Στὸν πανηγυρίζοντα Ἱερὸ Ναὸ Ἁγίου Ἀνδρέου Πατρῶν: Ἡ κάρτα τοῦ οὐρανοπολίτη
Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
Κήρυγμα κατὰ τὸ ἀρχιερατικὸ συλλείτουργο γιὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου τοῦ Πρωτοκλήτου, στὸν πανηγυρίζοντα Ἱερὸ Ναὸ Ἁγίου Ἀνδρέου Πατρῶν.
*
Εἶναι τιμὴ καὶ εὐλογία νὰ ὁμιλῇ κανεὶς σήμερα, αὐτὴν τὴν ἡμέρα στὸν μεγαλοπρεπέστατο Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου, στὴν ἐτήσια μνήμη τοῦ Πρωτοκλήτου Ἀποστόλου, ὁ ὁποῖος εἶναι τὸ καύχημα τῆς πόλεως τῶν Πατρῶν, ἀλλὰ καὶ ὅλης τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καὶ μάλιστα νὰ ὁμιλῇ ἐνώπιον πολυπληθοῦς ἐκκλησιάσματος, ποῦ ἀποτελεῖται ἀπὸ ἄρχοντες καὶ ἀρχομένους, ἀπὸ τὸν εὐλαβῆ λαὸ τοῦ Κυρίου, σὲ αὐτὴν τὴν εὐχαριστιακὴ σύναξη, ποῦ συλλειτουργοῦν πλειάδα Ἱεραρχῶν καὶ Κληρικῶν.
Αὐτὴν τὴν τιμή, τὴν ὁποῖα αἰσθάνομαι δυνατὰ μέσα μου, τὴν ὀφείλω, πέρα ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἅγιο Ἀνδρέα καὶ στὸν Μητροπολίτη Πατρῶν κ. Χρυσόστομο, τὸν πολυαγαπητὸ ἐν Χριστῷ ἀδελφὸ ποῦ μοῦ ἀνέθεσε αὐτὴν τὴν διακονία καὶ ὁ ὁποῖος εἶναι κόσμημα αὐτῆς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, ἀλλὰ καὶ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, μὲ τὴν σύνεσή του, τὴν ἀγάπη του στὸν Θεὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία, τὴν κενωτικὴ διακονία του καὶ τὸν ἱεραποστολικό του ζῆλο. Τὸν εὐχαριστῶ ἐκ καρδίας.
1. ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΠΟΡΕΙΕΣ
Σκεπτόμενος τὴν μεγάλη μορφὴ τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέου τοῦ Πρωτοκλήτου, ἀναλογίζομαι τὶς τρεὶς μεγαλειώδεις πορεῖες ποῦ πραγματοποίησε στὴν ζωή του. Οἱ ἄνθρωποι συνηθίζουν νὰ κάνουν πορεῖες γιὰ νὰ διεκδικήσουν τὰ δικαιώματά τους καὶ νὰ ἐκφράσουν τὰ δίκαια αἰτήματά τους. Καὶ ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ἔκανε τρεὶς μεγαλειώδεις πορεῖες, τὶς ὁποῖες θὰ ἀναφέρω.
Ἡ πρώτη πορεία του ἦταν πρὸς τὸν Τίμιο Πρόδρομο καὶ μπορεῖ νὰ τιτλοφορηθῇ ἀναζήτηση. Ὑπῆρξε μαθητὴς τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ, ὁ ὁποῖος εὑρισκόμενος στὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνου, κήρυττε τὴν μετάνοια, ὡς ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ τὴν ἔλευση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ἦταν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους ποῦ ἀναζητοῦσαν τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ. Εἶχε ἔντονα πνευματικὰ ἐνδιαφέροντα. Στοὺς Ψαλμοὺς τοῦ Δαυὶδ εἶναι γραμμένο: «αὕτη ἡ γενεὰ ζητούντων τὸν Κύριον, ζητούντων τὸ πρόσωπον τοῦ Θεοῦ Ἰακὼβ» (Ψάλμ. κγ', 6). Ἀνῆκε, λοιπόν, στὴν γενιὰ ποῦ ἀναζητοῦσαν τὸν Χριστό, γιὰ νὰ τοὺς ἐλευθερώση ἀπὸ τὶς δύσκολες καταστάσεις στὶς ὁποῖες ζοῦσαν.
