Skip to main content

Νεκρολογία: + Ἱερέας Ἀντώνιος Λυμπέρης 1919-2011

Κοιμήθηκε πλήρης ἡμερῶν ὁ Ἱερέας Ἀντώνιος Δρόσος ἀπὸ τὴν Χόμωρη. Ἡ ἐξόδιος ἀκολουθία ἐψάλη στὶς 19 Μαρτίου ε.έ., στὸν ἱερὸ Ναὸ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς Χόμωρης, προεξάρχοντος τοῦ Πανοσιολογιωτάτου Ἀρχιμ. π. Πολυκάρπου Ἡγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἀμπελακιωτίσσης, ὡς ἐκπροσώπου τοῦ Σεβασμιωτάτου, καὶ μὲ τὴν συμμετοχὴ Ἱερέων τῆς Ἐνορίας καὶ τῶν γειτονικῶν Ἐνοριῶν. Μεταξὺ ἄλλων, ἐπικήδειο λόγο ἐκφώνησε ὁ κ. Ἀντώνιος Δρόσος, τὸν ὁποῖο καὶ παραθέτουμε, ὡς μνημόσυνο γιὰ ἀείμνηστο π. Ἀντώνιο.

«Ἀγαπητοί μου συγχωριανοί,

Ἡ ἀπώλεια ἑνὸς ἀνθρώπου κάνει τὸ καθῆκον τοῦ ἀποχαιρετισμοῦ δύσκολο. Γίνεται δὲ ἀκόμα πιὸ δύσκολο, ὅταν πρόκειται κανεὶς νὰ ἀναφερθῇ στὸν ἄνθρωπο ἱερέα πάπα-Ἀντώνη, στὸν συγγενῆ, στὸν φίλο καὶ συγχωριανὸ μᾶς πάπα-Ἀντώνη, ποὺ ὑπῆρξε πρότυπο ἱερέα, οἰκογενειάρχη καὶ πολίτη.

Ὁ μακαριστὸς ἐφημέριος πάπα-Ἀντώνης Λυμπέρης γεννήθηκε τὸ 1919 καὶ ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα. Λίγο πρὶν γεννηθῇ, ὁ πατέρας του σκοτώθηκε στὸν Α' Παγκόσμιο πόλεμο, γιὰ τὴν ἐλευθερία τῆς πατρίδας μας. Πῆρε, λοιπόν, τὸ ὄνομα τοῦ πατέρα τοῦ καὶ ὀρφανὸς καὶ ξυπόλητος, ἀπὸ μικρὸ παιδί, μὲ μιὰ μάνα ἀνδρογύναικα δίπλα του, τὴν Σταυρούλα Θεοφάνη, ἄρχισε νὰ παλεύη στὴν ζωή, γιὰ νὰ ἐπιζήση.

Γνώρισε ὅλες τὶς πίκρες τῆς ζωῆς. Ἔζησε ὅλα τὰ συνταρακτικὰ ἱστορικὰ γεγονότα πρὸ καὶ μετὰ τὸν πόλεμο. Γνώρισε τὴν Γερμανικὴ Κατοχή, τὸν ἀποκλεισμό, τὴν πεῖνα, τὸν ἐμφύλιο, καὶ ὅλα αὐτὰ ἄφησαν βαθιὰ σημάδια στὴν παιδική του ψυχὴ καὶ γι’ αὐτὸ οἱ διηγήσεις του γιὰ τὶς ἐποχὲς ἐκεῖνες ἔβγαιναν φυσικὰ καὶ ἀβίαστα, λὲς καὶ τὰ ζοῦσε ξανὰ ἐκείνη τὴν στιγμὴ τῆς διήγησης.

Ἀναζητῶντας νὰ πιαστῇ ἀπὸ κάπου γιὰ νὰ ἐπιζήση, πῆγε στὴν Χωροφυλακὴ καὶ ἀπ' ὅπου κι ἂν πέρασε, ἀπὸ τὸ Μεσολόγγι, τὴν Μακεδονία, τὴν Κόρινθο, ἄφησε ἁπλόχερα τὴν ἀνθρωπιά του. Μοῦ διηγήθηκε κάποτε τὸ ἑξῆς περιστατικό: Διατάχτηκε στὸ Μεσολόγγι, ὅπου ὑπηρετοῦσε, νὰ πάη νὰ πάρη τὸν φυλακισμένο καπετάνιο Ρόκκο νὰ τὸν φέρη στὸ δικαστήριο. Καθ’ ὁδὸν σταμάτησε σὲ ἕνα καφενεδάκι, τοῦ ἔλυσε τὶς χειροπέδες καὶ παρήγγειλε καφὲ νὰ πιοῦνε. Πάνω στὸν καφὲ τοῦ λέει: Θυμᾶσαι, καπετάνιε, μιὰ γυναῖκα στὴ Χόμωρη, ξυπόλητη μὲ 40 πυρετό, ποὺ τὴν ἀνάγκασες νὰ μεταφέρη τὸ νεογέννητο παιδί σου; -Τώρα ποὺ μοῦ τὸ λὲς κάτι θυμᾶμαι. -Αὐτὴ ἡ γυναῖκα ποὺ κακοποιήσατε, καπετάνιε, ἦταν ἡ μάνα μου. Βλέπεις τώρα γιατί χάσατε;

Συντετριμμένος καὶ πικρὰ μετανοιωμένος ὁ Ρόκκος ζητοῦσε συνέχεια νὰ τὸν συγχωρέση. Αὐτὸς ἦταν ὁ πάπ’-Αντώνης σὲ κείνους τοὺς δύσκολους καὶ ἄγριους καιρούς.

