Skip to main content

Ἕνας ἐκκλησιαστικὸς λόγος γιὰ τὴν σύγχρονη κρίση

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Οἱ κρίσιμες ἡμέρες ποῦ περνᾶμε ἀνέδειξαν ἕνα σοβαρὸ ζήτημα. Μᾶς βομβαρδίζουν καθημερινὰ γιὰ τὴν οἰκονομικὴ κρίση, ἀναφέρουν οἰκονομικοὺς ὅρους, γίνονται οἰκονομικὲς ἀναλύσεις καί, βεβαίως, γίνεται λόγος γιὰ ἔξοδο ἀπὸ τὴν οἰκονομικὴ κρίση. Κανεὶς δὲν ἀμφισβητεῖ ὅτι τὸ οἰκονομικὸ πρόβλημα, ἡ δυσπραγία, εἶναι ἕνα σοβαρὸ ζήτημα ποῦ ἀπασχολεῖ πολλὲς οἰκογένειες γιὰ τὴν ἐπιβίωσή τους. Ἀλλὰ ἡ μονομέρεια αὐτὴ κατατείνει στὸ νὰ θεωρῆται ὁ ἄνθρωπος μόνον οἰκονομικὸ καὶ βιολογικὸ ὃν καὶ νὰ ὑπονομεύεται ἢ νὰ ἀγνοῆται ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι καὶ θεολογικὸ ὅν. Πέρα ἀπὸ τὶς βιολογικὲς ἀνάγκες –ἀπαραίτητες– ὑπάρχουν καὶ θεολογικὲς ἀνάγκες. Ὁ ἄνθρωπος ἀναζητᾶ τὸν Θεὸ καὶ τὴν σχέση μαζί Του, τὰ προβλήματα στὴν οὐσία εἶναι θεολογικά, ὑπαρξιακά, θέματα ποῦ σχετίζονται μὲ τὸ νόημα τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου.

Ἡ Ἐκκλησία πρέπει νὰ συνδράμη τοὺς ἀνθρώπους καὶ στὴν οἰκονομικὴ κρίση, ὅπως καὶ τὸ κάνει, ἀλλὰ θὰ πρέπει νὰ μὴν ὑποκύψη στὸν πειρασμὸ νὰ ὑπονομεύση τὴν βασικὴ ἀποστολὴ τῆς ποῦ εἶναι νὰ ὑποδεικνύη στὸν ἄνθρωπο τὸν δρόμο τῆς θεώσεως, τῆς κοινωνίας του μὲ τὸν Θεό.

Στὴν συνέχεια θὰ ἐπισημανθοῦν δύο σημεῖα, ἤτοι τὰ αἴτια τῆς σύγχρονης κρίσης καὶ ἡ ἀντιμετώπισή της.

1. ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

Ἡ παγκόσμια καὶ τοπική μας κοινωνία διέρχεται οἰκονομικὴ κρίση τὸν τελευταῖο καιρό, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο δημιουργεῖ πολλὰ προβλήματα στοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἔχουν νὰ ἀντιμετωπίσουν τὸ οἰκονομικὸ πρόβλημα μέσα στὴν οἰκογένειά τους.

Γίνονται ἀναλύσεις ἀπὸ διαφόρους οἰκονομολόγους καὶ κοινωνιολόγους γιὰ νὰ ἐντοπίσουν τὰ αἴτια τῆς κρίσης, τὰ ὁποῖα ἐπικεντρώνονται στὴν πολιτική, οἰκονομική, γεωπολιτική, πολιτισμικὴ καὶ θρησκευτικὴ συμπεριφορὰ τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν ὑπάρχη μιὰ κρίση, τότε ἀναζητοῦνται τὰ αἴτια καὶ οἱ ἀφορμὲς καὶ μέσα σὲ αὐτὴν τὴν ἀναζήτηση λέγονται πολλά, εὐκαίρως ἢ ἀκαίρως.

Οἱ Κληρικοὶ δὲν ἔχουν τόσο ἁρμοδιότητα νὰ ἀσχοληθοῦν μὲ τὰ οἰκονομικὰ ἢ πολιτικὰ αἴτια τῆς κρίσεως, ἀλλὰ κυρίως πρέπει νὰ δοὺν τὸ θέμα ἀπὸ ἐκκλησιαστικῆς-θεολογικῆς πλευρᾶς. Αὐτὸ εἶναι σημαντικό, γιατί ἡ θεολογία ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν κατακόρυφη σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ τὴν ὁριζόντια σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τοὺς συνανθρώπους του. Οἱ δύο αὐτὲς σχέσεις σχηματίζουν σταυρὸ καὶ καθένας ποῦ θέλει νὰ προσδιορίζη ὀρθῶς τὶς σχέσεις του μὲ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους θὰ πρέπει νὰ σταυρώνεται. Ὁ ἐσταυρωμένος ὑπερβαίνει τὴν κρίση, ἐνῷ ὁ ἀσταύρωτος δημιουργεῖ κρίσεις παντὸς εἴδους.

Ἐπειδὴ ἐμεῖς οἱ Κληρικοὶ πρέπει νὰ δοῦμε τὰ τοῦ οἴκου μας, γι' αὐτὸ θὰ ἤθελα, ἀποφεύγοντας τὴν ὁποιαδήποτε ἀναφορὰ στὸ οἰκονομικό, πολιτικὸ καὶ κοινωνικὸ ἐπίπεδο, νὰ τὸ περιορίσω στὸ ἐκκλησιαστικὸ καὶ θεολογικὸ ἐπίπεδο, κάνοντας καὶ μιὰ θετικὴ αὐτοκριτική.