Ἡ δεύτερη πορεία τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου ἦταν ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο στὸν Χριστὸ καὶ μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθῇ ὡς εὕρεση. Ἐδῶ σημαντικὸ ρόλο ἔπαιξε ὁ Τίμιος Πρόδρομος. Ἦταν ἕνας Προφήτης, ποῦ ἔζησε στὸ μεταίχμιο μεταξὺ Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης, ποῦ εἶχε λάβει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἀπὸ τὴν κοιλία τῆς μητέρας του, ἐνῷ ἦταν ἕξι μηνῶν βρέφος.
Αὐτὴ ἡ ἀνακάλυψη φαίνεται καθαρότερα στὸν λόγο ποῦ ἀπηύθυνε ὁ Πρωτόκλητος Ἀνδρέας στὸν ἀδελφὸ τοῦ Σίμωνα-Πέτρο. Τοῦ εἶπε: «εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν» (Ἰω. α', 42). Εἶναι σημαντικὸς αὐτὸς ὁ λόγος τοῦ Πρωτοκλήτου. Ὁ Ἀρχιμήδης ὅταν βρῆκε ἕναν νόμο τῆς φύσεως φώναξε σὰν τρελὸς «εὕρηκα, εὕρηκα». Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας δὲν βρῆκε ἕναν νόμο τῆς φύσεως, ἀλλὰ τὸν δημιουργὸ τῆς φύσεως, τὸν Χριστό. Ἔτσι, καταλαβαίνουμε ὅτι ἡ ἀλήθεια δὲν εἶναι «τί», πρᾶγμα, ἀντικείμενο, δὲν εἶναι μιὰ ἀφηρημένη ἰδέα, ἀλλὰ «τίς», πρόσωπο καὶ μάλιστα τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Κατὰ τὸν ἰδεαλισμὸ ἡ ἀλήθεια εἶναι μιὰ ἰδέα –«ἐν ἀρχῇ ἥν ἡ ἰδέα». Γιὰ τὸν ὑλισμὸ ἡ ἀλήθεια εἶναι ἡ ὕλη –«ἐν ἀρχῇ ἥν ἡ ὕλη». Γιὰ τὸν Χριστιανισμὸ ἡ ἀλήθεια εἶναι πρόσωπο –«ἐν ἀρχῇ ἥν ὁ Λόγος» (Ἰω. α', 1).
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει: «τοῦτο τὸ ρῆμα ψυχῆς ἐστιν ὠδινούσης τὴν παρουσίαν τοῦ Σωτῆρος καὶ προσδοκώσης τὴν ἄφιξιν ἄνωθεν καὶ περιχαροῦς γεγενημένης μετὰ τὸ φανῆναι τὸ προσδοκώμενον». Ἅς προσέξουμε τὰ ρήματα «ὠδινούσης» καὶ «προσδοκώσης» ψυχῆς. Πρόκειται γιὰ ἕναν πόνο ἐσωτερικό, γιὰ μιὰ γέννα, ἀλλὰ καὶ γιὰ μιὰ νοσταλγία. Γίνεται λόγος γιὰ σπέρμα πνευματικὸ ποῦ εἰσέρχεται στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου καὶ κυοφορεῖ πνεῦμα σωτηρίας. Δὲν ἐνδιέφεραν τὸν ἅγιο Ἀνδρέα ἐπίγειες χαρές, ἀλλὰ οὐράνιες προσδοκίες. Ὠδινοῦσε γιὰ τὴν ἔλευση τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.
Στὴν πορεία αὐτὴ τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου ἐξαίρεται ἡ σημαντικὴ παρουσία τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Ἦταν ὁ Πνευματικὸς Πατέρας καὶ διδάσκαλός του, ἀλλὰ δὲν τὸν κράτησε γιὰ τὸν ἑαυτό του, δὲν ἤθελε νὰ τὸν κάνη ὀπαδό του, ἀλλὰ τοῦ ἄνοιξε τὸν δρόμο γιὰ τὸν Χριστό. Εἶπε δὲ ἐκεῖνον τὸν ἐκπληκτικὸ λόγο: «αὐτὸν δεὶ αὐξάνειν, ἐμὲ δὲ ἐλαττοῦσθαι» (Ἰω. γ', 30). Ἤθελε νὰ ἐξαφανισθῇ μπροστὰ στὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ τρίτη πορεία τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου εἶναι ἡ πορεία ἀπὸ τὸν Χριστὸ πρὸς τὸν Σταυρὸ καὶ μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθῇ πορεία πρὸς τὴν δόξα. Μαθήτευσε τρία χρόνια κοντὰ στὸν Χριστό, ἔζησε τὴν ὀδύνη τοῦ Σταυροῦ καὶ τὴν χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ἔλαβε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς καὶ στὴν συνέχεια ἐξῆλθε σὲ ὅλον τὸν κόσμο γιὰ νὰ κηρύξη τὸ μήνυμα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτὸ τὸ ἔκανε ἕως τὴν ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου του, ἐδῶ στὴν Πάτρα.
