Ἡ Ἐκκλησία ἔκφραση τῆς συνέχειας τοῦ Γένους
Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, κατὰ τὸν ὁρισμὸ καὶ προδιορισμὸ ποὺ ἔδωσε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἀλλὰ καὶ κοινωνία θεώσεως, κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ Χριστιανὸς ποὺ εἶναι μέλος τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὰ Μυστήρια, εἶναι μέλος καὶ τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καὶ μὲ τὴν θεραπευτικὴ μέθοδο ποὺ διαθέτει ἡ Ἐκκλησία σκοπεύει στὴν θέωσή του. Κατὰ τὴν ἱστορική της πορεία, ὅμως, ἡ Ἐκκλησία, διὰ τῶν Ἀποστόλων, κυρίως διὰ τῶν Πατέρων της, προσλάμβανε ὡς περίβλημα διάφορα στοιχεῖα ἀπὸ τὸ περιβάλλον στὸ ὁποῖο ζοῦσε. Μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια ἡ Ἐκκλησία παρήγαγε καὶ ἐκφράζει καὶ ἕναν πολιτισμό. Βεβαίως, τὸ βασικό της ἔργο εἶναι ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, τὸν διάβολο καὶ τὸν θάνατο, ἀλλὰ ἐπειδὴ ζὴ στὴν ἱστορία ἐξέφρασε καὶ ἕναν πολιτισμό, ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὴν ἰδιαιτερότητα μὲ τὴν ὁποῖα βιώνει τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἰδιαίτερο τρόπο ζωῆς μὲ τὸν ὁποῖο ἀντιμετωπίζει τὶς ἐκδηλώσεις τοῦ βίου κάθε ἀνθρώπου.
1. Ὁ ΕΚΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ
Στὴν ἱστορική της διαδρομὴ ἡ Ἐκκλησία συνάντησε τὸν ἰουδαϊκό, τὸν ἑλληνικό-ἑλληνιστικὸ τρόπο σκέψης καὶ ζωῆς, ἀλλὰ καὶ τὸν ρωμαϊκὸ πολιτισμό, ποὺ εἶναι ἑλληνικὸς στὴν οἰκουμενική του διάσταση. Ἑπόμενο ἦταν νὰ προσλάβη πολλὰ στοιχεῖα ἀπὸ τοὺς τρεὶς αὐτοὺς πολιτισμικοὺς παράγοντες, νὰ τὰ ἀφομοιώση δημιουργικὰ καὶ νὰ ἐκφράση ἕναν τέτοιο πολιτιστικὸ τρόπο ζωῆς, ποὺ λέγεται ρωμαίϊκος ἢ ὅπως ἀργότερα ὀνομάσθηκε βυζαντινὸς πολιτισμός. Πολλοὶ ἑρμηνευτὲς μελετοῦν αὐτὸ τὸ νέο πολιτιστικὸ μοντέλο καὶ ἐκπλήσσονται ἀπὸ τὴν δυναμικότητά του, ἀπὸ τὴν δυνατὴ ἔκφρασή του καὶ τὴν μοναδικότητά του. Αὐτὴ ἡ δυναμικότητα φαίνεται ἀπὸ τὸ ὅτι αὐτὸ τὸ πολιτιστικὸ πρότυπο ἐξακολουθεῖ νὰ ὑπάρχη μέχρι σήμερα, ἂν καὶ τὸ κράτος (Ρωμανία-Βυζάντιο) ποὺ τὸ δημιούργησε δὲν ὑπάρχη. Αὐτὸ προκαλεῖ ἐντύπωση σὲ πολλοὺς ἱστορικοὺς καὶ ἐρευνητές. Ὅλη αὐτὴ ἡ ρωμαίϊκη παράδοση φαίνεται στὴν θεολογία, τὴν ἀσκητική, τὴν διοικητικὴ ὀργάνωση καὶ τὶς ἐκκλησιαστικὲς τέχνες. Μιὰ σύντομη ἀνάλυση θὰ δείξη αὐτὴν τὴν πραγματικότητα.
Ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας διατυπώθηκε μὲ ὅρους τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας καὶ στὴν πραγματικότητα σὲ αὐτὸ συνδέεται στενὰ ἡ ἀποκαλυπτικὴ ἀλήθεια, ἡ ἰουδαϊκὴ σκέψη καὶ ὁ φιλοσοφικὸς τρόπος ἔκφρασης. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἔκαναν αὐτὴν τὴν μεγάλη ἱστορικὴ συνάντηση, μὲ τὴν ἔννοια ὅμως ὅτι τὰ ἄρρητα ρήματα ποὺ βίωναν οἱ ἅγιοι, κατὰ τὴν θεοπτική τους ἐμπειρία, διατυπώθηκαν μὲ κτιστὰ ρήματα καὶ νοήματα, ὅπως ἔλεγε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης. Ἡ θεότητα τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅπως τὴν βίωσαν οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Πατέρες, διατυπώθηκε μὲ τὶς λέξεις τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, ἤτοι πρόσωπα, ὑποστάσεις, φύση, οὐσία, συμβεβηκότα κλπ. Γενικά, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας προσέλαβαν λέξεις ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ φιλοσοφία, τὶς ἀποφόρτισαν ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τὸ ὁποῖο εἶχαν καὶ προσέδωσαν σὲ αὐτὲς νέο περιεχόμενο. Αὐτὸ δείχνει ὅτι ὑπάρχει οὐσιαστικὴ διαφορὰ μεταξὺ θεολογίας καὶ φιλοσοφίας.
Ἔτσι, μὲ τὴν ζωντάνια καὶ τὴν δυναμικότητα τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας μποροῦμε νὰ ἀντιμετωπίσουμε τὸν οὑμανισμό, τὸν διαφωτισμό, τὸν γερμανικὸ ἰδεαλισμό, τὴν νεώτερη εὐρωπαϊκὴ φιλοσοφία καὶ πολλὰ ἄλλα νέα φιλοσοφικὰ ρεύματα. Ἡ Ὀρθοδοξία δὲν εἶναι μιὰ θρησκευτικὴ πίστη, ἀλλὰ αὐτὴ ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ ποὺ δίνεται στοὺς ἁγίους καὶ ἐκφράζεται μὲ ὅρους τῆς φιλοσοφίας, χωρὶς νὰ εἶναι φιλοσοφία. Ἡ ἀσκητικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἐκφράζεται μὲ τὴν νηπτική-ἡσυχαστικὴ παράδοση, ἐκδηλώνεται καὶ περιέχεται μέσα στὸ βιβλίο τῆς Φιλοκαλίας, συνιστᾶ τὴν μέθοδο μὲ τὴν ὁποῖα ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ τὴν κοινωνία τοῦ μὲ τὸν Θεό, εἶναι αὐτὴ ποὺ θεραπεύει τὸν ἄνθρωπο στὴν ἐσωτερική του ὕπαρξη, ἀναφέρεται στὸ βάθος τῆς προσωπικότητος τοῦ ἀνθρώπου, καὶ αὐτὸ ἔχει συνέπειες στὸ σῶμα του. Ὁ ἡσυχασμὸς ποὺ βιώθηκε ἀπὸ τοὺς νηπτικοὺς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας καὶ συνοψίσθηκε θεολογικὰ ἀπὸ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ εἶναι μιὰ μεγάλη κληρονομιὰ ποὺ διασώζεται μέχρι σήμερα καὶ εἶναι ἡ δική μας ἀπάντηση σὲ ἀρχαῖα ρεύματα ποὺ ἐκφράζονταν ἀπὸ τοὺς ὀρφικούς, τοὺς πυθαγορείους, τοὺς νεοπλατωνικούς, ἀλλὰ εἶναι καὶ ἡ δική μας πρόταση στὴν σύγχρονη ψυχολογία, ψυχανάλυση καὶ ψυχοθεραπεία, μὲ τὶς διάφορες σχολὲς ποὺ ἔχουν ἀναπτυχθῇ στὴν Δύση.