Ἂν δοῦμε τὴν κρίση τῶν ἡμερῶν μας ἀπὸ ἐκκλησιαστικῆς πλευρᾶς, θὰ δοῦμε ὅτι ἡ πλειονότητα τῶν Χριστιανῶν μας καὶ τῶν Κληρικῶν μας ἔχουμε ἀλλοιώσει τὴν ἐκκλησιαστική μας ταυτότητα. Ἡ Ἐκκλησία, ὅπως εἶναι γνωστόν, εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ αὐτὴ ἡ Βασιλεία δὲν εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου ἀλλὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἐργάζεται στὸν κόσμο. Ὁ Χριστὸς στὸν Πιλάτο εἶπε: «ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου εἰ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου ἥν ἡ βασιλεία ἡ ἐμή, οἱ ὑπηρέται ἂν οἱ ἐμοὶ ἠγωνίζοντο, ἵνα μὴ παραδοθῶ τοὶς Ἰουδαίοις νὺν δὲ ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐντεῦθεν» (Ἰω. ἰη', 36). Καὶ κάθε φορὰ ὁ Χριστός, ποῦ ἀντιμετώπισε πρόκληση ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους νὰ περιορίση τὸ ἔργο Τοῦ στὴν ἐνδοκοσμικότητα, τὸ ἀρνήθηκε, ὅπως τὸ βλέπουμε μετὰ τὸ θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν πέντε ἄρτων, μετὰ τὴν θριαμβευτικὴ εἴσοδό Του στὰ Ἱεροσόλυμα κ.α.

Ὅμως, σὲ πολλοὺς ἀπὸ ἐμᾶς παρατηρεῖται ἔντονα τὸ φαινόμενο τῆς ἐκκοσμίκευσης, ποῦ ὁρίζεται ὡς ἀπώθηση στὸ περιθώριο τῆς ζωῆς μᾶς τῆς ἐσχατολογικῆς προσδοκίας καὶ ἡ ταύτισή μας μὲ τὸ ἐνθάδε, τὴν κοσμικὴ νοοτροπία, τὸ κοσμικὸ φρόνημα. Θὰ μποροῦσα νὰ ὑπογραμμίσω πολλὰ ὡς πρὸς τὸ θέμα αὐτό, ἀλλὰ ὅμως θὰ περιορίσω τὸν λόγο μου στὴν ἐπὶ τοῦ ὅρους ὁμιλία τοῦ Χριστοῦ.

Εἶναι γνωστὴ ἡ ὁμιλία τὴν ὁποῖα ἔκανε ὁ Χριστὸς ἐπάνω στὸ ὅρος τῶν μακαρισμῶν, ὅπως διασώζεται ἀπὸ τὸν Εὐαγγελιστὴ Ματθαῖο (Μάτθ. κέφ. ε'-ζ'). Ἡ ἐπὶ τοῦ ὅρους ὁμιλία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ κατασταστικὸς χάρτης τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τῶν Χριστιανῶν. Ὅταν τὴν διαβάση κανεὶς προσεκτικὰ καὶ συγκρίνη τὰ ὅσα λέγει ὁ Χριστὸς μὲ τὴν σύγχρονη ζωή μας, θὰ δὴ τὴν χαώδη διαφορά.

Στὴν ἀρχὴ γίνεται λόγος γιὰ τοὺς μακαρισμούς, ποῦ ἀναφέρονται στὴν πορεία τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴν βίωση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἤτοι γιὰ τὴν ταπείνωση, τὴν μετάνοια, τὸ πένθος, τὴν πραότητα, τὴν πεῖνα καὶ τὴν δίψα γιὰ τὴν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, τὴν ἐλεημοσύνη, τὴν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, τὸ εἰρηνοποιὸ πνεῦμα καὶ τὸ μαρτύριο γιὰ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ.

Στὴν συνέχεια ὁ Χριστὸς κάνει λόγο γιὰ τὸ ὅτι οἱ Χριτιανοὶ εἶναι τὸ ἅλας τῆς γῆς καὶ τὸ φὼς τοῦ κόσμου καὶ ὅτι ὁ Χριστιανὸς θὰ πρέπει νὰ τηρῇ στὴν ζωὴ τοῦ τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ σὲ ὅλες τὶς ἐκφάνσεις, ποῦ εἶναι ἡ τελείωση καὶ ἡ πλήρωση τοῦ νόμου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ποῦ δόθηκε στὸν Μωϋσή. Ἡ τήρηση τοῦ Νόμου δὲν ἀναφέρεται σὲ ἐξωτερικὰ ζητήματα, ἀλλὰ μέσα στὸν χῶρο τῆς καρδιᾶς, ποῦ φθάνει μέχρι τὴν ἀγάπη καὶ αὐτῶν τῶν ἐχθρῶν.

Ἀκολούθως γίνεται λόγος γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη, ποῦ πρέπει νὰ γίνεται μακριὰ ἀπὸ τὸ θεαθῆναι καὶ γιὰ τὴν προσευχή. Μάλιστα δὲ παρέδωσε καὶ τὴν Κυριακὴ Προσευχή, τὸ «Πάτερ ἡμῶν», ποῦ ἀναφέρεται σὲ ὅλα τὰ ζητήματα τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Εἰδικὰ στὴν προσφώνηση «Πάτερ ἡμῶν» παρουσιάζονται δύο βασικὲς ἀρχές, ποῦ πρέπει νὰ διέπουν τοὺς Χριστιανούς, ἤτοι ὅτι ἔχουμε Πατέρα στοὺς οὐρανούς, καὶ γι' αὐτὸ δὲν εἴμαστε ὀρφανοί, καὶ ὅτι ἔχουμε καὶ ἄλλα ἀδέλφια, καὶ γι' αὐτὸ δὲν εἴμαστε μοναχοπαίδια.