Ἔτσι, ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ἀπὸ τὴν μικρὴ Παλαιστίνη ἐξῆλθε σὲ ὁλόκληρο τὸν κόσμο, ἀπὸ μιὰ μικρὴ ἐπαρχία ταξίδευσε, μὲ τὰ πενιχρὰ μέσα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, στὴν Οἰκουμένη, ἀπὸ δουλοπάροικος ποῦ ἦταν, ἀφοῦ ἡ Παλαιστίνη ἦταν ὑπόδουλη στοὺς Ρωμαίους, ἔγινε ἐλεύθερος ἐν Χριστῷ καὶ μαζὶ μὲ τoὺς ἄλλους Ἀποστόλους συνετέλεσαν στὸ νὰ μεταμορφώσουν τὴν ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία σὲ χριστιανικὴ αὐτοκρατορία, ποῦ ἀνέδειξε ἕναν τέτοιο λαμπρὸ πολιτισμό. Ὁ ἴδιος δὲ ἵδρυσε τὴν Ἐκκλησία στὸ Βυζάντιο καὶ γι' αὐτὸ θεωρεῖται ὡς ὁ προστάτης τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
Διερωτᾶται κανείς: Ποιά ἦταν ἡ δύναμη τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου καὶ τῶν ἄλλων Ἀποστόλων γιὰ νὰ κάνουν αὐτὴν τὴν μεγαλειώδη πορεία ποῦ συνδέεται μὲ τὴν ἀναζήτηση, τὴν εὕρεση καὶ τὴν δόξα; Ἀσφαλῶς ἡ πίστη στὸν Χριστό, ποῦ δὲν εἶναι μιὰ ἀφηρημένη ἰδεολογία, ἀλλὰ σχέση καὶ κοινωνία μαζί Του. Γιατί, κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, ἡ πίστη εἶναι ἐνυπόστατη, «Χριστὸν εἶναι φαμὲν τὴν ἐνυπόστατον πίστιν», καὶ κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ ἡ πίστη εἶναι «νόησις καὶ ὅρασις καρδίας». Τελικὰ ἡ πίστη εἶναι σχέση καὶ κοινωνία μὲ τὸν Χριστό.
Ἔτσι, ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ἔκανε τρεὶς θαυμαστὲς πορεῖες. Ἡ μία πρὸς τὸν Προφήτη τῆς μετανοίας, τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο, ἡ δεύτερη πρὸς τὸν Χριστό, τὸν ἐναθρωπήσαντα Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ, καὶ ἡ τρίτη πρὸς τὴν Οἰκουμένη, τὴν τότε κοινωνία, ποῦ ὁδήγησε πρὸς τὴν σταυρικὴ θυσία καὶ τὴν οὐράνια πολιτεία. Μὲ αὐτὲς τὶς πορεῖες, ποῦ εἶναι ἐπαναστατικές, ἔγινε οὐρανοπολίτης.
2. Ἡ ΔΙΚΗ ΜΑΣ ΠΟΡΕΙΑ
Ἡ περίπτωση τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου ὑποδεικνύει σὲ μᾶς νὰ κάνουμε παρόμοιες πορεῖες σὲ δύο σημεῖα.
Τὸ πρῶτον εἶναι στὸ νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὴν φιλαυτία μας καὶ νὰ ὁδηγηθοῦμε στὴν φιλοθεΐα καὶ τὴν φιλανθρωπία. Αὐτὸ οὐσιαστικὰ ἔκανε ὁ ἅγιος Ἀνδρέας, ἀφοῦ βγῆκε ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, ἀγάπησε τὸν Χριστὸ καὶ στὴν συνέχεια ἀγάπησε ὅλον τὸν κόσμο.
