Skip to main content

Ἡ πεῖνα τῶν πτωχῶν καὶ ἡ πλεονεξία-ἀσπλαχνία τῶν πλουσίων, κατὰ τὸν Μέγα Βασίλειο (Α')

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Τὸ πρῶτο μέρος τῆς ὁμιλίας τοῦ Σεβασμιωτάτου πρὸς τοὺς Ἐκπαιδευτικοὺς τῆς Ἐπαρχίας μας, κατὰ τὴν ἐκδήλωση τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως γιὰ τὴν ἑορτὴ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν (βλ. τ. 175).

Ὁ Μεγὰς Βασίλειος ἦταν μιὰ μεγάλη προσωπικότητα καὶ ἄσκησε μεγάλη ἐπίδραση ὄχι μόνον στοὺς συγχρόνους του, ἀλλὰ καὶ στοὺς μεταγενεστέρους, μέχρι τὴν ἐποχή μας. Πολλοὶ ὅταν θέλουν νὰ ἀσχοληθοῦν μὲ θέματα θεολογικά, ποιμαντικά, ἀσκητικά, ἀλλὰ καὶ ἐπιστημονικά, ἤτοι, ἰατρικά, ἀστρονομικά, θέματα παιδείας, καταφεύγουν στὸν Μ. Βασίλειο καὶ ἀναφέρονται στὰ κείμενά του, τὰ ὁποῖα εἶναι καταπληκτικὰ καὶ ἔχουν μιὰ διαχρονικὴ ἐπικαιρότητα.

Ὁ Μέγας Βασίλειος

Ἀπὸ πλευρᾶς ἐκκλησιαστικῆς ὁ Μ. Βασίλειος ἦταν πραγματικὰ μεγάλος. Τὸν τίτλο τοῦ μεγάλου τὸν ἔδωσε κατ’ ἀρχὰς ὁ φίλος του ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, μὲ τὸν ὁποῖο σπούδασαν μαζὶ στὴν Ἀθήνα καὶ εἶχαν μιὰ φιλία καὶ συνοδοιπορία κατὰ τὰ μετέπειτα χρόνια. Καὶ εἶναι σημαντικὸ ὅτι αὐτὸς ὁ ὑψιπέτης τῆς θεολογίας ἀετός, δηλαδὴ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἀναγνωρίζει τὸν Μ. Βασίλειο καὶ τὸν ἀποκαλεῖ Μέγαν. Φαντασθῆτε τί μεγάλη προσωπικότητα ἦταν ὁ Μ. Βασίλειος.

Ἐξετάζοντας τὸ θεολογικό του ἔργο πρέπει νὰ σημειώσουμε ὅτι ἀσχολήθηκε μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεὸ καὶ ἐν πολλοῖς ἡ Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ποῦ ἀποφάσισε περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ στηρίχθηκε στὴν δική του διδασκαλία ἐνδιαφέρθηκε μὲ τὴν διοργάνωση τοῦ μοναχικοῦ βίου καὶ μάλιστα αὐτὸ ἐπηρέασε ὄχι μόνον τὸ ἀνατολικὸ τμῆμα τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, ἀλλὰ καὶ τὸ δυτικὸ ἀσχολήθηκε μὲ τὴν διοργάνωση τῆς θείας λατρείας καὶ συνέταξε τὴν θεία Λειτουργία ποῦ φέρει τὸ ὄνομά του ἔδειξε σημαντικὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὰ ποιμαντικὰ θέματα τοῦ ποιμνίου του καὶ ἀκόμη ἀσχολήθηκε μὲ τὰ προβλήματα ποῦ ἀπασχολοῦσαν ὁλόκληρη τὴν τότε Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἦταν ἕνας ἡγέτης μὲ πολλὰ προσόντα καὶ παρουσιάζεται ὡς Μωϋσὴς ποῦ καθοδηγοῦσε ὅλον τὸν ὀρθόδοξο λαό. Ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι καὶ θεολόγοι τῆς ἐποχῆς του ἀναφέρονταν στὸν Μ. Βασίλειο καὶ ἤθελαν νὰ ἔχουν τὴν γνώμη του γιὰ τὰ θέματα ποῦ ἀπασχολοῦσαν τὴν Ἐκκλησία. Καὶ νὰ φαντασθῇ κανεὶς ὅτι ὅλο αὐτὸ τὸ μεγάλο ἐκκλησιαστικὸ ἔργο τὸ ἔκανε σὲ σύντομο χρονικὸ διάστημα, ἀφοῦ, ὅπως εἶναι γνωστόν, ἐκοιμήθη στὴν ἡλικία τῶν 49 ἐτῶν.

Στὴν σημερινή, ὅμως, ὁμιλία θὰ παρακάμψουμε ὅλα τὰ ἀνωτέρω καὶ θὰ δοῦμε, ὅπως ἔχει ἤδη ἀνακοινωθῇ, τὸ θέμα τῆς πείνας τῶν πτωχῶν καὶ τῆς πλεονεξίας-ἀσπλαχνίας τῶν πλουσίων τῆς ἐποχῆς του, δηλαδὴ θὰ δοῦμε ἕνα τμῆμα τῆς κοινωνικῆς διδασκαλίας τοῦ Μ. Βασιλέϊου, ἀφοῦ εἶναι ἕνα σύγχρονο θέμα ποῦ ἀπασχολεῖ τὴν πατρίδα μας.

1. Τὸ προσωπικό του παράδειγμα

Ὁ Μ. Βασίλειος, μετὰ τὶς λαμπρὲς σπουδές του, ἀσχολήθηκε μὲ τὸ ποιμαντικὸ ἔργο, ἀφοῦ χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος καὶ στὴν συνέχεια Ἐπίσκοπος τῆς Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας. Ἑπομένως, δὲν ἦταν ἕνας θεολόγος ποῦ ἔγραφε στὸ γραφεῖο του θεωρητικά, ἀλλὰ ἕνας ποιμένας ποῦ ἀσχολήθηκε μὲ ἕνα συγκεκριμένο ποίμνιο καὶ ἀντιμετώπισε ὅλες τὶς δυσκολίες τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς του. Μέσα ἀπὸ τὸ πρίσμα αὐτὸ πρέπει νὰ δοῦμε καὶ τὸ κοινωνικό-φιλανθρωπικό του ἔργο.

