Skip to main content

Τάκης Παπατσώνης

τού Κώστα Παπαδημητρίου

Γεννήθηκε στήν Αθήνα τό 1895 καί έφυγε "πλήρης ημερών" τό 1976 μέ τόν κότινο τού Ακαδημαϊκού. Η γενιά του κρατούσε από το χωριό Ναζήρι Κορινθίας. Μελέτησε τήν γαλλική φιλολογία, σπούδασε νομικά στήν Αθήνα καί οικονομικά στήν Γενεύη. Υπηρέτησε στό Υπουργείο Οικονομικών καί έφτασε στίς ανώτερες θέσεις του. Ταξίδεψε πολύ, πήρε μέρος σέ πολλά επιστημονικά συνέδρια καί μετέφρασε στήν ελληνική γλώσσα έργα ξένων λογοτεχνών. Έγραψε πολλές ταξιδιωτικές εντυπώσεις, διάφορες μελέτες καί δοκίμια πού τά συμπεριέλαβε στό βιβλίο του μέ τίτλο: "Όπου ήν κήπος". Έγραψε επίσης καί άλλους δύο τόμους μέ τίτλο: "Ο τετραπέρατος κόσμος". Τά ποιήματά του είναι συγκεντρωμένα επίσης σέ δύο τόμους μέ τίτλο: "Εκλογαί, Α`, Β`".

Τάκης ΠαπατσώνηςΑφανής οδοιπόρος τής ζωής πού τή διάβηκε μέ οραματισμούς καί αποκαλύψεις, από αυτές πού φανερώνονται σέ μοναχικούς ανθρώπους. Ποτέ δέν υπήρξε φίλος τού θορύβου. Ποτέ δέν πρόβαλε τό εγώ του μέ οίηση. Παρά τίς βιοτικές του ασχολίες, πού τόν έφερναν τακτικά σέ επαφή μέ πολλούς ανθρώπους, η ενδόμυχη φωνή του τόν παρακινούσε πρός τήν απομόνωση.

Σέ ένα μελέτημά του στόν τόμο "Γιά τόν Σεφέρη" γράφει: "Επιμένω ν' αποστρέφομαι τά εγκώμια. Τά εγκώμια τά' βλεπα πραγματικά σάν εκείνες τίς συμπληγάδες πέτρες πού χτυπιούνταν μεταξύ τους καί συντρίβανε όποιον τολμούσε νά περάσει ανάμεσά τους". Καί παρ' όλη τήν ταπεινοφροσύνη πού τόν διέκρινε αυτές τίς συμπληγάδες πέτρες τίς συνάντησε. Τό κατεστημένο στήν ποίηση τής εποχής (Παλαμάς, Σικελιανός κ. ά.) δέν άντεχε νά βρίσκη μπροστά του έναν πρωτοποριακό ποιητή. Καί επειδή μέ τό έργο του, πού είναι καθαρά έργο-βιβλίο τής Ορθοδοξίας, συνειδητά θρησκευόμενος, προσπαθεί νά συνδέση αρμονικά τήν Ορθοδοξία μέ τήν πρό τού Σχίσματος ρωμαιοκαθολική παράδοση, τού προσήψαν τήν κατηγορία ότι ασπάσθηκε τό ρωμαιοκαθολικό δόγμα. Τούτη η κατηγορία είναι φυσικά από εκείνες πού βγαίνουν εύκολα στίς συζητήσεις τών καφενείων. Τήν απορρίπτουν μέ αγανάκτηση βαθυνούστατοι θεολόγοι μας, όπως ο Κ. Τσιρόπουλος, Ν. Χουρδάκης, Ματθαίος Μουντές καί σωρεία άλλων. Ο τελευταίος μάλιστα προσθέτει πώς έλαβε ένα γράμμα από τόν Παπατσώνη. "Μού δήλωνε, γράφει, πώς δέν είναι καθολικός...Ο Παπατσώνης αφού εξυμνεί τό Βυζάντιο καί τό τυπικό τής Ορθοδοξίας, μού δηλώνει πώς η στάση του είναι στάση Χριστιανού πρίν από τό Σχίσμα τών Εκκλησιών". ("Η θεία Δωρεά", περιοδ. Λέξη, σελ. 608).