Φιλαυτία εἶναι τὸ κλείσιμο μέσα στὸν ἑαυτό μας, εἶναι ἡ ἄλογη φιλία πρὸς τὸ σῶμα μας, ἡ κυριαρχία τῆς εὐδαιμονίας, ἡ φυλακὴ στὴν αὐτάρκειά μας. Αὐτὴ εἶναι μιὰ φρικτὴ φυλακὴ καὶ γεμίζει τὸν ἄνθρωπο μὲ φοβία, ἀνασφάλεια, ὑπαρξιακὸ κενό, ψυχικὴ καὶ πνευματικὴ μοναξιά, ἀλλὰ καὶ μιὰ ψυχικὴ ἀναπηρία καὶ ὑπαρξιακὴ αὐτοκτονία. Εἶπε κάποιος ὅτι κόλαση εἶναι τὸ νὰ εἶναι κανεὶς κλεισμένος σὲ ἕνα δωμάτιο καὶ νὰ τὸν περιβάλλουν ἀπὸ παντοῦ παραμορφωτικὰ κάτοπτρα καὶ νὰ βλέπη συνεχῶς τὸν ἑαυτό του. Ἔτσι, ἡ κόλαση ταυτίζεται μὲ τὴν φιλαυτία, τὸ νὰ μὴν μπορῇ κανεὶς νὰ δὴ πέρα ἀπὸ τὸν ἑαυτό του.
Ἡ ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὴν κόλαση τῆς φιλαυτίας ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν φιλοθεΐα, δηλαδὴ στὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεάνθρωπο Χριστό. Τότε ὁ ἄνθρωπος ἐξίσταται ἀπὸ τὸν ἑαυτό του καὶ ζὴ γιὰ τὸν Χριστό, γεμίζει ἀπὸ ἀγάπη, πληροῦται ὁ ἐσωτερικὸς κόσμος του ἀπὸ φὼς καὶ ζωή. Τὸ ἑπόμενο δὲ βῆμα εἶναι ἡ φιλανθρωπία, δηλαδὴ ἡ ἀγάπη γιὰ κάθε ἄνθρωπο, ποῦ εἶναι δημιουργημένος κατ' εἰκόνα καὶ καθ' ὁμοίωση Θεοῦ. Ὅποιος ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ ἀγαπᾶ ὁπωσδήποτε καὶ τὸν συνάνθρωπο, τὸν ὁποῖο θεωρεῖ ἀδελφό του. Καὶ εἶναι γνωστὸς ὁ πατερικὸς λόγος: «Εἶδες τὸν ἀδελφόν σου, εἶδες τὸν Θεόν σου», ὅπως εἶναι γνωστὸς καὶ ὁ λόγος τοῦ ὁσίου Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου ὅτι ἡ ἀγάπη εἶναι «καῦσις καρδίας ὑπὲρ πάσης κτίσεως».
Τὸ δεύτερο σημεῖο ποῦ ἐξάγεται ἀπὸ τὴν ζωὴ τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου εἶναι ὅτι, ὅταν κανεὶς ὁδηγῆται μὲ τὴν βοήθεια κάποιου Προφήτη πρὸς τὸν Χριστό, ὁ ὁποῖος εἶναι τὸ φὼς καὶ ἡ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων, τότε λαμβάνει ζωὴ ποῦ εἶναι ὑπέρβαση τοῦ θανάτου καὶ δὲν φοβᾶται τίποτε, δὲν διακατέχεται ἀπὸ φοβίες, εἶναι ἐλεύθερος ἀπ' ὅλα, δὲν φοβᾶται οὔτε τὸν θάνατο. Ὁ Χριστὸς εἶπε στοὺς μαθητές Του, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἦταν καὶ ὁ ἅγιος Ἀνδρέας: «μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι» (Μάτθ. ἰ', 28).
Μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν πίστη ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ἀψήφησε τὸν θάνατο καὶ ἔγινε παγκόσμιος, οὐράνιος ἄνθρωπος, ἀτρόμητος ἐν Χριστῷ. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐξέφραζε αὐτὴν τὴν κατάσταση γράφοντας: «πέπεισμαι γὰρ ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωὴ οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαὶ οὔτε δυνάμεις οὔτε ἐνεστῶτα οὔτε μέλλοντα οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τις κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τὼ Κυρίω ἡμῶν» (Ρώμ. ἡ', 38-39). Εἶχε μέσα του τὸν Χριστὸ καὶ δὲν τὸν διακατεῖχε κανένας φόβος.
