Skip to main content

Γεωργίου Σίσκου: Ὁ Παπαδιαμάντης γιὰ τὸ «θρησκευτικὸ διήγημα» καὶ ἡ ἐνάντια κριτική

Γεωργίου Σίσκου, θεολόγου - φιλολόγου

Ἀποτελεῖ ἐξαιρετικὰ δύσκολο ἐγχείρημα μιὰ ἀποδόμηση ἑνὸς παπαδιαμαντικοῦ κειμένου, καθὼς τὸ συνήθως ἄτακτο ὕφος τοῦ –κατ' ἐξοχὴν στὸ νοηματικὸ ἐπίπεδο- ἐκβάλλει σὲ μιὰ ἀτιθάσευτη ἀπειροδυναμία νοήματος. Ὁ λόγος του, μιὰ πολυπρισματικὴ πρόταση ἀνάγνωσης, κριτικὸς εἰς ἑαυτὸν καὶ στοὺς ἔναντι, διαρκῶς ἀναδιπλώνεται φανερώνοντας παράλληλες διαδρομές, ποῦ συναπαρτίζουν ἕνα ἀδάμαστο ὅλον.

Ὅσα θὰ ἐκτεθοῦν στὴν συνέχεια εἶναι ἕνα κριτικὸ προοίμιο στὴν ἀνάγνωση τοῦ παπαδιαμαντικοῦ διηγήματος «Λαμπριάτικος ψάλτης», τὸ ὁποῖο (προοίμιο) ἑστιάζεται κυρίως σὲ δύο σημεῖα, τὰ ὁποῖα δὲν ἔχουν ἀποκλειστικὴ σχέση μὲ τὴν γιορτὴ τῆς «Λαμπρῆς» (τὸ Πάσχα), ἄρα εἶναι κάθε στιγμὴ τοῦ ἔτους ἐπίκαιρα. Τὰ δύο σημεῖα εἶναι: α) Ἡ λογοτεχνικὴ σκοπιμότητα συγγραφῆς ἑνὸς θρησκευτικοῦ διηγήματος καὶ β) μιὰ κριτικὴ ἤ, καλύτερα, ἀνατομία τῆς κριτικῆς τῶν ἀναγνωστῶν τοῦ καιροῦ ποῦ ἔγραφε ὁ Παπαδιαμάντης τὰ διηγήματά του.

Λογοτεχνική σκοπιμότητα τοῦ θρησκευτικοῦ διηγήματος.

«Λαμπριάτικος ψάλτης»

«Τὸ ἐννοεῖν εἶναι ἡ ἀρχέγονη μορφὴ ἀπαρτίωσης τοῦ ἀνθρωπίνου ἐδῶ-εἶναι ὡς εἶναι-ἐν-τῷ-κόσμῳ. Πρὶν ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἄλλη διαφοροποίηση τοῦ ἐννοεῖν πρὸς τὶς δυὸ κατευθύνσεις τοῦ πρακτικοῦ καὶ τοῦ θεωρητικοῦ ἐνδιαφέροντος, τὸ ἐννοεῖν εἶναι ὁ τρόπος ὑπάρξεως τοῦ ἐδῶ-εἶναι ποῦ τὸ καθιστᾶ ἕνα δύνασθαι ὑπάρχειν καὶ μιὰ δυνατότητα» . Αὐτὸ σημαίνει πῶς ὁ τρόπος ποῦ ἐννοοῦμε τὰ πράγματα καὶ στὴν συνέχεια τὰ καταγράφουμε δὲν εἶναι μιὰ ἐνέργεια ποῦ ἕπεται τῆς ὕπαρξης, ἀλλὰ ὁ ἀρχέγονος καὶ πρωταρχικὸς τρόπος τῆς ἴδιας τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Ἔτσι καὶ ὁ Παπαδιαμάντης δὲν γράφει ἁπλῶς θρησκευτικὰ διηγήματα. Ὑπάρχει ὡς χριστιανὸς καὶ οὕτως ἡ ματιά του προσηλώνεται μονοδρομικὰ πρὸς τὸ ἐνοποιητικὸ κέντρο τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, τὸν Θεάνθρωπο Χριστό. Τὸν Χριστό, ὁ ὁποῖος ἑνώνει τὸν οὐρανὸ μὲ τὴν γῆ καὶ ἀποκαλύπτει τὸν ἔσχατο προορισμὸ τοῦ ἀνθρώπου: τὸν ἐγκεντρισμὸ τῆς θεότητας στὴν θνητὴ σάρκα . Ἐπιλέγει ὁ σκιαθίτης, πέρα ἀπὸ κάθε ψυχαναλυτικὴ ἀνάλυση τῆς «ἐκκλησιοκεντρικὼς διαμορφούμενης» παιδικῆς του ἡλικίας, τὴν χριστο-λογικὴ ἀνάγνωση τῶν γεγονότων ποῦ περιγράφει. Ἐπιλέγει αὐτὸν τὸν τρόπο ἀνάγνωσης, γιατί ὁ ἴδιος πρωτίστως ὑπάρχει ὡς χριστιανός.