Πρὶν ὅμως γίνει Πρεσβύτερος καὶ Ἐπίσκοπος, ἔγινε ἡσυχαστὴς μοναχός. Ἐγκατέλειψε τὰ πάντα καὶ ἀποσύρθηκε σὲ ἔρημο τόπο παρὰ τὸν Ἴρι ποταμὸ καὶ ἀσκήθηκε στὴν ἱερὰ ἡσυχία, ὑποδεικνύοντας ὅτι γιὰ νὰ κάνη κανεὶς ἕνα μεγάλο ἔργο πρέπει πρῶτα νὰ προετοιμάση τὸν ἑαυτό του, γιατί ἡ ποιμαντικὴ καθοδήγηση τῶν ἀνθρώπων δὲν γίνεται μὲ θεωρίες καὶ κούφια λόγια, δὲν γίνεται μὲ βερμπαλιστικὸ τρόπο, ἀλλὰ μέσα ἀπὸ τὴν φωτισμένη προσωπικότητά του.

Καταγόταν ἀπὸ πλούσια οἰκογένεια καὶ ὁ ἴδιος διέθετε ἱκανὴ περιουσία. Ὅμως, ὅταν θέλησε νὰ ἀκολουθήση τὴν μοναχικὴ ὁδό, ἐγκατέλειψε τὰ πάντα, διένειμε τὰ κυριότερα ἀπὸ τὰ περιουσιακά του στοιχεῖα στοὺς πτωχοὺς σὲ τέτοιο σημεῖο, ὥστε ἀργότερα, ὅπως γράφει ὁ ἴδιος, ὅταν ὑπηρετοῦσε στὴν Καισάρεια νὰ μὴν ἔχη τὰ μέσα γιὰ τὴν διατροφή του, καὶ νὰ βοηθῆται ἀπὸ οἰκογένεια στὴν ὁποῖα εἶχε παραχωρήσει τὴν οἰκία καὶ τὸ κτῆμα του. Αὐτὴ εἶναι μιὰ σημαντικὴ πληροφορία, γιατί δείχνει ὅτι, ἐνῷ ἦταν πλουσιόπαιδο, στὴν συνέχεια λάμβανε συνδρομὴ γιὰ νὰ ζήση ἀπὸ τὴν οἰκογένεια ποῦ αὐτὸς εὐεργέτησε, παραχωρῶντας τὴν πατρική του περιουσία. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν ἔδωσε ἕνα καλὸ προσωπικὸ παράδειγμα.

Αὐτὸ τὸ γεγονὸς τὸ θεωρῶ πολὺ σημαντικὸ γιατί δείχνει ὅτι ὁ Μ. Βασίλειος, ὅπως καὶ ὅλοι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, δὲν ἦταν ἕνας ἔξυπνος ἄνθρωπος ποῦ εἶχε τὴν ἱκανότητα νὰ συνθέτη θεωρίες κοινωνιολογικοῦ περιεχομένου καὶ νὰ γράφη προκειμένου νὰ ἀποσπᾶ τὴν προσοχὴ καὶ τὸν ἔπαινο τῶν ἐπιστημόνων, ἀλλὰ ἔδινε στοὺς ἀνθρώπους προσωπικὸ παράδειγμα, προτιμῶντας νὰ ζὴ μὲ τὴν πτωχεία καὶ νὰ ἐκδηλώνη πλούσια τὴν ἀγάπη του στοὺς πτωχούς. Ἔκανε, δηλαδή, προσωπικὴ θυσία στὴν ζωή του καὶ αὐτὸ ἔκανε τοὺς πτωχοὺς νὰ τὸν ἀκοῦνε μὲ ἐνδιαφέρον, ἀλλὰ πολλὲς φορὲς ἔκανε καὶ τοὺς πλουσίους νὰ ἀνοίγουν τὶς ἀποθῆκες τοὺς καὶ νὰ σκορποῦν τὰ ἀγαθὰ στοὺς ἀνθρώπους ποῦ εἶχαν ἀνάγκη.

Τὸ κοινωνικὸ καὶ φιλανθρωπικὸ ἔργο τοῦ Μ. Βασιλείου ἦταν μεγάλο. Εἶναι γνωστὴ ἡ Βασιλειάδα, τὸ μεγάλο αὐτὸ ἔργο τῆς φιλανθρωπίας καὶ τῆς ἀγάπης, γιὰ τὸ ὁποῖο κάνει ἀναφορὰ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος στὸν ἐπιτάφιο λόγο του στὸν Μ. Βασίλειο. Ἐπίσης, στὸν κάθε μελετητῆ τοῦ συγγραφικοῦ του ἔργου εἶναι γνωστὲς οἱ ἀναφορὲς ποῦ κάνει γιὰ τὴν κατάσταση τῆς ἐποχῆς του, καὶ γιὰ τὴν προτροπὴ τῶν πλουσίων νὰ προσφέρουν ὅ,τι διέθεταν στοὺς πτωχοὺς ποῦ ὑπέφεραν καὶ βασανίζονταν. Ἀλλὰ ἐδῶ θὰ γίνη μιὰ μικρὴ ἀναφορὰ μόνον σὲ τρεὶς ὁμιλίες του τὶς ὁποῖες ἐξεφώνησε, ἐνῷ ἀκόμη ἦταν Πρεσβύτερος, πρὶν δηλαδὴ γίνη Ἐπίσκοπος, στὴν Καισάρεια, ποῦ ἀναφέρονταν στὴν πεῖνα τῶν πτωχῶν καὶ τὴν ἀσπλαχνία ἢ τὴν πλεονεξία τῶν πλουσίων. Θὰ γίνη μιὰ εὐρεῖα περίληψη τριῶν ὁμιλιῶν μὲ τὸ θέμα αὐτὸ γιὰ νὰ δοῦμε τὴν σκέψη τοῦ Μ. Βασιλείου γιὰ τοὺς πτωχοὺς καὶ τοὺς πλουσίους.