Εἶναι θαυμάσιο τὸ χωρίο τῆς πρὸς Διόγνητον ἐπιστολῆς τοῦ 2ου αἰῶνος ποῦ ἐκφράζει τὴν πίστη τῶν πρώτων Χριστιανῶν. Μεταξὺ τῶν ἄλλων γράφεται ὅτι οἱ Χριστιανοὶ «πατρίδας οἰκοῦσιν ἰδίας, ἀλλ' ὡς πάροικοι μετέχουσι πάντων ὡς πολῖται, καὶ πάνθ' ὑπομένουσιν ὡς ξένοι πᾶσα ξένη πατρὶς ἐστὶν αὐτῶν, καὶ πᾶσα πατρὶς ξένη». Δηλαδή, οἱ Χριστιανοὶ ἔχουν πατρίδες, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα ζοὺν ὡσὰν νὰ εἶναι πάροικοι, μετέχουν στὴν κοινωνικὴ ζωὴ ὡς πολῖτες, ἀλλὰ ὅλα τὰ ὑπομένουν ὡσὰν νὰ εἶναι ξένοι. Κάθε ξένο τόπο τὸν θεωροῦν πατρίδα τους, καὶ τὴν πατρίδα τους τὴν θεωροῦν ὡς ξένη. Ἄλλωστε, «ἡμῶν γὰρ τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει» (Φιλιπ. γ', 20). Καὶ αὐτὸ συμβαίνει γιατί, πάλι κατὰ τὴν πρὸς Διόγνητον ἐπιστολή, οἱ Χριστιανοὶ «ἐπὶ γῆς διατρίβουσιν, ἀλλ' ἐν οὐρανῷ πολιτεύονται. Πείθονται τοὶς ὡρισμένοις νόμοις, καὶ τοὶς ἰδίοις βίοις νικῶσι τοὺς νόμους». Δηλαδή, ζοὺν στὴν γῆ, ἀλλὰ πολιτεύονται στὸν οὐρανό, ὑπακούουν στοὺς νόμους τῆς Πολιτείας, ἀλλὰ μὲ τὴν ζωή τους ὑπερβαίνουν τοὺς νόμους.
Εἶναι ἐξόχως καταπληκτικὸς ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ποῦ λέγει ὅτι ὁ Χριστιανὸς δὲν εἶναι ἁπλῶς «πολίτης» τοῦ κόσμου αὐτοῦ, ἀλλὰ εἶναι «ὀδίτης» πρὸς τὸ οὐράνιο πολίτευμα. Καὶ γράφει: «μὴ εἴπης ἔχω τῆνδε τὴν πόλιν καὶ ἔχω τῆνδε. Οὐκ ἔχει οὐδεὶς πόλιν. Ἡ πόλις ἄνω ἐστίν. Τὰ παρόντα ὁδὸς ἐστίν». Δηλαδή, οἱ Χριστιανοὶ θεωροῦν ὡς πραγματική τους πόλη τὸν οὐρανό, ἤτοι τὴν μετοχὴ τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ καὶ διαρκῶς πορεύονται πρὸς αὐτὴν τὴν ἔνδοξη πόλη. Ἔτσι, στὴν πραγματικότητα εἴμαστε «ὀδίτες» πρὸς τὴν οὐρανούπολη. Καὶ αὐτὸ συνδέεται μὲ τὸν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «οὐ γὰρ ἔχομεν ὦδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» (Ἐβρ. ἰγ', 14). Εἴμαστε «οὐρανοδρόμοι» καὶ «οὐρανοπολίτες».