Ἔπειτα, κάνει λόγο γιὰ τὴν νηστεία καὶ γιὰ τὸ νὰ μὴ θησαυρίζουμε θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς. Εἶναι καταπληκτικὸς ὁ λόγος τοῦ γιὰ τὸ ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ ἐργαζόμαστε σὲ δύο κυρίους, δηλαδὴ στὸν Θεὸ καὶ τὸν μαμωνά, καθὼς ἐπίσης γιὰ τὸ ὅτι δὲν πρέπει νὰ διακατεχόμαστε ἀπὸ ἀγωνιώδη μέριμνα γιὰ τὴν τροφὴ καὶ τὸ ἔνδυμα, γενικότερα τὴν ζωή μας, ἀλλὰ θὰ πρέπει νὰ ἀναζητοῦμε πρῶτα τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνη Τοῦ καὶ ὅλα τὰ ἄλλα θὰ προστεθοῦν.

Ἀμέσως μετὰ συνιστᾶ στοὺς ἀκροατὲς Τοῦ καὶ σὲ μᾶς νὰ μὴ κρίνουμε τοὺς ἀνθρώπους, νὰ μὴ δίνουμε τὰ Ἅγια στὰ σκυλιά, νὰ προσευχόμαστε στὸν Θεὸ καὶ στὴν συνέχεια παρουσιάζει τὸν χρυσὸ κανόνα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς: «πάντα οὔν ὅσα ἂν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτω καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς οὗτος γὰρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται» (Μάτθ. ζ', 12).

Καταλήγει δὲ τὴν ἐπὶ τοῦ ὅρους ὁμιλία Του ὁ Χριστὸς μὲ τὴν προτροπὴ νὰ ἀκολουθοῦμε τὴν στενὴ καὶ τεθλιμμένη ὁδὸ ποῦ ὁδηγεῖ στὴν ζωὴ καὶ ὄχι τὴν πλατεῖα ποῦ ὁδηγεῖ στὴν ἀπώλεια, νὰ ἀποφεύγουμε τοὺς ψευδοπροφῆτες καὶ νὰ τηροῦμε τὸ θέλημα τοῦ Πατρός μας τοῦ ἐν οὐρανοῖς. Θεμέλιο τῆς ζωῆς μας πρέπει νὰ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, αὐτὴ ἡ ἰσχυρὴ καὶ σταθερὴ πέτρα.

Διαβάζοντας προσεκτικὰ ὅλη αὐτὴν τὴν ὁμιλία, βλέπει κανεὶς πόσο μακριὰ εἴμαστε ἀπὸ αὐτὸν τὸν καταστατικὸ χάρτη τοῦ Χριστιανισμοῦ. Σὲ ὅλες τὶς ἐνέργειές μας εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ παραθέσουμε ἄρθρα ἀπὸ τὸ Σύνταγμα, ἄρθρα ἀπὸ διαφόρους νόμους, ποῦ κατοχυρώνουν τὰ ἀτομικά μας δικαιώματα καὶ τὶς ἐλευθερίες, ποῦ προστατεύουν τὴν ἐπιθυμία γιὰ τὴν ἀπόκτηση καὶ τὴν διαφύλαξη τοῦ πλούτου, στὴν δὲ Ἐκκλησία συνεχῶς ἐπικαλούμαστε ἄρθρα τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου καὶ τῶν Κανονισμῶν γιὰ νὰ δικαιολογήσουμε κάποια πράξη μας, καὶ ὅμως ἀγνοοῦμε παντελῶς τὴν πραγματική μας καταστατικὴ νομοθεσία ποῦ εἶναι ἡ ἐπὶ τοῦ ὅρους ὁμιλία τοῦ Χριστοῦ.

Αὐτὸ σημαίνει ὅτι, ἐνῷ ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἀνήκουμε σὲ ἕναν πνευματικὸ χῶρο, ποῦ δὲν εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου, καίτοι ἐργάζεται στὸν κόσμο, ἐν τούτοις εἴμαστε ἀπόλυτα ταυτισμένοι μὲ τὴν νοοτροπία τοῦ κόσμου, ὡς πρὸς τὰ πάθη τῆς φιληδονίας, τῆς φιλοδοξίας καὶ τῆς φιλαργυρίας. Βεβαίως δὲν βρίσκονται ὅλοι σὲ αὐτὴν τὴν κατηγορία, ἀλλὰ ἔχουμε ἐπηρεασθῇ βαθύτατα ἀπὸ αὐτὴν τὴν νοοτροπία.

Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν κρίση τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ταυτότητας ἔχουμε κρίση καὶ τῆς θεολογικῆς μας ταυτότητας. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ καὶ ἡ θεολογία εἶναι ἡ φωνὴ τῆς Ἐκκλησίας. Θὰ πρέπει νὰ θεολογοῦμε καὶ γιὰ τὰ πιὸ μικρὰ πράγματα, ποῦ σημαίνει ὅτι κάθε γεγονὸς τῆς ζωῆς μας καὶ κάθε ἀντικείμενο ποῦ συνδέεται μαζί μας, πρέπει νὰ ἀντιμετωπίζεται ἀπὸ μᾶς μὲ ἕναν διαφορετικὸ τρόπο ἀπ' ὅ,τι τὸ ἀντιμετωπίζουν ἄλλοι συμπολῖτες μας. Ὁ τρόπος τῆς ζωῆς μας, ἡ διοργάνωση τῆς κοινωνίας μας, ἡ συγκρότηση τῆς οἰκογενειακῆς ζωῆς, ὁ τρόπος τῆς σκέψεώς μας κλπ., ὅλα πρέπει νὰ ἐμπνέωνται ἀπὸ τὴν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία κάνει λόγο τί εἶναι ὁ Θεός, τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος καὶ ποιός εἶναι ὁ προορισμός του, τί ἔκανε ὁ Θεὸς γιὰ μᾶς, καὶ πῶς ἐμεῖς θὰ ἀνταποκριθοῦμε σὲ αὐτὴν τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

