Υἱός. Κάθε πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος ἔχει τὸ προσωπικὸ ἰδίωμα, τὸν τρόπο ὑπάρξεώς του. Ἔτσι, ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ὑπάρχει ὁ Πατὴρ εἶναι ἡ ἀγεννησία, ὁπότε τὸ ὑποστατικό του ἰδίωμα εἶναι τὸ ἀγέννητο. Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ὑπάρχει ὁ Υἱὸς εἶναι ἡ γέννηση, καὶ τὸ ὑποστατικό του ἰδίωμα εἶναι τὸ γεννητό. Καὶ ὁ τρόπος ὑπάρξεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ἡ ἐκπόρευση, καὶ τὸ ὑποστατικό του ἰδίωμα εἶναι τὸ ἐκπορευτό.
Ἡ Χάρη καὶ ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ συνδέεται μὲ τὴν φύση-οὐσία, γιατί κοινὴ εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ὅμως χαρακτηρίζεται ὡς ἐνυπόστατη, γιατί προχέεται στὴν κτίση διὰ τῶν προσώπων. Ἄλλωστε, ἡ ἐνέργεια, κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό, εἶναι ἡ οὐσιώδης κίνηση τῆς φύσεως, δηλαδὴ τὸ ἐνεργητικὸ εἶναι ἡ φύση, ἀλλὰ ὁ ἐνεργῶν εἶναι τὸ πρόσωπο, ἀφοῦ ἡ οὐσία καὶ ἡ ἐνέργεια δὲν εἶναι ἀνυπόστατα.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀπέδωσαν τὸν ὅρο πρόσωπο-ὑπόσταση καὶ στὸν ἄνθρωπο, μὲ τὴν διαφορὰ ὅμως ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἄκτιστος, ἐνῷ ὁ ἄνθρωπος εἶναι κτιστός, καθὼς ἐπίσης ὁ ἄνθρωπος εἶναι κατ’ εἰκόνα καὶ καθ' ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ εἶναι κατ’ εἰκόνα τοῦ Λόγου, τοῦ Δευτέρου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἄλλωστε, κατὰ τὴν διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καὶ τῶν Πατέρων, ὁ Λόγος, τὸ Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι εἰκῶν τοῦ Πατρός, ἐνῷ ὁ ἄνθρωπος εἶναι κατ’ εἰκόνα τοῦ Λόγου, ποῦ σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκῶν τῆς εἰκόνος.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ἀναλύοντας τὴν ἔννοια τοῦ προσώπου-ὑποστάσεως, τὸ ἀποδίδει καὶ στὸν ἄνθρωπο. Γράφει: «Ὁ Πέτρος καὶ Παῦλος καὶ Ἰωάννης καὶ οἱ λοιποὶ ἄνθρωποι, ὑποστάσεις καὶ πρόσωπα καὶ ἄτομα λέγονται». Ἐπίσης, μιλῶντας γιὰ τὰ πρόσωπα - τὶς ὑποστάσεις καὶ τὰ ἄτομα χρησιμοποιεῖ παραδείγματα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ τὰ ἀποδίδει καὶ στοὺς ἀνθρώπους. Γράφει ὅτι οἱ Πατέρες ταύτισαν τὶς ἔννοιες ὑπόσταση, πρόσωπο καὶ ἄτομο. «Οἱ δὲ ἅγιοι Πατέρες ὑπόστασιν καὶ ἄτομον καὶ πρόσωπον τὸ αὐτὸ ἐκάλεσαν». Καὶ ἐξηγεῖ στὴν συνέχεια ὅτι ὑπόσταση εἶναι αὐτὸ ποῦ ὑφίσταται ἀπὸ τὴν οὐσία καὶ τὰ συμβεβηκότα καθ' ἑαυτὸ καὶ διαφέρει ὡς πρὸς τὸν ἀριθμό, «οὐ γὰρ ἐστιν ὁ Πετρος καὶ ὁ Παῦλος εἷς, ἀλλὰ δύο». Ἔτσι, ὁ Πέτρος καὶ ὁ Παῦλος εἶναι ἕνας ὡς πρὸς τὴν φύση, γιατί καὶ οἱ δύο ἔχουν τὴν ἴδια φύση, ἀλλὰ εἶναι διαφορετικοὶ ὡς πρὸς τὶς ὑποστάσεις.