Εἶναι πολὺ φυσικὴ ἡ ἔκπληξή του, ἀπέναντι στὴν ἀπαξίωση ἀναγνωστῶν καὶ κριτικῶν, γιὰ τὸ χριστο-κεντρικὸ περιεχόμενο τῶν πασχαλινῶν καὶ χριστουγεννιάτικων κειμένων τοῦ κατὰ τὶς ἀντίστοιχες ἑορτές: «Νὰ φιλοξενηθῇς ἡγεμονικῶς εἰς τὰ μέγαρα μεγάλου ἄρχοντος, καὶ νὰ μὴ προπίης εἰς τιμὴν τοῦ Οἰκοδεσπότου! Νὰ ἀπολαύσης (ξενίας δεσποτικῆς καὶ ἀθανάτου τραπέζης) καὶ νὰ μὴ ἀποδώσης εὐχαριστίαν εἰς τὸν ἑστιάτορα!» Ἡ πρόποση καὶ ἡ εὐχαριστία στὸν οἰκοδεσπότη καὶ ἑστιάτορα Χριστό, προσφέρεται ταπεινὰ μέσα ἀπὸ τὶς καταγραφὲς τῶν λειτουργικῶν συνάξεων τοῦ σκιαθίτη. Δὲν εἶναι καθόλου τυχαία, νομίζουμε, ἡ ἀλληγορία τῆς τράπεζας καὶ τῆς εὐχαριστίας. Ἀποτελοῦν τὰ σημεῖα ποῦ ἀποκαλύπτουν τὸν Θεάνθρωπο: «ἐγὼ εἰμὶ ὁ ἄρτος ὁ ζὼν ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, ἐὰν τὶς φάγη ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου, ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα. καὶ ὁ ἄρτος δὲ ὃν ἐγὼ δώσω, ἡ σὰρξ μοῦ ἐστιν, ἥν ἐγὼ δώσω ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς» . Μπροστὰ σὲ τοῦτο τὸ ἀπερίγραπτο θαῦμα δὲν ὑπάρχει κάτι μεγαλύτερο γιὰ νὰ περιγράψη ὁ σκιαθίτης, ὁπότε ἔρχεται ἀβίαστα τὸ συμπέρασμα ὅτι: «οὐδαμοῦ σχεδὸν θὰ εὐρῆτε, ὅτι ἐπεζήτησα βεβιασμένη θέση ἢ πλοκὴν ὅπως γαλβανίσω τὴν περιέργεια τοῦ ἀναγνώστου».

