Πρόσωπα καί «κοινωνία προσώπων»
Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
Στήν εποχή μας γίνεται πολύς λόγος γιά τό πρόσωπο, ότι ο Θεός είναι πρόσωπο καί ο άνθρωπος είναι πρόσωπο, καί από αυτό εξάγονται πολλές συνέπειες γιά τήν κοινωνική καί εκκλησιαστική ζωή. Πολλές φορές έχω ασχοληθή μέ αυτό τό θέμα ως πρός τόν Θεό καί ως πρός τόν άνθρωπο καί έχουν δημοσιευθή διάφορα κείμενά μου, στά οποία αναπτύσσω κάθε φορά διάφορες πτυχές τού σοβαρού αυτού θέματος, από βιβλικοπατερικής πλευράς.
Συγχρόνως, όμως, στήν εποχή μας γίνεται λόγος καί γιά τήν «κοινωνία προσώπων», ότι δηλαδή μεταξύ τών προσώπων υπάρχει κοινωνία καί από αυτήν τήν έννοια εξάγονται μερικές συνέπειες γιά τήν κοινωνική καί εκκλησιαστική ζωή. Συχνά ακούμε νά λέγεται ότι η αγάπη είναι «κοινωνία προσώπων», ότι πρέπει νά αναπτύξουμε μεταξύ μας τήν «κοινωνία τών προσώπων», ότι η Εκκλησία είναι «κοινωνία προσώπων».
Μέ τό άρθρο αυτό θά υποστηρίξω τήν πατερική άποψη ότι η διδασκαλία περί προσώπου στόν άνθρωπο έχει στηρίγματα στήν Αγία Γραφή καί τήν πατερική παράδοση, αλλά η φράση «κοινωνία προσώπων» δέν ευσταθεί από πατερικής πλευράς.
1. Η θεολογία τού προσώπου
Έχω αναλύσει στό παρελθόν ότι οι άγιοι Πατέρες γιά νά αντιμετωπίσουν τούς αιρετικούς τής εποχής τους ανέπτυξαν τήν θεολογία τού προσώπου στόν Τριαδικό Θεό, είπαν δηλαδή ότι ο Θεός είναι Τριαδικός, Πατήρ, Υιός καί Άγιον Πνεύμα, ότι κάνουμε λόγο γιά τά τρία πρόσωπα τής Αγίας Τριάδος. Ο Μ. Βασίλειος γιά νά αντιμετωπίση τήν αίρεση τού Ευνομίου, ο οποίος μιλούσε γιά τά πρόσωπα ωσάν νά ήταν προσωπεία, ανέπτυξε περισσότερο τόν όρο πρόσωπο, ταύτισε τό πρόσωπο μέ τήν υπόσταση, καί τήν ουσία μέ τήν φύση καί έτσι διατυπώθηκε τό δόγμα τής Αγίας Τριάδος στίς ανάγκες τής εποχής εκείνης γιά νά διαφυλαχθή η αποκαλυπτική αλήθεια από τήν παραχάραξή της. Οπότε, στόν Θεό, λέμε ότι υπάρχει κοινή ουσία-φύση-ενέργεια καί ιδιαίτερα πρόσωπα-υποστάσεις.
Όταν οι Πατέρες κάνουν λόγο γιά πρόσωπο στόν Θεό, πού τό ταυτίζουν μέ τήν υπόσταση, τό ορίζουν ως ουσία μετά τών ιδιωμάτων ή συμβεβηκότων. Σέ αυτό αναφέρονται οι Καππαδόκες Πατέρες, ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, αλλά εδώ θά περιορίσω τόν λόγο στόν άγιο Ιωάννη τόν Δαμασκηνό, ο οποίος κωδικοποίησε όλη τήν προγενέστερη πατερική παράδοση.
