Skip to main content

Πορεία στὸ Ὅρος

Πολὺ καιρὸ ἐπιθυμούσαμε νὰ ἐπισκεφθοῦμε τὸ Ἅγιον Ὅρος, ὅμως φαίνεται ὅτι ἐνῷ οἱ συγκοινωνίες καὶ ἐπικοινωνίες προοδεύουν καὶ οἱ ἀποστάσεις μικραίνουν, ὁ χρόνος δὲν περισσεύει. Τὰ καταφέραμε, λοιπόν, μόλις τὸν περασμένο Ὀκτώβριο, μιὰ ὁμάδα φοιτητῶν, δέκα ἄτομα, τὰ νεαρὰ στελέχη τῆς Κατασκήνωσης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας, καὶ ἕνας Ἱερέας. Τόπος συνάντησης, τῶν διεσκορπισμένων στὶς Σχολὲς τῆς ἐπικράτειας φοιτητῶν, καὶ ἀναχώρησης γιὰ τὸ προσκύνημά μας στὸ Ὅρος ἡ Θεσσαλονίκη. Ἀπὸ ἐκεῖ ξεκίνησαν, πρὶν φανὴ τὸ φὼς τῆς ἡμέρας, δύο αὐτοκινητάκια φορτωμένα πρόσωπα καὶ ἀποσκευές, γιὰ τὴν Οὐρανούπολη.

Πορεία στὸ Ὅρος, Ἱερὰ Μονὴ Γρηγορίου

Κάθε προσκύνημα χρειάζεται μιὰ προετοιμασία, μιὰ κάθαρση, γιὰ νὰ φανερωθοῦν οἱ θησαυροί του καὶ νὰ δοθοῦν οἱ καρποί του στοὺς κοπιάσαντες προσκυνητὲς χρειάζεται ἡ ἀνηφοριὰ γιὰ τὴν ἐπιτέλεση τῆς θυσίας στὸ ψηλὸ βουνό. Χωρὶς νὰ τὸ πολυκαταλάβουμε, χωρὶς νὰ τὸ ἐπιδιώξουμε, μόνον ἀναλογιζόμενοι τὰ πράγματα ἐκ τῶν ὑστέρων, βλέπουμε ὅτι τὸ ἴδιο συνέβη καὶ μὲ τὸ προσκύνημά μας.

Ἡ προετοιμασία αὐτή, ἡ ἀνηφοριά, περιελάμβανε: τὸ πρωϊνὸ ξύπνημα καὶ τὸ ἑωθινὸ ταξίδι, τὰ ἀναγνώσματα καὶ τὶς ἀκροάσεις στὸ αὐτοκίνητο πνευματικῶν ὁμιλιῶν συγχρόνων Πατέρων καὶ Γεροντάδων, τὴν πεζοπορία στὸ Ὅρος, τὴν κούραση, τὶς πρωϊνὲς ἀκολουθίες, τὴν νηστεία, τὴν προσμονή...