Σὲ ἄλλο σημεῖο, ἑρμηνεύοντας τὴν ἔννοια τοῦ ἐνυποστάτου λέγει ὅτι ὁ ὅρος αὐτὸς ἄλλοτε σημαίνει τὸ ὃν καὶ ἄλλοτε σημαίνει τὸ ἄτομο, ἀλλὰ εἰδικότερα τὸ ἐνυπόστατο σημαίνει ἢ τὸ εἰδικώτατο εἶδος, ἐπειδὴ δὲν θεωρεῖται καθ’ ἑαυτό, ἀλλὰ μέσα στὶς ὑποστάσεις ἢ αὐτὸ ποῦ συντίθεται μὲ κάτι ἄλλο διαφορετικὸ στὴν οὐσία γιὰ νὰ ἀποτελέση τὸ ὅλο. Στὴν πρώτη περίπτωση τὸ ἐνυπόστατο δηλώνει τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ ποῦ προέρχεται ἀπὸ τὴν φύση, διὰ τοῦ προσώπου, στὴν δεύτερη περίπτωση ἐννοεῖται ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα ποῦ ἀποτελοῦν τὸν ἄνθρωπο. Ἔτσι, «οὔτε ἡ ψυχὴ λέγεται ὑπόστασις οὔτε τὸ σῶμα, ἀλλ’ ἐνυπόστατα, ὅτι οὐδέποτε ὑπέστη τὸ ἕν πρὸ τοῦ ἑτέρου οὐδὲ ἐκτὸς τοῦ ἑτέρου, τὸ δὲ ἐξ ἀμφοτέρων ἀποτελούμενον ὑπόστασις ἀμφοτέρων ἐστιν». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὑπόσταση-πρόσωπο, ἀλλὰ ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα λέγονται ἐνυπόστατα, καὶ ὄχι ὑποστάσεις, γιατί κανένα ἀπὸ τὰ δύο δὲν ἀπετέλεσε ὑπόσταση πρὶν τὸ ἄλλο, οὔτε δίχως τὸ ἄλλο. Μιλῶντας δὲ γιὰ τὸν Θεάνθρωπο Χριστὸ λέγει ὅτι καὶ ἡ σάρκα τοῦ Κυρίου δὲν λέγεται ὑπόσταση, ἀλλὰ ἐνυπόστατη, γιατί ποτὲ δὲν ἦταν ὑπόσταση καθ’ ἑαυτήν, ἀλλὰ ὑπῆρξε στὴν ὑπόσταση τοῦ Λόγου «καὶ αὐτὴν ἔσχεν καὶ ἔχει ὑπόστασιν».
Ἐκεῖνο ποῦ πρέπει νὰ κατανοηθῆ εἶναι ὅτι οἱ ὅροι ὑπόσταση-πρόσωπο καὶ ἐνυπόστατο οἱ Πατέρες τὰ ἀποδίδουν στὸν Τριαδικὸ Θεό, ἀλλὰ κατ’ ἐπέκταση καὶ στὸν ἄνθρωπο, μὲ τὶς ἀπαραίτητες θεολογικὲς προϋποθέσεις. Σὲ ἄλλο κείμενό μου ἀνέφερα διεξοδικῶς ὅτι τὸν ὅρο ὑπόσταση τὸν συναντᾶμε στὴν Ἁγία Γραφή, ἀνεπτυγμένο δὲ περισσότερο τὸν συναντᾶμε στοὺς ἁγίους Πατέρας, χρησιμοποίησα δὲ χωρία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὥστε νὰ μὴν ἀμφισβητηθῇ αὐτὸ τὸ γεγονός. Δὲν τὸ κάνω τώρα γιὰ οἰκονομία χρόνου, ἀλλὰ εἶμαι ἕτοιμος νὰ προσκομίσω πολλὰ τέτοια χωρία, ὥστε νὰ μὴν ὑπάρξη ἀμφιβολία.
