Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Οὐ γὰρ πάντων ἡ πίστις
Πρωτοπρεσβυτέρου π. Θωμᾶ Βαμβίνη
Συχνὰ ἀκοῦμε «ἐσωτερικὲς εἰδήσεις» ποὺ δείχνουν τὸ πόσο ξένοι γινόμαστε οἱ Ἕλληνες πρὸς τὴν παράδοσή μας, ἰδιαίτερα τὴν ἐκκλησιαστική. Ὁρισμένοι μάλιστα δίνουν τὴν ἐντύπωση ὅτι διακατέχονται ἀπὸ μῖσος γιὰ ὅ,τι ἔχει σχέση μὲ τὴν πίστη τῶν Πατέρων μας.
Θὰ πῆτε ὅμως ὅτι αὐτὸ δὲν εἶναι κάτι τὸ καινούργιο. Πάντα ὑπῆρχαν αὐτοὶ ποὺ πολεμοῦσαν τὴν πίστη τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν ἁγίων Πατέρων. Πάντα ὑπῆρχαν αὐτοὶ ποὺ μισοῦσαν τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία Του. Αὐτὸ τὸ μῖσος ἄλλωστε γεύτηκε καὶ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἀπὸ τοὺς κατὰ σάρκα ὁμοεθνεῖς Του, γι’ αὐτὸ καί, προσγειώνοντας τοὺς μαθητές Του, προφητικὰ τοὺς εἶπε: «εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν, καὶ ὑμᾶς διώξουσιν εἰ τὸν λόγον μου ἐτήρησαν, καὶ τὸν ὑμέτερον τηρήσουσιν» (Ἰωαν. ἰε',20). Αὐτὸ ἰσχύει διαχρονικὰ γιὰ ὅλους τοὺς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, γιὰ ὅλους, δηλαδή, τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἀποδέχονται «τὸν Χριστὸ ὡς τὴν Ἀπόλυτη Ἀλήθεια, ὡς τὸν Θεό-Δημιουργό καὶ Θεό-Σωτήρα», σύμφωνα μὲ τὴν ἔκφραση τοῦ Γέροντος Σωφρονίου Σαχάρωφ.
Αὐτὸ τὸ μῖσος ὅμως χρειάζεται διερεύνηση, γιατί δὲν εἶναι ἰδίωμα μόνον τῶν ἀθέων, τῶν ἀλλοθρήσκων ἢ τῶν αἱρετικῶν (ὁρισμένοι μάλιστα ἀπὸ αὐτοὺς μπορεῖ νὰ διακρίνονται ἀπὸ ἕνα αἴσθημα σεβασμοῦ πρὸς τὶς διαφορετικὲς θρησκευτικὲς πεποιθήσεις τῶν ἄλλων, σύμμεικτο μὲ τὴν ἀδιαφορία τοὺς γιὰ κάθε τι ποὺ γιὰ τοὺς ἄλλους εἶναι ἱερὸ) τὸ σημαντικὸ καὶ ἐνδιαφέρον εἶναι ὅτι τὸ μῖσος αὐτό, μὲ μιὰ ἰδιάζουσα μορφή, μπορεῖ νὰ διακατέχη ἀκόμη καὶ κάποιους ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ διατείνονται ὅτι εἶναι «μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ» καὶ ἐμφανίζονται εἴτε ὡς ἄτεγκτοι φύλακες τῆς παρακαταθήκης τῶν Ἀποστόλων καὶ Προφητῶν εἴτε, σὲ ἄλλες περιπτώσεις, ὡς «ἀποπειρώμενοι» νὰ εἶναι αὐθεντικοὶ ἐκφραστές, μέσα στὸ σήμερα, τοῦ «πνεύματος» τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Πατέρων, ἀνήσυχοι γιὰ τὴν «ἐσωστρέφεια» τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ ὁποία ἔμεινε (ὅπως νομίζουν) οὐσιαστικὰ ἔξω ἀπὸ τὶς θεολογικὲς ζυμώσεις, ποὺ εἶναι ἔντονες στὸν ἀποχρωματισμένο θρησκευτικὰ δυτικὸ κόσμο.
Ἅς δοῦμε ὅμως τὰ πράγματα περνῶντας μέσα ἀπὸ τὴν ἱστορία.