Πρώτη μέρα καὶ ὀλιγόλεπτη προσκύνηση στὸ Πρωτάτο στὴν Παναγία «Ἄξιον ἐστι» καὶ μετὰ στὸ Μοναστήρι τῶν Ἰβήρων στὴν Παναγία τὴν Πορταΐτισσα. Καὶ στὶς δύο θαυματουργὲς εἰκόνες ψάλαμε τὸν ἀγγελοπαράδοτο ὕμνο. Συναντήσαμε τὸν π.Θ. καὶ τὸν ἡγούμενο π. Ναθαναήλ. Δύο σεβαστὲς καὶ ἀγαπητὲς μορφὲς ποὺ μᾶς καλωσόρισαν στὸ Ὅρος. Ὁ π.Π. φρόντισε γιὰ τὸ «καύσιμο» τῆς ἡμέρας: ψωμί, τυρί, ἀγγουράκι, μῆλο. Στὸν ὦμο καὶ δρόμο. Δυόμιση ὧρες πεζοπορία, μὲ μιὰ στάση στὴν ἐπιβλητική, ὅπως ὅλες, καὶ ζεστὴ στὸ ἐσωτερικό της, Ἱερὰ Μονὴ Καρακάλου. Ὀλιγόλεπτη γνωριμία μὲ τὴν ἱστορία τῆς Μονῆς, τὴν κατ' ἐξοχὴν ἱστορία, ποὺ εἶναι οἱ ἅγιοι καὶ οἱ γεροντάδες. Νερὸ τρεχούμενο καὶ ξανὰ μέσα στὸ δασοσκέπαστο παλιὸ μονοπάτι-γκαλντερίμι. Ἐκφώνηση τῆς εὐχῆς, ψαλμωδία, θαυμασμὸς τῆς σοφίας καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ διὰ τῶν κτισμάτων Του, ἀναλογισμὸς τοῦ κόπου καὶ τῆς ἐμπνεύσεως τῶν μοναχῶν διὰ τῶν ἔργων τῶν χειρῶν τους. Ι. Μονὴ Φιλοθέου, ἡ πνευματικὴ μήτρα πολλῶν ἁγίων, καὶ τοῦ πατριώτη μας Αἰτωλοῦ ἁγίου Κοσμᾶ, τοῦ Φωτιστοῦ τοῦ Γένους. Δίωρη στάση στὰ στασίδια τοῦ καθολικοῦ γιὰ τὴν ἑσπερινὴ ἀκολουθία. Μοναστικὴ τράπεζα μὲ ὅλα τὰ τυπικὰ καὶ ἀναγνώσματα. Τράπεζα ἁγιορείτικη. Δὲν μποροῦμε νὰ θυμηθοῦμε τί ἦταν πιὸ πεινασμένο: ὁ σωματικὸς ὀργανισμὸς γιὰ τὴν τροφὴ ἢ τὰ αὐτιὰ γιὰ τὴν ἀκρόαση; Καὶ τὰ δύο, λόγο καὶ τροφή, τὰ ἀπορροφοῦσε μὲ μεγάλη δύναμη ὁ ψυχοσωματικὸς ὀργανισμός. Καὶ τὸ ἁγιολογικὸ ἀνάγνωσμα –ἀπὸ τὸν βίο τῆς ὁσίας Πελαγίας– ποὺ πρόφερε ἀργὰ καὶ καθαρὰ ὁ διαβαστῇς, καὶ τὴν τροφή, ποὺ θαρρεῖς δὲν ἔφθανε καθόλου στὸ πεπτικὸ σύστημα, ἀλλὰ μᾶλλον γινόταν κατ' εὐθεῖαν αἷμα καὶ συστατικὰ στὶς φλέβες, τοὺς μυῶνες καὶ τὰ ὄργανα ποὺ εἶχαν καταπονηθῇ ἀπὸ τὴν ἀσυνήθιστη γιὰ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο ὁδοιπορία.

Μετὰ τὴν τράπεζα μᾶς ἀνοίχθηκε τὸ θησαυροφυλάκιο τοῦ Μοναστηριοῦ: τὰ τίμια λείψανα, τεμάχιο τοῦ τιμίου σταυροῦ, τὸ δεξιὸ χέρι τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου... Ἔπειτα ὁ π.Σ. μᾶς ξενάγησε στὸ μουσεῖο, ὀργανωμένο, μὲ παλαιὲς εἰκόνες, χειρόγραφα, ἄμφια, σκεύη, τὰ ὁποῖα μᾶς περιέγραψε μὲ γνώση καὶ κάθε λεπτομέρεια.

Καὶ ἡ προετοιμασία, ἡ ἀνάβαση στὸ Ὅρος, συνεχίζεται: Μία μὲ δύο ὧρες ὁμιλία ἀπὸ τὸν Ἱερομόναχο ποὺ εἶχε τὴν ὑπευθυνότητα νὰ συζητᾶ μὲ τοὺς προσκυνητὲς καὶ ἰδιαιτέρως τοὺς νέους, καὶ νὰ τοὺς τροφοδοτῇ μὲ ρητὰ τῆς ἁγιορείτικης πείρας καὶ σοφίας. Ὅσοι δὲν ἄντεχαν ἀπὸ τὴν κούραση τῆς ἡμέρας, παραδόθηκαν ἤδη σὲ ἕναν βαθὺ ὕπνο.

Ἐγερτήριο στὶς δύο τὸ πρωΐ. Στὶς δυόμιση συμμετοχὴ στὴν ὀρθρινὴ ἀκολουθία καὶ τὴν θεία Λειτουργία. Οἱ μοναχοὶ ἦταν ἤδη ξυπνητοὶ ἀπὸ τὰ μεσάνυκτα, γιὰ τὸν κανόνα τους. «Ψαλμοὶ καὶ ὕμνοι καὶ ὠδὲς πνευματικές». Μνήμη τῶν ἁγίων Ἰακώβου τοῦ Ἀλφαίου, Ἀνδρονίκου καὶ Ἀθανασίας. Ἑπτὰ τὸ πρωΐ στρώνεται ἡ τράπεζα τῆς ἡμέρας, ἀμέσως μετὰ τὴν θεία Λειτουργία. Τὶς νηστήσιμες ἡμέρες, ὅπως ἦταν ἐκείνη ἡ Παρασκευή, δὲν ἔχει τράπεζα, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἀδυναμία τῶν προσκυνητῶν προσφέρεται τσάϊ, ἐλιές, ταχίνι μὲ μέλι, ψωμί...

Ὁ καιρὸς συννεφιασμένος, μὲ ψυχρὸ βοριαδάκι, χωρὶς κίνδυνο βροχῆς.