Παρατηρῶ ὅτι περισσότερο «τεχνολογοῦμε» παρὰ «θεολογοῦμε», κατὰ τὸν γνωστὸν λόγο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Καθιερώθηκε στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μας οἱ Ἐπίσκοποι νὰ προέρχωνται ἀπὸ τὸν μοναχικὸ βίο, γιατί θὰ πρέπει νὰ διακρίνωνται γιὰ τὶς βασικὲς μοναχικὲς ἀρετὲς καὶ νὰ ἔχουν μάθει γιὰ τὴν μοναχικὴ ζωὴ τὴν ἀξία τῆς ὑπακοῆς, τῆς λατρείας, τῆς προσευχῆς, τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς, τῆς ἀκτημοσύνης, δηλαδὴ ὅλους αὐτοὺς τοὺς ὅρους καὶ τὶς προϋποθέσεις τῆς θεολογικῆς σκέψεως. Στὶς συζητήσεις μας, ἀκόμη καὶ στὰ Συνοδικὰ ὄργανα, ἀναφερόμαστε σὲ ὅλα τὰ θέματα ποῦ ἀπασχολοῦν τὸν τρόπο ζωῆς τῶν ἀνθρώπων, ὡσὰν νὰ βρισκόμαστε σὲ ἕνα κοινοβούλιο. Αὐτὸ ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὸ ὅτι ἐλάχιστες φορὲς στὸν χῶρο αὐτὸ τῆς Ἱεραρχίας ἔγινε συζήτηση γιὰ δογματικὰ ζητήματα καὶ γιὰ τὸ μεγάλο ζήτημα τοῦ διαλόγου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μὲ ἄλλες Ὁμολογίες.

Τελικά, ἡ κρίση βρίσκεται καὶ μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ μέσα στὴν ἴδια μᾶς τὴν ὕπαρξη. Εἶναι κρίση ἐκκλησιαστικὴ καὶ θεολογική, ἀφοῦ σὲ πολλὲς περιπτώσεις ὑποκύψαμε στοὺς τρεὶς πειρασμούς, στοὺς ὁποίους δὲν ὑπέκυψε ὁ Χριστός, ἤτοι θελήσαμε νὰ μετατρέψουμε τοὺς λίθους σὲ ἄρτους, θελήσαμε νὰ κάνουμε θεαματικὲς πράξεις γιὰ νὰ ἐντυπωσιάσουμε τοὺς ἀνθρώπους, πέφτοντας ἀπὸ τὸ πτερύγιο τοῦ Ναοῦ, καὶ θελήσαμε νὰ ἀποκτήσουμε κοινωνικὴ καὶ ἄλλη ποικιλόμορφη ἐξουσία μὲ ὁποιοδήποτε τίμημα. Αὐτὸ λέγεται ἐκκοσμίκευση.

Ἄλλωστε, εἶναι γνωστὸς ὁ λόγος τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, ποῦ κάνει λόγο γιὰ τὸ ποιός ἔχει ἐκκοσμικευμένο φρόνημα: «πὰν τὸ ἐν τὼ κόσμῳ, ἡ ἐπιθυμία τῆς σαρκὸς καὶ ἡ ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν καὶ ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου, οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ πατρός, ἀλλ ἐκ τοῦ κόσμου ἐστὶ» (Α' Ἰω. β', 16).

Ἀφήσαμε τὸν κόσμο ἀκατήχητο στὸ θέμα ποιός εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς ὑπάρξεώς του, πῶς θὰ ζήση τὴν ἀσκητικὴ ζωὴ καὶ πῶς θὰ ἀκολουθήση τὴν στενὴ καὶ τεθλιμμένη ὁδό, τὴν σταυρικὴ θυσία καὶ προσφορά, καὶ τὸν ἀφήσαμε νὰ ἀσχολῆται μὲ τὴν εὐδαιμονία καὶ τὴν φιλαυτία. Μερικὲς φορὲς δὲ θεωρήσαμε ὅτι ἡ συσσώρευση ὑλικῶν ἀγαθῶν ἀποτελεῖ καὶ ἔνδειξη τῆς ἀγάπης καὶ τῆς εὐεργεσίας τοῦ Θεοῦ σὲ μᾶς. Ἔτσι, καὶ πολλοὶ Χριστιανοὶ πλούτισαν σὲ βάρος ἄλλων ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ ταυτίζονται μὲ τοὺς πλουσίους σὲ βάρος τοῦ λαοῦ.

Εἶναι γνωστὸν ὅτι στὴν Δύση τοὐλάχιστον ὁ Χριστιανισμὸς ταυτίσθηκε μὲ τὴν πλουτοκρατία, τὸν καπιταλισμό, ὁ ὁποῖος εἶναι πραγματικὰ «ἡ θρησκεία τῆς φιλαργυρίας». Τὰ λεγόμενα Χριστιανοδημοκρατικὰ κόμματα συνδέονται μὲ τὸν φιλελευθερισμό, ποῦ συνίσταται στὴν ἀνταγωνιστικότητα τῆς ἀγορᾶς καὶ δημιουργεῖ πλουσίους καὶ πτωχούς.

Ὡς Κληρικοὶ θὰ πρέπει νὰ δοῦμε τὰ αἴτια τῆς ἐκκλησιαστικῆς καὶ θεολογικῆς κρίσης, τὸ πῶς μετατρέψαμε τὸν Χριστιανισμὸ σὲ μιὰ θρησκεία ποῦ εὐνοεῖ τὴν ἱκανοποίηση τῶν αἰσθήσεων, τὴν συσσώρευση ὑλικῶν ἀγαθῶν καὶ τὴν αὔξηση τῆς ψαλίδας μεταξὺ πλουσίων καὶ πτωχῶν. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν ἀλλοιώσαμε τὴν ἐκκλησιαστικὴ καὶ θεολογική μας ταυτότητα.