Ἁπλῶς θὰ ἤθελα νὰ παραθέσω ἕνα σημαντικὸ χωρίο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, ὁ ὁποῖος, ἀναφερόμενος στὴν οὐσία καὶ τὶς ὑποστάσεις, τὰ ἀποδίδει καὶ στὸν Θεὸ καὶ στὸν ἄνθρωπο. Γράφει ὅτι ἡ οὐσία σημαίνει τὸ κοινὸ καὶ περιεκτικὸ εἶδος τῶν ὁμοειδῶν ὑποστάσεων «οἷον Θεός, ἄνθρωπος», ἡ δὲ ὑπόσταση δηλώνει τὸ ἄτομο «ἤτοι Πατέρα, Υἱόν, Πνεῦμα Ἅγιον, Πέτρον, Παῦλον». Τὸ χωρίο αὐτὸ εἶναι καταλυτικὸ καὶ δείχνει ὅτι πρόσωπο-ὑπόσταση λέγονται καὶ ὁ Θεὸς καὶ ὁ ἄνθρωπος.
2. Ἡ «ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ»
Ἐνῷ ἡ λέξη πρόσωπο ἀποδίδεται καὶ στὸν Θεὸ καὶ στὸν ἄνθρωπο, καὶ εἶναι ἀποδεκτὸ ἀπὸ τοὺς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ἡ φράση «κοινωνία προσώπων» δὲν εἶναι πατερική.
Κατ’ ἀρχὰς στὴν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων βλέπουμε ὅτι ὑπάρχουν τρεὶς τρόποι ἑνώσεως ποῦ διαφέρουν μεταξύ τους. Πρόκειται γιὰ τὴν κατ’ οὐσίαν ἕνωση ποῦ γίνεται στὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὴν καθ’ ὑπόσταση ἕνωση ποῦ γίνεται στὸν Θεάνθρωπο Χριστό, καὶ στὴν κατ’ ἐνέργεια ἕνωση ποῦ γίνεται στὴν σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς λέγει ὅτι ὅσοι ἄνθρωποι μεταλαμβάνουν τὸ ἅγιον Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ πίνουν τὸ τίμιο Αἷμα Τοῦ «μετέχουσι καὶ κοινωνοὶ θείας φύσεως γίνονται», δηλαδὴ κοινωνοῦν τὴν τεθεωμένη σάρκα τοῦ Χριστοῦ. Τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ ποῦ μεταλαμβάνεται ἀπὸ μᾶς «θεότητι γὰρ καθ’ ὑπόστασιν ἥνωται» καί, κατὰ συνέπειαν, στὸ εὐχαριστιακὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ οἱ δύο φύσεις εἶναι ἑνωμένες «καθ’ ὑπόστασιν ἀδιασπάστως». Ἐμεῖς δὲ ποῦ κοινωνοῦμε, μετέχουμε καὶ τῶν δύο φύσεων «τοῦ σώματος σωματικῶς, τῆς θεότητος πνευματικῶς, μᾶλλον δὲ ἀμφοὶν κατ’ ἄμφω, οὐ καθ’ ὑπόστασιν ταυτιζόμενοι (ὑφιστάμεθα γὰρ πρῶτον καὶ τότε ἑνούμεθα), ἀλλὰ κατὰ συνανάκρασιν τοῦ σώματος καὶ αἵματος».