Ο Παπατσώνης είναι αφοσιωμένος στήν θεϊκότητα καί τήν θρησκευτική λατρεία. Πίστη καί αίνος στόν Θεό μέ απόλυτη συνέπεια. Ταπείνωση καί αγνότητα τών ορθοδόξων νηπτικών κειμένων θυμίζει τό έργο του. Ο Παπατσώνης αναπνέει τήν μνήμη τού Θεού καί γι' αυτό τό έργο του αποπνέει τίς βιωματικές εμπειρίες τού μυστικού θείου έρωτα πού πνέει στόν χώρο τού Θεού.

Από τό κτίσμα στόν Κτίστη

Ο Παπατσώνης μέ πραότητα, αλλά καί βεβαιότητα, επιχειρεί τά μεγάλα. Τόν ελκύουν τά ανηφορίσματα. Τό θρησκευτικό συναίσθημα είναι εκείνο πού προέχει στήν ποίησή του. Η μεταφυσική αγωνία καί η ευλάβεια. Η διάθεσή του είναι ασκητική, μοναστική. Μιά ενδόμυχη φωνή τόν παρακινούσε πρός τήν απομόνωση. Συχνά πυκνά γινόταν εκστασιαζόμενος, πού μέσα στήν έκσταση καί τήν έξαρση ανακάλυπτε τήν βαθύτερη ουσία τού κόσμου. Ξεκινούσε κεντώντας τόν καμβά τού έργου του, έχοντας μπροστά του λογής λογής χρώματα μέ πουλιά καί λουλούδια καί ξαφνικά ανεβαίνει πρός τόν μεταφυσικό τρόμο, πρός τήν ουράνια πολιτεία καί τά θεία μυστήρια. Βλασταίνουν τότε μέσα του τά εύοσμα άνθη τής Ορθοδοξίας σέ λιπαρά χώματα τών νηπτικών κειμένων. Όλος ο φραστικός βυζαντινός πλούτος.

Στήν ποίησή του είναι έκδηλη η αγάπη του γιά τήν ποιότητα τής ζωής καί ο θαυμασμός τής ομορφιάς τής φύσης, τών έργων τού Πλάστη, ουράνια καί επίγεια καί η ευγνωμοσύνη του γι' Αυτόν τόν οδηγούν σέ χαροποιές στιγμές τής ζωής του. Δέν τόν εμποδίζουν εκείνα τά "άχαρα καί τά μαύρα", ώστε νά εξοβελίζουν από μέσα του "τήν πρωΐα τής ευδαιμονίας" πού τού δίνει "τή μνήμη τού Παραδείσου". "Λαλήσω, θά πή ο ίδιος, τοίς εν τή γή τού Θεού τά θαυμάσια" καί έτσι τά ποιήματά του γίνονται μελωδίες πολύτροπης δοξολόγησης.

Βλέπει τά φαινόμενα τού φυσικού κόσμου καί δημιουργείται μέσα του μιά άλλη πραγματικότητα καί τάξη πραγμάτων "ου βλεπομένων" πίσω καί μέσα απ' τά πιό απλά, τά κοινά καί καθημερινά. Εκεί είναι ο χώρος πού υπάρχει τό εκπληκτικό καί ανεξιχνίαστο, πού "συντελείται" μέσα σέ όλα η φανέρωση τού αφανέρωτου. Αυτήν τήν ανίχνευση ή τήν θέαση τού αθεάτου μέσα στά αισθητά επιχειρεί ο Παπατσώνης. Θέλει νά ιδή τό άϋλο μέσα στό υλικό, τό αόρατο μέσα στό ορατό, όχι μέ συμβολική συνάντηση, αλλά μέ ρεαλιστική. Νά συναντήση Εκείνον πού:

"παράτυχε τότε νά βλέπει

σάν μέτοχος κι ο Θεός

κι ενώ όριζεν Εκείνος, οριζόταν...Εκείνον

"πού μάς υπόσχεται συντροφιά

στό θάνατο καί στή ζωή,

τό λάδι τής φροντίδας στόν πόνο..." ("Σταυροδρόμι" Εκλογαί Β`, σελ.178)

