Ἡ Ἐκκλησία στὴν Τουρκοκρατία - Ἡ Ἑλληνορθόδοξη Παιδεία στὴν Τουρκοκρατία
Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
Ἡ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ
Μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανούς, ἄρχισε μιὰ νέα περίοδος στὴν μέχρι τότε Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία. Ὁ Μωάμεθ ὁ Πορθητής, κατὰ τὸν Ranciman, γνώριζε πολὺ καλὰ τὸ τί προβλήματα καὶ δυσαρέσκειες εἶχε δημιουργήσει ἡ προσπάθεια μερικῶν δυτικοφρόνων νὰ ἐπιβληθῇ ἡ ἕνωση τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν μὲ τὴν Ρώμη καὶ γι' αὐτὸ ἀνεζήτησε νὰ βρὴ τὸν Γεώργιο Γεννάδιο Σχολάριο, ποὺ εἶχε ἀποσυρθῇ σὲ Μονὴ καὶ ὁ ὁποῖος ἐξέφραζε τὴν ὁμάδα τῶν ἀνθενωτικῶν καὶ τὸν ἔπεισε νὰ δεχθῇ νὰ ἐκλεγῇ Πατριάρχης. Ἡ ἐνθρόνισή του ἔγινε τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1454 καὶ ὁ Μωάμεθ τοῦ δώρισε ἕναν καινούριο σταυρό, τὸν περιέβαλε μὲ τὰ ἐμβλήματα καὶ τοῦ εἶπε: «Ἔσο Πατριάρχης μὲ καλὴ τύχη καὶ νὰ εἶσαι βέβαιος γιὰ τὴν φιλία μας, καὶ γιὰ ὅλα τὰ προνόμια ποὺ εἶχαν οἱ Πατριάρχες πρὶν ἀπὸ σένα». Ὁ Γεννάδιος Σχολάριος ἀνέλαβε νὰ σηκώση ἕναν μεγάλο σταυρὸ κατὰ τὰ ἑπόμενα χρόνια.
Ὁ Μωάμεθ ἐπέβαλε στὸ Ὀθωμανικὸ κράτος τὸ σύστημα τῶν μιλέτ, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο κάθε ἔθνος θὰ ἀσκοῦσε μιὰ διοίκηση, ὅπως τὸ ἐπιβάλλει ἡ θρησκεία του. Ἔτσι, ὁ Πατριάρχης θεωρήθηκε Ἐθνάρχης, ἀρχηγὸς τοῦ ρωμαίϊκου μιλιέτ. Τὰ Πατριαρχικὰ δικαστήρια εἶχαν δικαιοδοσία σὲ ὅλες τὶς ὑποθέσεις ποὺ ἀφοροῦσαν τοὺς Ρωμηούς, ἤτοι τοὺς γάμους, τὰ διαζύγια, τὶς ἐπιτροπεῖες τῶν ἀνηλίκων, τὶς διαθῆκες καὶ τοὺς διαδόχους, ἐκδίκαζαν ἐμπορικὲς ὑποθέσεις, ἂν οἱ διάδικοι ἦταν Ὀρθόδοξοι. Δηλαδή, «τὰ πατριαρχικὰ δικαστήρια ἀπένεμαν δικαιοσύνη σύμφωνα μὲ τὸν κανονικὸ νόμο τῶν Βυζαντινῶν καὶ μὲ τὸ ἀστικὸ καὶ ἐθιμικὸ βυζαντινὸ δίκαιο».
Ὁ Charles Frazee γράφει ὅτι ἡ ὀργάνωση τῶν θρησκευτικῶν κοινοτήτων καὶ τῶν Χριστιανῶν μέσα στὴν κοινωνικὴ καὶ πολιτικὴ διάρθρωση τοῦ Ὀθωμανισμοῦ ἔγινε βάσει τοῦ ἰσλαμικοῦ δικαίου καὶ τῆς ἰσλαμικῆς παράδοσης, ὁπότε «οἱ Χριστιανοὶ θὰ ἀποτελοῦσαν ἕνα μιλέτ, ἕνα "ἔθνος" ὑπὸ τὴ θρησκευτικὴ καὶ πολιτικὴ διοίκηση τῶν ἐκκλησιαστικῶν τους ἡγετῶν». Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως δὲν ἦταν μόνον θρησκευτικὸς ἡγέτης ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων, ἀλλὰ καὶ «ἡ κεφαλὴ τοῦ ἔθνους», δηλαδὴ ἕνας μιλέτ-μπασί, ὁ ὁποῖος ἦταν ὑπεύθυνος ἐνώπιον τοῦ Σουλτάνου. Ἀκόμη, πρέπει νὰ σημειωθῇ ὅτι οἱ Κληρικοὶ καὶ λαϊκοὶ ποὺ ἀσκοῦσαν τὰ ἐκκλησιαστικὰ ἀξιώματα προέρχονταν ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ κοινότητα τῆς πρωτεύουσας ποὺ εἶχε συγκεντρωθῇ στὸ Φανάρι, ἐξ οὗ καὶ ὀνομάσθηκαν Φαναριῶτες. Ἡ δύναμη τῶν Φαναριωτῶν ποὺ ἄρχισε τὸν 16ο αἰῶνα, ἀναπτύχθηκε ἀκόμη περισσότερο στὴν συνέχεια καὶ ἀπέκτησαν παντοδυναμία τὸν 18ο αἰῶνα. Αὐτὸ εἶχε σχέση καὶ μὲ τὴν «αὐξανόμενη ἑλληνοποίηση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στὰ Βαλκάνια», ὅπως τὸ βλέπουμε κυρίως στὶς Παραδουνάβειες Ἡγεμονίες.