Βεβαίως, ἡ νηπτικὴ παράδοση δὲν εἶναι ταυτόσημη μὲ τὸν νεοπλατωνισμό, ὅπως ἰσχυρίζονται μερικοί, οὔτε εἶναι ἐπίδραση τῶν ἀνατολικῶν θρησκειῶν, ὅπως διατείνονται ἄλλοι. Εἶναι ὁ τρόπος τὸν ὁποῖο μπορεῖ κανεὶς νὰ χρησιμοποιήση γιὰ νὰ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν ἐξάρτηση στὰ πάθη, τὴν λογικὴ καὶ τὸ περιβάλλον καὶ νὰ ἀποκτήση τὴν πραγματικὴ ἐλευθερία, ὅπως τὸ ἔχουν καθορίσει οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὕστερα ἀπὸ πολυχρόνιες μελέτες τους πάνω στὴν ἀνθρώπινη ψυχὴ καὶ τὶς ἐκδηλώσεις της. Ἐπίσης, ἡ νηπτικὴ παράδοση δὲν μπορεῖ νὰ ταυτισθῇ μὲ τὰ σύγχρονα ψυχολογικά, ψυχοθεραπευτικὰ καὶ ψυχαναλυτικὰ ρεύματα ποὺ παρατηροῦνται στὴν Δύση, ἀφοῦ διακρίνεται ἀπὸ μιὰ ἄλλη διαφορετικὴ ἀνθρωπολογία.
Ἔτσι, μὲ τὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση μποροῦμε νὰ ἀντιμετωπίσουμε τὸν μυστικισμό, ἀρχαῖο καὶ νεώτερο, καὶ ὅλο τὸν ψυχολογισμὸ ποὺ δημιουργήθηκε στὴν προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νὰ βρὴ μιὰ ἐσωτερικὴ πληρότητα καὶ γαλήνη. Ἡ διοικητικὴ διάρθρωση τῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὸ συνοδικὸ σύστημα τὸ ὁποῖο καθορίσθηκε ἀπὸ τὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, διασώζει ἀφ' ἑνὸς μὲν τὸν τρόπο λειτουργίας τῶν ἑλληνικῶν πόλεων κατὰ τὴν ἀρχαιότητα, ἀφ' ἑτέρου δὲ τὴν ρωμαϊκὴ νομοθεσία. Συγκεκριμένα, ὁ ὅρος Ἐκκλησία εἶναι ἀρχαιοελληνικὸς ποὺ προσδιορίζει τὴν συνάθροιση τῶν κατοίκων μιᾶς περιοχῆς γιὰ νὰ ἐπιλύσουν διάφορα προβλήματα ποὺ τοὺς ἀπασχολοῦσαν, εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Δήμου. Τὸ διοικητικὸ σύστημα ποὺ καθορίσθηκε διὰ μέσου τῶν αἰώνων, μὲ τὰ Πατριαρχεῖα, τὶς Μητροπόλεις καὶ τὶς Ἐπισκοπὲς εἶναι πρόσληψη τοῦ διοικητικοῦ τρόπου διαιρέσεως τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Ἀκόμη, ὁ τρόπος συνθέσεως τῶν ἱερῶν κανόνων μὲ τοὺς ὁποίους διατηρεῖται ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας θυμίζουν ἐξωτερικὰ τὴν ρωμαϊκὴ νομοθεσία, ποὺ ἀπέβλεπε στὴν ἑνότητα τοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους.