Δοξάζει ο ποιητής τά ουράνια μέσα σέ μιάν αποθέωσή τους. Σέ μιά υπεράνθρωπη νυχτερινή ώρα

"νά λάμπει ο ανθός τής Σελήνης,

ενώ τ' αστέρια, πύρινες αγγελικές ρομφαίες,

καί τά πουλιά, πλήθος πουλιά, πλήθος αηδόνια, νά' ναι

σάν τά ιερά Αρμόνια στά βάθη πού μιλάνε

σ' εξαγνισμένες πιά ψυχές, θεολογικά λογάκια

καθαρά σάν τό κρύσταλλο καί, πάλι, σάν πουλάκια

πού η ψυχή πιά νά ελκύεται σέ ιδέες...." (Εκλογαί, τ. Α`, σελ. 59)

Μέ εικόνες πού γεννούν στό πνεύμα του η θέα τών άστρων, τού ήλιου, τής σελήνης δημιούργησε ιδέες γεμάτες από παλμό καί σφρίγος. Τίς έκανε σύμβολα γιά νά εκφράση τά υπαρξιακά καί θρησκευτικά του βιώματα. Μέσω αυτών τών συμβόλων βλέπει "δι' εσόπτρου εν αινίγματι" τό σώμα τού σύμπαντος.

Παρακολουθώντας ο ποιητής τόν ουρανό μιά ολονύχτια επαγρύπνηση ανακάλυπτε μέσα του τήν προστασία τής θεϊκής χάρης. Αυτή τή χάρη, στολισμένη μέ τήν γοητεία τών άστρων τήν τοποθέτησε στόν χώρο τού ουρανού, πού τού έγινε ο πιό αγαπητός καί ο πιό οικείος. Ήταν στραμμένος απάνω του. Δέν τού έκανε καρδιά νά παραμερίση τό βλέμμα του από αυτόν. Από κεί μέ αγωνία περίμενε τήν λύτρωση. Καί συνιστά:

"Μείνε νά ιδής τό πρώτο αστέρι, πόσο ωραία

θά διαδεχτή, σέ ποιόν αναβαθμό,

τό δείλι, καί θ' ανάψουνε ύστερα μαζί,

ένα ένα καί άλλα αστέρια, ώστε νά κρούση

η ευλογημένη ώρα τής φωτοχυσίας,

νά λαμπαδιάσουνε μέ μιάς όλα τά ελέη

επάνω στό στερέωμα τού ουρανού, καί κάτω,

στά βάθη τού είναι μας, οι λάλοι αστερισμοί.." (Β` 94)

....................

Ώ μακαρία νυχτιά μέσα στό χρόνο

ξεμονάχιασμα ψυχών μέσα στή φυλακή

τήν πρώτη τού Όρθρου καί πλουτισμός

τών κρεμάμενων άστρων, λές καί θέλουν,

πρίν σβήσουν σέ αχνές εωθινές, νά δείξουν

πόσες δυνάμεις ξαγρυπνούν γιά μάς..." (Β` 116)

Καί αλλού: "Μείνε καί θά σού αντλήσω μές στά μάκρη

τής άβυσσος τής νύχτας τό φεγγάρι,

μέ κόπο καί μέ μόχτο, νά τό ιδής

νά τού μιλήσης, νά σού μιλήση

γιά αγάπες παραδείσιες κι ευφραντικές.

Ό,τι είναι κόπος τής ψυχής, νά μεταλάβης

τούτο τό πλούτος τής αγίας νυκτός,

αναπαμός θά γίνη, κατασίγαση θά γίνη, δρόσο

θά γίνη καί τό πλήρωμα τών πάντων κι η ξαλάφρωση" (Β` 94)

"Οι απεικονίσεις τουρανού μετουσιωμένες σέ πειθώ

περί τής θείας επιταγής χάνουν παράλληλα

τά επί τής γής τόν χαρακτήρα τής ύλης

τής ίδιας τους τής ύλης..."