Κατά τόν άγιο Ιωάννη τόν Δαμασκηνό «κοινόν η ουσία, μερικόν η υπόστασις». Βεβαίως, όταν λέγη ότι η υπόσταση είναι μερικό δέν τό εννοεί από τήν άποψη ότι έχει μέρος τής φύσεως, αλλά είναι μερικό ως πρός τόν αριθμό, γιατί οι υποστάσεις διαφέρουν ως πρός τόν αριθμό καί όχι ως πρός τήν φύση. Σέ κάθε μιά από τίς ομοειδείς υποστάσεις «τελεία η ουσία εστί». Έτσι, οι Πατέρες ορίζουν τήν υπόσταση ως «ουσίαν μετά συμβεμβηκότων», «ώστε τό κοινόν μετά τού ιδιάζοντος έχει η υπόστασις».
Αυτό σημαίνει ότι τά πρόσωπα τής Αγίας Τριάδος έχουν κοινή ουσία καί ενέργεια, γι' αυτό καί κοινή είναι η ενέργεια τών προσώπων τής Αγίας Τριάδος, αλλά έχουν ιδιαίτερες υποστάσεις. Ο Πατήρ είναι Πατήρ καί όχι Υιός καί Πνεύμα, ο Υιός είναι Υιός καί όχι Πατήρ καί Πνεύμα, καί τό Πνεύμα είναι Πνεύμα καί όχι Πατήρ καί Υιός. Κάθε πρόσωπο τής Αγίας Τριάδος έχει τό προσωπικό ιδίωμα, τόν τρόπο υπάρξεώς του. Έτσι, ο τρόπος μέ τόν οποίο υπάρχει ο Πατήρ είναι η αγεννησία, οπότε τό υποστατικό του ιδίωμα είναι τό αγέννητο. Ο τρόπος μέ τόν οποίο υπάρχει ο Υιός είναι η γέννηση, καί τό υποστατικό του ιδίωμα είναι τό γεννητό. Καί ο τρόπος υπάρξεως τού Αγίου Πνεύματος είναι η εκπόρευση, καί τό υποστατικό του ιδίωμα είναι τό εκπορευτό.
Η Χάρη καί ενέργεια τού Τριαδικού Θεού συνδέεται μέ τήν φύση-ουσία, γιατί κοινή είναι η ενέργεια τού Τριαδικού Θεού, η οποία όμως χαρακτηρίζεται ως ενυπόστατη, γιατί προχέεται στήν κτίση διά τών προσώπων. Άλλωστε, η ενέργεια, κατά τόν άγιο Ιωάννη τόν Δαμασκηνό, είναι η ουσιώδης κίνηση τής φύσεως, δηλαδή τό ενεργητικό είναι η φύση, αλλά ο ενεργών είναι τό πρόσωπο, αφού η ουσία καί η ενέργεια δέν είναι ανυπόστατα.
Οι Πατέρες τής Εκκλησίας απέδωσαν τόν όρο πρόσωπο-υπόσταση καί στόν άνθρωπο, μέ τήν διαφορά όμως ότι ο Θεός είναι άκτιστος, ενώ ο άνθρωπος είναι κτιστός, καθώς επίσης ο άνθρωπος είναι κατ’ εικόνα καί καθ' ομοίωση τού Θεού, αλλά είναι κατ’ εικόνα τού Λόγου, τού Δευτέρου Προσώπου τής Αγίας Τριάδος. Άλλωστε, κατά τήν διδασκαλία τού Αποστόλου Παύλου καί τών Πατέρων, ο Λόγος, τό Δεύτερο Πρόσωπο τής Αγίας Τριάδος είναι εικών τού Πατρός, ενώ ο άνθρωπος είναι κατ’ εικόνα τού Λόγου, πού σημαίνει ότι ο άνθρωπος είναι εικών τής εικόνος.
