Skip to main content

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνὸς: Ὅσιος Δαβὶδ ὁ ἐν θεσσαλονίκη 26 Ἰουνίου

Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα

Όσιος Δαβίδ ο εν θεσσαλονίκη

Ὁ ὅσιος Δαβὶδ καταγόταν ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη καὶ ἔζησε τὸν 6ο αἰῶνα μ. Χ. στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουστιανιανοῦ τοῦ Α'. Ὁ τρόπος τοῦ βίου του ἦταν λιτὸς καὶ ἀσκητικὸς καὶ ὅλη του ἡ ζωὴ ἦταν μιὰ συνεχὴς θυσία στὸν βωμὸ τῆς ἀγάπης καὶ τῆς φιλανθρωπίας. Μιμούμενος τοῦ στηλίτες παρέμεινε γιὰ τρία συνεχῆ χρόνια πάνω σὲ ἕνα δένδρο προσευχόμενος ἀδιαλείπτως. Πυρπολημένος ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ ἐβάστασε «τὸν καύσωνα τῆς ἡμέρας καὶ τὸν παγετὸν τῆς νυκτός», «ὑποπιάζοντας καὶ δουλαγωγῶντας» τὸ σῶμα του, γιὰ νὰ μὴ γίνη «ἀδόκιμος», σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Τοῦ ἄρεσε ἰδιαιτέρως νὰ προσεύχεται μὲ τὰ λόγια τοῦ ἱεροῦ Ψαλμωδοῦ, τὰ ὁποῖα βρίσκουν τὴν ἐφαρμογή τους καὶ στὸν δικό του τρόπο ζωῆς: «ὡμοιώθην πελεκάνι ἐρημικῷ, ἐγενήθην ὠσεὶ νυκτικόραξ ἐν οἰκοπέδῳ, ἠγρύπνησα καὶ ἐγενόμην ὡς στρουθίον μονάζον ἐπὶ δώματος». Δηλαδὴ ἔγινα ὅμοιος μὲ πελεκάνο ποῦ περνᾶ τὶς μέρες του στὴν ἔρημο, κατάντησα σὰν τὸ κλαυσοπούλι ποῦ κράζει κλαψιάρικα τὴν νύκτα σὲ ἐρειπωμένο σπίτι, παρέμεινα ἄϋπνος καὶ ἔγινα σὰν στρουθίο ποῦ παραμένει μόνο του στὸ ὕψος τῆς στέγης.

Ὁ ὅσιος Δαβίδ, λίγο πρὶν τὸ τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς του ἡγήθηκε ὁμάδας Θεσσαλονικέων, οἱ ὁποῖοι ταξίδευσαν στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ νὰ ζητήσουν ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα νὰ τοὺς ἀποστείλη Ἔπαρχο στὴν Πόλη τους. Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ταξιδοῦ τῆς ἐπιστροφῆς ὁ ὅσιος παρέδωσε τὴν ἁγιασμένη ψυχὴ τοῦ «εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος» καὶ ἀπὸ τὰ οὐράνια σκηνώματα δέεται ὑπὲρ πάντων καὶ ἰδιαιτέρως δὲ ὑπὲρ ἐκείνων οἱ ὁποῖοι τὸν ἐπικαλοῦνται μὲ πίστη καὶ πόθο καὶ ἐκζητοὺν τὶς θεοπειθεὶς πρεσβεῖες του.

Ὁ βίος καὶ ἡ πολιτεία του μᾶς δίνουν τὴν ἀφορμὴ νὰ τονίσουμε τὰ ἀκόλουθα:

Πρῶτον. Ὁ ἀσκητικὸς βίος εἶναι ὁ τρόπος ζωῆς ποῦ διδάσκει καὶ ἐμπνέει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ τὸν ὁποῖον ἐβίωσαν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, καθὼς καὶ ὅλοι οἱ Ἅγιοι διὰ μέσου τῶν αἰώνων μέχρι τὶς ἡμέρες μας. Ἡ ἄσκηση μπορεῖ νὰ γίνη μὲ διάφορους τρόπους, ἀνάλογα μὲ τὶς δυνάμεις τοῦ καθενός, ἀλλὰ καὶ ἀνάλογα μὲ τὴν ἡλικία, τὴν ἰδιοσυγκρασία καὶ τὸν χαρακτῆρα του. Πάντοτε, ὅμως, μὲ τὴν καθοδήγηση διακριτικοῦ πνευματικοῦ πατέρα, ἐπειδὴ παραμονεύει ὁ κίνδυνος τῆς ὑπερβολῆς καὶ τῆς πλάνης.

Ἄσκηση εἶναι ἡ προσπάθεια γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ ὅλων τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ καὶ γιὰ τὴν σταύρωση τῆς σάρκας, δηλαδὴ τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος. Εἶναι ὁ ἀγῶνας γιὰ τὴν μεταμόρφωση τῶν παθῶν καὶ τὴν πνευματικὴ ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἄσκηση μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι πάντοτε συζευγμένη μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν μυστηριακὴ ζωή. Ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία καὶ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἄσκηση ἐὰν δὲν συμβαδίζη μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν μετοχὴ τοῦ πιστοῦ στὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἰδιαιτέρως στὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, ποῦ εἶναι τὸ κέντρο ὅλων τῶν μυστηρίων, τότε δὲν ὠφελεῖ καὶ δὲν συμβάλλει στὴν πνευματικὴ ἀναγέννηση καὶ τὴν κυριαρχία πάνω στὰ πάθη. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς ἀναφερόμενος στὴν νηστεία, ποῦ εἶναι τρόπος πνευματικῆς ἀσκήσεως, λέγει χαρακτηριστικὰ ὅτι «νηστεία ἄνευ προσευχῆς, δαιμόνων ἐφεύρημα». Δηλαδή, ἡ νηστεία χωρὶς τὴν προσευχὴ εἶναι ἐφεύρεση τῶν δαιμόνων, ἐπειδὴ καὶ τὰ δαιμόνια νηστεύουν, καὶ μάλιστα δὲν τρῶνε καθόλου, ἀφοῦ δὲν ἔχουν σῶμα, ἀλλὰ δὲν προσεύχονται.

Ἑπομένως, ἡ ἄσκηση, ἡ μυστηριακὴ ζωὴ καὶ ἡ ἀδιάλειπτη προσευχὴ συνιστοῦν τὸν ὀρθόδοξο τρόπο ζωῆς, ποῦ ὁδηγεῖ στὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπὸ τὰ πάθη, τὸν φωτισμὸ τοῦ νοῦ καὶ τὴν προσωπικὴ κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν ζῶντα Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι Πρόσωπο καὶ ὄχι ἀφηρημένη ἰδέα.

Δεύτερον. Ἡ ἐνασχόληση μὲ τὰ κοινὰ γιὰ τὸ καλὸ τῆς Χώρας ἢ τῆς Πόλεως, στὴν ὁποῖα διαμένει κανείς, πρέπει νὰ γίνεται ἀπὸ ἀνθρώπους σὰν τὸν ὅσιο Δαβίδ, δηλαδὴ ἀπὸ πρόσωπα ἀδιάβλητα μὲ ἐσωτερικὴ καθαρότητα καὶ ἀληθινὴ ἀγάπη γιὰ τὴν Πόλη καὶ τοὺς κατοίκους της. Μὲ ἄλλα λόγια, ἀπὸ πρόσωπα ποῦ δὲν ἔχουν ἰδιοτελεῖς σκοπούς, ἀλλὰ ποῦ τὸ μοναδικό τους κίνητρο εἶναι ἡ πρόοδος καὶ ἡ εὐημερία τῆς Πόλεως καὶ τῶν κατοίκων της. Βεβαίως, τέτοια πρόσωπα εἶναι σπάνια καὶ δυσεύρετα, ὡστόσο ὅμως ὑπάρχουν καὶ πρέπει νὰ προβάλλονται καὶ νὰ προωθοῦνται, γιὰ νὰ μπορέση νὰ ὑπάρξη πραγματικὴ πρόοδος σὲ μία Πόλη ἢ ἕνα Κράτος καὶ γιὰ νὰ ἀποφεύγονται ἀνεπιθύμητες καταστάσεις καὶ ἀπευκταία φανόμενα σὰν καὶ αὐτὰ ποῦ βιώνουμε στὶς μέρες μας καὶ ἐδῶ στὴν Πατρίδα μας.