Ὁπότε, θὰ πρέπει νὰ συγκρίνουμε τὴν ζωή μας μὲ τὴν ἐπὶ τοῦ ὅρους ὁμιλία τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ προσδιορίσουμε ἐπακριβέστερα τὸν σκοπὸ τῆς ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ ἔργο τῆς ποιμαντικῆς διακονίας τοῦ λαοῦ.

2. Ἡ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

Προηγουμένως προσδιορίσθηκαν τὰ αἴτια τῆς οἰκονομικῆς, κοινωνικῆς καί, κυρίως, τῆς ἐκκλησιαστικῆς καὶ θεολογικῆς κρίσεως. Δυστυχῶς πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς μᾶς δὲν ζοὺν σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ Εὐαγγέλιο, ποῦ ἀναφέρεται στὴν εὐαγγελικὴ πτωχεία, τὴν ἐλευθερία ἀπὸ ἐξαρτήσεις τὶς ὁποῖες θέλουν νὰ ἐπιβάλλουν οἱ αἰσθήσεις καὶ τὰ αἰσθητά, τὴν πεῖνα καὶ τὴν δίψα γιὰ τὴν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀναζήτηση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ εἶναι ἕνα βασικὸ πρόβλημα καὶ τῶν Χριστιανῶν καὶ τῆς Ἐκκλησίας μας.

Τώρα, ὅμως, θὰ ἐντοπισθοῦν μερικὰ σημεῖα, τὰ ὁποῖα εἶναι ἀπαραίτητα γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῆς ποικιλόμορφης κρίσης ποῦ μαστίζει τὶς κοινωνίες μας.

Εἶναι γνωστὸν ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὡς Σῶμα Χριστοῦ ἄρχισε τὴν λειτουργία τῆς τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς καὶ ἄρχισε νὰ ἐπεκτείνεται καὶ νὰ διοργανώνεται σὲ μιὰ κοινωνία ποῦ μαστιζόταν ἀπὸ μεγάλη κρίση. Πρόκειται γιὰ τὴν ἰουδαϊκή, ἑλληνικὴ καὶ ρωμαϊκὴ κοινωνία. Ὅταν μελετᾶμε τὴν κοινωνικὴ κατάσταση τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, διαπιστώνουμε ὅτι ὑπῆρχε ἡ δουλεία στοὺς Ρωμαίους, ὁ ἀμοραλισμὸς καὶ ἡ φτώχεια, ἡ ἀνεξέλεγκτη ἐξουσία καὶ πολλὰ ἄλλα. Μέσα σὲ ἕναν τέτοιο χῶρο ὁ Χριστιανισμὸς ἔκανε ὅλες τὶς κοινωνικὲς ἐφαρμογές του στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας.

Τὸ πρῶτο σημεῖο εἶναι ὅτι οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Διάδοχοί τους ἔδωσαν μεγάλη βαρύτητα στὸ χριστολογικὸ κήρυγμα, τὸ τί εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ πῶς κανεὶς θὰ βιώση τὸν Χριστὸ στὴν προσωπική του ζωή. Ὁμιλοῦσαν γιὰ τὴν μετάνοια, ὡς τρόπο κοινωνίας μὲ τὸν Χριστό. Ἡ θεία Λειτουργία ἦταν τὸ κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καὶ χωρὶς τὴν θεία Κοινωνία δὲν μποροῦσαν νὰ ζήσουν. Ὁ Χριστὸς νοηματοδοτοῦσε ὅλη τὴν ζωή τους, ὥστε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος νὰ πὴ «ζὼ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζὴ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστὸς» (Γάλ. β', 20). Ἡ ἀγάπη τῶν Χριστιανῶν γιὰ τὸν Χριστὸ τοὺς ἔκανε νὰ καταβαίνουν μέχρι τὰ ἔγκατα τῆς γῆς στὶς κατακόμβες γιὰ νὰ τὸν ὑμνήσουν καὶ νὰ τελέσουν τὴν θεία Εὐχαριστία, ἀλλὰ καὶ νὰ θυσιάσουν τὴν ζωή τους γι' Αὐτόν, ὁπότε ἔχουμε καὶ τὸ ἐνθουσιαστικὸ στοιχεῖο στὴν ζωὴ τῶν Χριστιανῶν καὶ τὴν ἀνάδειξη χιλιάδων καὶ ἑκατομμυρίων μαρτύρων.

Ὅταν διαβάση κανεὶς προσεκτικὰ τὶς ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, θὰ διαπιστώση ὅτι οἱ πρῶτες Ἐκκλησίες ἦταν ὀργανωμένες, ὅπως εἶναι ὀργανωμένα τὰ σημερινὰ καλὰ ὀρθόδοξα Μοναστήρια. Οἱ δύο ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στὴν Κόρινθο ἀποδεικνύουν μιὰ Ἐκκλησία ἡ ὁποία, πέρα ἀπὸ μερικὰ ἀνθρώπινα λάθη, ἦταν πολὺ ζωντανή, γεμάτη ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ οἱ Χριστιανοὶ ἦταν πλημμυρισμένοι ἀπὸ τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ὁπότε, μιὰ πρώτη πρόταση ἀντιμετωπίσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς καὶ θεολογικῆς κρίσεως τῶν ἡμερῶν μας εἶναι νὰ ἔχουμε μπροστά μας τὸ ὅραμα τῶν πρώτων Ἐκκλησιῶν, ὅπως φαίνεται στὶς ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καὶ νὰ ἀγωνιζόμαστε νὰ ἐπανέλθουμε σὲ αὐτὴν τὴν κατάσταση.