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, αναλύοντας τήν έννοια τού προσώπου-υποστάσεως, τό αποδίδει καί στόν άνθρωπο. Γράφει: «Ο Πέτρος καί Παύλος καί Ιωάννης καί οι λοιποί άνθρωποι, υποστάσεις καί πρόσωπα καί άτομα λέγονται». Επίσης, μιλώντας γιά τά πρόσωπα - τίς υποστάσεις καί τά άτομα χρησιμοποιεί παραδείγματα από τούς ανθρώπους, αλλά τά αποδίδει καί στούς ανθρώπους. Γράφει ότι οι Πατέρες ταύτισαν τίς έννοιες υπόσταση, πρόσωπο καί άτομο. «Οι δέ άγιοι Πατέρες υπόστασιν καί άτομον καί πρόσωπον τό αυτό εκάλεσαν». Καί εξηγεί στήν συνέχεια ότι υπόσταση είναι αυτό πού υφίσταται από τήν ουσία καί τά συμβεβηκότα καθεαυτό καί διαφέρει ως πρός τόν αριθμό, «ου γάρ εστιν ο Πετρος καί ο Παύλος είς, αλλά δύο». Έτσι, ο Πέτρος καί ο Παύλος είναι ένας ως πρός τήν φύση, γιατί καί οι δύο έχουν τήν ίδια φύση, αλλά είναι διαφορετικοί ως πρός τίς υποστάσεις.
Σέ άλλο σημείο, ερμηνεύοντας τήν έννοια τού ενυποστάτου λέγει ότι ο όρος αυτός άλλοτε σημαίνει τό όν καί άλλοτε σημαίνει τό άτομο, αλλά ειδικότερα τό ενυπόστατο σημαίνει ή τό ειδικώτατο είδος, επειδή δέν θεωρείται καθ’ εαυτό, αλλά μέσα στίς υποστάσεις ή αυτό πού συντίθεται μέ κάτι άλλο διαφορετικό στήν ουσία γιά νά αποτελέση τό όλο. Στήν πρώτη περίπτωση τό ενυπόστατο δηλώνει τήν Χάρη τού Θεού πού προέρχεται από τήν φύση, διά τού προσώπου, στήν δεύτερη περίπτωση εννοείται η ψυχή καί τό σώμα πού αποτελούν τόν άνθρωπο. Έτσι, «ούτε η ψυχή λέγεται υπόστασις ούτε τό σώμα, αλλ’ ενυπόστατα, ότι ουδέποτε υπέστη τό έν πρό τού ετέρου ουδέ εκτός τού ετέρου, τό δέ εξ αμφοτέρων αποτελούμενον υπόστασις αμφοτέρων εστιν». Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος είναι υπόσταση-πρόσωπο, αλλά η ψυχή καί τό σώμα λέγονται ενυπόστατα, καί όχι υποστάσεις, γιατί κανένα από τά δύο δέν απετέλεσε υπόσταση πρίν τό άλλο, ούτε δίχως τό άλλο. Μιλώντας δέ γιά τόν Θεάνθρωπο Χριστό λέγει ότι καί η σάρκα τού Κυρίου δέν λέγεται υπόσταση, αλλά ενυπόστατη, γιατί ποτέ δέν ήταν υπόσταση καθ’ εαυτήν, αλλά υπήρξε στήν υπόσταση τού Λόγου «καί αυτήν έσχεν καί έχει υπόστασιν».
Εκείνο πού πρέπει νά κατανοηθή είναι ότι οι όροι υπόσταση-πρόσωπο καί ενυπόστατο οι Πατέρες τά αποδίδουν στόν Τριαδικό Θεό, αλλά κατ’ επέκταση καί στόν άνθρωπο, μέ τίς απαραίτητες θεολογικές προϋποθέσεις. Σέ άλλο κείμενό μου ανέφερα διεξοδικώς ότι τόν όρο υπόσταση τόν συναντάμε στήν Αγία Γραφή, ανεπτυγμένο δέ περισσότερο τόν συναντάμε στούς αγίους Πατέρας, χρησιμοποίησα δέ χωρία τού αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά, ώστε νά μήν αμφισβητηθή αυτό τό γεγονός. Δέν τό κάνω τώρα γιά οικονομία χρόνου, αλλά είμαι έτοιμος νά προσκομίσω πολλά τέτοια χωρία, ώστε νά μήν υπάρξη αμφιβολία.