2. Τρεῖς κοινωνικές του ὁμιλίες

Τὸ ἔτος 368 μ. Χ. στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας ὑπῆρξε μιὰ παρατεταμένη ἀνομβρία, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ πέση μεγάλη πεῖνα στὸν λαό. Συγχρόνως οἱ πλούσιοι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, οἱ γαιοκτήμονες καὶ οἱ ἔμποροι, συγκέντρωναν τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ σὲ μεγάλες ἀποθῆκες καὶ βρῆκαν τὴν εὐκαιρία νὰ πλουτίσουν σὲ βάρος τοῦ λαοῦ. Τότε ὁ Μ. Βασίλειος, ποῦ βρισκόταν στὴν ἡλικία τῶν 38 ἐτῶν, ἀνέλαβε τὸ ἔργο νὰ βοηθήση τὸν λαό, νὰ τὸν ἐμψυχώση, νὰ τὸν διδάξη, ἀλλὰ συγχρόνως νὰ πείση τοὺς πλουσίους νὰ μὴν εἶναι ἄσπλαχνοι, ἀλλὰ νὰ προσφέρουν τὰ προϊόντα ποῦ βρίσκονταν κλεισμένα στὶς ἀποθῆκες τους γιὰ νὰ σωθοῦν οἱ ἄνθρωποι τῆς Καισαρείας ἀπὸ τὴν πεῖνα καὶ τὸν βέβαιο θάνατο.

Μὲ τὸν σκοπὸ αὐτὸ ἐξεφώνησε τρεὶς ὁμιλίες. Ἡ πρώτη ἔχει τίτλο «ἐν λιμῷ καὶ αὐχμώ», δηλαδὴ σὲ πεῖνα καὶ ξηρασία, ἡ δεύτερη ποῦ εἶναι συνέχεια τῆς πρώτης ἔχει τίτλο «πρὸς τοὺς πλουτοῦντας» καὶ ἡ τρίτη, ποῦ εἶναι συνέχεια καὶ τῶν δύο, ἔχει τίτλο «Εἰς τὸ ρητὸν "καθελῶ μοῦ τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω" καὶ περὶ πλεονεξίας». Μέσα στὶς τρεὶς αὐτὲς ὁμιλίες βλέπουμε τὴν κατάσταση τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, τόσο τὴν πεῖνα τῶν πτωχῶν, ὅσο καὶ τὴν ἀσπλαχνία τῶν πλουσίων, παρατηροῦμε τὶς συνήθειες τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐξυπνάδα, τὸ θάρρος καὶ τὴν μεγαλωσύνη τοῦ Μ. Βασιλείου ποῦ ὁμιλεῖ μὲ τρόπον δυνατὸ καὶ ἐκπληκτικό.

Βέβαια, ὅταν διαβάζη κανεὶς καὶ τὶς τρεὶς αὐτὲς ὁμιλίες εἴτε ἀπὸ τὸ αὐθεντικὸ καὶ πρωτότυπο κείμενο εἴτε ἀπὸ τὴν μετάφραση, θαυμάζει τὴν ἐπιχειρηματολογία καὶ τὴν δεινότητα τοῦ λόγου τοῦ Μ. Βασιλείου. Ὅμως, στὰ περιορισμένα χρονικὰ ὅρια ποῦ ἔχουμε στὴν διάθεσή μας γιὰ τὴν διαπραγμάτευση τοῦ θέματος αὐτοῦ, δὲν ἔχουμε τὴν δυνατότητα νὰ διαβάσουμε ὅλο τὸ κείμενο αὐτῶν τῶν ὁμιλιῶν καὶ νὰ ἔλθουμε σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν προσωπικὸ λόγο τοῦ Μ. Βασιλείου, ἀλλὰ ἀναγκαστικὰ θὰ κάνουμε περιλήψεις τῆς σκέψεως τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Πατρὸς γιὰ τὰ θέματα αὐτά. Σὲ μερικὰ σημεῖα θὰ παρεμβάλλουμε καὶ κομμάτια τοῦ λόγου τοῦ γιὰ νὰ δοῦμε τὴν δύναμη τοῦ λόγου του, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀποτελεσματικότητά του.

3. Κεντρικὰ σημεῖα τῶν περιεχομένου τῶν τριῶν ὁμιλιῶν

Α) Ἡ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΠΤΩΧΩΝ

Στὴν ἀρχὴ περιγράφει τὴν δεινὴ κατάσταση ποῦ ὑπάρχει στὴν περιοχὴ ἐκείνη ἀπὸ τὴν ἀνομβρία. Οἱ περιγραφὲς εἶναι καταπληκτικές. Ὁ οὐρανὸς εἶναι ἑρμητικὰ κλειστός, ἡ γῆ ἔχει ξηρανθῇ καὶ εἶναι στεῖρα καὶ ἄγονη, οἱ ἀστείρευτες καὶ πλούσιες πηγὲς ἔλλειψαν, τὰ ποτάμια στέρεψαν, ὥστε νὰ τὰ περνοῦν καὶ τὰ μικρὰ παιδιά, τὸ πόσιμο νερὸ ἔλειψε καὶ κινδυνεύουν οἱ ἄνθρωποι νὰ πεθάνουν ἀπὸ τὴν δίψα, καὶ οἱ ἄνθρωποι ἀναζητοῦν ἕναν νέο Μωϋσὴ γιὰ νὰ προσευχηθῇ στὸν Θεό, προκειμένου νὰ φέρη νερὸ καὶ τροφή. Ὁ ἴδιος λέγει ὅτι, ὅταν ἀντίκρυσε τὰ χωράφια ἔκλαψε πολὺ γιὰ τὴν ἀκαρπία καὶ ξέσπασε σὲ θρῆνο, ἐπειδὴ δὲν πέφτει βροχή. Ἡ γῆ δὲν παράγει καρποὺς καὶ οἱ γεωργοὶ κάθονται στὰ χωράφια τους καὶ πενθοῦν.