Μὲ τοὺς δύο αὐτοὺς τρόπους -διοίκηση, κανονικὸ δίκαιο- ἡ Ἐκκλησία ἐκχριστιάνισε τὸν ἑλληνικὸ τρόπο διοίκησης τῶν κοινωνιῶν, ἀλλὰ καὶ τὸν ρωμαϊκὸ νόμο. Ἔδωσε, δηλαδή, ἄλλο περιεχόμενο σὲ αὐτοὺς τοὺς θεσμοὺς καὶ τὶς θεσμικὲς λειτουργίες. Ἔτσι, μποροῦμε καὶ σήμερα νὰ κάνουμε λόγο γιὰ συνοδικὸ πολίτευμα ποὺ διαφέρει σαφέστατα ἀπὸ τὰ ἀπολυταρχικά, φεουδαρχικὰ συστήματα, ἀκόμη καὶ τὸν ἀναρχισμό. Οἱ ἐκκλησιαστικὲς τέχνες εἶναι ἐκχριστιάνιση τῶν ἀρχαίων πολιτισμικῶν παραδόσεων ποὺ συνάντησε ὁ Χριστιανισμὸς στὴν ἱστορική του πορεία, μὲ αὐτὲς τὶς ἐκφράσεις τῆς παραδόσεως οἱ Πατέρες ἐξέφρασαν τὴν θεοπτική τους ἐμπειρία.
Ἡ ναοδομία, ὁ τρόπος, δηλαδή, μὲ τὸν ὁποῖο κτίζονται οἱ Ἱεροὶ Ναοί, δείχνει πῶς οἱ Χριστιανοὶ ἐκχριστιάνισαν τὴν ἀρχιτεκτονικὴ τῆς ἐποχῆς τους. Ἡ χρησιμοποίηση ὡς προτύπου τῶν ἀρχαίων ρωμαϊκῶν δικαστηρίων γιὰ νὰ ἐκφράσουν τὸν τύπο τοῦ βασιλικοῦ ρυθμοῦ, ἀλλὰ καὶ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἤθελαν οἱ Χριστιανοὶ νὰ ἐκφράσουν τὴν θεολογία τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν θέωση τοῦ ἀνθρώπου, παρήγαγαν διαφόρους τύπους ναῶν, ὅπως τὸν ρυθμὸ τῆς βασιλικῆς μετὰ τρούλου, τὸν ρυθμὸ τοῦ στραυροειδοῦς μετὰ τρούλου κλπ. Ὁ τροῦλος δείχνει τὸν οὐρανό, τὸ δάπεδο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ ὑποδηλώνει τὴν γῆ καὶ ἡ κόγχη εἶναι ὁ τρόπος ἑνώσεως οὐρανοῦ καὶ γῆς, πρᾶγμα ποὺ συμβολίζει τὴν Παναγία μας καὶ τὸ θεολογικό της ἔργο. Ἡ ἁγιογραφία τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ, μὲ τὶς παραστάσεις, τοὺς διαφόρους ἁγιολογικοὺς κύκλους, ἀλλὰ καὶ τὶς διάφορες σχολὲς ἁγιογραφίας, δείχνει τὴν ἐκχριστιάνιση τῆς τέχνης τὴν ὁποῖα συνάντησε ὁ Χριστιανισμὸς στὴν ἱστορική του πορεία. Ἅς θυμηθοῦμε ἐδῶ τὰ πορτραῖτα τοῦ Φαγιούμ.
Ἡ ὑμνογραφία ἀλλὰ καὶ ἡ μουσική της ἐπένδυση, εἶναι δημιουργήματα τῶν Χριστιανῶν ἐκείνων ποὺ γεύθηκαν τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, βίωσαν τὴν ἐσχατολογικὴ πραγματικότητα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ βρῆκαν τρόπο νὰ ἐκφρασθῇ ἀξιοποιῶντας στοιχεῖα ποὺ συνάντησαν στὸν περιβάλλοντα κόσμο. Ἡ χειρόγραφη παράδοση, μὲ τὴν ἀντιγραφὴ ἔργων ἀρχαίων φιλοσόφων, τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν πατερικῶν ἔργων, ἡ περίφημη μεγαλογράμματη καὶ μικρογράμματη γραφή, οἱ μινιατοῦρες καὶ τὰ διακοσμήματα, ἀποτελοῦν λαμπρὰ στοιχεῖα τῆς ἐκκλησιαστικῆς τέχνης, ἡ ὁποία συνδυάζει ὅ,τι καλὸ συνάντησε ὁ Χριστιανισμὸς στὸν περιβάλλοντα κόσμο μὲ τὴν εὐσέβεια τῆς ψυχῆς καὶ τὰ βιώματα τῆς θείας ἀγάπης.