Απλώς θά ήθελα νά παραθέσω ένα σημαντικό χωρίο τού αγίου Ιωάννου τού Δαμασκηνού, ο οποίος, αναφερόμενος στήν ουσία καί τίς υποστάσεις, τά αποδίδει καί στόν Θεό καί στόν άνθρωπο. Γράφει ότι η ουσία σημαίνει τό κοινό καί περιεκτικό είδος τών ομοειδών υποστάσεων «οίον Θεός, άνθρωπος», η δέ υπόσταση δηλώνει τό άτομο «ήτοι Πατέρα, Υιόν, Πνεύμα Άγιον, Πέτρον, Παύλον». Τό χωρίο αυτό είναι καταλυτικό καί δείχνει ότι πρόσωπο-υπόσταση λέγονται καί ο Θεός καί ο άνθρωπος.
2. Η «Κοινωνία τών προσώπων»
Ενώ η λέξη πρόσωπο αποδίδεται καί στόν Θεό καί στόν άνθρωπο, καί είναι αποδεκτό από τούς Πατέρας τής Εκκλησίας, η φράση «κοινωνία προσώπων» δέν είναι πατερική.
Κατ’ αρχάς στήν διδασκαλία τών αγίων Πατέρων βλέπουμε ότι υπάρχουν τρείς τρόποι ενώσεως πού διαφέρουν μεταξύ τους. Πρόκειται γιά τήν κατ’ ουσίαν ένωση πού γίνεται στά πρόσωπα τής Αγίας Τριάδος, τήν καθ’ υπόσταση ένωση πού γίνεται στόν Θεάνθρωπο Χριστό, καί στήν κατ’ ενέργεια ένωση πού γίνεται στήν σχέση τού ανθρώπου μέ τόν Θεό.
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγει ότι όσοι άνθρωποι μεταλαμβάνουν τό άγιον Σώμα τού Χριστού καί πίνουν τό τίμιο Αίμα Του «μετέχουσι καί κοινωνοί θείας φύσεως γίνονται», δηλαδή κοινωνούν τήν τεθεωμένη σάρκα τού Χριστού. Τό σώμα τού Χριστού πού μεταλαμβάνεται από μάς «θεότητι γάρ καθ’ υπόστασιν ήνωται» καί, κατά συνέπειαν, στό ευχαριστιακό Σώμα τού Χριστού οι δύο φύσεις είναι ενωμένες «καθ’ υπόστασιν αδιασπάστως». Εμείς δέ πού κοινωνούμε, μετέχουμε καί τών δύο φύσεων «τού σώματος σωματικώς, τής θεότητος πνευματικώς, μάλλον δέ αμφοίν κατ’ άμφω, ου καθ’ υπόστασιν ταυτιζόμενοι (υφιστάμεθα γάρ πρώτον καί τότε ενούμεθα), αλλά κατά συνανάκρασιν τού σώματος καί αίματος».
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς γράφει ότι, δοθέντος ότι υπάρχουν τρείς τρόποι ενώσεως, ήτοι ουσίας, ενεργείας καί υποστάσεως, δέν μπορεί κανείς νά σκεφθή ότι είναι δυνατόν ο άνθρωπος νά ενωθή μέ τόν Θεό κατ’ ουσίαν ούτε μπορεί νά ισχυρισθή ότι μπορεί νά ενωθή μέ τόν Θεό καθ’ υπόσταση, γιατί αυτό έγινε μόνον στό Θεανθρώπινο Σώμα καί γι’ αυτό καθένας τών θεουμένων θεούται «κατά τήν θείαν χάριν τε καί ενέργειαν».
Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης αναλύοντας τό θέμα τής σχέσεως τών προσώπων τής Αγίας Τριάδος, τής σχέσεως τών δύο φύσεων –θείας καί ανθρωπίνης– στόν Χριστό, μέ τήν ενανθρώπηση, καί τής σχέσεως τού Θεού μέ τόν άνθρωπο, μέ βάση τήν πατερική παράδοση, γράφει: «Τρία ευρίσκονται εν τώ Θεώ ουσία, υποστάσεις καί ενέργεια η ενέργεια είναι εξωτέρα, η υπόστασις ενδοτέρα καί η ουσία ενδοτάτη… καί τά τρία ταύτα, τρείς καθολικάς σχέσεις έλαβεν απ' αιώνος ο Θεός». Καί στήν συνέχεια εξηγεί αυτούς τούς τρόπους σχέσεως καί κοινωνίας τού Θεού. «Έλαβεν σχέσιν νά κοινωνηθή ο Πατήρ κατ’ ουσίαν μέ τόν ομοούσιόν του Υιόν καί μέ τό Πνεύμα του τό άγιον». «Έλαβε σχέσιν νά κοινωνηθή καθ’ υπόστασιν ο Υιός μέ τήν ανθρωπότητα, δι’ ήν σχέσιν προέγνω καί προώρισε τήν μετ’ αυτής εν χρόνω πραγματικήν ένωσιν». «Έλαβε σχέσιν απ' αιώνος ο Θεός… νά κοινωνηθή κατά τήν ενέργειαν μέ τά λοιπά κτίσματα, δι’ ήν σχέσιν προέγνω καί προώρισε γενέσθαι πάντα τά νοητά καί αισθητά κτίσματα. Τά γάρ κτίσματα τής ενεργείας μόνης καί δυνάμεως μετέσχον τού Θεού ουχί δέ καί τής υποστάσεως ή τής ουσίας καί φύσεως, ως εν τή θεία δυνάμει καί ενεργεία τό είναι λαβόντα. Τούτων ούτω προεγνωσμένων, επεί ενδοτέρα τής ενεργείας εστίν η υπόστασις, ενδοτέρα άρα καί η κατά τήν υπόστασιν σχέσις τής κατ’ ενέργειαν σχέσεως».
Επομένως, υπάρχουν τρείς τρόποι ενώσεως, η κατ’ ουσίαν, πού γίνεται στά πρόσωπα τής Αγίας Τριάδος, η καθ’ υπόστασιν, πού έγινε στήν υπόσταση τού Λόγου μετά τήν ενανθρώπηση, καί η κατ’ ενέργεια, δηλαδή η ένωση τού Θεού μέ τόν άνθρωπο.
Αυτό σημαίνει ότι η φράση «κοινωνία προσώπων» δέν ισχύει σέ καμμιά από τίς τρείς αυτές ενώσεις, γι’ αυτό καί προανέφερα ότι είναι αντορθόδοξη μιά τέτοια έκφραση, πράγμα πού αλλοιώνει τήν ορθόδοξη θεολογία, καί κακώς αναφέρεται από πολλούς θεολογούντες καί μή στίς ημέρες μας.
Εν πρώτοις, «κοινωνία προσώπων» δέν υπάρχει στόν Τριαδικό Θεό, αφού η σχέση τών προσώπων τής Αγίας Τριάδος είναι κατ’ ουσίαν καί όχι καθ' υπόστασιν. Στόν Τριαδικό Θεό υπάρχουν κοινά καί ακοινώνητα, δηλαδή κοινά είναι η ουσία καί η ενέργεια, καί ακοινώνητα είναι οι τρόποι υπάρξεως, τά συμβεβηκότα. Τά τρία Πρόσωπα τής Αγίας Τριάδος έχουν τήν ίδια ουσία καί τήν ίδια ενέργεια, αλλά ιδιαίτερα υποστατικά ιδιώματα, αφού τό υποστατικό ιδίωμα τού Πατρός είναι τό αγέννητο, τού Υιού τό γεννητό, καί τού Αγίου Πνεύματος τό εκπορευτό. Δέν μπορεί νά υπάρξη σύγχυση τών υποστατικών ιδιωμάτων στά πρόσωπα τής Αγίας Τριάδος. Έτσι, στόν Τριαδικό Θεό υπάρχει κοινωνία φύσεως καί όχι κοινωνία προσώπων. Ο Πατήρ κοινωνεί τήν ουσία Του στόν Υιό διά τής γεννήσεως καί κοινωνεί τήν ουσία Του στό Άγιον Πνεύμα διά τής εκπορεύσεως.