Ἀναφέρεται στὴν κατάσταση τῆς πείνας ἀπὸ εἰκόνες ποῦ ἔβλεπε καθημερινῶς δίπλα του. Ἡ πεῖνα εἶναι μιὰ φοβερὴ ἀρρώστια, ἕνας φοβερὸς καὶ ἀργὸς θάνατος, χειρότερος ἀπὸ τὸν φυσικὸ θάνατο τοῦ σώματος. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πεθαίνουν αἰφνίδια ἀπὸ κάτι, ἀπὸ τὸ ξίφος, τὴν φωτιά, τὰ δόντια τῶν θηρίων καὶ ὅλοι αὐτοὶ οἱ τρόποι θανάτου δὲν ἔχουν κάποια διάρκεια, ἐνῷ ἡ πεῖνα ἐπιβραδύνει τὸ κακό, παρατείνει τὸν πόνο. Ὡς ἰατρὸς ὁ Μ. Βασίλειος περιγράφει τὰ συμπτώματα καὶ τὴν κατάσταση τῆς ἀρρώστιας τῆς πείνας, ἀφοῦ ἡ πεῖνα δαπανᾶ τὸ ὑγρὸ ποῦ ὑπάρχει στὸν ὀργανισμό, καταστέλλει τὴν θερμότητα, περιορίζει τὸ βάρος, μαραζώνει σιγά-σιγά τὴν δύναμη, ἡ σάρκα κολλᾶ σὰν ἀράχνη στὰ κόκκαλα, τὸ χρῶμα τοῦ σώματος δὲν εἶναι ἀνθηρό, ἡ ἐπιδερμίδα μελανιάζει, μαυροκιτρινίζει τὸ σῶμα, τὰ γόνατα δὲν ἀντέχουν, ἀλλὰ λυγίζουν, ἡ φωνὴ ἀδυνατίζει, τὰ μάτια ἀσθενοῦν στὶς κόγχες, ἡ κοιλιὰ εἶναι ἄδεια καὶ ζαρωμένη. Ἡ πεῖνα πολλὲς φορὲς ἐξανάγκασε τοὺς ἀνθρώπους νὰ παραβιάσουν καὶ τοὺς φυσικοὺς νόμους καὶ νὰ φᾶνε τὰ σώματα τῶν συγγενῶν τους, ἀκόμη καὶ ἡ ἴδια ἡ μητέρα φθάνει στὸ σημεῖο νὰ φάγη τὸ παιδὶ ποῦ γέννησε, δηλαδὴ τὸ ἐγέννησε ἀπὸ τὴν κοιλιά της καὶ στὴν συνέχεια τὸ βάζει πάλι μέσα σὲ αὐτήν.

Ὁ Μέγας Βασίλειος περιγράφει μὲ ἀπαράμιλλο τρόπο τὰ βάσανα τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς του. Ἡ πεῖνα ἀπειλεῖ τὸν οἰκτρότατον θάνατο καὶ οἱ γονεῖς φθάνουν στὸ σημεῖο νὰ σκέπτωνται νὰ πωλήσουν τὰ παιδιά τους γιὰ νὰ ζήσουν, ἂν καὶ ἀνθίσταται ἡ φυσικὴ στοργή τους. Οἱ γονεῖς προβληματίζονται ποιό ἀπὸ τὰ παιδιὰ θὰ πωλήσουν, τὸ μεγαλύτερο ἢ τὸ μικρότερο, ἐκεῖνο ποῦ φέρει τὰ δικά τους χαρακτηριστικὰ ἢ ἐκεῖνο ποῦ ἔχει καλὴ ἐπίδοση στὰ μαθήματα. Βλέποντας ὁ Μ. Βασίλειος αὐτὸ τὸ γεγονός -ποῦ φαίνεται γινόταν στὴν ἐποχή του- ἐλέγχει τὸν πλεονέκτη πλούσιο ποῦ παραμένει ἀσυγκίνητος καὶ ἀνάλγητος σὲ αὐτὸ τὸ θέαμα, ποῦ δὲν τὸν μαλακώνουν οὔτε τὰ δάκρυα οὔτε οἱ ἀναστεναγμοὶ τῆς καρδίας, ἀλλὰ παραμένει ἀλύγιστος καὶ σκληρός. Ὅπως ὁ τρελλὸς παντοῦ βλέπει αὐτὸ ποῦ τοῦ ὑπαγορεύει τὸ πάθος, ἔτσι καὶ ὁ πλεονέκτης παντοῦ βλέπει τὸν χρυσὸ καὶ τὸν εὐχαριστεῖ περισσότερο ὁ χρυσὸς ἀπὸ τὸν ἥλιο.

Δὲν ἀρκεῖται στὴν περιγραφὴ τῆς κατάστασης τῶν πτωχῶν, ἀλλὰ προσδιορίζει καὶ τὰ αἴτια τῆς ξηρασίας ἀπὸ τὴν ὁποῖα προῆλθε ἡ πεῖνα. Ὡς ἐκκλησιαστικὸς ποιμὴν δὲν ἀρκεῖται στὸ νὰ περιγράψη τὸ γεγονός, ἀλλὰ κάνει καὶ ὀρθὴ διάγνωση. Ὁ Θεός, μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, δίνει κτυπήματα, γιατί ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὸν νόμο του καὶ δὲν τηροῦν τὶς ἐντολές Του, ὅπως τὸ κάνουν οἱ γονεῖς ποῦ παιδαγωγοῦν τὰ παιδιά τους. Τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἀνθρώπων ἔβγαλαν τὶς ἐποχὲς ἀπὸ τὸν ρυθμό τους καὶ ἄλλαξαν τὴν φύση σὲ ἀλλόκοτα ἀνακατώματα. Ἔτσι, βλέπει κανεὶς ὅτι ὁ χειμῶνας δὲν ἔχει ὑγρασία, ἡ ἄνοιξη ἔχασε τὰ χαρακτηριστικά της, ποῦ εἶναι ἡ ἀνθοφορία, ἡ ζέστη καὶ ἡ παγωνιὰ ὑπερέβησαν τὰ φυσικά τους ὅρια. Ὅλα αὐτὰ δὲν εἶναι ἁπλῶς φυσικὰ φαινόμενα, ἀλλὰ ἐπιρροὴ τῆς ἀποστασίας τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ.