Ἀλλὰ καὶ στὸν οἰκογενειακό του βίο ὑπῆρξε πρότυπο. Νυμφεύεται τὴν ἐκλεκτὴ σύζυγό του Ἑλένη Βασιλείου Δρόσου, τὴν μετέπειτα πρεσβυτέρα, μὲ τὴν ὁποῖα ἀποκτᾶ πέντε παιδιά: Τὸν Κώστα, τὸν Μπάμπη, τὴν Γιαννούλα, τὴν Σταυρούλα καὶ τὴν Βασιλική. Χειροτονεῖται ἱερέας καὶ μαζὶ μὲ τὴν πρεσβυτέρα του Ἑλένη χαράζουν τὴν πορεία τῆς ζωῆς τους. Μέσα ἀπὸ τὸν ἀλληλοσεβασμὸ καὶ τὴν ἀλληλοκατανόηση δημιουργοῦν μιὰ ὑπέροχη οἰκογένεια. Μὲ πολλὲς στερήσεις καὶ θυσίες κατάφερε νὰ ἀποκαταστήση τὰ παιδιά του καὶ νὰ τὰ διαπαιδαγωγήση ἔτσι, ὥστε σήμερα νὰ χαίρεται κανεὶς νὰ εἶναι δίπλα τους.

Ἀγαπητὲ μοῦ πάπα-Ἀντώνη,

Σὰν ἱερέας ποτὲ δὲν ξέχασες τὴν ἀποστολή σου. Ποτὲ δὲν ἔδωσες δείγματα ἀπληστίας. Φτωχὸς ξεκίνησες καὶ φτωχὸς φεύγεις. Ἂν καὶ οἱ κακουχίες τῆς ζωῆς σου ἄφησαν ἐκεῖνο τὸ ἆσθμα ποὺ σὲ ταλαιπωροῦσε ἀπὸ νέο, ἐν τούτοις ποτὲ δὲ δήλωσες κουρασμένος. Μὲ βροχές, κρύα καὶ χιόνια, πάπ’-Αντώνη, πήγαινες νὰ ἱερουργήσης στὴν Ἁγία Τριάδα καὶ σὲ ἄλλες κοντινὲς γειτονικὲς ἐνορίες, πιστὸς στὸ καθῆκον σου, ἱεροπρεπής, συνεπής, ἀξιοπρεπής.

Στὸν κοινωνικὸ στίβο πρωτοστατοῦσες. Ἤσουν δραστήριος, θαρραλέος καὶ ζωντανὸς ἄνθρωπος. Ὑπῆρξες μέλος τῆς ἐξωραϊστικῆς ἐπιτροπῆς ποὺ ἔφερε τὸν δρόμο στὸ χωριὸ καὶ ἐνδιαφέρθηκες ἐνεργὰ γιὰ πάρα πολλὰ ἔργα ποὺ ἔγιναν στὸ χωριό μας.

Σεβάσμιε πάπα-Ἀντώνη,

«Τὴν πίστιν τετήρηκας. Τὸν δρόμον τετέλεκας». Ὅλοι θὰ τελειώσουμε κάποτε τὸν δρόμο αὐτό. Τὸ ἐρώτημα εἶναι πῶς θὰ εἶναι αὐτὸ τὸ τέλος. Ποιός δὲν θὰ ἤθελε νὰ ἔχη τὸ δικό σου τέλος; Τελείωσες στὴν ἀγκαλιὰ τῶν παιδιῶν σου, τῶν ἐγγονῶν σου, τῆς νύφης σου Βάσως, ποὺ σὲ περιποιοῦνταν σὰν μωρὸ παιδί. Τώρα θὰ ἐπιστρέψω νὰ συμπληρώσω τὴ ρήση: «Τὴν πίστιν τετήρηκας. Τὸν δρόμον αἰσίεως καὶ μακαρίως τετέλεκας». Προτοῦ σὲ ἀσπαστῶ γιὰ τελευταία φορά, θέλω νὰ σὲ ρωτήσω, τί βλέπεις ἀπὸ ψηλά; Βλέπεις τὸ πλήρωμα τῆς ἐκκλησίας σου; Βλέπεις τὸ λαό σου; Βλέπεις τὰ ζευγάρια ποὺ στεφάνωσες; Βλέπεις τὰ παιδιὰ ποὺ βάφτισες στὴν κολυμβήθρα τῆς Χόμωρης; Ξέρω τί μοῦ λές: Ἔχουν σκορπίσει στὰ πέρατα!! Φοβᾶμαι πῶς θὰ καταγραφῆς, πάπ’-Αντώνη, στὴν ἱστορία τῆς Χόμωρης ὡς ὁ τελευταῖος Χομωρίτης ἱερέας. Κάνε μου, λοιπόν, τὴν χάρη, σεβάσμιε ἱερέα, νὰ δώσης ἕνα πικρὸ μαντᾶτο στοὺς προγόνους μας. Πές τους πῶς: Τὰ χωριά μας λίγο λίγο ξεψυχᾶνε! Ψυχορραγοῦν νυχθημερόν, θὰ φύγουν ... μ’ ἐκκλησιὰ χωρὶς παπᾶ, μ’ ἕνα βουβὸ καμπαναριὸ κι ἕνα σχολεῖο ρημαδιό.

Καλό σου ταξίδι, πάπα-Ἀντώνη!

Γαλήνη θεϊκὴ ἅς ἁπλωθῇ στὸ μνῆμα σου τριγύρω, ὅπως συμβολικά, ἐπὶ τόσες δεκαετίες σκόρπιζες μὲ τὸ θυμιατό σου τὸ μῦρο.

Αἰωνία σου ἡ μνήμη!».–

  • Προβολές: 2994