("Οι νέες βλαστήσεις")

"Κάποιο μυστήριο συντελείται, όπως

όταν, πρίν ξημερώσει, αϋλώνεται ο τόπος,

η εξοχή μέ τ' αστέρια γίνεται σά νά βουΐζη,

όλα μαύρα ακόμα, πανταχού νά σκοτίζη

αλλά κάποια γλυκάδα παίρνει τώρα η αγρύπνια..."

"Κάτι κρυφό ζυγιάζεται αυτές τίς ώρες στά εσώτατα

τού ανθρώπου πού, είτε σάν Ήλιος, είτε σάν Σελήνη,

έχει θρονιάσει καταμεσής τής ψυχής...."

Φανερή δοξολόγηση, αποκαλυπτική, είναι η ποίηση μά καί η πεζογραφία τού Παπατσώνη καί όταν περιγράφη τά "εν τή γή θαυμάσια τού Θεού". Εισορμούν τότε μέσα του πλήθος οι αίνοι τού Κυρίου τών δυνάμεων καθώς καί εκφράσεις οδύνης καί περιγραφές τού ψυχικού του πόνου, λαλιές πού ιστορούν τήν περιπέτεια τής ζωής στίς εναλλαγές της, πτώσεις καί ανυψώματα. Πάντα όμως καταλήγει στό θρησκευτικό νόημα.

Μιά βιωματική φυσιολατρία είναι τό έργο του, όχι όμως σκέτη λατρεία τής φύσης, αλλά λατρεία τού Δημιουργού μέσω τών κτισμάτων του. Στό έργο του "Άσκηση στόν Άθω" αναγνωρίζουμε τόν πνευματικό Παπατσώνη πού λατρευτικά πλησιάζει τήν φύση. Εκφράσεις γεμάτες λυρισμό καί ζωντάνια. Γράφει καί ζή στό θείο αυτό όρος.

Είναι Πάσχα: "Μετά τό "Χριστός Ανέστη" συγκλονίζονται τά σύμπαντα. Η πλάση πήρε τό αναστάσιμο φώς. Εδώ έβλεπες τήν ημέρα νά γίνεται νύχτα καί τή νύχτα νά γίνεται ημέρα...Οι ασκητές ζούσαν στό ελάχιστο φώς τής κανδήλας ή τού κεριού...Καί ζούσε κανείς τόν επικίνδυνο θρίαμβο ύστερα απ' τόν έσχατο θρήνο. Αυτός ο αναστάσιμος Ύμνος ήταν ένας ύμνος πλημμυρισμένος από τό θάνατο καί τούς νεκρούς. Έτσι ο Ύμνος "θανάτω θάνατον πατήσας καί τοίς εν τοίς μνήμασι..." έγινε ο κατακλυσμός καί σκέπασε καί αγκάλιασε τά σύμπαντα...Οι κρουνοί τών βράχων τότε χύθηκαν ορμητικά καί ανέβλυσαν χαρμόσυνα τά δάκρυα τής ευρύχωρης θάλασσας, μετασχηματισμένα μέσα από τά σύγνεφα σάν γαλάζια γέλια συμμετοχής. Οι ελιές θώπευαν τά μαλλιά, οι παπαρούνες τό βλέμμα καί οι κοφτερές πέτρες στό πέλμα σ' ανακαλούσαν στήν προσοχή, άν ο νούς κατρακύλαγε μακριά κάτω στήν αφηρημάδα. Τά ρυάκια καί οι φωνές τών πουλιών ήταν τό ίσο τής ψαλμωδίας...". Μ' ένα κρυφό βλέμμα σου γύρω εκεί έβλεπες τό πώς περίμεναν αυτήν τήν είδηση: οι λεμονιές κι οι ροδακινιές, τό μπιζέλι καί τά κρεμμύδια, τ' αντίδια καί τά καρότα, τά σκόρδα καί τά σέσκουλα, τό σέλινο μέ τό μαϊντανό. Προχωρήσαμε λίγα βήματα. Όλοι στά χέρια κρατούσαμε μιά εικόνα, ένα εξαπτέρυγο ή ένα θυμιατό. Εγώ κρατούσα τόν Προφήτη Ηλία πάνω στό φλεγόμενο άρμα του. "Πάντων ημών μνησθείη Κύριος ο Θεός" ακούσαμε. Κι η λύπη τού άγονου πουρναριού καί τής στείρας τσουκνίδας έσβησε μόνο τότε, όταν ακούστηκε: "Πάντα εν σοφία εποίησε..."