Τά κοινά καί ακοινώνητα στά πρόσωπα τής Αγίας Τριάδος αποκλείουν τό νά υπάρχη «κοινωνία προσώπων» στόν Τριαδικό Θεό, αφού μιά τέτοια θεώρηση καταστρέφει τά ακοινώνητα. Όταν μερικοί ισχυρίζωνται ότι υπάρχει κοινωνία προσώπων στόν Τριαδικό Θεό, τότε ουσιαστικά θεωρούν ότι δέν υπάρχουν ακοινώνητα υποστατικά ιδιώματα στόν Θεό καί, κατά συνέπειαν, δημιουργείται σύγχυση στά υποστατικά ιδιώματα τής αγεννησίας, τής γεννήσεως καί τής εκπορεύσεως. Αυτό είναι βλάσφημο καί κακόδοξο. Επομένως, αφού στόν Τριαδικό Θεό τά υποστατικά ιδιώματα είναι ακοινώνητα, γι’ αυτό δέν μπορούμε νά ομιλούμε γιά κοινωνία προσώπων στόν Τριαδικό Θεό, αλλά γιά κοινωνία φύσεως. Η ενότητα τών προσώπων τής Αγίας Τριάδος οφείλεται στήν μοναρχία τού Πατρός, πού γεννά καί εκπορεύει, καί στήν κοινή φύση-ουσία.
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός κάνει λόγο γιά τό ότι οι τριαδικές υποστάσεις είναι αδιάστατες, δέν απομακρύνονται η μία από τήν άλλη καί «ανεκφοίτητοι εισίν ασύγχυτον έχουσαι τήν εν αλλήλοις περιχώρησιν, ουχ ώστε συναλείφεσθαι ή συγχείσθαι, αλλά ώστε έχεσθαι αλλήλων». Υπάρχει ενότητα μεταξύ τών τριών υποστάσεων, λόγω τής κοινής φύσεως καί ουσίας, αλλά καί λόγω τού ότι ο Υιός γεννάται από τόν Πατέρα πρό πάντων τών αιώνων, καί τό Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται από τόν Πατέρα καί πέμπεται διά τού Υιού πρό πάντων τών αιώνων, αλλά δέν υπάρχει «κοινωνία προσώπων».
Πάντως, οι Πατέρες κάνουν λόγο γιά κοινωνία φύσεως καί γιά αλληλοενοίκηση καί αλληλοπεριχώρηση μεταξύ τών προσώπων τής Αγίας Τριάδος, χωρίς όμως νά γίνεται κάποια συναίρεση ή ανάμειξη ετεροκλήτων στοιχείων ή σύγχυση. Έτσι, ο Υιός είναι στόν Πατέρα καί τό Άγιον Πνεύμα, καί τό Πνεύμα είναι στόν Πατέρα καί τόν Υιό, καί ο Πατήρ είναι στόν Υιό καί τό Πνεύμα «μηδεμιάς γινομένης συναλοιφής ή συμφύρσεως ή συγχύσεως». Όμως, στόν Θεό υπάρχει «τό έν καί τό ταυτόν τής κινήσεως», δηλαδή τής ενεργείας, ένα είναι τό «έξαλμα», δηλαδή η έξαρση, καί μία είναι η κίνηση τών τριών θείων υποστάσεων «όπερ επί τής κτιστής φύσεως θεωρηθήναι αδύνατον». Αυτό πού συμβαίνει στόν Τριαδικό Θεό δέν μπορεί νά συμβή στήν κτιστή φύση.