Πορεία στὸ Ὅρος

Ἄμαθοι ἀπὸ τὴν μετακίνηση μὲ τὰ πόδια, μᾶς φαινόταν ...βουνό, ἡ ἀνάβαση στὸ βουνό, δίπλα ἀκριβῶς ἀπὸ τὸν Ἀντιάθωνα, σὲ ὑψόμετρο περίπου 850 μέτρων. Οἱ πληροφορίες μας, ἐπὶ τοῦ χάρτου, μᾶς προειδοποιοῦσαν γιὰ διαδρομὴ τεσσεράμιση μὲ πέντε ὧρες. Καὶ πάλι ὄχι μέχρι τὸν προορισμό μας, ἀλλὰ μέχρι ἕνα γειτονικὸ Μοναστήρι. Στὸν προορισμό μας, τὴν Ι. Μονὴ Διονυσίου, θὰ φθάναμε ἀφοῦ προσθέταμε ἄλλη μία μὲ μιάμιση ὥρα περπάτημα. Τὸ δίλημμα, λοιπόν, ἦταν: περπάτημα σὲ ἕναν ἄγνωστο δρόμο μὲ κρύο καὶ νηστεία ἢ πίσω καὶ κυκλικὰ μὲ τὴν συγκοινωνία –λεωφορειάκι, λεωφορεῖο, καραβάκι;

Δημοκρατικὲς διαδικασίες: –Τί λέτε, λοιπόν, παιδία; –Πάτερ, πολλὲς ὧρες εἶναι... –Εἶναι καὶ νηστεία... –Νὰ πᾶμε ὅπως εἴχαμε ὑπολογίσει ἀπὸ τὴν ἀρχή, μὲ τὰ πόδια. –Πόσο θὰ μᾶς κοστίση ἡ συγκοινωνία; –Τόσο. –Μὲ τὰ πόδια, μὲ τὰ πόδια! (ἀποτελέσματα τῆς κρίσης).

Καὶ μοναχικὲς διαδικασίες: –Γέροντα, τί λές, νὰ πᾶμε στὴν Ἁγίου Παύλου μὲ τὰ πόδια; Θὰ τὰ βγάλουμε πέρα; –Πῶς, βέβαια! Δὲν εἶναι τίποτε. Μέχρι δύο ὧρες ἀνηφορίτσα, καὶ μετὰ ὁμαλὴ κατηφόρα. Εἶναι πολὺ ὡραῖα! –Θὰ ἀντέξουμε; –Τί ἀνάγκη ἔχουν; Παιδιὰ εἶναι. Ὅταν ἤμουν ἐγὼ νέος... –Μήπως κάνει κρύο ἐκεῖ πάνω, μὲ τόσο δυνατὸ βοριᾶ; –Τὸ δάσος κόβει τὸν ἀέρα...

Ἀφοῦ, λοιπόν, ἀκούσαμε τὸν λαό, ἀκούσαμε καὶ τοὺς γεροντάδες, ξεκινήσαμε. Πορεία: συνομιλίες, εὐχή, ψαλμωδία, ἀνησυχία γιὰ τὸν δρόμο, ψῦχος, χαρά, κούραση, ἐνθουσιασμός, παλιμβουλία, ἀποφασιστικότητα, ἀνεμελιά, ἀγωνία, ὅλα μαζὶ ἐναλλάσσονταν, ἀνάλογα καὶ μὲ τὴν ἰδιοσυγκρασία τοῦ καθενός, μέσα στὴν θαυμάσια διαδρομή, ποὺ ἄλλοτε ἔμοιαζε μὲ ἐπίσκεψη στὸ σπίτι τοῦ Πατέρα καὶ ἄλλοτε πορεία στὸ ἄγνωστο. Μετὰ ἀπὸ δυόμιση ὧρες πορεία ἦλθε ἡ ἀνακούφιση, ἀφοῦ φάνηκε ἡ ἄλλη πλευρὰ τοῦ Ὅρους, ἡ νοτιοδυτική, κλιματικὰ ἤπια, πιὸ ἡλιόλουστη, πιὸ ξερική. Ἀνακουφισμένοι ἀπὸ τὴν ἀγωνία τοῦ δρόμου καὶ τοῦ κρύου, εἴχαμε περισσότερο ἄνεση γιὰ συζήτηση καὶ φιλοσόφηση τῶν πραγμάτων. Προσευχή, ἐξομολόγηση, δοξολογία. Σὰν ἀπὸ ἀεροπλάνο κατεβαίναμε, βλέποντας κάτω χαμηλὰ τὸ Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Παύλου, ὄμορφο, περιποιημένο, καστροτριγυρισμένο.