Ὁ Gerhard Podskalsky (Γκέρχαντ Ποντσκάλσκυ) στὸ ἔργο τοῦ μὲ τίτλο Ἡ ἑλληνικὴ θεολογία ἐπὶ Τουρκοκρατίας, γράφει ὅτι ὁ Σουλτᾶνος Μεχμὲτ Β' (Μωάμεθ ὁ Πορθητὴς) καθιέρωσε νέο νομικὸ καθεστώς, τὸ ὁποῖο οὐσιαστικὰ δὲν ἄλλαξαν οἱ μετέπειτα Σουλτᾶνοι μέχρι τὸν 19ο αἰῶνα, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο ἀντιμετώπισε τὴν Ἐκκλησία ὡς διάδοχο τῶν βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων καὶ τῆς ἀνεγνώρισε «τὴν νομικὴ θέση θρησκευτικῆς κοινότητας». Βεβαίως, «πολλὰ μέτρα τοῦ κράτους δὲν ἐπέτρεπαν στοὺς Ἕλληνες νὰ λησμονήσουν τὴ θέση τους ὡς λαοῦ ὑποτελοῦς».
Σημαντικὲς πληροφορίες γιὰ τὸ πῶς ζοῦσαν οἱ Ρωμηοὶ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση καὶ διοίκηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ γενικὰ τῆς Ἐκκλησίας, μᾶς δίνει ὁ Καθηγητὴς π. Γεώργιος Μεταλληνὸς στὸ βιβλίο του μὲ τίτλο Τουρκοκρατία καὶ ὑπότιτλο Οἱ Ἕλληνες στὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία. Στὸ βιβλίο αὐτὸ βλέπουμε ἀναλυτικὰ τὴν μεγάλη ἀξία τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος, τῶν Ἐνοριῶν καὶ τῶν Ἱερῶν Μονῶν στὴν ζωὴ τῶν ὑποδούλων Ρωμηών, τὴν πολιτικὴ δράση τῶν Φαναριωτῶν, τὴν ἀνάπτυξη τῆς παιδείας μὲ πρωτοβουλία τῆς Ἐκκλησίας, τὸ πρόβλημα τοῦ ἐξισλαμισμοῦ καὶ τὴν ἀντίδραση τῆς Ἐκκλησίας σὲ αὐτὸ καὶ γενικὰ τὸ πῶς ἡ Ρωμανία ἐπιβίωσε μὲ τὴν συμπαράσταση καὶ τὴν πνευματικὴ βοήθεια ποὺ προσέφερε ἡ Ἐκκλησία. Μέσα στὰ πλαίσια αὐτὰ τῆς ἐθναρχίας λειτουργοῦσαν οἱ Ρωμηοὶ καὶ κέντρο τῆς ρωμαίϊκης κοινότητας ἦταν ἡ Ἐκκλησία μὲ τὸν Ἐπίσκοπό της.
Ἂν διαβάση κανεὶς τοὺς Κανονισμοὺς μὲ τοὺς ὁποίους διοικοῦνταν οἱ κατὰ τόπους Δημογεροντίες, ἰδίως μετὰ τὸν 17ο αἰῶνα, θὰ διαπιστώση τὴν μεγάλη προσφορὰ τῶν Ἐπισκόπων στὴν ὅλη διοικητικὴ διάρθρωση τῶν ὑποδούλων Ρωμηών. Ἔχω μελετήσει διεξοδικὰ καὶ ἔχω ἀναλύσει τὸν Κανονισμὸ λειτουργίας τῆς Δημογεροντίας τῶν Βοδενὼν (Ἐδέσσης) καὶ διεπίστωσα τὴν θέση ποὺ κατεῖχε ὁ Μητροπολίτης στὴν διοίκηση, τὴν παιδεία καὶ τὴν ὅλη λειτουργία της. Ὁ Καθηγητὴς Χαράλαμπος Παπαστάθης δημοσίευσε τέτοιους Κανονισμούς, στοὺς ὁποίους φαίνεται ὅτι κέντρο τῆς κοινότητας τῶν Ρωμηὼν ἦταν ὁ Ἐπίσκοπος καὶ ἡ ὅλη ὀργανωτικὴ δομὴ εἶχε κέντρο τὴν Ἐκκλησία. Μάλιστα γράφει ὁ ἴδιος συμπερασματικά:
«Κύτταρο τῆς συλλογικῆς δράσης ἦταν ἡ ἐνορία-κοινότητα οἱ κοινοτικὲς ἀρχές του ἀναδεικνύονταν μὲ ψηφοφορία καὶ εἶχαν ἐπί κεφαλῆς τὸν ἐπιχώριο ἐπίσκοπο, δημιουργῶντας ἔτσι τὴ γέφυρα ἀνάμεσα στὴ βυζαντινή μας παράδοση, ποὺ ἐκφραζόταν στὸ πολιτικό-ἐθνικὸ πεδίο μὲ τὴ Μεγάλη Ἰδέα, καὶ στὰ δημοκρατικὰ ἰδεώδη τῆς δεύτερης πεντηκονταετίας τοῦ εὐρωπαϊκοῦ 19ου αἰῶνα συνάμα συνιστοῦσαν τὸ ἰδανικώτερο, μὲ τὰ μέτρα πάντοτε τῆς ἐποχῆς, σύστημα αὐτοδιοίκησης, –ἀνέφικτο πρότυπο ἀκόμη γιὰ τὴ σύγχρονή μας Ἑλλάδα. Ἡ πολιτικὴ καὶ θρησκευτικὴ κεφαλή, ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ἐκλεγόταν ἀπὸ μικτὴ συνέλευση κληρικῶν καὶ λαϊκῶν. Ἀμόλυντη ἀπὸ ξενικὲς ἐπιρροὲς ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία μπόρεσε, μολονότι ἐπιβίωνε σὲ ἀλλόθρησκη καὶ ἀπολυταρχικὴ χώρα, νὰ συστήσει ἕνα ἑλληνοκεντρικὸ κρατικὸ μόρφωμα μέσα στὸν κορμὸ τῆς ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας, νὰ εἰσαγάγει –ἔστω σὲ προδρομικὴ μορφή– τὴν ἀρχὴ τῆς λαϊκῆς κυριαρχίας στὴν ὀργάνωση τοῦ ποιμνίου της, νὰ τὸ συντηρήσει, ἀναπτύξει καὶ ἑτοιμάσει γιὰ τὴ μεγάλη ἐκείνη ὥρα τῆς Ἀνάστασης, ποὺ ποιμένες καὶ ποιμαινόμενοι ὀνειρεύονταν νὰ λειτουργήσουν καὶ νὰ λειτουργηθοῦν στὴν Ἀγιά-Σοφιά».
