Skip to main content

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνὸς: Ὁσία Εἰρήνη ἡ Χρυσοβαλάντου 28 Ἰουλίου

Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα

Οσία Ειρήνη η Χρυσοβαλάντου  28 Ιουλίου

Ἡ ὁσία Εἰρήνη ἡ Χρυσοβαλάντου καταγόταν ἀπὸ τὴν Καππαδοκία καὶ ἔζησε τὸν 9ον αἰῶνα μ.Χ., στὰ χρόνια τῆς βασίλισσας Θεοδῶρας, ἡ ὁποία ἀναστήλωσε τὶς ἱερὲς εἰκόνες. Διακρινόταν γιὰ τὴν εὐσέβειά της, τὴν εὐγενῆ ἀνατροφή της, καθὼς καὶ γιὰ τὴν ἐσωτερικὴ καὶ ἐξωτερική της ὡραιότητα, ποῦ τὴν ἔκαναν νὰ εἶναι περιζήτητη νύμφη. Ἐκείνη, ὅμως, ἐπέλεξε τὸν βίο τῆς ἀσκήσεως καὶ τῆς πλήρους ἀφιερώσεως στὸν Θεό, τὸν Οὐράνιο Νυμφίο, καὶ ἐκάρη μοναχὴ στὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Χρυσοβαλάντου, ἀφοῦ πρῶτα διεμοίρασε στοὺς πτωχοὺς τὴν περιουσία ποῦ κληρονόμησε ἀπὸ τοὺς γονεῖς της.

Ἡ ἁγία Εἰρήνη ἀγάπησε ἀληθινὰ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους, γι’ αὐτὸ καὶ οἱ μοναχές, μετὰ τὴν κοίμηση τῆς ἡγουμένης, θεώρησαν ὅτι ἦταν ἡ καταλληλότερη γι’ αὐτὴν τὴν διακονία καί, παρὰ τὴν ἄρνησή της, τὴν ἀνέδειξαν ἡγουμένη. Τότε, «ἐτέθη ὁ λύχνος ἐπὶ τὴν λυχνίαν» καὶ ἐφώτισε τοὺς «ἐγγὺς καὶ τοὺς μακράν». Πράγματι, ὑπῆρξε φάρος φωτεινὸς ποῦ ὁδήγησε πολλοὺς κοντὰ στὸν Χριστὸ μὲ τὸν λόγο της καὶ τὸ παράδειγμά της. Ὁ Θεὸς τὴν προίκισε μὲ πολλὰ χαρίσματα. Μεταξὺ αὐτῶν καὶ μὲ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας, διὰ τοῦ ὁποίου εὐεργέτησε καὶ εὐεργετεῖ πολλοὺς ἀνθρώπους. Τὰ τέλη της ἦσαν ὄντως ὁσιακά, ἀφοῦ προέβλεψε τὸ τέλος τοῦ ἐπιγείου βίου της καὶ «ἐτελειώθη ἐν εἰρήνῃ».

Ὁ βίος καὶ ἡ πολιτεία της μᾶς δίνουν τὴν ἀφορμὴ νὰ τονίσουμε τὰ ἀκόλουθα:

Πρῶτον. Ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι προικισμένος ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ ποικίλα χαρίσματα, φυσικὰ καὶ πνευματικά, ἀνάλογα μὲ τὴν δύναμή του καὶ τὴν πνευματικὴ τοῦ πρόοδο. Γι’ αὐτὸ δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος ποῦ δὲν ἔχει τὰ δικά του χαρίσματα, τὰ ὁποῖα καλεῖται νὰ ἀξιοποιήση γιὰ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν διακονία τῶν συνανθρώπων του. Τὸ καθένα ἀπὸ τὰ χαρίσματα αὐτὰ εἶναι σὰν τὴν φλόγα στὸ τζάκι ποῦ χρειάζεται συνεχῆ ἀναζωπύρωση, ἐπειδὴ διαφορετικὰ θὰ ἀτονήση καὶ σιγά-σιγά θὰ σβήση. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, γράφοντας στὸν μαθητὴ τοῦ Ἀπόστολο Τιμόθεο, Ἐπίσκοπο Ἐφέσου, τοῦ ὑπενθυμίζει ὅτι πρέπει νὰ ἀναζωπυρώνη τὸ χάρισμα τῆς ἀρχιερωσύνης, τὸ ὁποῖο ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεό, διὰ τῶν χειρῶν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «δι ἕν αἰτίαν ἀναμιμνήσκω σὲ ἀναζωπυρεὶν τὸ χάρισμα τοῦ Θεοῦ, ὃ ἐστιν ἐν σοὶ διὰ τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν μοῦ» (Β' Τίμ. α', 6).