Ὁ Χριστιανισμός, μὲ τὸ κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων καὶ τὸ ἔργο τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, προσέλαβε στὸ σῶμα του τὸν Ἑλληνισμό, ἀφοῦ τὸν ἐκχριστιάνισε. Ἔτσι, μέσα στὴν ἐπικράτεια τοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους –καὶ κατόπιν καὶ ἔξω ἀπὸ αὐτό– ὁ Χριστιανισμὸς ἔγινε ἡ αἰτία νὰ ἀναπτυχθῇ ἕνας νέος πολιτισμός, νὰ βιωθῇ ἕνας νέος τρόπος ζωῆς, ποῦ ἐπηρέασε καὶ τὴν ὀργάνωση τῆς κοινωνίας. Αὐτὸς ὁ πολιτισμὸς εἶναι ἡ Ρωμηοσύνη, μιὰ ἱστορικὴ πραγματικότητα ποὺ τὴν συγκρότησαν τὸ ρωμαϊκὸ δίκαιο, ἡ ἑλληνικὴ «θύραθεν» παιδεία καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Χριστιανικὴ πίστη.
Ἡ Ρωμηοσύνη ἄντεξε γιὰ χίλια περίπου χρόνια συνδεδεμένη μὲ τὸ Ἀνατολικὸ Ρωμαϊκὸ Κράτος, ἔχοντας πολιτικά, οἰκονομικὰ καὶ στρατιωτικὰ ἐρείσματα. Συνέχισε ὅμως νὰ ὑπάρχη καὶ μετὰ τὴν κατάλυση τοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους, κατὰ τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, ὡς Ἐκκλησία, θεολογία, ἀσκητικὴ καὶ πνευματικότητα (π. Ἰωάννης Ρωμανίδης). Μὲ αὐτὴν τὴν μορφὴ ἐπιβιώνει καὶ στὶς μέρες μας. Ἐπιβιώνει ὡς Ἐκκλησία, ἡ ὁποία «ζυμώνει» τὸ λαϊκὸ φύραμα τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας, ἀλλὰ καὶ κάθε Πολιτείας ποὺ ἔχει στὴν ἐπικράτειά της συγροτημένη καὶ ζωντανὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Στὶς μέρες μας ὅλο καὶ περισσότεροι δείχνουν νὰ μὴν ἀντέχουν αὐτὲς τὶς ἐπιβιώσεις τῆς Ρωμηοσύνης. Δὲν ἀντέχουν τὴν Ἐκκλησία. Δὲν ἀντέχουν τὴν θεολογία, τὴν ἀσκητική, τὴν ὀρθόδοξη πνευματικότητα. Μιλοῦν γιὰ χωρισμὸ τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸ Κράτος ἤ, τὸ πιὸ τραγελαφικό, γιὰ χωρισμὸ τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸ Ἔθνος. Κάποιοι θεωροῦν τὴν Ἐκκλησία ὡς θεσμὸ ἐπιβαρυντικὸ τῆς ψυχολογίας τοῦ Νεοέλληνα, ἀφοῦ, ὅπως ἰσχυρίζονται, δημιουργεῖ στὸν κόσμο ἐνοχές, ὁπότε γιὰ τὴν ψυχικὴ ὑγεία τοῦ λαοῦ πρέπει νὰ μπὴ στὸ περιθώριο.