Πέρα ἀπὸ τὴν διοίκηση τῶν Ρωμηών, μὲ βάση τὰ προνόμια τὰ ὁποῖα δόθηκαν ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανοὺς στὸν Πατριάρχη, τὰ ὁποῖα ἄλλοτε ἴσχυαν καὶ ἄλλοτε ἀναστέλλονταν, σημαντικὸ ρόλο στὴν διάσωση τῆς αὐτοσυνειδησίας τοῦ Γένους, ἤτοι τῆς ἑλληνορθόδοξης παράδοσης, διαδραμάτισε ἡ ὅλη θεολογία καὶ ἡσυχαστικὴ παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴν θεία Λειτουργία, οἱ Πνευματικοὶ Πατέρες, οἱ ὁποῖοι ἐξέρχονταν ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ περιέρχονταν ὅλα τὰ ὑπόδουλα μέρη καὶ ἐνίσχυαν τοὺς πιστούς, καθὼς ἐπίσης καὶ τὰ μαρτύρια τῶν Χριστιανῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν Μουσουλμάνων ποὺ ἐκχριστιανίσθηκαν, τῶν λεγομένων Νεομαρτύρων, συνετέλεσαν πάρα πολὺ στὴν διάδοση τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως καὶ τὴν ἀναζωπύρωση τῆς ἐλευθερίας τοῦ Γένους.
Πραγματικά, οἱ περιοδεῖες καὶ οἱ διδασκαλίες τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ ἔπαιξαν σημαντικὸ ρόλο στὴν διατήρηση τῆς αὐτοσυνειδησίας τοῦ Γένους. Διαβάζουμε τὶς σωζόμενες ὁμιλίες τοῦ καὶ βλέπουμε ἕναν ἐμπνευσμένο ἁγιορείτη Πατέρα, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν διδασκαλία του, ἀλλὰ καὶ τὴν ἵδρυση τόσων Σχολείων, ὑπῆρξε ὁ πρωτεργάτης τῆς ἀπελευθερώσεως τοῦ Γένους. Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση ἵδρυσε 10 ἀνώτερα καὶ 200 δημοτικὰ (κοινὰ) ἐκπαιδευτήρια – Σχολεῖα.
Ἔπειτα οἱ Νεομάρτυρες μὲ τὸ μαρτύριό τους κράτησαν ἄσβεστη τὴν δᾶδα τῆς πίστεως. Εἶναι σημαντικὸ νὰ λεχθῇ ὅτι ἡ ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποῖα μαρτύρησε ἕνας νεομάρτυρας στὴν τοπικὴ κοινωνία ἦταν ὄχι μόνον θρησκευτικο-ἐκκλησιαστική, ἀλλὰ καὶ μιὰ ἐθνικὴ ἐπέτειος. Οἱ Χριστιανοὶ συγκεντρώνονταν τὴν ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου του καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν παρέμεναν πιστοὶ στὶς ἑλληνορθόδοξες παραδόσεις, δηλαδὴ ἀντιδροῦσαν στὸν ἐξισλαμισμὸ ποὺ ἦταν ἕνας φοβερὸς κίνδυνος καὶ ἔτσι ἀναζωπύρωναν τὴν ἐλπίδα τῆς ἐλευθερίας. Ἀκόμη βοήθησε πολὺ ἡ παιδεία τὴν ὁποῖα καλλιέργησε μὲ ποικίλους τρόπους ἡ Ἐκκλησία μὲ τοὺς Κληρικοὺς καὶ Μοναχούς, ὅπως θὰ ἀναφερθῇ στὴν ἑπόμενη ἑνότητα. Ἔτσι δὲν ἀλλοιώθηκε ἡ ταυτότητα τῆς Ἑλληνορθόδοξης Παράδοσης καὶ τοῦ Γένους μας, παρὰ τὶς διάφορες ξενοκρατίες ποὺ περάσαμε καὶ τὰ τραγικὰ ἀποτελέσματά τους.