Δυστυχῶς, δὲν βρέθηκε, τὴν ὥρα ποὺ φθάσαμε, μεσημέρι, κάποιος παπᾶς νὰ μᾶς ἀνοίξη τὸ Καθολικὸ νὰ προσκυνήσουμε. Ἕνα ποτήρι νερό, ἕνα ρακὶ καὶ ἕνα λουκούμι καὶ τὶς εὐχές τους. Καὶ φύγαμε. Μόλις εἶχε περάσει τὸ πλοῖο τῆς γραμμῆς καί, βεβαίως, κατανοήσαμε ὅτι ἔπρεπε νὰ περπατήσουμε καὶ τὴν ὑπόλοιπη διαδρομή, ἄλλη μιάμιση ὥρα, μὲ τὰ πόδια, τὰ ὁποῖα μόλις προλάβαμε νὰ βρέξουμε στὴν ἀκροθαλασσιὰ γιὰ ἀνακούφιση. Δοκιμάστηκε ἀρκετὰ ἡ ἀντοχή μας καὶ ἡ ψυχραιμία μας.

Πορεία στὸ Ὅρος, Ἱερὰ Μονὴ Διονυσίου

Στὸ Μοναστήρι τοῦ Διονυσίου, ὁ π. Π. μᾶς καλοδέχθηκε, μᾶς ἔδωσε τὰ δωμάτιά μας καὶ μᾶς πληροφόρησε γιὰ τὸ πρόγραμμα: Σὲ λίγο ἑσπερινός, μετὰ πρόχειρη τράπεζα, προσκύνηση τῶν τιμίων λειψάνων, ξεκούραση, τὸ πρωΐ τρεὶς ἡ ὥρα ὄρθρος καὶ στὴν συνέχεια θεία Λειτουργία, μετὰ πρωϊνό, ξεκούραση, γεῦμα.

Προτάθηκε, ἐπειδὴ ἤμασταν κουρασμένοι, κατάκοποι, νὰ πηγαίναμε μετὰ τὴν προσκύνηση τῶν λειψάνων γιὰ ὕπνο, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ παρακολουθήσουμε τὴν θεία Λατρεία τὸ ἄλλο πρωΐ. Ὅλοι ὅμως θέλαμε νὰ σταθοῦμε λίγο, νὰ συζητήσουμε, νὰ χαροῦμε τὸ δειλινὸ στὸ Ὅρος.

Ἐκείνη τὴν ὥρα, στὴν πύλη τῆς Μονῆς, μᾶς περίμενε μιὰ ἀπρόσμενη ἔκπληξη-εὐλογία, ἀπὸ παλαιὰ καὶ ἀπὸ ψηλά. Μᾶς συνάντησε «τυχαῖα» ἕνας γέροντας Ἱερομόναχος, γιὰ τὸν ὁποῖον μόνον στὶς διηγήσεις τῶν Πατέρων μας εἴχαμε ἀκούσει. Δὲν γνωριζόμασταν, φυσικά. Ἁπλῶς κάτι τὸν προέτρεψε νὰ πὴ δυὸ λόγια στοὺς νέους ποὺ συνάντησε στὴν πύλη τῆς Μονῆς. Τοὺς πῆρε πατρικὰ ἀπὸ τὸ χέρι, μέχρι τὸ κοιμητήριο, ὅπου μᾶς ἔβαλε νὰ προσκυνήσουμε τὸν τάφο τοῦ ὁσίου Νήφωνος. –Γέροντα, μήπως εἶσθε ὁ π. Σ.; –Ἐγὼ εἶμαι. –Ἔχετε χαιρετισμοὺς ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη μας, τὸ πνευματικὸ παιδὶ τοῦ Ἐπισκόπου Καλλινίκου! Ἐπρόκειτο, λοιπόν, γιὰ τὸν π. Σ., τὸν μοναχὸ ἐκεῖνον ποὺ εἶχε χειροτονήσει μέσα σὲ θαυμαστὲς συγκυρίες ὁ πνευματικὸς παπποῦς μας, ἀείμνηστος Μητροπολίτης Ἐδέσσης Καλλίνικος. Αὐτὸ ἦταν. Ἤδη ὁ γέροντας, ποὺ γιὰ δύο χρόνια δὲν εἶχε βγὴ ἀπὸ τὸ κελλί του, ἤθελε νὰ πὴ δυὸ λόγια στὰ παιδιά. Μὲ τὴν γνωριμία αὐτή, μὲ τὸ ποὺ ἄκουσε γιὰ τὸν «Δεσπότη του», ἄνοιξαν οἱ καρδιὲς ὅλων μας, καὶ ἄφησαν νὰ περάσουν οἱ ἁγιασμένες ἀναμνήσεις του μὲ τὶς ὀρθόδοξες συμβουλές του ἀπὸ τὴν δική του καρδιὰ στὴν δική μας. Ἔλεγε σοφὰ καὶ σοβαρὰ πράγματα, ἀλλὰ μὲ μιὰ ἀπίστευτη ἀμεσότητα, μὲ μιὰ ἁπλότητα μικροῦ παιδιοῦ. –«Ξέρετε, παιδιά, ἔχω μιὰ ἀδυναμία. Θέλω νὰ μιλάω σὲ νέους ἀνθρώπους, ἐνῷ δὲν μοῦ βγαίνει κουβέντα μὲ τοὺς μεγάλους. Ξέρετε γιατί; Γιατί ὅ,τι νὰ πὴς στοὺς νέους, σὲ ἀκοῦνε τοὺς μένει. Αὐτὰ τὰ "γηροκομεῖα" (ἦταν καὶ δύο ἡλικιωμένοι ποὺ εἶχαν παρεισφρήσει στὸν κύκλο τῶν ἀκροατῶν του), ὅ,τι νὰ τοὺς πής, χάνεις τὰ λόγια σου!».