Ἡ κατάσταση αὐτὴ ποῦ ἐπικρατεῖ δὲν σημαίνει ὅτι ὁ Θεὸς ὡς κυβερνήτης τοῦ σύμπαντος δὲν ὑπάρχει, οὔτε ὅτι ξέχασε τὴν πρόνοιά του οὔτε ἔχασε τὴν ἐξουσία καὶ τὴν δύναμή Του, ἀλλὰ ἐμεῖς εἴμαστε ἄσπλαχνοι, δὲν εὐγνωμονοῦμε τὸν Θεὸ γιὰ τὰ δῶρά Του, δὲν σπλαχνιζόμαστε τοὺς συνδούλους μας, περιφρονοῦμε τοὺς πτωχούς, οἱ ἀποθῆκες εἶναι γεμᾶτες ἀπὸ ἀγαθὰ καὶ δὲν ἐλεοῦνται αὐτοὶ ποῦ στενάζουν. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποῦ δὲν εὐλογεῖ ὁ Θεός, δὲν εἰσακούονται οἱ προσευχὲς ποῦ γίνονται μὲ τὶς λιτανεῖες, τὶς ὁποῖες ἔκαναν οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης γιὰ νὰ στείλη ὁ Θεὸς τὴν βροχή. Οἱ ἄνδρες, ἐκτὸς ἀπὸ λίγους, ἀσχολοῦνται μὲ τὸ ἐμπόριο, καὶ οἱ γυναῖκες τοὺς τοὺς βοηθοῦν στὸν μαμωνὰ καὶ πολὺ λίγοι συμμετέχουν στὴν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ ὅσοι ἐκκλησιάζονται δὲν προσέχουν, χασμουριοῦνται καὶ εὔχονται νὰ τελειώσουν οἱ ψάλτες τοὺς ψαλμοὺς ποῦ ψέλνουν. Οἱ ἄνθρωποι διαπράττουν ἁμαρτίες, περιφέρονται στὴν πόλη, καὶ μόνο τὰ μικρὰ παιδιὰ (τὰ βρέφη) πηγαίνουν νὰ ἐξομολογηθοῦν. Συνιστᾶ, λοιπόν, στὸν λαὸ νὰ κηρύξουν μετάνοια, ὅπως ἔκαναν οἱ Νινευΐτες καὶ σώθηκαν ἀπὸ τὴν καταστροφή, γιατί ὅπως τότε ὁ Θεὸς ἄκουσε τὴν προσευχή τους, ἔτσι θὰ κάνη καὶ στὴν περίπτωση αὐτή.

Β) Ἡ ΠΛΕΟΝΕΞΙΑ ΚΑΙ Ἡ ΑΣΠΛΑΧΝΙΑ ΤΩΝ ΠΛΟΥΣΙΩΝ

Στὶς ὁμιλίες αὐτὲς ὁ Μέγας Βασίλειος κάνει ὡραῖες περιγραφὲς τοῦ τρόπου μὲ τὸν ὁποῖο ζοῦσαν οἱ πλούσιοι τῆς ἐποχῆς του. Πρόκειται γιὰ μιὰ σημαντικὴ ἠθογραφία μὲ τὴν ὁποίαν καταλαβαίνουμε καὶ τὴν πνευματικὴ κατάσταση τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς, ἡ ὁποία εἶναι σχεδὸν ἴδια μὲ τὴν ἐποχή μας, μόνον ποῦ διαφέρουν τὰ ἀντικείμενα. Ἅς δοῦμε τὶς περιγραφὲς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου.

Κάνει λόγο γιὰ τὸν τρόπο ζωῆς τῶν πλουσίων τῆς ἐποχῆς του, μὲ τὰ ἁμάξια καὶ τὰ ἄλογα ποῦ διαθέτουν καὶ τὰ στολίσματα ποῦ τοὺς βάζουν, μὲ τοὺς ὁδηγοὺς τῶν ἁμαξιῶν, τοὺς ὑπηρέτες, τοὺς μαγείρους, τοὺς ἀρτοποιούς, τοὺς οἰνοχόους, τοὺς κυνηγούς, τοὺς γλύπτες, τοὺς ζωγράφους, τοὺς δημιουργοὺς κάθε διασκέδασης γιὰ νὰ κάνουν ἄνετη καὶ ἀπολαυστικὴ τὴν ζωή τους. Οἱ πλούσιοι ἔχουν κοπάδια ἀπὸ καμῆλες, ἀπὸ ἄλογα, βόδια, ποίμνια, ἀγέλες, χοίρους, βοσκούς, βοσκοτόπια. Ἐπίσης, διαθέτουν λουτρὰ στὴν πόλη, λουτρὰ στὰ ἐξοχικά, σπίτια περίλαμπρα ἀπὸ μάρμαρα, ἀπὸ λίθο φρυγικό, ἀπὸ πλάκα λακωνικὴ ἢ θεσσαλική. Ἀπὸ αὐτὰ ἄλλα ζεσταίνουν τὸν χειμῶνα καὶ ἄλλα δροσίζουν τὸ καλοκαίρι. Ἀκόμη, φροντίζουν οἱ πλούσιοι τὰ δάπεδά τους νὰ εἶναι στολισμένα μὲ ψηφιδωτὰ καὶ ἡ ὀροφὴ νὰ εἶναι χρυσοκέντητη. Τὸ μέρος τοῦ τοίχου ποῦ δὲν καλύπτεται ἀπὸ μάρμαρο, καλλωπίζεται ἀπὸ ζωγραφιστὰ ἄνθη.