Καί αυτή η θεία έλλαμψη καί ενέργεια, ενώ είναι μία καί απλή καί αμερής «καί αγαθοειδώς εν τοίς μεριστοίς ποικιλομένη καί τούτοις πάσι τά τής οικείας φύσεως συστατικά νέμουσα μένει απλή, πληθυνομένη μέν εν μεριστοίς αμερίστως καί τά μεριστά πρός τήν εαυτής απλότητα συνάγουσα καί επιστρέφουσα».
Επομένως, στόν Τριαδικό Θεό δέν υπάρχει «κοινωνία προσώπων», αλλά αλληλοενοίκηση καί αλληλοπεριχώριση τών προσώπων, αφού στίς θείες υποστάσεις υπάρχουν κοινά καί ακοινώνητα. Οπότε, όταν χρησιμοποιείται η φράση «κοινωνία προσώπων», καταργείται η διαφορά τών υποστατικών ιδιωμάτων καί δημιουργείται σύγχυση στό Τριαδικό δόγμα.
Έπειτα, «κοινωνία προσώπων» δέν υπάρχει στόν Θεάνθρωπο Χριστό, αφού στόν Χριστό δέν ενώθηκαν δύο πρόσωπα, τού Θεού καί τού ανθρώπου, αλλά ενώθηκαν οι δύο φύσεις –θεία καί ανθρώπινη– σέ μιά υπόσταση, καθώς επίσης ο Λόγος είναι υπόσταση τής ανθρωπίνης φύσεως. Οπότε, δέν μπορούμε νά κάνουμε λόγο γιά «κοινωνία προσώπων» στόν Θεάνθρωπο Χριστό, αλλά γιά «καθ’ υπόστασιν ένωσιν».
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός αναφερόμενος σέ αυτό τό θέμα γράφει ότι στόν Χριστό η ένωση έγινε «εκ δύο φύσεων τελείων, θείας τε καί ανθρωπίνης… ου κατά φυρμόν ή σύγχυσιν ή ανάκρασιν», όπως έλεγαν «ο θεήλατος Διόσκορος Σευήρος τε καί η τούτων εναγής συμμορία». Ούτε μπορούμε νά ομιλούμε γιά ένωση «προσωπικήν ή σχετικήν ή κατ’ αξίαν ή ταυτοβουλίαν ή ομοτιμίαν ή ομωνυμίαν ή ευδοκίαν», όπως έλεγαν «ο θεοστυγής Νεστόριος, Διόδωρός τε καί ο Μομψουεστίας Θεόδωρος καί η τούτων δαιμονιώδης ομήγυρις». Στόν Χριστό ενώθηκαν οι δύο φύσεις -θεία καί ανθρωπίνη- «ατρέπτως καί ασυγχύτως καί αναλλοιώτως καί αδιαιρέτως καί αδιασπάστως» σέ μιά υπόσταση καί είναι ενωμένες οι δύο φύσεις «εν τή μιά συνθέτω υποστάσει». Ενώθηκαν δέ οι δύο φύσεις πραγματικά καί όχι φανταστικά στήν μία υπόσταση τού Υιού καί Λόγου τού Θεού, αλλά διατηρείται καί η διαφορά τών δύο φύσεων. Αυτό σημαίνει ότι «τό κτιστόν μεμένηκε κτιστόν καί τό άκτιστον άκτιστον, καί τό θνητόν έμεινε θνητόν καί αθάνατον τό αθάνατον καί τό περιγραπτόν περιγραπτόν καί τό απερίγραπτον απερίγραπτον, τό ορατόν ορατόν καί τό αόρατον αόρατον».