Τὸ δεύτερο σημεῖο εἶναι νὰ δοῦμε τὴν κοινοβιακὴ ζωὴ τῆς πρώτης Ἐκκλησίας. Ἐφ' ὅσον ζοῦσαν τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πλουσιοπάροχα, ἔπρεπε νὰ τὴν διοχετεύσουν στοὺς ἀδελφούς τους, ἀλλὰ πολλὲς φορὲς καὶ σὲ ἀνθρώπους ἐκτὸς τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας. Ἔτσι, μαζὶ μὲ τὴν εὐχαριστιακὴ ζωή, εἶχαν διοργανώσει καὶ τὴν κοινοβιακὴ ζωή, ἀκόμη καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ φαγητοῦ, εἶναι τὰ γνωστὰ κοινὰ δεῖπνα ποῦ περιγράφονται στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. Οἱ Χριστιανοὶ πωλοῦσαν τὰ ὑπάρχοντά τους καὶ τὰ χρήματα ποῦ εἰσέπρατταν τὰ ἔδιναν στοὺς Ἀποστόλους, ὥστε νὰ βοηθοῦνται ὅλοι οἱ Χριστιανοί. Καὶ ὅταν χρειάσθηκε νὰ ἀσχοληθοῦν μερικοὶ ἄνθρωποι μὲ τὰ δεῖπνα, ἐξέλεξαν ἑπτὰ ἄνδρες ποῦ ἦταν γεμᾶτοι ἀπὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ἑπομένως, δὲν διοργάνωσαν τὴν κοινοβιακή τους ζωὴ ἐπὶ τὴ βάσει οἰκονομικῶν θεωριῶν, ἀλλὰ ἐπὶ τὴ βάσει τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, τὴν ὁποῖα βίωναν μέσα στὴν Ἐκκλησία.

Συνήθως λέμε ὅτι αὐτὴ ἡ κοινοβιακὴ ζωὴ ποῦ περιγράφουν οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων κράτησε γιὰ λίγα χρόνια καὶ στὴν συνέχεια ἐξέλιπε. Εἶναι λάθος αὐτὴ ἡ ἄποψη, γιατί ἤδη ἔχουμε γραπτὴ μαρτυρία ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 2ου αἰῶνος, δηλαδὴ μετὰ τὸ 150 μ.Χ. ὅτι αὐτὴ ἡ κοινοβιακὴ ζωή, μὲ πολλοὺς τρόπους, λειτουργοῦσε σὲ ὅλες τὶς κατὰ τόπους Ἐκκλησίες, ὄχι μόνον στὰ Ἱεροσόλυμα. Γιὰ παράδειγμα στὴν πρώτη Ἀπολογία τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου τοῦ Μάρτυρος γίνεται λόγος γιὰ τὴν ἀπὸ κοινοῦ θεία Εὐχαριστία καὶ τὴν θεία Κοινωνία καὶ ἐκεῖ μεταξὺ ἄλλων λέγεται: «Καὶ οἱ ἔχοντες τοὶς λειπομένοις πᾶσιν ἐπικουροῦμεν, καὶ σύνεσμεν ἀλλήλοις ἀεί». «Οἱ εὐποροῦντες δὲ καὶ βουλόμενοι κατὰ προαίρεσιν ἕκαστος τὴν ἑαυτοῦ ὃ βούλεται δίδωσι, καὶ τὸ συλλεγόμενον παρὰ τὼ προεστώτι ἀποτίθεται, καὶ αὐτὸς ἐπικουρεῖ ὀρφανοῖς τε καὶ χήραις, καὶ τοὶς διὰ νόσον ἢ δι' ἄλλην αἰτίαν λειπομένοις, καὶ τοὶς ἐν δεσμοῖς οὔσι, καὶ τοὶς παρεπιδήμοις οὔσι ξένοις, καὶ ἁπλῶς πᾶσι τοὶς ἐν χρείᾳ οὔσι κηδεμὼν γίνεται».

Ἡ Ἀπολογία αὐτὴ δόθηκε ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἰουστῖνο στὸν αὐτοκράτορα Ἀντωνίνο τὸν Εὐσεβῆ καί, βεβαίως, ἐπ' οὐδενὶ λόγῳ σὲ μιὰ τέτοια ἐπίσημη Ἀπολογία θὰ ἦταν ὑπερβολικὸς καὶ θὰ χρησιμοποιοῦσε ψευδῆ ἐπιχειρήματα. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ πρώτη Ἐκκλησία ζοῦσε μέσα στὸ κοινοβιακὸ πνεῦμα καὶ ἐνδιαφερόταν γιὰ τοὺς ὀρφανοῦς, τὶς χῆρες, τοὺς ἀσθενεῖς, τοὺς φυλακισμένους, τοὺς παρεπιδημοῦντας καὶ γιὰ ὅλους ποῦ εἶχαν τὴν ἀνάγκη. Εἶναι σημαντικὴ ἡ μελέτη τοῦ ἀειμνήστου Καθηγητοῦ Παναγιώτου Δημητρόπουλου μὲ τίτλο «Ἡ πίστις τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας ὡς κανὼν ζωῆς καὶ ὁ κόσμος», εἰδικὰ τὰ κεφάλαια περὶ τοῦ θεσμοῦ τῆς ἰδιοκτησίας, περὶ χριστιανικῆς φιλανθρωπίας καὶ περὶ τοῦ θεσμοῦ τῆς δουλείας, ὅπου ὑπάρχουν πολλὰ παραδείγματα ἀπὸ τὸν τρόπο ποῦ ζοῦσε ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία.

Αὐτὴ ἡ κοινοβιακὴ ζωὴ τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας δὲν ἔπαυσε ποτὲ καὶ βιώθηκε στὴν συνέχεια ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς στὰ Μοναστήρια, ποῦ ὑπῆρξαν χῶροι λατρείας, προσευχῆς καὶ κοινοβιακῆς ζωῆς, καθὼς ἐπίσης καὶ φιλοξενίας τῶν πολλῶν προσκυνητῶν. Αὐτὸ βιώνεται καὶ σὲ πολλὲς Ἐνορίες, ποῦ ἀναπτύσσουν τὴν φιλανθρωπία. Ὁπότε, πρόταση τῆς Ἐκκλησίας στὴν σημερινὴ κρίση εἶναι νὰ διοργανωθοῦν ἀκόμη περισσότερο οἱ Ἐνορίες καὶ τὰ Μοναστήρια ὡς χῶροι κοινοβιακῆς ζωῆς.