Αὐτὰ ἀκούγονται κατὰ καιροὺς χωρὶς ἀναλύσεις, χωρὶς τὶς ἀπαιτούμενες διευκρινίσεις, καὶ προπαντός, χωρὶς καμμιὰ τεκμηρίωση, ἀπὸ τὰ στόματα πολιτικῶν, δημοσιογράφων, καλλιτεχνῶν, οἱ ὁποῖοι εἴτε λόγῳ ἰδεολογίας, εἴτε κάποιων κρυφῶν προσωπικῶν τους λόγων, θέλουν νὰ δομήσουν μιὰ κοινωνία χωρὶς τὴν παρουσία τῆς Ἐκκλησίας καὶ χωρὶς τὴν νοηματοδότηση ποὺ δίνει αὐτὴ στὴν ζωὴ τῶν μελῶν της. Σὲ αὐτὴν τὴν προσπάθεια ἐκμεταλλεύονται ὅ,τι ἀρνητικὸ μπορεῖ νὰ ἔχη συμβῇ ἀπὸ μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν λαμβάνουν ὑπόψη τους ὅτι ὅλοι ὅσοι λέγονται Χριστιανοὶ δὲν σημαίνει ὅτι ἀγαποῦν τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία Του ἢ ὅτι ἐπιθυμοῦν νὰ ζοὺν σύμφωνα μὲ τὸ Πνεῦμα Του. Σὲ κάποιες περιπτώσεις μάλιστα μπορεῖ νὰ ἔντοπίσή κανεὶς καταστάσεις παρόμοιες μὲ τῶν Γραμματέων καὶ Φαρισαίων τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ, οἱ ὁποῖοι ὑπερασπιζόμενοι δῆθεν τὸν νόμο ποὺ ἔδωσε ὁ Χριστὸς στὸν Μωυσῆ, ὡς ἄσαρκος Λόγος, ἀνέβασαν τὸν Νομοδότη στὸν σταυρό.
Ὁ Χριστιανισμὸς πάντα ἦταν (καὶ εἶναι) μιὰ δύσκολη πίστη γιὰ τὶς συνειδήσεις τῶν ἀνθρώπων. Ὄχι γιατί «ὁ ζυγὸς» τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι «χρηστὸς (ἁπαλὸς) καὶ τὸ φορτίο [τους] ἐλαφρό», οὔτε γιατί ἡ θεολογία του ἀπαιτεῖ δυνατὰ μυαλά, ἀλλὰ γιατί ἡ ἄρση αὐτοῦ τοῦ ζυγοῦ, γιὰ νὰ εἶναι εὔκολη καὶ γιὰ νὰ προκαλὴ ἀνάπαυση στὴν ψυχή, προϋποθέτει γνώση τοῦ Χριστοῦ ὡς «πράου καὶ ταπεινοῦ τὴ καρδία» καὶ ὄχι ὡς κάποιου σκληροῦ οὐράνιου δυνάστη. Γιὰ νὰ φθάση ὅμως κανεὶς σ’ αὐτὴν τὴν γνώση τοῦ Χριστοῦ χρειάζεται νὰ ἐλευθερώση τὴν ψυχή του ἀπὸ ὁτιδήποτε σύνθετο ὑπάρχει μέσα της. Οἱ σύνθετες περιπεπλεγμένες καταστάσεις εἶναι ἀποτελέσματα τῶν παθῶν μας, ποὺ ἔχουν ὡς συνέπεια τὴν ἀσθένεια τῆς γνωστικῆς δυνάμεως τῆς ψυχῆς. Ὅταν ὅμως ἡ ψυχὴ ἁπλοποιηθῇ, ὅταν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὶς σύνθετες καταστάσεις τῶν παθῶν, τότε γίνεται ἱκανὴ νὰ προσλαβάνη τὴν φωτιστικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀποκτᾶ, μὲ τὴν δύναμή της, πνευματικὴ γνώση γνώση τοῦ πράου καὶ ταπεινοῦ Χριστοῦ καὶ ἐν Χριστῷ τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Γίνεται, ἔτσι, ὁ πιθανὸν ἀγγράμματος ἢ ὀλιγογράμματος πρωτογενὴς πηγὴ θεολογικῆς γνώσεως.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἐκφράζει αὐτὴν τὴν ἀλήθεια μὲ σαφήνεια: «Χωρὶς καθαρότητα, ἀκόμη καὶ ἂν μάθης τὴν φυσικὴ φιλοσοφία ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἀδὰμ μέχρι τὴν συντέλεια τοῦ αἰῶνος, δὲν θὰ γίνης σοφός, οὔτε λιγότερο μωρὸς (ἂν ὄχι καὶ περισσότερο) χωρὶς ἐκείνη [τὴν φιλοσοφικὴ γνώση], ἂν καθαρθῇς καὶ ἀπαλλάξης τὴν ψυχή σου ἀπὸ τὰ πονηρὰ ἤθη καὶ δόγματα, θ’ ἀποκτήσης τὴν σοφία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία νικᾶ τὸν κόσμο καὶ θὰ συμβιώσης αἰωνίως ἀγαλλόμενος μὲ τὸν μόνο σοφὸ Θεό».