Γενικὰ περάσαμε κατὰ καιροὺς ἀπὸ τριῶν εἰδῶν ξενοκρατίες, ἤτοι: Τὴν μεσαιωνικὴ Φραγκοκρατία καὶ Ἑνετοκρατία, ποὺ μᾶς ἄφησε τὸν καθολικισμὸ μὲ τὴν δυτικότροπη πολιτιστική του παράδοση, τὸν σχολαστικισμὸ καὶ τὸν ὀρθολογισμό. Τὴν Τουρκοκρατία μὲ τὴν ὁποῖα ἦλθε στὴν περιοχή μας ὁ μουσουλμανισμὸς μὲ τὸν ἀνθρωποκεντρικὸ καὶ μυστικιστικὸ χαρακτῆρα του. Καὶ τὴν Βαυαροκρατία, μὲ τὴν ὁποῖα εἰσέρρευσε στὴν περιοχή μας ὁ Προτεσταντισμὸς μὲ τὴν ἐπιδερμικὴ ἠθικολογία του. Στὰ ἰδεολογικά, πολιτιστικὰ καὶ πολιτικὰ αὐτὰ ρεύματα –διότι στὴν πραγματικότητα μέσα ἀπὸ αὐτὰ ἐκφράσθηκαν οἱ ἐπεμβάσεις ξένων Δυνάμεων, ξένων συμφερόντων γιὰ τὸν ἐξανδραπονδισμὸ τοῦ λαοῦ– ἀντέδρασε θετικὰ ἡ Ἐκκλησία μὲ τοὺς Κληρικούς της καὶ ἔτσι διατήρησε δύο στοιχεῖα, τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ τὴν γλῶσσα. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἀγνοῇ αὐτὴν τὴν πλευρὰ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ἡ ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ
Προηγουμένως ἀναφέρθηκε ὅτι ἕνας ἀπὸ τοὺς οὐσιαστικοὺς παράγοντας ποὺ συνετέλεσε στὴν διατήρηση τῆς ὀρθοδόξου αὐτοσυνειδησίας ἦταν καὶ ἡ παιδεία τὴν ὁποῖα καλλιεργοῦσε ἡ Ἐκκλησία μὲ τὰ Σχολεῖα, ἀμέσως μετὰ τὴν ὑποδούλωση τοῦ Γένους στοὺς Ὀθωμανούς. Βεβαίως, στὰ πρῶτα χρόνια τῆς δουλείας δὲν ὑπῆρχε δυνατότητα νὰ λειτουργήσουν πολλὰ Σχολεῖα, ἐπειδὴ οἱ δυσκολίες ἦταν ἀρκετές, ἀλλὰ καὶ τότε ποὺ ἐπετράπη ἡ λειτουργία Σχολείων, ἤτοι ἀπὸ τὸν 17ο αἰῶνα καὶ μετά, ἦταν περιορισμένα.
Ὁ πρῶτος Πατριάρχης τοῦ Γένους, Γεννάδιος Σχολάριος, τὸ 1454 ἵδρυσε τὴν Πατριαρχικὴ Σχολὴ στὴν Κωνσταντινούπολη ποὺ ὀνομαζόταν Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολή. Ἀργότερα ἡ Σύνοδος ποὺ συγκροτήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 1593 ἐπὶ πατριαρχείας Ἰερεμία Β' τοῦ Τρανοῦ προέτρεψε τοὺς Μητροπολίτας νὰ ἱδρύσουν κατὰ τόπους Σχολεῖα καὶ νὰ ὑποστηρίζουν τὴν παιδεία. Συγκεκριμένα: «Ὥρισεν ἡ ἁγία Σύνοδος ἕκαστον ἐπίσκοπον ἐν τῇ ἑαυτοῦ παροικία φροντίδα καὶ δαπάνην τὴν δυναμένην ποιεῖν, ὥστε τὰ θεῖα καὶ ἱερὰ γράμματα δύνασθαι διδάσκεσθαι βοηθεῖν δὲ κατὰ δύναμιν τοὶς ἐθέλουσι διδάσκειν καὶ τοὶς μαθεῖν προαιρουμένοις, ἐὰν τῶν ἐπιτηδείων χρείαν ἔχουσιν».
Ὁ Τρύφων Εὐαγγελίδης στὸ περισπούδαστο πολυσέλιδο δίτομο ἔργο τοῦ μὲ τίτλο Ἡ Παιδεία ἐπὶ Τουρκοκρατίας, καὶ ὑπότιτλο Ἑλληνικὰ Σχολεῖα ἀπὸ τῆς Ἁλώσεως μέχρι Καποδιστρίου, στὴν μὲν μακρὰ εἰσαγωγὴ ἀναφέρεται στὴν παιδεία στὸ Βυζάντιο καὶ στὴν Τουρκοκρατία μέχρι τῆς ἐποχῆς τοῦ Καποδιστρίου, στὸ δὲ κύριο μέρος ἀναγράφει λεπτομερῶς τὰ Σχολεῖα τὰ ὁποῖα λειτούργησαν σὲ διάφορες περιοχὲς τοῦ ὑποδούλου Γένους ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς Ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως μέχρι τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἰωάννου Καποδιστρίου (1453-1831).
Μεταξὺ τῶν ἄλλων γράφει ὅτι ἡ Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολὴ ποὺ ἱδρύθηκε ἀμέσως μετὰ τὴν Ἅλωση ἦταν συνέχεια τῆς λεγομένης Οἰκουμενικῆς Σχολῆς ἢ Οἰκουμενικοῦ Φροντιστηρίου Κωνσταντινουπόλεως. Ἀπὸ τὴν Σχολὴ αὐτὴ βγῆκαν μεγάλες προσωπικότητες ποὺ κατέλαβαν σημαντικὲς θέσεις στὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν τουρκικὴ διοίκηση καὶ βοήθησαν τὸ Γένος. Στὴν συνέχεια ἱδρύθηκαν καὶ ἄλλες Σχολές, ὅπως στὴν Θεσσαλονίκη, τὰ Ἰωάννινα, τὴν Πάτμο, τὴν Ἄρτα, τὴν Χίο, τὴν Δημητσάνα, τὴν Βέροια, τὴν Σμύρνη, τὴν Κύπρο, τὴν Τραπεζοῦντα, τὴν Ἀδριανούπολη, τὴν Κοζάνη, τὴν Ἀθήνα, τὴν Ρόδο καὶ ἀλλοῦ.