Παρὰ ταῦτα, ἐμεῖς οἱ σύγχρονοι Χριστιανοί, τὰ νεώτερα ἀδέλφια τέτοιων μεγάλων ἁγίων καὶ οἰκουμενικῶν διδασκάλων, ἂν καὶ ἔχουμε τέτοιους ἁγίους, ὅπως τὸν ἅγιο Ἀνδρέα, ζοῦμε πολὺ φτωχά, εἴμαστε φοβισμένοι, φοβόμαστε κάθε μικρὸ ἐχθρό, ἀκόμη καὶ τὴν σκιά μας, εἴμαστε φυλακισμένοι στὴν φιλαυτία μας, κλεισμένοι μέσα στὰ στενὰ κελλιὰ τοῦ ἑαυτοῦ μας, διακατεχόμαστε ἀπὸ ἀνασφάλεια. Φοβόμαστε τὸν διπλανό μας, ἀφοῦ τὸν κάθε ἄνθρωπο τὸν θεωροῦμε ἀπειλὴ τῆς ὕπαρξής μας, φοβόμαστε τὸν διάβολο, τὸν Ἀντίχριστο, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο δὲν συνέβαινε στοὺς ἁγίους, γιατί ὅποιος συνδέεται μὲ τὸν Χριστὸ καὶ ἀγαπᾶ τοὺς ἀδελφοὺς τοῦ δὲν μπορεῖ νὰ φοβᾶται κανέναν, ἀφοῦ κατὰ τὸν Εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη «ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον» (Α' Ἰω. δ', 18).
Εἶναι χαρακτηριστικὸς ὁ λόγος ἑνὸς λογοτέχνη ποῦ μιλᾶ γιὰ τὸν σύγχρονο ἀγχώδη ἄνθρωπο καὶ τὸν συγκρίνει μὲ τὸν Φώτη Κόντογλου, τὸν γνωστὸ Χριστιανὸ καλλιτέχνη, ὁ ὁποῖος ἐμπνεόταν ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Γράφει:
«Στὸ δρόμο περνῶντας, βλέπεις χιλιάδες ἀνθρώπους καὶ λές: νεκροταφεῖο κινούμενο εἶναι ὁ δρόμος. Ὅλοι τοῦτοι πέθαναν ἢ θὰ πεθάνουν. Σὰν τὰ πρόβατα, σὰν τὶς ὄρνιθες, καταχτυποὺν μιὰ στιγμὴ τὶς σκόνες καὶ τὰ πεζοδρόμια κι ὕστερα θὰ χαθοῦν, σὰν νὰ μὴν ὑπῆρξαν ποτέ τους. Καὶ ξάφνου βλέπεις ἕναν καὶ τινάζεσαι χαρούμενος. Λές: τοῦτος δὲν θὰ πεθάνει. Τοῦτος ἔχει ψυχή, πιάνει τὴν ὕλη καὶ τὴν κάνει πνεῦμα, τοῦ δόθηκε μιὰ στάλα ἐφήμερη ζωὴ καὶ τὴν κάνει ἀθανασία... τὰ μάτια του λάμπουν κι εἶναι τὰ χέρια του γεμᾶτα ἀνυπομονησία καὶ δύναμη. Κι ὅταν τὸν παρασφίξει ἡ πίκρα, ἀρχινάει καὶ ψέλνει ἕνα τροπάρι: "Τὴ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια..." ἢ "Σιγησάτω πᾶσα σὰρξ βροτεία...". Κι ἡ πίκρα ξορκίζεται κι ἡ γῆς μετατοπίζεται κι ὁ Κόντογλου, μὲ τὰ σγουρὰ μαλλιά του, μὲ τὰ μεγάλα του μάτια μπαίνει ὁλάκερος στὸν παράδεισο».
Ἔτσι ζοὺν οἱ ἅγιοι, χωρὶς φοβίες, χωρὶς ἀνασφάλειες, ἀλλὰ μὲ τὴν δύναμη καὶ τὴν πληρότητα τῆς ζωῆς. Μὲ τὸν τρόπον αὐτὸ ἀντιμετωπίζουν τὶς δυσκολίες τῆς ζωῆς, ἀλλὰ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ὑπερβαίνουν θαρραλέα καὶ τὸν φόβο τοῦ θανάτου.
Ἀγαπητοί μου,
Πολλοὶ μᾶς ρωτοῦν γιὰ τὴν κάρτα τοῦ πολίτη ποῦ ἑτοιμάζεται. Βεβαίως, θὰ ἀποφανθῇ γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ ἡ Ἱερὰ Σύνοδος, ὅπως ἤδη ἀσχολεῖται. Τὰ ἐπίλεκτα μέλη τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, μερικὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶναι παρόντα σήμερα στὴν πανηγυρικὴ αὐτὴ θεία Λειτουργία, ἔχουν βαθειὰ αἴσθηση τῆς εὐθύνης, διαθέτουν ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα καὶ ὀρθόδοξη συνείδηση καὶ θὰ ἀποφανθοῦν μὲ σοβαρότητα καὶ ὑπευθυνότητα γιὰ τὸ θέμα αὐτό. Καὶ ἐμεῖς πρέπει νὰ ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στὴν Ἱερὰ Σύνοδο, δὲν εἴμαστε «ὡς πρόβατα μὴ ἔχοντα ποιμένα» (Μάτθ. θ', 36).