Ἡ θεία Λειτουργία εἶναι ἡ σύναξη τῶν μελῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος γιὰ νὰ λατρεύση τὸν Θεὸ καὶ ἀποτελεῖ τὸ κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς καὶ προσωπικῆς ζωῆς ποὺ διατυπώνονται ὅλα αὐτὰ ποὺ εἴδαμε προηγουμένως. Τὸ τυπικὸ τελέσεως τῆς θείας Λειτουργίας μᾶς ὑπενθυμίζει τὶς ἀρχαῖες τραγωδίες, μὲ τὸν χορό, τὸν κορυφαῖο τοῦ χοροῦ, καθὼς ἐπίσης καὶ τὴν ἐκκλησία τοῦ Δήμου ὅπου γινόταν διάλογος. Τὸ σημαντικό, ὅμως, εἶναι ὅτι ὁ τρόπος τελέσεως τῆς θείας Λειτουργίας ἐπηρεάσθηκε ἀπὸ τὸ ὅραμα τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ὅπως τὸ κατέγραψε ὁ ἴδιος στὸ βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως, ποὺ φέρει τὸ ὄνομα του. Ἑπομένως, καὶ ἐδῶ βλέπουμε ὅτι ἡ οὐσία τῆς θείας Λειτουργίας εἶναι ἐμπειρία τῆς οὐράνιας θείας Λειτουργίας, τῆς κοινωνίας τῶν ἁγίων μὲ τὸν Θεό, τὸ δὲ τυπικό της ἐκφράσθηκε μὲ τὰ στοιχεῖα τοῦ περιβάλλοντος ποὺ συνάντησε ἡ Ἐκκλησία.
Μέσα στὴν θεία Λειτουργία ἀποκτᾶμε σχέση καὶ κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀδελφούς μας, ποὺ ζοῦν σὲ ὁλόκληρο τὸν κόσμο, δοξάζουμε τὴν νίκη τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τοῦ θανάτου καὶ βιώνουμε τὰ ἔσχατα, τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τῆς γῆς ἀπὸ τὸ παρόν, ἀλλὰ καὶ βρισκόμαστε σὲ μιὰ διαρκῆ πορεία πρὸς τὴν μέλλουσα δόξα.
Ἑπομένως, μὲ τὰ πολιτιστικὰ στοιχεῖα τὰ ὁποῖα ὑπάρχουν μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία βλέπουμε τὸ πῶς ἡ Ἐκκλησία ἐκχριστιάνισε τὸ περιβάλλον ποὺ συνάντησε καὶ πῶς τὸ ἐξαγίασε. Ἡ Ἐκκλησία προσλάμβανε κάθε καλὸ καὶ τὸ ἀξιοποιοῦσε γιὰ τὴν ὠφέλεια τῶν μελῶν της, γιὰ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ εἶναι ἡ νέα κτίση, ποὺ εἶναι ἔκφραση τῆς νέας δημιουργίας τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία ἔχει διασώσει ὅ,τι ἐκλεκτότερο ἔχει δημιουργήσει ὁ ἄνθρωπος, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ τὸ ἔχει μεταμορφώσει καὶ ἀπετέλεσε τὸ «τρίτον γένος». Δὲν ξεχωρίζει ὁ πολιτισμὸς ἀπὸ τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν ἐσωτερικότητα τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν νοεῖται Ἐκκλησία ἔξω ἀπὸ τὴν ἱστορία καὶ δὲν νοεῖται ἐκκλησιαστικὸς πολιτισμὸς χωρὶς ἁγιότητα.