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς γράφει ὅτι, δοθέντος ὅτι ὑπάρχουν τρεὶς τρόποι ἑνώσεως, ἤτοι οὐσίας, ἐνεργείας καὶ ὑποστάσεως, δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ σκεφθῇ ὅτι εἶναι δυνατὸν ὁ ἄνθρωπος νὰ ἑνωθῇ μὲ τὸν Θεὸ κατ’ οὐσίαν οὔτε μπορεῖ νὰ ἰσχυρισθῇ ὅτι μπορεῖ νὰ ἑνωθῇ μὲ τὸν Θεὸ καθ’ ὑπόσταση, γιατί αὐτὸ ἔγινε μόνον στὸ Θεανθρώπινο Σῶμα καὶ γι’ αὐτὸ καθένας τῶν θεουμένων θεοῦται «κατὰ τὴν θείαν χάριν τε καὶ ἐνέργειαν».
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἀναλύοντας τὸ θέμα τῆς σχέσεως τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, τῆς σχέσεως τῶν δύο φύσεων –θείας καὶ ἀνθρωπίνης– στὸν Χριστό, μὲ τὴν ἐνανθρώπηση, καὶ τῆς σχέσεως τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο, μὲ βάση τὴν πατερικὴ παράδοση, γράφει: «Τρία εὑρίσκονται ἐν τὼ Θεῷ οὐσία, ὑποστάσεις καὶ ἐνέργεια ἡ ἐνέργεια εἶναι ἐξωτέρα, ἡ ὑπόστασις ἐνδοτέρα καὶ ἡ οὐσία ἐνδοτάτη... καὶ τὰ τρία ταῦτα, τρεὶς καθολικὰς σχέσεις ἔλαβεν ἀπ' αἰῶνος ὁ Θεός». Καὶ στὴν συνέχεια ἐξηγεῖ αὐτοὺς τοὺς τρόπους σχέσεως καὶ κοινωνίας τοῦ Θεοῦ. «Ἔλαβεν σχέσιν νὰ κοινωνηθῇ ὁ Πατὴρ κατ’ οὐσίαν μὲ τὸν ὁμοούσιόν του Υἱὸν καὶ μὲ τὸ Πνεῦμα του τὸ ἅγιον». «Ἔλαβε σχέσιν νὰ κοινωνηθῇ καθ’ ὑπόστασιν ὁ Υἱὸς μὲ τὴν ἀνθρωπότητα, δι’ ἥν σχέσιν προέγνω καὶ προώρισε τὴν μετ’ αὐτῆς ἐν χρόνῳ πραγματικὴν ἕνωσιν». «Ἔλαβε σχέσιν ἀπ' αἰῶνος ὁ Θεός... νὰ κοινωνηθῇ κατὰ τὴν ἐνέργειαν μὲ τὰ λοιπὰ κτίσματα, δι’ ἥν σχέσιν προέγνω καὶ προώρισε γενέσθαι πάντα τὰ νοητὰ καὶ αἰσθητὰ κτίσματα. Τὰ γὰρ κτίσματα τῆς ἐνεργείας μόνης καὶ δυνάμεως μετέσχον τοῦ Θεοῦ οὐχὶ δὲ καὶ τῆς ὑποστάσεως ἢ τῆς οὐσίας καὶ φύσεως, ὡς ἐν τῇ θεία δυνάμει καὶ ἐνεργεία τὸ εἶναι λαβόντα. Τούτων οὕτω προεγνωσμένων, ἐπεὶ ἐνδοτέρα τῆς ἐνεργείας ἐστὶν ἡ ὑπόστασις, ἐνδοτέρα ἄρα καὶ ἡ κατὰ τὴν ὑπόστασιν σχέσις τῆς κατ’ ἐνέργειαν σχέσεως».
Ἑπομένως, ὑπάρχουν τρεὶς τρόποι ἑνώσεως, ἡ κατ’ οὐσίαν, ποῦ γίνεται στὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἡ καθ’ ὑπόστασιν, ποῦ ἔγινε στὴν ὑπόσταση τοῦ Λόγου μετὰ τὴν ἐνανθρώπηση, καὶ ἡ κατ’ ἐνέργεια, δηλαδὴ ἡ ἕνωση τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο.
Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ φράση «κοινωνία προσώπων» δὲν ἰσχύει σὲ καμμιὰ ἀπὸ τὶς τρεὶς αὐτὲς ἑνώσεις, γι’ αὐτὸ καὶ προανέφερα ὅτι εἶναι ἀντορθόδοξη μιὰ τέτοια ἔκφραση, πρᾶγμα ποῦ ἀλλοιώνει τὴν ὀρθόδοξη θεολογία, καὶ κακῶς ἀναφέρεται ἀπὸ πολλοὺς θεολογοῦντες καὶ μὴ στὶς ἡμέρες μας.
Ἐν πρώτοις, «κοινωνίᾳ προσώπων» δὲν ὑπάρχει στὸν Τριαδικὸ Θεό, ἀφοῦ ἡ σχέση τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι κατ’ οὐσίαν καὶ ὄχι καθ' ὑπόστασιν. Στὸν Τριαδικὸ Θεὸ ὑπάρχουν κοινὰ καὶ ἀκοινώνητα, δηλαδὴ κοινὰ εἶναι ἡ οὐσία καὶ ἡ ἐνέργεια, καὶ ἀκοινώνητα εἶναι οἱ τρόποι ὑπάρξεως, τὰ συμβεβηκότα. Τὰ τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος ἔχουν τὴν ἴδια οὐσία καὶ τὴν ἴδια ἐνέργεια, ἀλλὰ ἰδιαίτερα ὑποστατικὰ ἰδιώματα, ἀφοῦ τὸ ὑποστατικὸ ἰδίωμα τοῦ Πατρὸς εἶναι τὸ ἀγέννητο, τοῦ Υἱοῦ τὸ γεννητό, καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τὸ ἐκπορευτό. Δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξη σύγχυση τῶν ὑποστατικῶν ἰδιωμάτων στὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἔτσι, στὸν Τριαδικὸ Θεὸ ὑπάρχει κοινωνία φύσεως καὶ ὄχι κοινωνία προσώπων. Ὁ Πατὴρ κοινωνεῖ τὴν οὐσία Τοῦ στὸν Υἱὸ διὰ τῆς γεννήσεως καὶ κοινωνεῖ τὴν οὐσία Τοῦ στὸ Ἅγιον Πνεῦμα διὰ τῆς ἐκπορεύσεως.
Τὰ κοινὰ καὶ ἀκοινώνητα στὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος ἀποκλείουν τὸ νὰ ὑπάρχη «κοινωνία προσώπων» στὸν Τριαδικὸ Θεό, ἀφοῦ μιὰ τέτοια θεώρηση καταστρέφει τὰ ἀκοινώνητα. Ὅταν μερικοὶ ἰσχυρίζωνται ὅτι ὑπάρχει κοινωνία προσώπων στὸν Τριαδικὸ Θεό, τότε οὐσιαστικὰ θεωροῦν ὅτι δὲν ὑπάρχουν ἀκοινώνητα ὑποστατικὰ ἰδιώματα στὸν Θεὸ καί, κατὰ συνέπειαν, δημιουργεῖται σύγχυση στὰ ὑποστατικὰ ἰδιώματα τῆς ἀγεννησίας, τῆς γεννήσεως καὶ τῆς ἐκπορεύσεως. Αὐτὸ εἶναι βλάσφημο καὶ κακόδοξο. Ἑπομένως, ἀφοῦ στὸν Τριαδικὸ Θεὸ τὰ ὑποστατικὰ ἰδιώματα εἶναι ἀκοινώνητα, γι’ αὐτὸ δὲν μποροῦμε νὰ ὁμιλοῦμε γιὰ κοινωνία προσώπων στὸν Τριαδικὸ Θεό, ἀλλὰ γιὰ κοινωνία φύσεως. Ἡ ἑνότητα τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος ὀφείλεται στὴν μοναρχία τοῦ Πατρός, ποῦ γεννὰ καὶ ἐκπορεύει, καὶ στὴν κοινὴ φύση-οὐσία.