Ὁ πλούσιος ὅ,τι δὲν μπόρεσε νὰ καταναλώση τὸ παραχώνει στὴν γῆ ἢ τὸ φυλάσσει σὲ μέρη μυστικά. Καὶ γίνεται τὸ ἑξῆς παράδοξο, ὅτι τὸν χρυσὸ ποῦ εἶναι μετάλλευμα τὸν ἀνασύρουν ἀπὸ τὴν γῆ, ὅταν δὲ τὸν ἀνακαλύψουν τὸν κρύβουν πάλι στὴν γῆ. Τὸ ἐκπληκτικὸ εἶναι ὅτι παραχώνει κανεὶς τὸν πλοῦτο καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸν παραχώνει καὶ τὴν καρδιά του, γιατί, ὅπως εἶπε ὁ Χριστός, ἐκεῖ ποῦ εἶναι ὁ θησαυρὸς τοῦ ἀνθρώπου, ἐκεῖ εἶναι καὶ ἡ καρδιά του. Τὸ χειρότερο εἶναι ποῦ ὑπάρχουν Χριστιανοὶ ποῦ νηστεύουν, προσεύχονται, στενάζουν καὶ φανερώνουν ὅλη τὴν ἀνέξοδη εὐλάβεια τους, ἀλλὰ δὲν ἀφήνουν ἕναν ὀβολὸ σὲ αὐτοὺς ποῦ θλίβονται. Στὴν πραγματικότητα ἡ χρήση τοῦ πλούτου θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι οἰκονομικὴ καὶ ὄχι ἀπολαυστική, ὁπότε καὶ ὅταν τὸν ἀποχωρίζωνται νὰ χαίρουν σὰν νὰ ἀποχωρίζωνται ξένα πράγματα καὶ νὰ μὴ δυσανασχετοῦν σὰν νὰ εἶναι δικά τους.

Δὲν ἀποδέχεται αὐτὴν τὴν νοοτροπία τῶν πλουσίων ὁ Μ. Βασίλειος, ἀλλὰ ἐλέγχει τοὺς πλουσίους, ποῦ ἐνδύουν τοὺς τοίχους καὶ ὄχι τοὺς ἀνθρώπους, ποῦ στολίζουν τὰ ἄλογα καὶ περιφρονοῦν τὸν ἀδελφό τους ὁ ὁποῖος εἶναι γυμνός, ποῦ παραχώνουν τὸν χρυσὸ καὶ καταφρονοῦν τὸν πιεζόμενο ἄνθρωπο. Στὴν συνέχεια λέγει, ὅτι ὅταν ὁ πλούσιος συζῇ μὲ γυναῖκα ποῦ καὶ ἐκείνη ἀγαπᾶ τὸν πλοῦτο, τότε ἡ ἀρρώστια εἶναι διπλῆ. Διότι αὐτὴ ἡ συνύπαρξη ἀνάβει τὶς τέρψεις, αὐξάνει τὶς φιληδονίες, κεντρίζει τὶς περίεργες ἐπιθυμίες μὲ τὸ νὰ θέτη ἐπιθυμίες γιὰ διαφόρους λίθους, μαργαριτάρια, σμαράγδια, σαπφείρους καὶ χρυσό, κοσμήματα, ὑφαντὰ καὶ ἔτσι αὐξάνει κάθε πολυτέλεια. Περιγράφει ὅτι ὅσοι πάσχουν ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀρρώστια ἀσχολοῦνται μέρα καὶ νύχτα μὲ τὸν πλοῦτο καὶ πλαισιώνονται ἀπὸ διαφόρους κόλακες ποῦ ἱκανοποιοῦν τὶς ἐπιθυμίες τους, συγκεντρώνουν ἀνθοβαφείς, χρυσοχόους, ἀρωματοποιούς, ὑφαντές, διακοσμητές. Παρατηρεῖ ὅτι κανένας πλοῦτος δὲν εἶναι ἀρκετὸς νὰ ἐξυπηρετήση τὴν γυναικεία ἐπιθυμία καὶ ἔτσι τέτοιες γυναῖκες δὲν παρέχουν περιθώρια στὸν ἄνδρα νὰ ἀναπνεύση, ἀπὸ τὶς συνεχεῖς παραγγελίες τους. Κάνει λόγο γιὰ χρυσᾶ κοσμήματα μὲ πολύτιμα πετράδια ποῦ τοποθετοῦνται σὲ διάφορα μέρη τοῦ σώματος, τὸ μέτωπο, τὸν λαιμό, τὴν ζώνη, τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια. Ὅσοι ἀγαποῦν τὰ χρυσᾶ κοσμήματα μοιάζουν νὰ εἶναι δεμένοι μὲ χειροπέδες. Ἔτσι, αὐτὸς ποῦ δουλεύει στὶς γυναικεῖες ἐπιθυμίες δὲν μπορεῖ νὰ φροντίση τὴν ψυχή του.

Μὲ ὡραῖο τρόπο ἀντιπαραβάλλει τὴν πλεονεξία τῶν πλουσίων μὲ τὶς ἀνάγκες τῶν πτωχῶν. Δυστυχῶς δὲν μπορῶ νὰ παραθέσω ὅλη τὴν σκέψη τοῦ Μ. Βασιλείου, γι’ αὐτὸ θὰ ἀρκεσθῶ στὰ κυριότερα ἀπὸ ὅσα λέγει. Κατακευάσθηκαν ὄμορφοι τοῖχοι ποῦ ἀργότερα κατέρρευσαν, ἐνῷ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ὑπῆρχαν πολλοὶ πτωχοὶ στὴν πόλη ποῦ παραβλέπονταν. Τὸ σπίτι τοῦ πλουσίου εἶναι στολισμένο μὲ ποικίλα ἄνθη, ὁπότε καλλωπίζονται τὰ ἄψυχα καὶ παραμένει ἀστόλιστη ἡ ψυχή του. Μέσα στὸ σπίτι τοῦ πλουσίου βλέπει κανεὶς ἀργυρένια κρεββάτια καὶ τραπέζια, ἐλεφάντινα καθίσματα καὶ ἐλεφάντινα ἁμάξια, καὶ ὅμως πολλοὶ πτωχοὶ κάθονται ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι αὐτὸ καὶ κλαῖνε λυπητερά. Τὰ δακτυλίδια ποῦ φοροῦν οἱ πλούσιοι θὰ μποροῦσαν νὰ ἀπαλλάξουν ἀπὸ τὰ χρέη τοὺς πτωχούς. Μιὰ ἱματιοθήκη τοῦ πλουσίου θὰ μποροῦσε νὰ ἐνδύση ἕναν λαὸ ποῦ τρεμουλιάζει ἀπὸ τὸ κρύο. Ὅμως, ἂν κανεὶς δὲν ἐλεήση τὸν πτωχό, δὲν θὰ ἐλεηθῇ, ἂν δὲν ἀνοίξη τὴν πόρτα στὸν ξένο, δὲν θὰ εἰσέλθη στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἂν δὲν δώση ψωμὶ στὸν πεινασμένο, δὲν θὰ λάβη τὴν αἰώνια ζωή.