Ἐπὶ δυόμιση ὧρες μᾶς ἔλεγε, λοιπόν, ὅ,τι τὸν φώτιζε ὁ Θεός: ἱστορίες ἀπὸ τὸ παλαιὸ Ἅγιον Ὅρος, ἀπὸ τοὺς Γεροντάδες του, συμβουλές, περιστατικά... Ὄρθιος αὐτός, ὄρθιοι καὶ ἐμεῖς, δὲν τὸ κουνήσαμε ρούπι κανεὶς δὲν κουράσθηκε, κανεὶς δὲν κρύωσε, κανεὶς δὲν ζήτησε νὰ φύγη.

«Λέω τὴν εὐχὴ καλὰ κάνω; Παιδιά, νὰ λέτε τὴν εὐχή. Τὸ δυσκολότερο πρᾶγμα στὴν ζωὴ εἶναι ἡ προσευχή. Ἕνας Γέροντας ἔκανε ἕνα πείραμα. Ἔβαλε ἕναν ἐργάτη νὰ κάνη τὸ μεροκάματό του λέγοντας τὴν εὐχὴ μὲ τὸ κομποσχοίνι σὲ ἕνα σκαμνί. Σὲ μισὴ ὥρα ὁ ἐργάτης παράτησε καὶ τὸ κοσμοσχοίνι καὶ τὸ μερακάματο. Προτιμοῦσε νὰ σκάβη, παρὰ νὰ λέη τὴν εὐχή!». «Ὅ,τι χαρίσματα ἔχουμε καὶ ὅ,τι καλὸ πετυχαίνουμε εἶναι τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἁμαρτίες εἶναι μόνον ἀνθρώπινες». «Βάλτε φοὺλ τὶς μηχανὲς γιὰ τὸν Παράδεισο». Καὶ ἄλλα πολλὰ παρόμοια ἀπὸ τὴν ἁγιορειτικὴ σοφία.

Μᾶς φώτισε καὶ ἐμᾶς ὁ Θεὸς καὶ τὸν ἐπιμείναμε νὰ λειτουργηθοῦμε στὸ παρεκκλήσι τῆς Μονῆς στὸ ὁποῖο θὰ λειτουργοῦσε ὁ ἴδιος τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωΐ. Σύμφωνα μὲ τὸ παλαιὸ τυπικὸ τῆς Μονῆς, τὶς καθημερινὲς ὁ ὄρθρος γίνεται στὸ Καθολικό, καὶ ἔπειτα οἱ παπᾶδες καὶ οἱ μοναχοὶ τῆς Μονῆς σκορπίζουν στὰ παρεκκλήσια της καὶ τελεῖται σὲ ὅλα σχεδὸν ἡ θεία Λειτουργία. Ἀλλὰ γιὰ τοὺς προσκυνητὲς καθιερώθηκε νὰ γίνεται καὶ θεία Λειτουργία στὸ Καθολικὸ καὶ τὶς καθημερινές. Μὲ πολλά –διακριτικά– παρακάλια τὸν πείσαμε. –Ἄλλαξα τὸ θέλημά μου μάτωσε ἡ καρδιά μου! Ὅταν ὁ μοναχὸς χαλάη τὸ θέλημά του –ἄχ, αὐτὸ τὸ θέλημα– ἡ καρδιὰ ματώνει! Ἔτσι, ὁ γέρων Σ. ἄλλαξε παρεκκλήσι καὶ διάλεξε ἕνα μὲ περισσότερα στασίδια γιὰ νὰ χωρέσουμε ὅλοι, καὶ εἰδοποίησε τὸν ψάλτη ποὺ τὸν ξελειτουργοῦσε ὅτι δὲν θὰ τὸν χρειασθῇ ἐκείνη τὴν ἡμέρα, γιατί βρῆκε ἄλλους ψάλτες. Ἦταν Σάββατο, Εὐλαμπίου καὶ Εὐλαμπίας, μὲ τὸ παλαιό.