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς κάνει λόγο γιὰ τὸ ὅτι οἱ τριαδικὲς ὑποστάσεις εἶναι ἀδιάστατες, δὲν ἀπομακρύνονται ἡ μία ἀπὸ τὴν ἄλλη καὶ «ἀνεκφοίτητοι εἰσὶν ἀσύγχυτον ἔχουσαι τὴν ἐν ἀλλήλοις περιχώρησιν, οὐχ ὥστε συναλείφεσθαι ἢ συγχεῖσθαι, ἀλλὰ ὥστε ἔχεσθαι ἀλλήλων». Ὑπάρχει ἑνότητα μεταξὺ τῶν τριῶν ὑποστάσεων, λόγῳ τῆς κοινῆς φύσεως καὶ οὐσίας, ἀλλὰ καὶ λόγῳ τοῦ ὅτι ὁ Υἱὸς γεννᾶται ἀπὸ τὸν Πατέρα πρὸ πάντων τῶν αἰώνων, καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ πέμπεται διὰ τοῦ Υἱοῦ πρὸ πάντων τῶν αἰώνων, ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει «κοινωνία προσώπων».
Πάντως, οἱ Πατέρες κάνουν λόγο γιὰ κοινωνία φύσεως καὶ γιὰ ἀλληλοενοίκηση καὶ ἀλληλοπεριχώρηση μεταξὺ τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, χωρὶς ὅμως νὰ γίνεται κάποια συναίρεση ἢ ἀνάμειξη ἑτεροκλήτων στοιχείων ἢ σύγχυση. Ἔτσι, ὁ Υἱὸς εἶναι στὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, καὶ τὸ Πνεῦμα εἶναι στὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό, καὶ ὁ Πατὴρ εἶναι στὸν Υἱὸ καὶ τὸ Πνεῦμα «μηδεμιᾶς γινομένης συναλοιφὴς ἢ συμφύρσεως ἢ συγχύσεως». Ὅμως, στὸν Θεὸ ὑπάρχει «τὸ ἕν καὶ τὸ ταυτὸν τῆς κινήσεως», δηλαδὴ τῆς ἐνεργείας, ἕνα εἶναι τὸ «ἔξαλμα», δηλαδὴ ἡ ἔξαρση, καὶ μία εἶναι ἡ κίνηση τῶν τριῶν θείων ὑποστάσεων «ὅπερ ἐπὶ τῆς κτιστῆς φύσεως θεωρηθῆναι ἀδύνατον». Αὐτὸ ποῦ συμβαίνει στὸν Τριαδικὸ Θεὸ δὲν μπορεῖ νὰ συμβῇ στὴν κτιστὴ φύση.
Καὶ αὐτὴ ἡ θεία ἔλλαμψη καὶ ἐνέργεια, ἐνῷ εἶναι μία καὶ ἁπλὴ καὶ ἀμερὴς «καὶ ἀγαθοειδῶς ἐν τοὶς μεριστοὶς ποικιλομένη καὶ τούτοις πᾶσι τὰ τῆς οἰκείας φύσεως συστατικὰ νέμουσα μένει ἁπλή, πληθυνομένη μὲν ἐν μεριστοὶς ἀμερίστως καὶ τὰ μεριστὰ πρὸς τὴν ἑαυτῆς ἁπλότητα συνάγουσα καὶ ἐπιστρέφουσα».
Ἑπομένως, στὸν Τριαδικὸ Θεὸ δὲν ὑπάρχει «κοινωνία προσώπων», ἀλλὰ ἀλληλοενοίκηση καὶ ἀλληλοπεριχώριση τῶν προσώπων, ἀφοῦ στὶς θεῖες ὑποστάσεις ὑπάρχουν κοινὰ καὶ ἀκοινώνητα. Ὁπότε, ὅταν χρησιμοποιεῖται ἡ φράση «κοινωνία προσώπων», καταργεῖται ἡ διαφορὰ τῶν ὑποστατικῶν ἰδιωμάτων καὶ δημιουργεῖται σύγχυση στὸ Τριαδικὸ δόγμα.