Τὸ τρίτο σημεῖο εἶναι τὸ κήρυγμα τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ποῦ στρεφόταν ἐναντίον τῶν πλουσίων, οἱ ὁποῖοι ἀδιαφοροῦσαν γιὰ τοὺς πτωχούς. Οἱ Πατέρες ὁμιλοῦσαν ἐλεγκτικὰ ἐναντίον τῶν ἐχόντων καὶ κατεχόντων ποῦ ζοῦσαν σὲ βάρος τοῦ λαοῦ. Ἀλλὰ πρῶτοι οἱ Πατέρες αὐτοὶ ἔδιναν τὸ καλὸ παράδειγμα, ἀφοῦ ἀπαλλάσσονταν ἀπὸ τὴν περιουσία τὴν ὁποῖα εἶχαν καὶ τὴν ὁποῖα προσέφεραν στοὺς πτωχούς.

Εἶναι περίφημοι οἱ λόγοι τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καὶ πολλῶν ἄλλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Θὰ περιορίσω τὴν ἀναφορὰ μοῦ στὸν περίφημο λόγο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου «περὶ φιλοπτωχίας». Καὶ αὐτὸ γιατί, στὸν λόγο αὐτὸ παρουσιάζεται ὅλη ἡ θεολογικὴ προοπτικὴ τῆς κοινοβιακῆς ζωῆς. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος δὲν ἐμπνέεται ἁπλῶς ἀπὸ οἰκονομικὲς θεωρίες καὶ ἀπὸ φιλεύσπλαχνη διάθεση, ἀλλὰ καθαρὰ ἀπὸ τὴν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας.

Μεταξὺ τῶν ἄλλων λέγει ὅτι ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο νὰ ζὴ στὸν Παράδεισο τῆς τρυφῆς ἐλεύθερος καὶ αὐτεξούσιος καὶ πλούσιος στὴν ἀπόλαυση. Ὅμως, μετὰ τὴν παράβαση δημουργήθηκαν οἱ φθόνοι, οἱ ἔριδες καὶ ἡ καταδυνάστευση τοῦ διαβόλου, ἡ ὁποία δαιμονικὴ καταδυνάστευση παρασύρει τοὺς πιὸ θρασεῖς ἀνθρώπους ἐναντίον τῶν ἀσθενεστέρων καὶ ἔτσι σχίσθηκε τὸ ἑνιαῖο ἀνθρώπινο γένος καὶ ἔλαβε διάφορα ὀνόματα, καὶ ἡ πλεονεξία κατακερμάτισε τὴν εὐγένεια τῆς φύσεως. Σαφέστατα ἐδῶ φαίνεται ὅτι ἡ πρώτη ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου στὸν παράδεισο ἦταν ἡ ἀπόλυτα κοινοβιακὴ ζωή, ἡ δὲ συσσώρευση τοῦ πλούτου καὶ τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς παραβάσεως τοῦ ἀνθρώπου. Γι' αὐτὸ προτρέπει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος τὸν ἀκροατή του: «ἀλλὰ σὺ βλέπε μοὶ τὴν πρώτην ἰσονομίαν, μὴ τὴν τελευταίαν διαίρεσιν μὴ τὸν τοῦ κρατήσαντος νόμον, ἀλλὰ τὸν τοῦ κτίσαντος».

Ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου εἶναι πολὺ σημαντικός, γιατί δείχνει ὅτι οἱ Χριστιανοὶ θὰ πρέπει νὰ βλέπουν τὴν πρώτη ἰσονομία ποῦ ἐπικρατοῦσε στὸν Παράδεισο, τὴν διαίρεση ποῦ ἦλθε διὰ τῆς πτώσεως καὶ νὰ ἀποβλέπουν μὲ τὴν δική τους ἐλευθερία στὴν ἐπαναφορὰ στὴν πρώτη ἐκείνη εὐλογημένη κατάσταση.

Μέσα στὴν προοπτικὴ αὐτὴ πρέπει νὰ ἐντάξη κανεὶς ὅλον αὐτὸν τὸν ὑπέροχο λόγο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου. Σὲ ἕνα σημεῖο γράφει: «Πᾶσι μὲν δὴ πτωχοῖς ἀνοικτέον τὰ σπλάγχνα» καὶ συνεχίζει ὅτι πρέπει νὰ δείξουμε τὴν ἀγάπη μας σὲ ὅποιον τὴν χρειάζεται, σὲ αὐτοὺς ποῦ διατελοῦν σὲ χηρεία, σὲ ὀρφάνεια, σὲ αὐτοὺς ποῦ εἶναι ἐξόριστοι, εἴτε σὲ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι καταδιώκονται ἀπὸ τὴν ὠμότητα τῶν δεσποτῶν εἴτε ἀπὸ τὸ θράσος τῶν ἀρχόντων εἴτε ἀπὸ τὴν ἀπανθρωπία τῶν φορολόγων εἴτε ἀπὸ τὸν φόνο τῶν ληστῶν εἴτε ἀπὸ τὴν ἀπληστία τῶν κλεπτῶν εἴτε ἀπὸ τὴν δήμευση εἴτε ἀπὸ τὸ ναυάγιο.