Ἀλλὰ ἀκόμη δὲν πήγαμε νὰ κοιμηθοῦμε. Μᾶς ξενάγησε μὲ πατρικὴ ἀγάπη σὲ ὅλα τὰ παρεκκλήσια τῆς Μονῆς, μέχρι ποὺ μᾶς ἔδειξε καὶ τὸ παρεκκλήσι τοῦ ἁγίου Νεκταρίου, ὅπου θὰ λειτουργοῦσε τὴν ἄλλη μέρα. Μᾶς κατένυξε. Κάποιοι, πλέον, δὲν εἶχαν ὄρεξη οὔτε καὶ νὰ κοιμηθοῦν. Ἀλλὰ εἴμαστε ἄνθρωποι καὶ μάλιστα ἀσθενικοί.

Μόλις τελείωσε ὁ ὄρθρος, ἐνῷ ψαλλόταν ἡ δοξολογία στὸ καθολικό, ἀποχωρήσαμε καὶ πήγαμε στὸ παρεκκλήσι τοῦ ἁγίου Νεκταρίου, ὅπου μόλις εἶχε πάρει καιρὸ ὁ π. Σ. Θεία Λειτουργία. Ἡ γλυκιά, ὥριμη, ζυμωμένη μὲ τὴν Λειτουργία φωνούλα του, μαζὶ μὲ τὶς νεανικὲς φωνὲς τῶν «λαμπριάτικων» ἱεροψαλτῶν, στὸ παρεκκλήσι τοῦ συγχρόνου Ἁγίου, ποὺ τὸ ποτίζουν καθημερινῶς οἱ προσευχὲς τῶν καλογήρων, μαλάκωναν τὶς ψυχές μας, γιὰ νὰ δεχθοῦν τὸν λόγο καὶ τὴν χάρη τοῦ μυστηρίου. Θεία Εὐχαριστία εὐχαριστία γιὰ ὅλα, «κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα».

Θεία Λειτουργία, εὐχαριστία μετὰ τὴν θεία μετάληψη, παράκληση, χαιρετισμοὶ στοὺς ἁγίους Ἀναργύρους, συνομιλία καὶ συζήτηση πάει καὶ τὸ πρωϊνό, πάει καὶ τὸ πρόγραμμα, λίγο ἔλειψε νὰ χάσουμε καὶ τὸ γεῦμα. Πήραμε τὴν εὐχή του, τοῦ φιλήσαμε τὸ χέρι –ἐγὼ εἶχα τὸ θράσος νὰ τοῦ ἀσπαστῶ καὶ τὸ μέτωπο ψηλά, ἐκεῖ ποὺ εἶχε ἀκουμβήσει ὁ ἀείμνηστος Καλλίνικος, ὁ «Δεσπότης του», τὸ χέρι του κατὰ τὴν χειροτονία. –Εὐχαριστοῦμε πολύ, γέροντα, γιὰ ὅλα. –Γιατί βρὲ δὲ μοῦ 'δωκες γνωριμία μόλις ἦλθες; Καί 'γώ, ἕνας Θεὸς μὲ φώτισε καὶ βγῆκα ἔξω θὰ πήγαινα στὸ κελλί μου καὶ δὲν ἔβγαινα μετὰ μὲ τίποτε! Κανόνια νὰ βαράγανε! –Μήπως σὲ ἤξερα, γέροντα; Ἦταν εὐλογία ἄνωθεν, ἀπὸ τὸν οὐρανό!

Μόλις δέκα λεπτὰ καθίσαμε στὴν τράπεζα, πήραμε τὴν εὐχὴ τοῦ ἡγουμένου π. Πέτρου καὶ φύγαμε εὐχαριστῶντας τοὺς πάντες.

Φύγαμε οἱ περισσότεροι μὲ τὸ πλοῖο. Ὅμως μερικοὶ διάλεξαν καὶ πάλι τὴν πεζοπορία αὐτοὶ ποὺ εἶχαν ταλαιπωρηθῇ πιὸ πολὺ τὴν προηγούμενη μέρα μὲ τὸ περπάτημα!

Τελευταία στάση στὸ Ὅρος: Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Γρηγορίου. Τὸ γνωστὸ μοναχικὸ πρόγραμμα. Μερικοὶ κοιμήθηκαν. Ἄλλοι βοήθησαν στὸ καθάρισμα τῶν φασολιῶν. Μέχρι τὴν ἀκολουθία. Μετὰ τὸ δεῖπνο καὶ τὴν βοήθεια στὴν τράπεζα, μετὰ τὴν προσκύνηση τῶν λειψάνων, τὸ Μοναστήρι προσέφερε λόγο γιὰ τοὺς προσκυνητές. Στὴν προθάλαμο, ὅμως, τοῦ Ἀρχονταρικιοῦ συναντήσαμε ἕτερη ζωντανὴ ἐνθύμιση τοῦ ἀειμνήστου Ἐπισκόπου Ἐδέσσης: τὸν μοναχὸ Κ. Ἀπὸ μιὰ ἄλλη ἄποψη πλησίασε αὐτὸς τὰ παιδιὰ καὶ δὲν μᾶς ἔφθασε ἡ ὥρα μέχρι τὸ κλείσιμο τῆς πύλης τῆς Μονῆς. Ἔπρεπε νὰ ἑτοιμασθοῦμε καὶ γιὰ τὴν πρωϊνὴ κυριακάτικη θεία Λειτουργία τὸ συλλείτουργο.