Οἱ ἑκουσίως ἐπιλέξαντες τὴν ἀποστροφὴ τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ ἀναρωτιοῦνται: «Δὲν βλέπεις ὅτι τὸ αἰώνιον θέμα σου ἐξαντλήθη, καὶ ὅτι εὑρίσκεσαι εἰς τὴν ἀνάγκην νὰ προσπαθὴς βία νὰ παρουσίασης ἁπλὴν παραλλαγὴν κατ’ ἔτος;». Τὸ "αἰώνιο" ἐξαντλεῖται, ὅταν συνειδητὰ ἐπιλέξης νὰ τὸ ἐκμηδενίσης. Τότε πολὺ ἁπλὰ ὁ "θεὸς εἶναι νεκρός", ὅποτε «δύνασαι νὰ δημοσιεύης ἐν ἡμέραις ἑορτῶν διηγήματα ἢ περιγραφὰς χωρὶς νὰ κάμνης ποσῶς λόγον περὶ Χριστουγέννων καὶ τοῦ Πάσχα». Ξαναγυρνοῦμε στὴν ἐναρκτήρια ἀπόφανση τοῦ Γκάνταμερ: στὴν καταδίκη τῆς ἀνθρώπινης περατότητας, τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἐπιλέγη ἀναγκαστικὰ ἐν ἀγωνίᾳ καὶ ρισκάροντας γιὰ τὸν τρόπο ποῦ ἐννοεῖ τὰ πράγματα. Γιὰ τὸν τρόπο ποῦ ἐπιλέγει νὰ ὑπάρχη... Δὲν ὑπάρχει κανένα ἀνθρώπινο ἐπιχείρημα νὰ μᾶς πείση γιὰ τὴν πίστη ἢ τὴν ἀπιστία. Ὑπάρχει μόνον ἡ ἐπιλογή... Βέβαια, τὸ δέντρο γνωρίζεται ἀπὸ τοὺς καρπούς του καὶ ἀντίστοιχα τὸ κάθε ἐννοεῖν φανερώνει τὴν ἀξία του ἀπὸ τὸ ἐκπτυσσόμενο πράττειν. Μὲ ἄλλα λόγια πῶς κατορθώνει νὰ μετέρχεται τῆς ὕπαρξης –δι’ ἑαυτὸν καὶ διὰ τοὺς ἄλλους- ὁ Παπαδιαμάντης καὶ πῶς οἱ ἐπικριτές του. Μηδενίζοντας τὴν συνεκτικὴ δύναμη τοῦ παντός, τὸ ἐνοποιητικὸ κέντρο τοῦ εἶναι, «Τὸ ἔθνος τὸ ἑλληνικόν, τὸ δοῦλον τοὐλάχιστον, εἶναι ἀκόμη πολὺ ὀπίσω, καὶ τὸ ἐλεύθερον δὲν δύναται νὰ τρέξη ἀρκετὰ ἐμπρός, χωρὶς τὸ ὅλον νὰ διασπαραχθὴ ὡς διασπαράσσεται, φεῦ! ἤδη».

ΠΡΟΣ ΜΙΑ ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΤΗΣ ΕΝΑΝΤΙΑΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ

Ὅταν ὁ σκιαθίτης γράφη τὸν "Λαμπριάτικο Ψάλτη", ὁ νεοελληνικὸς διαφωτισμὸς ἔχει ἤδη διαγράψει μιὰ ἑκατονταετία ζωῆς μὲ δείγματα στὰ ὁποῖα «ἀντικατοπτρίζεται πιστὰ τὸ προοδευτικὸ πνεῦμα τῆς ἐποχῆς διοχετευμένο...διά μέσου τῆς Γαλλίας καὶ τῆς γαλλικῆς γλώσσας, ἡ ὁποία ἰδιαίτερα τώρα ἐπηρεάζει τὴν παιδεία» . Παραπονιέται ἀγανακτισμένος ὁ σκιαθίτης στοὺς συγκαιρινοὺς πεφωτισμένους κριτικούς: «Ποιὰν χάριν, σᾶς παρακαλῶ, ποιὰν δύναμιν ἢ πρωτοτυπίαν θὰ εἶχε τὸ νὰ λάβη τὶς τὸν κόπον νὰ περιγράψη λεπτομερῶς πῶς χωρικὸς ἱερεὺς ἀπῆλθε νὰ λειτουργήση εἰς ἐξωκλήσιον χάριν μικρᾶς κοινότητος ἀγροίκων ἢ βοσκῶν, ποιοί καὶ πόσοι μετέσχον τῆς πανηγύρεως καὶ ποιά τινὰ ἦσαν τὰ ἤθη τῶν πανυγηριστών; Τοῦτο θὰ ἦτο ὅλως εὐτελὲς κατὰ τὴν γνώμην τῶν κριτικῶν. Τὸ νὰ γράψη τις, ὅτι γηραιὸς ἐφόνευσε τὴν συμβίαν του, κατ’ αὐτὴν τὴν ἡμέραν τῶν Χριστουγέννων -χωρὶς μήτε ὁ ἀναγνώστης μήτε ὁ συγγραφεὺς νὰ ὑποπτεύσωσι κὰν διατὶ τὴν ἐφόνευσε- τοῦτο εἶναι ὑψηλὸν καὶ πολυτελὲς κατὰ τὴν ἐκτίμησιν μερικῶν».