Ἔπειτα, «κοινωνία προσώπων» δὲν ὑπάρχει στὸν Θεάνθρωπο Χριστό, ἀφοῦ στὸν Χριστὸ δὲν ἑνώθηκαν δύο πρόσωπα, τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ἑνώθηκαν οἱ δύο φύσεις –θεῖα καὶ ἀνθρώπινη– σὲ μιὰ ὑπόσταση, καθὼς ἐπίσης ὁ Λόγος εἶναι ὑπόσταση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Ὁπότε, δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε λόγο γιὰ «κοινωνία προσώπων» στὸν Θεάνθρωπο Χριστό, ἀλλὰ γιὰ «καθ’ ὑπόστασιν ἕνωσιν».
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ἀναφερόμενος σὲ αὐτὸ τὸ θέμα γράφει ὅτι στὸν Χριστὸ ἡ ἕνωση ἔγινε «ἐκ δύο φύσεων τελείων, θείας τε καὶ ἀνθρωπίνης... οὐ κατὰ φυρμὸν ἢ σύγχυσιν ἢ ἀνάκρασιν», ὅπως ἔλεγαν «ὁ θεήλατος Διόσκορος Σευῆρος τε καὶ ἡ τούτων ἐναγὴς συμμορία». Οὔτε μποροῦμε νὰ ὁμιλοῦμε γιὰ ἕνωση «προσωπικὴν ἢ σχετικὴν ἢ κατ’ ἀξίαν ἢ ταυτοβουλίαν ἢ ὁμοτιμίαν ἢ ὀμωνυμίαν ἢ εὐδοκίαν», ὅπως ἔλεγαν «ὁ θεοστυγὴς Νεστόριος, Διόδωρός τε καὶ ὁ Μομψουεστίας Θεόδωρος καὶ ἡ τούτων δαιμονιώδης ὁμήγυρις». Στὸν Χριστὸ ἑνώθηκαν οἱ δύο φύσεις -θεῖα καὶ ἀνθρωπίνη- «ἀτρέπτως καὶ ἀσυγχύτως καὶ ἀναλλοιώτως καὶ ἀδιαιρέτως καὶ ἀδιασπάστως» σὲ μιὰ ὑπόσταση καὶ εἶναι ἑνωμένες οἱ δύο φύσεις «ἐν τῇ μιὰ συνθέτω ὑποστάσει». Ἑνώθηκαν δὲ οἱ δύο φύσεις πραγματικὰ καὶ ὄχι φανταστικὰ στὴν μία ὑπόσταση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ διατηρεῖται καὶ ἡ διαφορὰ τῶν δύο φύσεων. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι «τὸ κτιστὸν μεμένηκε κτιστὸν καὶ τὸ ἄκτιστον ἄκτιστον, καὶ τὸ θνητὸν ἔμεινε θνητὸν καὶ ἀθάνατον τὸ ἀθάνατον καὶ τὸ περιγραπτὸν περιγραπτὸν καὶ τὸ ἀπερίγραπτον ἀπερίγραπτον, τὸ ὁρατὸν ὁρατὸν καὶ τὸ ἀόρατον ἀόρατον».