Οἱ νεόπλουτοι ὁμοιάζουν μὲ τοὺς μεθυσμένους, ἀφοῦ ὅσα κι ἂν ἀποκτήσουν θέλουν καὶ ἄλλα, καὶ μὲ αὐτὰ τρέφουν τὴν ἀσθένειά τους. Τὸ πάθος τῆς πλεονεξίας εἶναι ἀχόρταγο, γιατί συγκρίνει αὐτὰ ποῦ ἔχει μὲ αὐτὰ ποῦ ἔχουν οἱ γείτονές του καὶ θέλει νὰ τὰ ἀποκτήση. Ἔτσι, ὁ πλεονέκτης εἶναι κακὸς γείτονας στὴν πόλη, κακὸς γείτονας καὶ στὴν ἐξοχή. Ὁ πλεονέκτης δὲν σέβεται τὸν χρόνο, δὲν γνωρίζει σύνορα, δὲν ἀναμένει τὴν σειρὰ τῆς διαδοχῆς, ἀλλὰ μιμεῖται τὴν ὀρμητικότητα τῆς φωτιᾶς ποῦ ὅλα τὰ κατατρώγει. Ἀκόμη, μιμεῖται καὶ τὴν ὀρμητικότητα τῶν ποταμῶν, ἀφοῦ τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ ἀντισταθῇ στὴν δύναμή του.

Ἀπευθύνει πολλὲς προσωπικὲς ἐρωτήσεις στοὺς πλουσίους ποῦ δείχνουν τὴν ματαιότητα τῆς συγκεντρώσεως πολλῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, ἀφοῦ ὁ πλούσιος, φεύγοντας ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτόν, δὲν θὰ πάρη τίποτε, ἀλλὰ θὰ ἀντιμετωπίση καὶ τὸ μελλοντικὸ δικαστήριο. Τότε, δὲν θὰ μπορέση νὰ πληρώση συνηγόρους, οὔτε θὰ παρίστανται δικηγόροι οὔτε μάρτυρες ὑπερασπίσεως, καὶ δὲν θὰ μπορέση νὰ ξεγελάση τοὺς δικαστές. Θὰ εἶναι μόνος του χωρὶς φίλους, χωρὶς βοηθούς, ὁλομόναχος καὶ δειλός. Ὄχι μόνον δὲν θὰ ἔχη μάρτυρες ὑπερασπίσεως, ἀλλὰ θὰ ἔχη καὶ μάρτυρες κατηγορίας. Στρέφοντας τὰ βλέμματά του θὰ δὴ τὶς εἰκόνες τῶν κακῶν ἔργων του, τὰ δάκρυα τοῦ ὀρφανοῦ, τοὺς στεναγμοὺς τῆς χήρας, τῶν πτωχῶν ποῦ εἶχαν γρονθοκοπηθῇ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν πλεονέκτη, τοὺς στεναγμοὺς τῶν ὑπηρετῶν τῶν ὁποίων εἶχε αὐτὸς κατασχίσει τὶς σάρκες, τῶν γειτόνων ποῦ εἶχε ἐξοργίσει. Καὶ ὅλοι θὰ ξεσηκωθοῦν ἐναντίον του. Στὴν περιγραφὴ αὐτὴ φαίνεται ἡ τραγικὴ κατάσταση τῆς κοινωνίας τῆς ἐποχῆς τοῦ Μ. Βασιλείου, ἀφοῦ ἡ κατώτερη τάξη τῶν ἀνθρώπων ὑπέφερε ἀπὸ τοὺς πλουσίους, ὑφίσταντο ἀκόμη καὶ σωματικὲς κακώσεις.

<Ἡ φύση τοῦ πλούτου δὲν μπορεῖ νὰ κάνη τὸν ἄνθρωπο νὰ ὑπερηφανεύεται, διότι ὁ χρυσός, ὁ ἄργυρος, ὁ μαργαρίτης εἶναι πέτρες. Ἀπὸ αὐτὰ ἄλλα τὰ ἀποθηκεύει, ἄλλα τὰ παραχώνει, τὰ καλύπτει, καὶ ἄλλα τὰ περιφέρει φορῶντας τα καὶ μάλιστα καμαρώνοντας γιὰ τὴν λάμψη τους. Ὅμως, ὅλα αὐτὰ δὲν τοὺς προσθέτουν μιὰ ἡμέρα ζωή, δὲν τοὺς λυπᾶται ὁ θάνατος γι’ αὐτά, δὲν γλιτώνει ἀπὸ τὴν ἀρρώστια. Ἀκόμη περισσότερο ὁ χρυσὸς εἶναι ἡ ἀγχόνη τῶν ψυχῶν, τὸ ἀγκίστρι τοῦ θανάτου καὶ τὸ δόλωμα τῆς ἁμαρτίας. Λόγῳ τοῦ χρυσοῦ γίνονται πόλεμοι, μαλώνουν οἱ συγγενεῖς, ἐκδηλώνονται τὰ πάθη τοῦ ψεύδους καὶ τῆς ψευδορκίας, καὶ ἔτσι τὰ χρήματα γίνονται αἰτία καταστροφῆς γιὰ τὸν ἄνθρωπο.