Ὅμως, ἐκεῖνο ποῦ χρειάζεται ἐπειγόντως εἶναι νὰ λάβουμε «τὴν κάρτα τοῦ οὐρανοπολίτη». Οἱ ἅγιοι, ὅπως ὁ ἅγιος Ἀνδρέας, πορεύθηκαν τὴν ὁδὸ πρὸς τὴν οὐράνια πόλη, ὑπερβαίνοντας ὅλες τὶς ἀντίξοες συνθῆκες στὴν ζωή τους καὶ μάλιστα ἀντιμετώπισαν, μὲ τὴν δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μιὰ σιδηρόφρακτη ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία ποῦ εἶχε σύμβολα εἰδωλολατρικὰ καὶ λάτρευε τὸν αὐτοκράτορα ὡς θεό. Οἱ ἅγιοι ἔλαβαν τὴν κάρτα τοῦ οὐρανοπολίτη, ἔγιναν οὐρανοπολίτες. Καὶ ἐμεῖς πρέπει νὰ τοὺς μιμηθοῦμε. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι πρέπει νὰ συνδεόμαστε μὲ τὸν Χριστό, νὰ χαραχθῇ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ στὴν καρδιά μας, σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τῆς Ἀποκαλύψεως «καὶ εἶδον, καὶ ἰδοὺ τὸ ἀρνίον ἐστηκὸς ἐπὶ τὸ ὅρος Σιών, καὶ μετ αὐτοῦ ἑκατὸν τεσσαράκοντα τέσσαρες χιλιάδες, ἔχουσαι τὸ ὄνομα αὐτοῦ καὶ τὸ ὄνομα τοῦ πατρὸς αὐτοῦ γεγραμμένον ἐπὶ τῶν μετώπων αὐτῶν» (Ἀποκ. ἰδ', 1). Αὐτὸ δὲ τὸ ὄνομα τοῦ Ἀρνίου καὶ τοῦ Πατρὸς τοῦ στὸ μέτωπο τοῦ πιστοῦ Χριστιανοῦ δηλώνει, κατὰ τὸν Ἀρέθα Καισαρείας, «ὡς τὼ θείῳ φωτὶ τοῦ προσώπου αὐτοῦ τοῦ θείου σφραγίζονται, δι οῦ τοὶς ἀντιτίμοις ἐπὶ τούτου καὶ ὀλεθρίοις δαίμοσι φοβεροὶ γίνονται». Τότε θὰ ἰσχύη ὁ λόγος τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου: «Ὑμεῖς ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστε, τεκνία, καὶ νενικήκατε αὐτούς, ὅτι μείζων ἐστὶν ὁ ἐν ὑμῖν ἢ ὁ ἐν τὼ κόσμῳ» (Α' Ἰω. δ', 4).
Ζῶντας αὐτὴν τὴν ἐν Χριστῷ ζωῇ στὴν Ἐκκλησία, δὲν θὰ φοβόμαστε κανέναν, θὰ εἴμαστε ἐλεύθεροι ἐν Χριστῷ, θὰ πορευόμαστε ἀπὸ τὴν φιλαυτία στὴν φιλοθεΐα καὶ τὴν φιλανθρωπία, ἀπὸ τὸ μικρὸ περιβάλλον στὸ ὁποῖο ζοῦμε θὰ ἀνοιγόμαστε στὴν παγκοσμιότητα καὶ θὰ γίνουμε οὐρανοπολίτες. Δὲν θὰ βασανιζόμαστε ἀπὸ τὴν «μένουσαν πόλιν», μὲ ὅλα τὰ πτωτικά της φαινόμενα, ἀλλὰ θὰ ἐμπνεόμαστε ἀπὸ τὴν «μέλλουσαν πόλιν» (Ἐβρ. ἰγ', 14) «ἧς τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ὁ Θεὸς» (Ἐβρ. ἰα', 10).–
- Προβολές: 2855