Ἀκόμη «κοινωνία προσώπων» δὲν ὑπάρχει στὸν ἄνθρωπο. Ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, ὅπως εἴδαμε προηγουμένως, εἶναι κατ’ ἐνέργεια καὶ ὄχι κατ’ οὐσία καὶ καθ’ ὑπόσταση. Ὁ ἀνθρωπος κοινωνεῖ τῆς οὐσιοποιοῦ, ζωοποιοῦ, σοφοποιοῦ καὶ θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Ὁ θεούμενος ἄνθρωπος, ὅταν βλέπη τὸν Θεό, μετέχει τῆς θεοποιοῦ ἐνεργείας Τοῦ. Οἱ τρεὶς Μαθητὲς στὸ ὅρος Θαβὼρ μετεῖχαν τῆς θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, ἐν «προσώπῳ» Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐνυπόστατη, ὅπως προαναφέρθηκε. Σὲ ὅλα τὰ πατερικὰ κείμενα γίνεται λόγος γιὰ τὴν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, τῆς ὁποίας κοινωνεῖ ὁ ἄνθρωπος. Ὁ θεόπτης μετέχει τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ.
Ἀλλὰ καὶ σὲ ἀνθρώπινο ἐπίπεδο δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε λόγο γιὰ «κοινωνία προσώπων», γιατί, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει «κοινωνία προσώπων» στὸν Τριαδικὸ Θεό, πολὺ περισσότερο δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχη «κοινωνία προσώπων» στὸν ἄνθρωπο. Ὁ Θεόδωρος, Ἐπίσκοπος Ραϊθοῦ, κάνοντας λόγο γιὰ τὸ πρόσωπο–υπόσταση, χρησιμοποιεῖ παραδείγματα ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Γράφει ὅτι «ὁμοῦ πάντες οἱ ἄνθρωποι κοινὸν ἔχουσι τὸ εἶναι», ἀλλὰ ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς ἔχουμε ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα, ποῦ μᾶς διακρίνουν ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ὅπως τὴν πατρίδα, τὸ γένος, τὸ ὄνομα, τὸ ἐπάγγελμα, τὶς πράξεις, τὰ πάθη καὶ τὰ παρόμοια, τὰ ὁποία ὀνομάζονται συμβεβηκότα καὶ τὰ ὁποία ξεχωρίζουν τὸν καθένα ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Καί, ἀναφέροντας τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, ὀνοματίζει τὰ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα ποῦ τὸν διακρίνουν ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ὡς πρὸς τὴν καταγωγὴ καὶ τὸν τρόπο τῆς ἀποστολικῆς του δράσεως. Στοὺς ἀνθρώπους δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξη καὶ ἀλληλοενοίκηση καὶ ἀλληλοπεριχώρηση τῶν προσώπων, ὅπως στὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, γιατί τὸ σῶμα στὸν ἄνθρωπο δημιουργεῖ ἄλλες καταστάσεις.
Βεβαίως, ὑπάρχει ἡ ἀγάπη μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ ἐννοηθῇ ὡς «κοινωνία προσώπων» οὔτε κὰν ὡς ἀλληλοενοίκηση τῶν προσώπων, ἀλλὰ πρόκειται γιὰ μιὰ συναισθηματικὴ ἢ ἀκόμη καὶ πνευματικὴ ἀγάπη, ἡ ὁποία γίνεται ἐν Χριστῷ καὶ ἡ ὁποία δέχεται ποικιλότροπες ἀλλοιώσεις, λόγῳ τῶν σωματικῶν καὶ ψυχικῶν παθῶν.
Τὸ συμπέρασμα εἶναι ὅτι μποροῦμε νὰ ὁμιλοῦμε γιὰ πρόσωπα στὸν Τριαδικὸ Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο, κατὰ τρόπο θεολογικό, ἀλλὰ δὲν μποροῦμε νὰ χρησιμοποιοῦμε τὴν φράση «κοινωνία προσώπων» οὔτε γιὰ τὸν Θεό, οὔτε γιὰ τὸν Θεάνθρωπο Χριστό, οὔτε γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Νομίζω ὅτι αὐτὴ ἡ φράση «κοινωνία προσώπων» πρέπει νὰ ἀποβληθῇ ἀπὸ τὸ λεξιλόγιο τῶν θεολόγων καὶ τῶν θεολογούντων.–
- Προβολές: 3561