Τὰ Σχολεῖα τὰ ὁποῖα λειτουργοῦσαν ἦταν δύο εἰδῶν, ἤτοι τὰ κοινὰ καὶ τὰ ἀνώτερα. Τὰ κοινὰ Σχολεῖα λειτουργοῦσαν στὰ Μητροπολιτικὰ Μέγαρα τῶν πόλεων ἢ στοὺς Ἱεροὺς Ναοὺς τῶν κωμοπόλεων καὶ τὶς παρακείμενες Ἱερὲς Μονές. Ὡς ἀναγνωστικὰ χρησιμοποιοῦσαν διάφορα ἐκκλησιαστικὰ βιβλία, ὅπως τὴν Ὀκτώηχο, τὸν Ἀπόστολο, τὸ Ψαλτήριο, τὸ Ὡρολόγιο. Τὰ παιδιὰ συνήθως κάθονταν στὴν ψάθα ἢ στὸν τάπητα τοῦ δαπέδου, μάλιστα δὲ ὁ διδάσκαλος τοῦ Γένους Γ. Γεννάδιος εἰσήγαγε πρῶτος τὰ θρανία στὴν Βλαχία. Ἐπίσης χρησιμοποιοῦσαν τὴν ἀρίθμηση, τὴν λογαριθμητικὴ κλπ. Τὰ ἀνώτερα Σχολεῖα εἶχαν διάφορα ὀνόματα, ὅπως Ἀκαδημία, Λύκειον, Μουσεῖον, Ἑλληνομουσεῖον, Παιδαγωγεῖον, Φροντιστήριον, Ὀμακόϊον, Γυμνάσιον, Σχολεῖον, Σχολή. Σημαντικὴ εἶναι ἡ καταγραφὴ καὶ ἡ περιγραφὴ τὴν ὁποῖα κάνει ὁ συγγραφεὺς κατὰ περιοχὲς ἐντὸς τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου καὶ γενικότερα τοῦ βαλκανικοῦ.
Ὁ Gerhard Podskalsky στὸ μνημονευθὲν ὀγκῶδες σύγγραμμά του, Ἡ ἑλληνικὴ θεολογία ἐπὶ Τουρκοκρατίας, ποὺ ἀναφέρεται στὴν θεολογία κατὰ τὴν Τουρκοκρατία, καὶ μάλιστα στὰ κεφάλαια «Τὰ νέα ἐκπαιδευτικὰ ἱδρύματα καὶ τυπογραφεῖα ὡς στοιχεῖο μετεξέλιξης», «Προσήλωση στὴν παράδοση. Ἡ ἑλληνικὴ θεολογία 1455-1581», «Ὁ θρησκευτικὸς ἀνθρωπισμός. Προσπάθεια συνδιαλλαγῆς μεταξὺ Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως 1581-1629», «Ἡ ἀντιπαράθεση μὲ τὸν Διαφωτισμό. Ἡ Ὀρθοδοξία ἐπιστρέφει στὶς δικές της πηγὲς 1727-1821», παρουσιάζει ἀνάγλυφα καὶ διεξοδικὰ ἕνα «πανόραμα» τῆς ὅλης πολιτιστικῆς καὶ πνευματικῆς ἀτμόσφαιρας τῆς Ρωμηοσύνης κατὰ τὴν Τουρκοκρατία, στὴν ὁποῖα σημαντικὸ ρόλο διεδραμάτισε ἡ Ἐκκλησία μὲ τὰ σημαίνοντα μέλη της, Κληρικοὺς καὶ λαϊκούς. Φυσικὰ δὲν εἶναι ὁ χῶρος κατάλληλος γιὰ νὰ δοθοῦν μερικὰ παραδείγματα καὶ νὰ ἐκτεθοῦν τὰ βασικὰ συμπεράσματα τῆς μελέτης αὐτῆς.
Ἐπίσης, ὁ Βασίλειος Ἀρβανίτης στὸ βιβλίο τοῦ μὲ τίτλο Ἡ Ἐκπαίδευσις τῶν Ἑλληνοπαίδων ἐπὶ Τουρκοκρατίας, μὲ συνοπτικὸ τρόπο περιγράφει τὶς ἕδρες τῶν Σχολείων, τοὺς διδάξαντες διδασκάλους, τὴν μέθοδο διδασκαλίας τους καὶ τὴν ὕλη τῶν μαθημάτων σὲ διάφορες περιοχὲς τοῦ ὑπόδουλου Γένους. Ἀξιόλογη εἶναι ἡ προσφορὰ καὶ τοῦ Καθηγητοῦ π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ ποὺ ἀναφέρεται στὴν Παιδεία ποὺ ἀναπτύχθηκε κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας ἀπὸ τὸν 15ο αἰῶνα καὶ μετὰ καὶ τὴν καταγραφὴ συγκεκριμένων διδασκάλων καὶ Σχολῶν.