Τὴν λεπτὴ εἰρωνεία τοῦ κυρ-Αλέξανδρου θὰ ἀποτυπώση χωρὶς περιστροφὲς ὁ κατοπινὸς καὶ συντεταγμένος στὴν αὐτὴ παράδοση Κόντογλου: «Μονάχα τὰ εὐρωπαϊκὰ πράγματα ἤ, καλύτερα, τὰ Δυτικά, εἶναι γιὰ μᾶς οὐρανοκατέβατα, ὅλα ὅσα ἔρχουνται ἀπὸ κεῖνες τὶς χῶρες ποῦ βρίσκουνται κατὰ τὸ βασίλεμα τοῦ ἡλίου, ἐνῷ δὲν ἔχουμε τὴν παραμικρὴ ἐκτίμηση σὲ ὅ,τι ἔρχεται ἀπὸ τὴν Ἀνατολή. Εἴμαστε γυρισμένοι κατὰ τὸ βασίλεμα τοῦ ἥλιου, σὰ νὰ περιμένουμε νὰ βγεὶ ἀπὸ κεὶ ὁ ἥλιος».

Γέμει τὸ τέλος τοῦ προοιμίου ἀπὸ τὴν παπαδιαμαντικὴ εἰρωνεία ἀπέναντι στὴν μειονεξία τῶν φωτισμένων φιλευρωπαίων, κατὰ τοὺς ὁποίους τὸ «Ἑλληνικὸν ἔθνος δὲν εἶναι Βυζαντινόν». Ἂν ἀπὸ τὸ γεγονὸς Χριστὸς ἀποκοπή, λόγῳ «ἐπιστημονικῆς ἐγκυρότητας», ἡ σάρκωση τοῦ Θεοῦ ὡς μεταφυσικὴ α-νοησία, τότε τὸ μόνο ποῦ ἀπομένει στὴν ἱστορία εἶναι ἡ ἠθικὴ διδασκαλία ἑνὸς Ἑβραίου. Τί ἔχει, λοιπόν, νὰ πὴ στοὺς Ἕλληνες ἡ ἠθικὴ ἑνὸς Ἑβραίου τὴν στιγμὴ ποῦ οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί τους ἔφθασαν τὴν ἠθικὴ «μέχρι τὰ ἀπώτατα ὅριά της» καὶ «Γιὰ νὰ μπορέσει νὰ πάει κανεὶς μακρύτερα καὶ ψηλότερα... θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι κάτι περισσότερο ἀπὸ ἄνθρωπος» ; Ἡ εὐρωπαϊκὴ διαφωτιστικὴ οὐδετερότητα (sic), «ἐξ’ ἀντικειμένου ὅπως λέγουσιν αὐτοί», δὲν ἔχει χῶρο γιὰ τὸν Θεάνθρωπο, τὸν σαρκωμένο Λόγο. Οὕτως οἱ Ἕλληνες, κατὰ τοὺς κριτικοὺς καὶ τινὲς ἄλλους, μὲ ἅλμα δυὸ χιλιετιῶν εἶναι ἀπ' εὐθείας ἀπόγονοι τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων καὶ ὄχι τῶν βυζαντινῶν ὑπ-ἠκόων τοῦ θεανθρωπίνου πολιτισμοῦ (τοῦ πολιτισμοῦ τῶν ἁγίων καὶ καθόλου ἀπαραίτητα τῶν αὐτοκρατόρων).

Στὴν παπαδιαμαντικὴ πρόταση τοῦ θεανθρωπίνου πολιτισμοῦ, βλέπουμε τὴν συνεκτικὴ δύναμη τοῦ ὑποδούλου καὶ τοῦ ἐλευθέρου ἔθνους. Ὁ Ἕλληνας χριστιανός, ἀνήκων στὸ ἕνα σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἔχει συνείδηση πῶς «ὁ τρέχων πρέπει νὰ περιμένη καὶ τὸν ἑπόμενον ἂν θέλη ἀσφαλῶς νὰ τρέχη ὁ ἐλεύθερος πρέπει νὰ βοηθῇ τὸν δεσμώτην ἢ πρέπει νὰ τὸν ἀνακουφίζη».

Ὁ σκιαθίτης, υἱοθετῶντας μιὰ στάση σὰν αὐτὴν ποῦ προτρέπει ὁ Σεφέρης , θὰ δηλώση κλείνοντας τὸ προοίμιο: «Τὸ ἐπ' ἐμοὶ ἐν ὅσῳ ζὼ καὶ ἀναπνέω καὶ σωφρονώ, δὲν θὰ παύσω πάντοτε, ἰδίως δὲ κατὰ τὰς πανεκλάμπρους ταύτας ἡμέρας, νὰ ὑμνῶ μετὰ λατρείας τὸν Χριστόν μου, νὰ περιγράφω μετ’ ἔρωτος τὴν φύσιν, καὶ νὰ ζωγραφὼ μετὰ στοργῆς τὰ γνήσια Ἑλληνικὰ ἔθη».

  • Προβολές: 2687