Τὴν Κυριακὴ μᾶς περίμενε ἄλλη μιὰ εὐλογία, ἀφοῦ εἴχαμε μαζὶ μᾶς τὸν ἡγούμενο π. Γεώργιο, σεβαστὸ καὶ ὀρθόδοξο κατὰ πάντα, ποὺ συμμετεῖχε προσευχόμενος στὴν θεία Λειτουργία, μᾶς εὐλόγησε κατόπιν τὴν τράπεζα καὶ μίλησε σὲ ὅλους τοὺς προσκυνητὲς μὲ ἀφορμὴ τὸ εὐαγγέλιο τῆς ἡμέρας, τὴν παραβολὴ τοῦ Σπορέως, γιὰ τὴν δύναμη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν τράπεζα, εἶχε τὴν καλωσύνη καὶ τὴν ὑπομονὴ νὰ μᾶς δεχθῇ ἰδιαιτέρως, τὴν ὁμάδα μας, καὶ νὰ μᾶς μιλήση γιὰ τρία τέταρτα, νὰ μᾶς μεταδώση ἀπὸ τὴν σοφία τῶν ἁγιορειτῶν καὶ τὴν πεῖρα τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὁποῖα ὁ ἴδιος τόσο ἀγαπᾶ. Κυρίως διηγήθηκε ἱστορίες ἁγιασμένων ἀνθρώπων, κοσμικῶν καὶ καλογήρων. «Ὅταν σᾶς βασανίζη ἕνας λογισμὸς καὶ ἐπιμένη, τότε νὰ τοῦ λέτε: "φύγε, γιατί θὰ τὸ πὼ στὸν Πνευματικό μου", γιατί οἱ κρυφοὶ λογισμοὶ δὲν ἀντέχουν τὴν φανέρωση». «Εὐχαριστῶ τὸν Θεό, γιατί γνώρισα στὴν ζωή μου ἁγίους Ἀρχιερεῖς, ἁγίους Ἱερεῖς, ἁγίους Μοναχούς, ἁγίους λαϊκούς, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, γέροντες καὶ νέους, καὶ εἶμαι σίγουρος ὅτι ὑπάρχει καὶ σήμερα ἁγιότητα στὸν κόσμο. Καὶ ἔχω πόθο νὰ τοὺς συναντήσω, γιατί τοὺς ἁγίους τοὺς ἀγάπησα ἀπὸ μικρὸ παιδί».

Σὲ ἐρώτηση πῶς μποροῦν οἱ νέοι νὰ προσεύχωνται, ζῶντας μέσα σὲ συνθῆκες «ἀντιπροσευχητικές», εἶπε τὴν ἑξῆς ἱστορία:

Μετὰ τὴν Μικρασιατικὴ Καταστροφή, ἕνας νέος δεκαπέντε χρονῶν ὀνόματι Συμεὼν ξεμπάρκαρε, μόνος, χωρὶς γονεῖς καὶ συγγενεῖς, στὸν Πειραιᾶ. Γιὰ νὰ ζήση ἀναγκάσθηκε νὰ κάνη τὸν χαμάλη. Ἔπαιρνε κάθε μέρα τὸ καροτσάκι του καὶ πήγαινε γιὰ δουλειά. Πρωΐ-πρωΐ, πρὶν ἀρχίσει τὴν ἐργασία του, πήγαινε στὴν Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος. Ἄφηνε τὸ καροτσάκι του ἀπ' ἔξω. Ἔμπαινε μέσα, ἄναβε τὸ κερί του, προσκυνοῦσε τὶς εἰκόνες μία-μία, καὶ μετὰ στεκόταν μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔλεγε τὴν ἑξῆς "προσευχή": "Χριστέ μου, καλημέρα. Εἶμαι ὁ Συμεών. Πάω γιὰ δουλειά. Σὲ παρακαλῶ νὰ εἶσαι μαζί μου". Καὶ πήγαινε γιὰ νὰ βγάλη τὸ μεροκάματο. Ὅταν ἔδυε ὁ ἥλιος καὶ τελείωνε τὴν ἐργασία του, περνοῦσε πάλι ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος. Ἄφηνε τὸ καροτσάκι του ἔξω, ἔμπαινε μέσα, ἄναβε κερί, προσκυνοῦσε τὶς εἰκόνες μία-μία καὶ μετὰ στεκόταν στὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔλεγε τὴν δειλινὴ "προσευχή": "Χριστέ μου, καλησπέρα. Εἶμαι ὁ Συμεών. Γύρισα ἀπὸ τὴν δουλειά. Σὲ εὐχαριστῶ ποὺ ἤσουν μαζί μου". Αὐτὸ τὸ ἔκανε κάθε μέρα, ὅλα τὰ χρόνια τῆς ζωῆς του. Μεγάλωσε, νυμφεύθηκε, ἔκανε τρία κορίτσια. Ἀργότερα –θέριζε τότε ἡ φυματίωση– ἀρρώστησαν τὰ κορίτσια του καὶ ἡ γυναῖκα του καὶ πέθαναν. Ἔμεινε ὁ Συμεὼν μόνος. Γέρασε, ἀρρώστησε καὶ τὸν πῆγαν στὸ Νοσοκομεῖο. Ἐκεῖ ἡ νοσοκόμα παρατήρησε ὅτι δὲν εἶχε κανέναν δίπλα του καὶ τὸν ρώτησε: "Κύριε Συμεών, δὲν ἔχετε κανέναν στὸν κόσμο;". "Γιατί μὲ ρωτᾶς;". "Γιατί δὲν βλέπω κανέναν νά 'λθὴ νὰ σὲ ἐπισκεφθῇ". "Πῶς δὲν ἔρχεται. Ἔρχεται. Ἔρχεται ὁ Χριστός". "Ὁ Χριστός;" "Ναί, ἔρχεται κάθε μέρα ὁ Χριστός". "Καὶ τί σοῦ λέει". "Συμεών, καλημέρα, εἶμαι ὁ Χριστὸς κάνε σήμερα ὑπομονή". Ἡ νοσοκόμα, εὐλαβής, ἐνημέρωσε τὸν πνευματικό της, καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ δὴ τὸν κ. Συμεών, μήπως ἔχει καμμιὰ βλάβη τοῦ μυαλοῦ του ἢ κάποια πλάνη. Τὸν εἶδε ὁ Πνευματικός, τοῦ μίλησε. "Ὁ παπποῦς τά 'χει τετρακόσια!". Μιὰ μέρα ὁ Συμεὼν ζήτησε τὴν νοσοκόμα γιὰ νὰ τὴν εὐχαριστήση γιὰ ὅ,τι ἔκανε γι' αὐτόν. Στὴν ἀπορία της, τῆς ἀπάντησε ὅτι ἐκείνη τὴν ἡμέρα ὁ Χριστὸς τοῦ εἶπε ὅτι σὲ τρεὶς ἡμέρες θὰ φύγη ἀπὸ τὸν κόσμο. Σὲ τρεὶς ἡμέρες ὁ Συμεὼν ξεψύχησε ἤρεμα στὸ κρεββάτι τοῦ νοσοκομείου, ὁλομόναχος ἀπὸ ἀνθρώπους, μαζὶ ὅμως μὲ τὸν Χριστό, δηλαδὴ μαζὶ μὲ ὅλη τὴν Ἐκκλησία.

Αὐτὰ καὶ ἄλλα πολλὰ σοφὰ καὶ καλὰ ἀκούσαμε ἀπὸ τὸν σεβαστὸ Γέροντα. Μετὰ ἀπὸ μιὰ σύντομη ἐπίσκεψη στὸ κελλὶ τοῦ π. Κ., πήραμε τὸ πλοῖο γιὰ τὸν κόσμο. Ἡ πορεία μας γιὰ τὴν θυσία στὸ ὅρος τὸ ὑψηλὸ εἶχε συντελεσθῇ μὲ τὸν πλέον διδακτικὸ καὶ ἐλπίζουμε καρποφόρο τρόπο.

Σύντομη ἡ περιγραφή, ἀτέλειωτη ἡ πορεία.

Πολλὲς φορὲς μπορεῖ κανεὶς νὰ ἐπισκεφθῇ τὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ κάθε φορὰ κάτι διαφορετικὸ ἔχει νὰ λάβη. Ἐξαρτᾶται τί εἶναι διατεθειμένος νὰ δώση, νὰ ἀφήση, νὰ ξεφορτωθῇ. Καὶ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ ἂν ἀνοίξουν οἱ κρουνοὶ τῶν εὐλογιῶν τῶν παλαιοτέρων, ποὺ χαίρονται βλέποντας τοὺς νεωτέρους νὰ βαδίζουν τὰ ἴδια μονοπάτια τῶν ἀναζητήσεων, ἔστω καὶ μόνον τοπικά, ὑπολειπόμενοι κατὰ πολὺ στὸν τρόπο καὶ τὶς θυσίες.

Ὅλα γίναν κατ' εὐχὴν κατ' εὐχὴν τοῦ Μητροπολίτου μας, τοῦ πνευματικοῦ μας Παπποῦ, τῶν Γερόντων. Τοὺς εὐχαριστοῦμε.

Α.Κ.

  • Προβολές: 2850