Αὐτὸ ποὺ κυρίως θέλουμε νὰ ὑπογραμμίσουμε εἶναι ὅτι ἔχουμε τοὺς ἀθέους, τοὺς ἀγνωστικιστές, τοὺς ἀλλοθρήσκους καὶ ἑτεροδόξους, οἱ ὁποῖοι δημιουργοῦν προβλήματα στὴν ποιμαντικὴ δράση τῆς Ἐκκλησίας στὸν σύγχρονο κόσμο, ἔχουμε ὅμως καὶ «ἐξ ἡμῶν αὐτῶν ἄνδρες, λαλοῦντες διεστραμμένα», ποὺ ἀποτελοῦν δυσκολότερα ἐμπόδια στὴν σύγχρονη μαρτυρία καὶ ποιμαντικὴ διακονία τῆς Ἐκκλλησίας.
Σ’ αὐτὴν τὴν κατηγορία ἐντάσσονται ὁρισμένοι ἀπὸ τοὺς θιασῶτες τῆς λεγόμενης "συναφειακὴς" θεολογίας, ἀλλὰ καὶ κάποιοι ποὺ θεωροῦν τὸν ἑαυτό τους ὑπερασπιστὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, οἱ ὁποῖοι ὅμως χαρακτηρίζουν «κυκεῶνα, τελεία σύγχυση καὶ συσκοτισμὸ» πατερικὲς ἀπόψεις γιὰ τὴν ὀρθόδοξη θεολογία, ὅπως ὅτι ἡ θεολογία εἶναι «γέννημα τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ», «ἐνέργεια τοῦ Παρακλήτου, ἀλλὰ καὶ σύνεργεια τοῦ ἀνθρώπου» καὶ ὅτι «ἡ θεολογία ποὺ δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς καθάρσεως, δηλαδὴ τῆς πράξεως, εἶναι δαιμονική».
Σὲ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις ἔχουμε μιὰ ἀποστροφή –ἂν ὄχι καὶ ἕνα ἰδιάζον μῖσος– πρὸς αὐτὸ ποὺ πραγματικὰ εἶναι καὶ διδάσκει ἡ Ἐκκλησία.
Ὁ ἀπ. Παῦλος στὴν Β' πρὸς Θεσσαλονικεῖς ἐπιστολή του γράφει ἐμφαντικά: «Οὐ γὰρ πάντων ἡ πίστις» (γ',2). Ἡ πίστη δὲν ὑπάρχει σὲ ὅλους. Δὲν εἶναι ὅλοι ἱκανοὶ νὰ ἀκούσουν τὸ κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων καὶ νὰ μυηθοῦν στὸ «μυστήριον τῆς πίστεως» (Α' Τίμ. γ',9). Τὸ μυστήριο τῆς πίστεως ἀπαιτεῖ καθαρὴ συνείδηση. Καὶ τὸ κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων χρειάζεται «ὦτα» ποὺ ἀκοῦνε.
Ὅσοι, λοιπόν, ἀντιστρατεύονται τὴν ἁγιογραφικὴ καὶ πατερικὴ «μέθοδο θεραπείας» τῶν αἰσθητηρίων τῆς ψυχῆς –ὥστε τὰ «ὦτα» νὰ ἀκοῦνε– ὀνομάζοντας τὸν λόγο ποὺ γίνεται γι’ αὐτὴν «κενὰ (κούφια) διανοήματα» (ἡ διατύπωση ἀνήκει σὲ Ἕλληνα πρεσβύτερο τῆς Ἐκκλησίας), ἐπιβεβαιώνουν μὲ τὸν ἑαυτό τους ὅτι ὁ λόγος τοῦ ἀπ. Παύλου: «οὐ γὰρ πάντων ἡ πίστις», δὲν ἀφορᾶ μόνον αὐτοὺς ποὺ βρίσκονται ἔξω ἀπὸ τὴν μάνδρα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ μερικοὺς ἀπὸ ἐμᾶς, ποὺ κρατοῦμε τοὺς ἐξωτερικοὺς τύπους τῶν ἀνθρώπων τῆς Ἐκκλησίας.
- Προβολές: 2975