Μιλῶντας στοὺς Χριστιανούς του, λέγει: «Πάντες γὰρ ἕν ἐσμὲν ἐν Κυρίῳ, εἴτε πλούσιος, εἴτε πένης, εἴτε δοῦλος, εἴτε ἐλεύθερος, εἴτε ὑγιαίνων, εἴτε πονηρῶς ἔχων τοῦ σώματος». Καὶ σὲ κάποια στιγμὴ λέγει τὸν φοβερὸ λόγο ὅτι δὲν θὰ ἤθελε ποτὲ νὰ συμβῇ στὸν ἴδιο νὰ πλουτίζη αὐτός, ἐνῷ οἱ ἄλλοι δὲν ἔχουν τίποτε, εἴτε νὰ διάγη αὐτὸς καλά, ἐνῷ οἱ ἄλλοι νὰ ὑποφέρουν: «Μὴ μοὶ γένοιτο, μήτε πλουτεῖν τούτων ἀπορουμένων μήτε εὐεκτείν, εἰ μὴ βοηθοίην τοὶς τούτων τραύμασι μὴ τροφῆς ἱκανῶς ἔχειν, μὴ σκέπης, μὴ ὑπὸ στέγην ἀναπαύεσθαι, εἰ μὴ καὶ ἄρτον ὀρέξαιμι, καὶ μεταδοίην ἐσθῆτος εἰς δύναμιν καὶ ὑπὸ στέγην ἀναπαύσαιμι».

Ἔχοντας αὐτὸ ὑπ' ὄψιν, θὰ πρέπει νὰ ὁμιλοῦμε συνεχῶς ἐναντίον τῆς συγκεντρώσεως τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν ἀπὸ λίγους ἀνθρώπους, νὰ κάνουμε λόγο γιὰ τὴν κατὰ τὸ δυνατὸν ἰσότητα τῶν ἀνθρώπων ἤ, τοὐλάχιστον, νὰ τονίζουμε ὅτι ὅσοι ἔχουν ὑλικὰ ἀγαθὰ θὰ πρέπει νὰ φροντίζουν γιὰ τὴν προσφορὰ τῶν ἀναγκαίων σὲ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι ὑποφέρουν. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι κανεὶς καλὸς Χριστιανὸς καὶ νὰ ζὴ πλουσιοπάροχα, ἐνῷ οἱ ἀδελφοί του ἐν Χριστῷ ὑποφέρουν καὶ βασανίζονται.

Τὸ τέταρτο σημεῖο εἶναι ὅτι πρέπει νὰ δοθῇ σημασία στὴν ἀσκητικὴ ζωή, ὅπως τὴν συναντᾶμε στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν ὁμιλοῦμε γιὰ ἀσκητικὴ ζωή, ἐννοοῦμε τὸ νὰ διακρίνη ὁ ἄνθρωπος μεταξὺ τοῦ ἀναγκαίου καὶ τοῦ ὑπερβολικοῦ, μεταξὺ ψευδῶν καὶ πραγματικῶν ἀναγκῶν. Δυστυχῶς, πολλοὶ Χριστιανοὶ ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὴν νοοτροπία τῆς ἐποχῆς καταναλώνουν περισσότερα ἀπ' ὅσα παράγουν καὶ δὲν ζοῦμε κατὰ τρόπον ἀσκητικό. Αὐτὴ ἡ προτροπὴ γιὰ ἄσκηση εἶναι ἀναγκαία στὴν ἐποχή μας, κατὰ τὴν ὁποῖα ὑπάρχει πολὺ μεγάλη εὐμάρεια, συσσώρευση ὑλικῶν ἀγαθῶν, τὰ ὁποῖα δὲν μᾶς χρειάζονται.

Τὰ τέσσερα αὐτὰ σημεῖα τὰ ὁποῖα ὑπεγράμμισα δείχνουν καὶ τὸ πῶς μπορεῖ σήμερα νὰ βοηθήση ἡ Ἐκκλησία στὴν κρίση ποῦ διερχόμαστε, ἤτοι θὰ πρέπει νὰ δώση βαρύτητα στὴν θεία Εὐχαριστία καὶ τὴν θεολογία της, ἡ ὁποία ἀναπαύει τὴν πνευματικὴ πεῖνα τοῦ ἀνθρώπου καὶ δίνει νόημα ζωῆς, νὰ διοργανώση τὴν Ἐνορία μέσα στὸ κοινοβιακὸ σύστημα τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας μὲ τὴν προσφορὰ ὑλικῶν ἀγαθῶν σὲ ἀνθρώπους ποῦ ἔχουν ἀνάγκη καὶ τὴν ποικιλότροπη ποιμαντικὴ διακονία μὲ τὰ Ἱδρύματα καὶ τὸ προνοιακὸ ἔργο. Ἀλλὰ συγχρόνως θὰ πρέπει νὰ ὁμιλῇ τὴν γλῶσσα τῶν Πατέρων γιὰ τὴν ἀδικία ποῦ ὑπάρχει στὶς κοινωνίες μας καὶ τὴν ἀνάπτυξη τοῦ πνεύματος τῆς φιλανθρωπίας, καθὼς ἐπίσης ἐμεῖς οἱ Κληρικοὶ καὶ οἱ τακτικῶς ἐκκλησιαζόμενοι Χριστιανοὶ νὰ κάνουμε πράξη τὴν ἀρχὴ τῆς λιτότητας στὴν προσωπική μας ζωή.

Ἡ ἀντιμετώπιση τῆς κρίσεως ἀπὸ ἐκκλησιαστικῆς πλευρᾶς πρέπει νὰ εἶναι ἐκκλησιαστικὴ καὶ θεολογική. Νὰ μὴν πέσουμε στὸν πειρασμὸ νὰ βλέπουμε τὴν οἰκονομικὴ κρίση μέσα ἀπὸ οἰκονομικοὺς ὅρους, γιατί ἂν γίνεται αὐτό, τότε ζοῦμε ἐκκοσμικευμένη ζωή. Οἱ κοινωνικὲς καὶ οἰκονομικὲς κρίσεις ἀντιμετωπίζονται μὲ πνευματικὰ μέτρα, ἤτοι ἀσκητικὴ ζωή, προσευχή, πίστη στὸν Θεό, ἐντατικοποίηση γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ.–

  • Προβολές: 2789