Είναι στενή η σχέση τού έργου τού Παπατσώνη μέ τού Παπαδιαμάντη Ταίρι ταίρι πάνε οι στίχοι τους πού αναφέρονται στήν Παναγία. Τό έργο καί τών δύο στηρίζεται στίς ίδιες ρίζες πού κατεβαίνουν από τό Βυζάντιο. Θρησκεύει ο Παπατσώνης, όπως ο Παπαδιαμάντης, σάν ένας απλός άνθρωπος τού λαού. Εκκλησιάζεται, γοητεύεται από τίς τελετές καί τίς ακολουθίες, θεάται τίς εικόνες πνευματικά, εισδύει μέ τό πνεύμα του στήν θεώρησή τους. Βλέπει τόν κόσμο καί τήν γή, όπως στήν λιτανεία, μέσα σέ μιάν έξαρση διαποτισμένη από ουράνια ουσία. Καί δέν έχει παρά νά διαβάση κανείς τόν "Ρεμβασμό τού Δεκαπενταύγουστου" γιά νά παραδεχτή τή χάρη τής προσκύνησης, τήν ανακούφιση καί τήν εγκαρδίωση τής αγωνιζόμενης ψυχής του.

Η πεζογραφία τού Παπαδιαμάντη στό μεγαλύτερο μέρος της ταυτίζεται μέ τήν ορθόδοξη παράδοση. Περνάει τίς αλήθειες του μέσα από τίς επετείους τής χριστιανοσύνης, στό βάθος όμως δέν είναι θεολογία. Είναι τέχνη, περιγραφή θρησκευτικών βιωμάτων, πού η ελληνική φύση χρησιμεύει σάν καταλύτης. Κάποτε η φύση αποκτά αυτονομία απέναντι στήν θρησκεία καί ο φυσικός έρωτας γίνεται δεύτερος πόλος έλξης στήν ζωή μας. (Ώ, άς ήμην ακόμα βοσκός εις τά όρη..."). Στόν Παπατσώνη καμιά αυτονομία δέν υπάρχει στήν φύση. Φύση καί έρωτας, πάντα γήϊνες εκφάνσεις μιάς απόλυτα πνευματικής πραγματικότητας. Η φύση στόν Παπατσώνη είναι μιά αλληγορία τού θείου. Στόν Παπαδιαμάντη είναι ως έναν βαθμό αλληγορία στήν κλίμακα τού θείου. Στό "Ιστορική λιτανεία στήν Κυπαρισσία" διαβάζουμε:

"Εξίσου τής πομπής τών ψυχών μας

προτρέχουν τά στοιχεία τά πρός τό λόγο ξένα

στοιχεία μετέωρα, φτερουγίζοντα, γοργά

χορευτικά τής Χάριτος καί τών πνευμάτων".

Όλα τά πράγματα στήν φύση είναι γιά τόν Παπατσώνη ιερά, όπως τά ιερά σκεύη ενός ναού ή τείνουν νά εξομοιωθούν μέ τά ιερά στοιχεία διαθέτοντας τήν ψυχή μας πρός προσευχή σάν νά είναι η φύση οίκος Θεού. Μέσα σ' αυτήν τήν φύση συντελείται ένα μεγάλο θαύμα. Συμπερασματικά, μπορούμε νά πούμε πώς μιά ολονυχτία μέ τά μάτια στραμμένα πρός τόν έναστρο ουρανό καί μιά περιήγηση "άσκηση" στό Άγιον Όρος, είναι ολόκληρο τό έργο τού Παπατσώνη: μέ τούς αστερισμούς, τήν ζωντανή φύση, αλλά καί τήν άγρυπνη συνείδηση μπροστά σ' αυτήν τήν μαγεία τού σύμπαντος.

  • Προβολές: 2829