2. Ἡ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΠΡΟΚΛΗΣΕΩΝ
Ὁ Χριστός, ποὺ εἶναι ἡ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἡ δύναμή της. Ἀλλὰ καὶ ἡ διαχρονικὴ παράδοσή της, ἡ ὁποία ἐκφράζει τὴν ἀποκαλυπτικὴ ἀλήθεια καὶ τὴν ἐξαγιασμένη ζωὴ τῶν Πατέρων, ὑπῆρξε τὸ ἰσχυρὸ ἀνοσολογικὸ σύστημα τοῦ ὀργανισμοῦ τῆς Ἐκκλησίας καὶ μὲ αὐτὸ ἀντιμετωπίσθηκαν ὅλες οἱ ἐξωτερικὲς προκλήσεις. Μία ἀπὸ τὶς ἰσχυρὲς προκλήσεις ποὺ δέχθηκε ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ἱστορικῆς της διαδρομῆς ἦταν ὁ ἐξελληνισμὸς τοῦ Χριστιανισμοῦ, δηλαδὴ ἡ προσπάθεια νὰ ἐκκοσμικευθῇ ὁ ἀποκαλυπτικὸς λόγος καὶ νὰ χάση τὴν οὐσία του. Αὐτὴ ἡ πρόκληση ἐκφραζόταν ἀπὸ τὸν γνωστικισμὸ τοῦ 2ου μ.Χ. αἰῶνος, τοὺς αἱρετικοὺς ποὺ χρησιμοποιοῦσαν ὑπὲρ τὸ δέον τὴν φιλοσοφία καὶ ἐπιδίωκαν νὰ κατεβάσουν τὸ ὕψος τοῦ ἀποκαλυπτικοῦ λόγου στὰ ὅρια τοῦ λογικοῦ φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ. Αὐτὸ τὸ ρεῦμα ἀντιμετωπίσθηκε ἀπὸ τοὺς μεγάλους Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι γνώριζαν πολὺ καλὰ τὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία, ἀλλὰ τὴν χρησιμοποιοῦσαν μόνον γιὰ νὰ διατυπώσουν τὸν ἀποκαλυπτικὸ λόγο, χωρὶς νὰ τὸν ἀλλοιώνουν, καὶ μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια κάνουμε λόγο γιὰ τὸν ἐκχριστιανισμὸ τοῦ ἑλληνισμοῦ.
Μία ἄλλη πρόκληση ποὺ δέχθηκε ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴν ὅλη θεολογία καὶ τὴν παράδοσή της προερχόταν ἀπὸ τὴν Φραγκοκρατία, πρὸ καὶ μετὰ τὸ 1204 μ.Χ. Εἶναι γνωστὸν ὅτι οἱ Φράγκοι κατεδίκασαν τὴν Ζ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καὶ δημιούργησαν μιὰ ἄλλη παράδοση, μὲ τὴν λογικοκρατία καὶ τὸν φεουδαλισμό, ποὺ τελικὰ ἐπηρέασε τὸν δυτικὸ Χριστιανισμὸ καὶ ἐκφράσθηκε τόσο μὲ τὴν δυτικὴ θεολογία ὅσο καὶ μὲ τὸν πολιτιστικὸ τρόπο ζωῆς καὶ τὸ διοικητικὸ σύστημα. Οἱ ἀνατολικοὶ ὀρθόδοξοι ἀντιμετώπισαν ἐπιτυχῶς αὐτὴν τὴν πρόκληση, ὅπως τὸ συναντᾶμε στὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Ἔτσι, βλέπουμε τὴν σαφέστατη διαφορὰ μεταξὺ τοῦ προσωποκεντρισμοῦ καὶ τῆς οὐσιοκρατίας, τοῦ συνοδικοῦ συστήματος καὶ τοῦ παπισμοῦ, τῆς φιλανθρωπίας καὶ τοῦ νομικισμοῦ, τοῦ ἡσυχασμοῦ καὶ τοῦ κοινωνισμοῦ. Μιὰ ἄλλη πρόκληση ἦταν ἡ Τουρκοκρατία μὲ τὴν ἐπίδραση ρευμάτων ποὺ ἔρχονταν ἀπὸ τὴν ἀνατολή. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μὲ τὴν θεολογία τῆς καὶ τὸν πολιτισμό της, τὸν συνοδικό της θεσμό, τὸ ἡσυχαστικὸ καὶ φιλοκαλικὸ πνεῦμα της ἀντιμετώπισε αὐτὴν τὴν πρόκληση καὶ διέσωσε τὴν παράδοση τοῦ Γένους.
Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι στὶς παραμονὲς τῆς ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως δημιουργήθηκαν τρεὶς τάσεις. Ἡ μία ἦταν ἡ δυτικόφιλη, μὲ τὸν Μητροπολίτη Νικαίας Βησσαρίωνα, ὁ ὁποῖος ἐπεδίωκε τὴν στροφὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὴν Δύση καὶ οὐσιαστικὰ τὴν ὑποδούλωσή της στὸν Πάπα. Ἡ ἄλλη ἦταν ἡ ἀρχαιόφιλη, μὲ τὸν Γεώργιο Γεμιστό-Πλήθωνα, ὁ ὁποῖος εἰσηγήθηκε τὴν ἐπιστροφὴ στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα καὶ τὴν ἀναμόρφωση τοῦ Κράτους βάσει τῶν ἀρχαιοελληνικῶν προτύπων. Καὶ ἡ ὀρθόδοξη, μὲ τὸν Γεώργιο-Γεννάδιο Σχολάριο, ποῦ ἤθελε τὴν διατήρηση τοῦ Γένους μὲ τὴν πολιτιστικὴ ταυτότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅπως καθορίσθηκε ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὴ ἡ τελευταία πρόταση δικαιώθηκε ἱστορικά, ἐνῷ οἱ ἄλλες ἀπέτυχαν. Ἂν ἐπικρατοῦσαν οἱ ἀπόψεις τοῦ Βησσαρίωνος καὶ τοῦ Πλήθωνος εἶναι σίγουρο, ὅπως ἔγινε σὲ ἄλλες περιπτώσεις, ὅτι θὰ χάναμε ὄχι μόνον τὴν ὀρθόδοξη πίστη μας, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀλλοίωση τῆς ἑλληνικότητας μὲ τὴν ἀλλοτρίωση τῆς γλώσσας, τοῦ πολιτισμοῦ, τῆς συνέχειας τοῦ Γένους.
Σήμερα δεχόμαστε μιὰ νέα πρόκληση ἀπὸ τὴν λεγόμενη Εὐρωκρατία. Δὲν εἴμαστε ἐναντίον τῶν λαῶν τῆς Εὐρώπης, ἀλλὰ δὲν ἐπιθυμοῦμε τὴν πολιτιστικὴ καὶ ἐκκλησιαστική μας ἀλλοτρίωση. Ἡ Εὐρώπη σήμερα διακρίνεται ἀπὸ διάφορες θρησκευτικὲς παραδόσεις, οἱ ὁποῖες ὅμως παραδόξως ἔχουν μιὰ ἑνιαία πολιτιστικὴ ὑποδομή, ἀφοῦ διακρίνεται ἀπὸ ἕναν ἐξελληνισμένο Χριστιανισμό, ποὺ στηρίζεται στὸν ὀρθολογισμὸ καὶ τὸν ἀτομισμό. Ὁ Παπισμός, ὁ Προτεστανισμός, ὁ δεϊσμός, ὁ ἀγνωστικισμὸς καὶ ὁ ἀθεϊσμὸς μὲ τὶς ποικίλες ἐκφράσεις του, χρωματίζονται ἀπὸ τὸν δυτικὸ πολιτισμό. Ἔτσι, ἂν ὁ δυτικὸς πολιτισμὸς εἶναι ἕνας ἐξελληνισμένος Χριστιανισμὸς ἢ μιὰ ἐπαναφορὰ τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ τρόπου ζωῆς, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διακρίνεται γιὰ τὸν ἐκχριστιανισμένο ἑλληνισμὸ καὶ ἰουδαϊσμό.
Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, μιὰ σημαντικὴ πατερικὴ φυσιογνωμία τοῦ 7ου αἰῶνος, ποὺ ἀξιοποίησε τὴν προηγούμενη πατερικὴ παράδοση καὶ ἔδωσε σημαντικὰ στοιχεῖα γιὰ τὴν ἑπομένη περίοδο, σὲ μιὰ ἐρώτηση ποὺ τοῦ ὑποβλήθηκε: «Διατὶ ἀγαπᾶς τοὺς Ρωμαίους (τὴν Ἐκκλησία τῆς Παλαιᾶς Ρώμης, πρὶν τὸ σχίσμα,) καὶ τοὺς Γραικοὺς μισεῖς;», ἀρνήθηκε αὐτὴν τὴν διάκριση καὶ ἀπάντησε ἀπερίφραστα: «Παραγγελίαν ἔχομεν, τοῦ μὴ μισήσαί τινα. Ἀγαπῶ τοὺς Ρωμαίους ὡς ὁμοπίστους τοὺς δὲ Γραικοὺς ὡς ὁμογλώσσους». Οἱ Γραικοί, εἶναι ἀγαπητοὶ γιὰ τὸ ὁμόγλωσσον, οἱ Ρωμαῖοι, ποὺ εἶναι ὀρθόδοξοι, εἶναι ἀγαπητοὶ γιὰ τὸ ὀμόπιστο.
Οἱ σύγχρονοι Ἕλληνες Ὀρθόδοξοι εἴμαστε Γραικοὶ ὡς ὁμόγλωσσοι, καὶ Ρωμαῖοι ὡς ὀμόπιστοι, ἔχουμε τὴν δυνατότητα νὰ ζοῦμε καὶ νὰ ἀναπνέουμε μέσα στὴν ζωογόνο παράδοση ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὸ παρελθόν, ἔχει σχέση μὲ τὴν Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, ὅπως τὴν βίωσαν οἱ Ἅγιοι καὶ εἶναι πεμπτουσία ὅ,τι καλύτερου ἔχει ἀναπτυχθῇ στὴν ἀνθρωπότητα, διακρίνεται γιὰ τὴν οἰκουμενικότητα (ὄχι τὸν οἰκουμενισμό), γιὰ τὸν ἐκχριστιανισμένο ἑλληνισμό, δηλαδή, ὅ,τι πιὸ σημαντικὸ δημιούργησε τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ αὐτὸ τὸ ὀφείλουμε στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ τοὺς Ἁγίους της, ποὺ εἶναι οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Πατέρες καὶ ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ ἀγαποῦν τὸν Χριστό, τὴν Ἐκκλησία καὶ τοὺς Ἁγίους. Ἔτσι, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἐκφραστὴς τῆς συνέχειας τοῦ Γένους μας, ἀλλὰ καὶ ἐλπίδα ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ὅσων θέλουν νὰ γνωρίσουν ἕναν ὑγιῆ καὶ ἰσορροπημένο πολιτισμό, ἀλλὰ κυρίως ὅσων θέλουν νὰ ἀποκτήσουν νόημα ζωῆς.
(Δημοσιεύθηκε στὸ Περιοδικὸ «Ἐρῶ», Ὀκτ.-Δεκ. 2010)
- Προβολές: 2687