Φαίνεται ὅτι σὲ ὅλη αὐτὴν τὴν περιγραφὴ καὶ τὸν ἐκπληκτικὸ ἔλεγχο τοῦ Μ. Βασιλείου οἱ πλούσιοι ἀντέτασσαν διάφορα ἐπιχειρήματα γιὰ νὰ δικαιολογήσουν τὴν συγκέντρωση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν. Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ ἦταν ὅτι ὁ πλοῦτος εἶναι ἀναγκαῖος γιὰ τὰ παιδιὰ ποῦ γέννησαν. Σὲ αὐτὸ τὸ ἐπιχείρημα ὁ Μ. Βασίλειος ἀντιτείνει ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο γράφηκε καὶ γιὰ τοὺς ἐγγάμους, ὁπότε ὅταν ὁ πλούσιος ζητοῦσε ἀπὸ τὸν Θεὸ παιδιά, δὲν τὸ ἔκανε γιὰ νὰ παραβιάση τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Ὑπάρχει δὲ τὸ ἐνδεχόμενο ὁ πλοῦτος ποῦ θὰ κληρονομηθῇ στὰ παιδιὰ νὰ γίνη αἰτία ἀκολασίας καὶ πολλῶν ἁμαρτημάτων.

Ἕνα ἄλλο ἐπιχείρημα ποῦ ἀντέτασσαν οἱ πλούσιοι ἦταν ὅτι ὁ ἄνθρωπος συγκεντρώνει τὸν πλοῦτο γιὰ νὰ τὸν ἀπολαύση ὅσο ζὴ καὶ ὅταν πεθάνη θὰ τὸν κληρονομήση μὲ διαθῆκες στοὺς πτωχούς. Ὁ Μ. Βασίλειος θεωρεῖ ἀνόητο αὐτὸ τὸ ἐπιχείρημα, γιατί δὲν μπορεῖ νὰ θεωρήση φιλάνθρωπο κάποιον, ὅταν δὲν βρίσκεται μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, οὔτε φιλάδελφον, ὅταν θὰ τὸν ἀντικρύση νεκρό. Δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθῇ φιλοτιμία, ὅταν γίνεται κανεὶς μεγαλόκαρδος τὴν ὥρα ποῦ βρίσκεται στὸν τάφο, καὶ τὸ σῶμα ἔχει διαλυθῇ στὸ χῶμα. Ὁ Μ. Βασίλειος θέλει τὸν πλούσιο νὰ δείξη τὴν ἀγάπη του ὅσο ζή, καὶ ὄχι νὰ ζὴ πολυτελῶς κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ζωῆς του καὶ νὰ μὴ συγκινῆται ἀπὸ τὴν κατάσταση τῶν πτωχῶν, ἀλλὰ νὰ τοὺς εὐεργετῇ τότε ποῦ δὲν θὰ χρειαζόταν τὸν πλοῦτο ὁ ἴδιος. Συμπληρώνει δὲ τὴν σκέψη του μὲ τὸ ἐπιχείρημα ὅτι δὲν ἐμπορεύεται κανεὶς μετὰ τὸ τέλος τῆς πανήγυρης, δὲν ἀγωνίζεται ὡς ἀθλητής, ὅταν τελειώσουν οἱ ἀγῶνες. Ἐπίσης, ἐρωτᾶ: ποιός μπορεῖ νὰ ἐγγυηθῇ τὸν χρόνο καὶ τὸν τρόπο τοῦ θανάτου καὶ ποιός μπορεῖ νὰ ἐγγυηθῇ ὅτι δὲν θὰ ἁρπαγὴ ὁ πλοῦτος μετὰ τὸν θάνατο; Ἡ σκέψη νὰ διαθέτη τὸν πλοῦτο τώρα ποῦ ζὴ στὴν ἀπόλαυση καὶ νὰ τὸν διαθέση γιὰ ἀγαθοεργίες ὅταν πεθάνη, τότε ποῦ δὲν θὰ εἶναι πλέον κύριος του, εἶναι πονηρά.

Ὅλα ὅσα λέγει ὁ Μ. Βασίλειος ἀποβλέπουν στὸ νὰ παρακινήση τοὺς πλουσίους νὰ διαθέσουν τὸν πλοῦτο τοὺς καὶ τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ ποῦ ἔχουν στοὺς ἀνθρώπους ποῦ τὰ ἔχουν ἀνάγκη. Νὰ τὰ προσφέρουν ὡς ζωντανὴ θυσία, γιατί τὸ νεκρὸ δὲν προσφέρεται σὲ θυσία. Δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ εὐεργετῇ μὲ τὰ περισσεύματα μιᾶς ὁλόκληρης ζωῆς, γιατί κανεὶς δὲν δεξιώνεται ἐπισήμους μὲ τὰ περισσεύματα ἑνὸς τραπεζιοῦ. Προτρέπει τοὺς πλουσίους νὰ μὴν εἶναι παθιασμένοι μὲ τὸν πλοῦτο, ἀλλὰ καὶ νὰ τὸν προσφέρουν στοὺς ἀδελφοὺς ποῦ ὑποφέρουν, γιατί τότε θὰ εἶναι πάντοτε πνευματικὰ πλούσιοι. Εἶναι προτιμότερο νὰ στολίζη κανεὶς τοὺς ἀνθρώπους ποῦ ζούν, παρὰ νὰ κάνη τὴν ἐκφορὰ τοῦ νεκροῦ σώματός του μὲ πολυτέλεια. Εἶναι προτιμότερο νὰ δοθῇ ὁ πλοῦτος στοὺς πτωχοὺς ὅσο ζή, παρὰ νὰ χρησιμοποιηθῇ γιὰ τὸ ἐπίσημο μνῆμα, γιὰ μιὰ πολυτελῆ ταφὴ καὶ γιὰ δαπάνη χωρὶς πνευματικὸ κέρδος. Τὸ καλύτερο ἐντάφιο εἶναι ἡ εὐσέβεια. Μὲ αὐτὸν τὸ πλοῦτο ἐνδεδυμένος πρέπει νὰ φεύγη ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν ζωή. Πρέπει νὰ ὑπακούσουμε στὸν Χριστὸ ποῦ μᾶς ἀγάπησε καὶ ἐπτώχευσε γιὰ χάρη μας, ὥστε ἐμεῖς νὰ πλουτήσουμε ἀπὸ τὴν δική του πτωχεία.

(συνεχίζεται)

  • Προβολές: 2813