Ἡ συμβολὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωση εἶναι πολὺ σημαντική, ἀφοῦ μὲ τὸν τρόπο ζωῆς ποῦ βιώνει καὶ ἐμπνέει μεταμορφώνει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ ἄτομα σὲ πρόσωπα, δηλαδὴ μεταβάλλει τὴν ἰδιοτελῆ ἀγάπη σὲ ἀνιδιοτελῆ, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ προοδεύη ἡ κοινωνία. Στὶς δημοκρατικὲς κοινωνίες οἱ πολῖτες, καὶ κυρίως οἱ ἄνθρωποι ποῦ εἶναι ζωντανὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀγωνίζονται νὰ ζοὺν σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, πρέπει μὲ τὴν ψῆφο τοὺς νὰ προβάλλουν καὶ νὰ ἀναδεικνύουν ἡγέτες, στὶς τοπικὲς κοινωνίες καὶ στὸ Κράτος γενικότερα, ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι μὲ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς τους φανερώνουν ὅτι εἶναι πρόσωπα ἢ τοὐλάχιστον ἀγωνίζονται νὰ ἀποβάλουν τὰ διάφορα προσωπεῖα μὲ τὰ ὁποῖα ἐνδύει τὸν ἄνθρωπο ἡ ἁμαρτία, καὶ νὰ γίνουν πρόσωπα. Δηλαδή, ἄνθρωποι μὲ αὐθεντικὴ ἀγάπη καὶ ἐσωτερικὴ ἐλευθερία, ἀπαλλαγμένοι ἀπὸ τὶς ἐξαρτήσεις ποῦ δημιουργοῦν τὰ πάθη, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἐσωτερικὲς ἀνασφάλειες καὶ ἀπὸ συμπλέγματα κατωτερότητος.

Ἡ προσωπικὴ ζωὴ δὲν εἶναι ἀνεξάρτητη ἀπὸ τὴν κοινωνικὴ ζωή, ἀφοῦ ἡ ἁμαρτία ἔχει κοινωνικὲς προεκτάσεις. Ἄλλωστε, ὅλες οἱ κοινωνικὲς ἀνωμαλίες ἔχουν τὴν ρίζα τους στὴν φιλαυτία, ἡ ὁποία εἶναι ἡ μητέρα τῶν τριῶν μεγάλων παθῶν, ἤτοι τῆς φιλαργυρίας, τῆς φιληδονίας καὶ τῆς κενοδοξίας, τὰ ὁποῖα σκοτίζουν τὸν νοὺν καὶ ὁδηγοῦν τὸν ἄνθρωπο στὴν καταστροφή. Τραγικὸ παράδειγμα εἶναι ἡ περίπτωση τοῦ Ἰούδα, ὁ ὁποῖος «φιλαργυρία νοσήσας ἐσκοτίζετο», καὶ τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ ὁδηγηθῇ στὴν αὐτοκαταστροφὴ καὶ τὴν αἰώνια ἀπώλεια.

Ὁ τρόπος ζωῆς τοῦ ὁσίου Δαβὶδ εἴθε νὰ γίνη γιὰ ὅλους ἐκείνους ποῦ ἀγωνίζονται γιὰ τὴν σωτηρία τους, ἀλλὰ καὶ ἐπιθυμοῦν τὸ κοινὸ καλό, φωτεινὸς φάρος καὶ ὁδοδείκτης.

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ

  • Προβολές: 2925