Εἶναι σημαντικό, ὅπως σημειώνει ὁ Θεοχάρης Προβατάκης σὲ σχετικὴ μελέτη του, ὅτι ἀπὸ τὸν 17ο αἰῶνα στοὺς νάρθηκες τῶν Ἱερῶν Ναῶν ζωγραφίζονται οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες, ὅπως ὁ Σωκράτης, ὁ Πλάτων, ὁ Ἀριστοτέλης, ὁ Πλούταρχος, ὁ Σοφοκλῆς, ὁ Ὅμηρος, ὁ Πυθαγόρας, κλπ. οἱ περισσότεροι μὲ φωτοστέφανο καὶ ἀνοικτὸ εἰλητάριο, ἀκόμη καὶ ὁ Ἀριστοφάνης. Καὶ αὐτὸ γίνεται ὄχι μόνον στοὺς Ναοὺς τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου, ἀλλὰ ὁλοκλήρου τῆς Βαλκανικῆς.
Τὴν ἤδη ὑπάρχουσα παιδεία ἐπηρέασαν καὶ οἱ νέες ἰδέες ποὺ εἶχαν ἀναπτυχθῇ στὴν Δύση καὶ μὲ ἀργοὺς ρυθμοὺς εἰσέρχονταν καὶ στὴν τουρκοκρατούμενη ἑλληνικὴ περιοχή. Μεταξὺ τῶν Κληρικῶν ποὺ δίδασκαν στὰ Σχολεῖα, μπορεῖ νὰ συναντήση κανεὶς τρεὶς τάσεις. Τὴν πρώτη τὴν ἐξέφραζαν οἱ φιλελεύθεροι Κληρικοί, ποὺ ἀπεδέχθησαν πλήρως τὶς διαφωτιστικὲς ἰδέες, ἀπορρίπτοντας τὴν Ἑλληνορθόδοξη παράδοση. Τὴν δεύτερη τὴν ἐξέφραζαν οἱ συντηρητικοί, οἱ ὁποῖοι ἀπέρριπταν τὶς νέες αὐτὲς ἰδέες γιὰ νὰ παραμείνουν στὴν παλαιὰ φιλοσοφία καὶ κοσμοθεωρία. Καὶ τὴν τρίτη τάση ἐξέφραζαν οἱ πατερικοὶ Κληρικοί, στοὺς ὁποίους συγκαταλέγονταν ὁ Εὐγένιος Βούλγαρης καὶ οἱ φιλοκαλικοὶ Πατέρες, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἦταν ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, οἱ ὁποῖοι ἐπέτυχαν τὴν ἰσορροπία, ἀφοῦ ἔκαναν λόγο γιὰ τὴν διπλῆ γνωσιολογικὴ μέθοδο καὶ ἀναφέρονταν στὴν γνώση ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸν νοῦ καὶ τὴν γνώση ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν λογική.
Ὅπου ὑπῆρξαν περιπτώσεις κατὰ τὶς ὁποῖες ἔγιναν διώξεις ἐναντίον Κληρικῶν, αὐτὸ δὲν ὀφειλόταν ἁπλῶς στὴν ἔλλειψη σεβασμοῦ τῆς ἐλευθερίας τους, ἀλλὰ στὸ γεγονὸς ὅτι μαζὶ μὲ τὶς νέες ἰδέες μετέφεραν καὶ τὴν ἀθεΐα. Γιὰ παράδειγμα, τὸ 1721 ἀφορίσθηκε ὁ Μεθόδιος Ἀνθρακίτης, «γιατί κατηγορήθηκε γιὰ ἀντιτριαδικὲς τάσεις». Ἀργότερα τὸ Πατριαρχεῖο τὸν ἀθώωσε καὶ τὸν ἀποκατέστησε. Ὁ Θεόφιλος Καΐρης καταδικάστηκε γιὰ τὴν θρησκεία τὴν ὁποῖα δημιούργησε, τὴν λεγόμενη «Θεοσέβεια», ἡ ὁποία ἀπέρριπτε τὴν χριστιανικὴ πίστη, ἐνῷ ἡ Ἐκκλησία τὸν ἐπήνεσε γιὰ τὴν προσφορά του στὸ Γένος. Ἀκόμη, οἱ Ἐγκύκλιοι τοῦ Πατριαρχείου ἐναντίον τῶν «καινοφανῶν διδασκαλιῶν», ὀφειλόταν στὸ ὅτι ὁ Σεΐχης τοῦ Ἰσλὰμ μὲ φετφά, λόγῳ τοῦ ἀραβικοῦ φανατισμοῦ, ἀπέρριψε «τὰ βιβλία τῆς ἀστρονομίας ἱστορίας καὶ φιλοσοφίας». Τὸ Πατριαρχεῖο ζῶντας σὲ αὐτὸ τὸ Κράτος δὲν μποροῦσε νὰ ἐνεργήση διαφορετικά.