Ακόμη «κοινωνία προσώπων» δέν υπάρχει στόν άνθρωπο. Η σχέση τού ανθρώπου μέ τόν Θεό, όπως είδαμε προηγουμένως, είναι κατ’ ενέργεια καί όχι κατ’ ουσία καί καθ’ υπόσταση. Ο ανθρωπος κοινωνεί τής ουσιοποιού, ζωοποιού, σοφοποιού καί θεοποιού ενεργείας τού Θεού. Ο θεούμενος άνθρωπος, όταν βλέπη τόν Θεό, μετέχει τής θεοποιού ενεργείας Του. Οι τρείς Μαθητές στό όρος Θαβώρ μετείχαν τής θεοποιού ενεργείας τού Θεού, εν «προσώπω» Ιησού Χριστού, αφού η ενέργεια τού Θεού είναι ενυπόστατη, όπως προαναφέρθηκε. Σέ όλα τά πατερικά κείμενα γίνεται λόγος γιά τήν άκτιστη ενέργεια τού Θεού, τής οποίας κοινωνεί ο άνθρωπος. Ο θεόπτης μετέχει τής δόξης τού Θεού.
Αλλά καί σέ ανθρώπινο επίπεδο δέν μπορούμε νά κάνουμε λόγο γιά «κοινωνία προσώπων», γιατί, αφού δέν υπάρχει «κοινωνία προσώπων» στόν Τριαδικό Θεό, πολύ περισσότερο δέν μπορεί νά υπάρχη «κοινωνία προσώπων» στόν άνθρωπο. Ο Θεόδωρος, Επίσκοπος Ραϊθού, κάνοντας λόγο γιά τό πρόσωπο–υπόσταση, χρησιμοποιεί παραδείγματα από τόν άνθρωπο. Γράφει ότι «ομού πάντες οι άνθρωποι κοινόν έχουσι τό είναι», αλλά ο καθένας από μάς έχουμε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, πού μάς διακρίνουν από τούς άλλους, όπως τήν πατρίδα, τό γένος, τό όνομα, τό επάγγελμα, τίς πράξεις, τά πάθη καί τά παρόμοια, τά οποία ονομάζονται συμβεβηκότα καί τά οποία ξεχωρίζουν τόν καθένα από τούς άλλους. Καί, αναφέροντας τόν Απόστολο Παύλο, ονοματίζει τά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα πού τόν διακρίνουν από τούς άλλους, ως πρός τήν καταγωγή καί τόν τρόπο τής αποστολικής του δράσεως. Στούς ανθρώπους δέν μπορεί νά υπάρξη καί αλληλοενοίκηση καί αλληλοπεριχώρηση τών προσώπων, όπως στά πρόσωπα τής Αγίας Τριάδος, γιατί τό σώμα στόν άνθρωπο δημιουργεί άλλες καταστάσεις.
Βεβαίως, υπάρχει η αγάπη μεταξύ τών ανθρώπων, αλλά αυτό δέν μπορεί νά εννοηθή ως «κοινωνία προσώπων» ούτε κάν ως αλληλοενοίκηση τών προσώπων, αλλά πρόκειται γιά μιά συναισθηματική ή ακόμη καί πνευματική αγάπη, η οποία γίνεται εν Χριστώ καί η οποία δέχεται ποικιλότροπες αλλοιώσεις, λόγω τών σωματικών καί ψυχικών παθών.
Τό συμπέρασμα είναι ότι μπορούμε νά ομιλούμε γιά πρόσωπα στόν Τριαδικό Θεό καί τόν άνθρωπο, κατά τρόπο θεολογικό, αλλά δέν μπορούμε νά χρησιμοποιούμε τήν φράση «κοινωνία προσώπων» ούτε γιά τόν Θεό, ούτε γιά τόν Θεάνθρωπο Χριστό, ούτε γιά τούς ανθρώπους. Νομίζω ότι αυτή η φράση «κοινωνία προσώπων» πρέπει νά αποβληθή από τό λεξιλόγιο τών θεολόγων καί τών θεολογούντων.–
- Προβολές: 3044