Πάντως, ἡ Ἐκκλησία κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας ἀνέπτυξε τὴν Παιδεία, ἄλλοτε κρυφὰ καὶ ἄλλοτε φανερά. Ἐδῶ ἐντάσσεται καὶ τὸ λεγόμενο «Κρυφὸ Σχολειό». Ἐπειδὴ κατὰ καιροὺς δημιουργεῖται μιὰ ἀμφισβήτηση αὐτοῦ τοῦ γεγονότος καὶ θεωρεῖται ὅτι τὸ Κρυφὸ Σχολειὸ εἶναι ἕνας μῦθος ποὺ πρέπει νὰ ἀπαλειφθῇ ἀπὸ τὴν ἱστορία ποὺ διδάσκονται τὰ παιδιὰ στὰ Σχολεῖα, θὰ πρέπη νὰ γίνουν μερικὲς ἐπισημάνσεις. Κατ' ἀρχὰς κάθε γεγονὸς τὸ ὁποῖο εἶναι θρῦλος, δηλαδὴ κάθε τί ποὺ παραμένει στὴν μνήμη τοῦ λαοῦ καὶ ἐπιδεικνύονται οἱ τόποι στοὺς ὁποίους πραγματοποιήθηκε, δὲν εἶναι μῦθος, ἀφοῦ ὅλοι οἱ θρῦλοι παραπέμπουν σὲ ἕνα ἱστορικὸ γεγονός. Ἔπειτα, κάθε μῦθος δὲν εἶναι καὶ ἀπόβλητος, ἀλλὰ εἶναι ἕνα στοιχεῖο τοῦ πολιτισμοῦ. Ἄλλωστε, ἡ μυθολογία ἐμπεριέχεται στὸν πολιτισμὸ τοῦ κάθε λαοῦ. Γιὰ παράδειγμα, ἐὰν θελήσουμε νὰ ἀφαιρέσουμε ἀπὸ τὴν διδασκαλία τῆς ἱστορίας τοὺς μύθους τοῦ Αἰσώπου, τὰ ἔργα τοῦ Ὁμήρου, τὴν Θεογονία τοῦ Ἡσιόδου κλπ., τότε ἀποβάλλουμε ἕνα πολὺ μεγάλο τμῆμα τῆς παραδόσεώς μας. Ἄλλωστε, οἱ μῦθοι συνήθως ἐκφράζουν μιὰ ἀλήθεια.
Ἐπὶ πλέον, τὸ λεγόμενο Κρυφὸ Σχολειὸ ἑρμηνεύεται ὡς συμπληρωματικὴ διδασκαλία ποὺ γινόταν στὴν ἐλεγχόμενη ἀπὸ τὸ Ὀθωμανικὸ Κράτος, κατὰ διαστήματα καὶ καιρούς, ἐπιτρεπόμενη παιδεία. Ἐννοῶ ὅτι καὶ σὲ μέρη ποὺ ἐπιτρεπόταν ἡ λειτουργία τῶν Σχολείων, ὁπωσδήποτε ἐλεγχόταν ἡ ὕλη τὴν ὁποῖα διδάσκονταν τὰ παιδιά. Ὁπότε, ἡ ἐπίσημη διδασκαλία συμπληρωνόταν εἴτε ἀπὸ τὴν οἰκογένεια εἴτε ἀπὸ τοὺς Κληρικοὺς καὶ μοναχοὺς στοὺς ὁποίους προσέφευγαν τὰ παιδιά.
Πέρα ἀπὸ τοὺς θρύλους καὶ τὶς παραδόσεις, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ ποίημα τοῦ Ἰωάννη Πολέμη καὶ τὸν γνωστὸ πίνακα τοῦ Νικολάου Γκύζη μὲ περιεχόμενο τὸ Κρυφὸ Σχολειό, ποὺ παραπέμπουν σὲ ἱστορικὰ γεγονότα, ὑπάρχουν σημαντικὲς μαρτυρίες ποὺ φανερώνουν ὅτι πράγματι λειτουργοῦσαν μερικὰ ὑποτυπώδη Σχολεῖα μὲ διάφορες μορφές, ποῦ ἄλλοτε προσέφεραν στοιχειώδη παιδεία στὸν λαό, ὅταν δὲν ὑπῆρχαν Σχολεῖα, καὶ ἄλλοτε συμπλήρωναν τὴν παιδεία ποὺ δέχονταν στὰ ἐπιτρεπόμενα ἀλλὰ καὶ ἐλεγχόμενα τότε Σχολεῖα. Δύο τέτοιες μαρτυρίες θὰ ἀναφέρω.
Ἡ πρώτη προέρχεται ἀπὸ τὸν Charles Tuckermann (Τάρκεμαν), πρῶτο Ἀμερικανὸ Πρόξενο στὴν Ἀθήνα, στὸ βιβλίο του Οἱ Ἕλληνες τῆς σήμερον. Ὁ Ἀμερικανὸς αὐτὸς διπλωμάτης παρουσιάζει τὴν προφορικὴ παράδοση τὴν ὁποῖα εἶχε ἀκούσει ἀπὸ συνομιλητές του στὴν ἐλεύθερη Ἑλλάδα καὶ τὴν καταγράφει. Ἀφοῦ ἐκθέτει τὸ γνωστὸ ποίημα «φεγγαράκι μου λαμπρὸ / φέγγε μου νὰ περπατῶ / νὰ πηγαίνω στὸ σχολειὸ / νὰ μαθαίνω γράμματα / τοῦ Θεοῦ τὰ πράμματα», στὴν συνέχεια γράφει:
«Τοιοῦτον περίπου ἦτο τὸ ἆσμα, ὅπερ ἐτραγώδουν οἱ Ἑλληνόπαιδες, πορευόμενοι ἐν καιρῷ νυκτὸς εἰς τὸ σχολεῖον ἐπὶ τουρκοκρατίας. Τὸ ἆσμα τοῦτο εἶναι γνωστὸν εἰς πάντα Ἕλληνα νὺν ὡς καὶ πρότερον, καὶ οἱ πατέρες, δεικνύοντες εἰς τὰ τέκνα των τὴν σελήνην, ἐπαναλαμβάνουσι τοὺς στίχους τούτους, ἀφηγούμενοι αὐτοῖς πόσον τοὶς ἐχρησίμευσεν αὕτη κατὰ τοὺς σκοτεινοὺς χρόνους τῆς ὀθωμανικῆς κυριαρχίας. Μὴ ἐπιθυμοῦντες, ἔστω καὶ κατ' ἐλάχιστον, νὰ ἐρεθίσωσι τοὺς δεσπότας αὐτῶν δυναμένους νὰ παρακωλύσωσιν τὰς πρὸς ἰδίαν παίδευσιν προσπαθείας των, οἱ παῖδες οὐχὶ δὲ σπανίως καὶ αὐτοὶ οἱ πατέρες, ἐφοίτων διὰ νυκτὸς καὶ κρύφα εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ διδασκάλου, ὅπως ἐξακολουθήσωσι τὰς σπουδάς των».
Ἡ δεύτερη μαρτυρία προέρχεται ἀπὸ τὸν Γάλλο συγγραφέα Rene Puaux (Πηώ), ὁ ὁποῖος περιόδευσε τὴν Ἤπειρο τὸ 1913, ἀμέσως μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσή της ἀπὸ τὸν ἑλληνικὸ στρατὸ καὶ συνομίλησε μὲ Ἕλληνες Ἠπειρῶτες, οἱ ὁποῖοι τοῦ διηγήθηκαν ἱστορίες ἀπὸ τὴν ζωή τους, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς τουρκικῆς κατοχῆς. Μεταξὺ τῶν ἄλλων περιγράφει μιὰ συνάντηση σὲ ἕνα σαλόνι μὲ τὸν δάσκαλο, τὴν δασκάλα καὶ μερικοὺς μαθητές. Γράφει:
«Τὴν ὥρα ποὺ γυρόφερνε, σύμφωνα μὲ τὸ ἔθιμο, ὁ δίσκος μὲ τὰ γλυκά, κουβεντιάζω μὲ τοὺς ἐκπαιδευτικούς. Ἡ περιγραφὴ τῶν προσπαθειῶν τους νὰ συντηρήσουν τὴν ἑλληνικὴ ἰδέα κάτω ἀπὸ τουρκικὴ ἐξουσία, προσπάθειες ποὺ τὶς περιγράφαν ἁπλά, σὰν νὰ ἦταν γιὰ κάτι τελείως φυσικό, ἀποκάλυπταν χαρακτηριστικὰ ἀξιοθαύμαστα. Θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ἀφιερώσει ἕνα ὡραῖο κεφάλαιο στὸ σῶμα τῶν Ἑλλήνων δασκάλων τῆς Ἠπείρου ποὺ, ἀντιμετωπίζοντας τόσες ἀντιξοότητες καὶ ταπεινώσεις, δὲν ἔπαυαν γι αὐτὸ νὰ προχωροῦν τὸ πατριωτικό τους ἔργο. Κανένα ἑλληνικὸ βιβλίο δὲν γινόταν δεκτό, ἂν εἶχε τυπωθεῖ στὴν Ἀθήνα. Ἔπρεπε ὅλα νὰ ἔλθουν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη. Ἡ ἑλληνικὴ ἱστορία ἦταν ἀπαγορευμένη. Ἔτσι, ἔκαναν συμπληρωματικὲς μυστικὲς παραδόσεις, ὅπου χωρὶς βιβλίο, χωρὶς τετράδιο, ὁ μικρὸς Ἠπειρώτης μάθαινε νὰ γνωρίζει τὴν πατρίδα μητέρα του, τὸν ἐθνικό του ὕμνο, τὰ ποιήματα καὶ τοὺς ἥρωές του. Οἱ μαθητὲς κρατοῦσαν στὰ χέρια τους τὴν ζωὴ τῶν δασκάλων τους. Ἕνας λόγος ἀστόχαστος ἢ μιὰ καταγγελία θὰ ἦταν μοιραία. Δὲ μᾶς συγκινοῦν αὐτὰ τὰ διακόσια ἀγοράκια καὶ τὰ διακόσια πενῆντα κοριτσάκια ποὺ ἀποδέχονταν τὶς ὧρες τῆς συμπληρωματικῆς διδασκαλίας –σὲ ἡλικία, ὅπου τὰ παιδιὰ τόσο ἀγαποῦν τὰ διαλείμματα– γιὰ νὰ μιλήσουν γιὰ τὴν Ἑλλάδα, κι ὕστερα γύριζαν στὸ σπίτι τους μὲ σφραγισμένα τὰ χείλη καὶ μὲ τὸ μυστικὸ ἐνθουσιασμὸ στὴν καρδιά τους;».
Μιὰ παρόμοια πληροφορία μοῦ ἔδωσε ὁ ἀείμνηστος Καθηγητής μου στὸ Πανεπιστήμιο Ἰωάννης Καλογήρου, ὁ ὁποῖος μοῦ περιέγραψε περιστατικὸ ἀπὸ τὴν διδασκαλικὴ δράση τῆς μητέρας τοῦ στὴν τουρκοκρατούμενη Βόρειο Ἤπειρο, ποὺ τοὺς μάθαινε τραγούδια, σύμφωνα μὲ τὴν μουσικὴ τοῦ ἐθνικοῦ ὕμνου τῆς Ἑλλάδος, ὥστε μυστικὰ νὰ τοὺς δίνουν τὸ μήνυμα τοῦ ἐρχομοῦ τῆς ἐλευθερίας. Ἑπομένως, ἡ Ἐκκλησία μὲ τὰ μέλη της, Κληρικούς, Μοναχοὺς καὶ λαϊκούς, βοήθησε ἀποτελεσματικὰ στὴν διατήρηση τῆς ἐθνικῆς αὐτοσυνειδησίας τοῦ Γένους, μὲ ὅλη τὴν παράδοσή της, τὴν διοίκηση καὶ τὴν παιδεία τὴν ὁποῖα προσέφερε στὸν λαό.
- Προβολές: 3579