Ὅταν τὸ χάρισμα δὲν ἀξιοποιῆται καὶ δὲν ἀναζωπυρώνεται, τότε σβήνει. Ὡστόσο, ὅμως, παραμένει μιὰ μικρὴ σπίθα κρυμμένη κάτω ἀπὸ τὴν στάκτη τῆς ἀδιαφορίας, τῆς ἀμέλειας καὶ τῆς ἀφροντισιᾶς, ἡ ὁποία δὲν χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια γιὰ νὰ ἀνάψη, ἀλλὰ ἀρκεῖ νὰ παραμερίση κανεὶς τὴν στάκτη καὶ νὰ φυσήξη ἐπάνω στὴν σπίθα τὸν ζωογόνο ἀέρα τῆς προσευχῆς, τὸν ἐμπλουτισμένο μὲ τὸ ἄρωμα τῆς μετάνοιας καὶ τῆς κατὰ Χριστὸν ζωῆς.

Τὸ κάθε χάρισμα εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ -αὐτὸ ἄλλωστε φανερώνει καὶ ἡ λέξη χάρισμα- καὶ γι’ αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ τὸ ἰδιοποιῆται κανεὶς καὶ νὰ τὸ ἐκμεταλλεύεται πρὸς ἴδιον ὄφελος καὶ γιὰ τὴν δική του κενὴ δόξα, ἀλλὰ θὰ πρέπει νὰ τὸ ἀντιπροσφέρη στὸν Δωρεοδότη καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ γίνεται αἰτία νὰ δοξάζεται ὁ Θεός. Ἄλλωστε, δὲν ἔχουμε κάτι δικό μας, ποῦ νὰ μὴ τὸ λάβαμε ἀπὸ τὸν Θεό, ἀφοῦ τοῦ «Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς». Ἐπίσης, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀντιπροσφέρη στὸν Θεὸ τὰ δῶρα Του, στὴν πραγματικότητα τὰ λαμβάνει πίσω πολλαπλάσια. Π. χ. ὅταν προσφέρουμε στὸν Ἱερὸ Ναὸ τὸν ἄρτο καὶ τὸν οἶνο, γιὰ νὰ μεταβληθοῦν στὴν θεία Λειτουργία σὲ Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, στὴν πραγματικότητα δὲν προσφέρουμε στὸν Θεὸ κάτι δικό μας, ἀλλὰ Τοῦ προσφέρουμε τὰ δικά Του δῶρα. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ λειτουργὸς ἱερέας, ἀπευθυνόμενος στὸν Θεό, λέγει: «τὰ σὰ ἐκ τῶν σὼν σοὶ προσφέρωμεν κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα». Τὰ προσφέρουμε στὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ πάλι μᾶς ἀντιπροσφέρονται καὶ μεταλαμβάνουμε «Σώματος καὶ Αἵματος Χριστοῦ εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν αἰώνιον».

Ὅταν δεχόμαστε τὰ χαρίσματα ποῦ μᾶς δίνει ὁ Θεὸς μὲ εὐγνώμονα διάθεση καὶ προσπαθοῦμε νὰ τὰ ἀξιοποιοῦμε πρὸς δόξαν Του, τότε αἰσθανόμαστε ἐσωτερικὴ πληρότητα καὶ νόημα ζωῆς.

Δεύτερον. Πολλοὶ πιστοί, ὅταν ἀντιμετωπίζουν σοβαρὸ πρόβλημα ποῦ ἀφορᾶ τοὺς ἰδίους ἢ προσφιλῆ τους πρόσωπα, προσεύχονται μὲ πόνο, ζητῶντας ἀπὸ τὸν Χριστό, τὴν Παναγία Μητέρα Τοῦ καὶ τοὺς φίλους Του, τοὺς Ἁγίους, κάποιο θαῦμα, προκειμένου γιὰ ἀνίατες ἀσθένειες, τὶς ὁποῖες ἡ ἐπιστήμη ἀδυνατεῖ νὰ θεραπεύση. Καὶ περιέρχονται Ναοὺς καὶ Μοναστήρια ζητῶντας στήριγμα καὶ παρηγοριά. Βέβαια, δὲν εἶναι κακὸ νὰ παρακαλῇ κανεὶς τὸ θαῦμα, ἀλλὰ δὲν πρέπει νὰ τὸ ἀπαιτῇ καὶ νὰ ἐκβιάζη τὸν Θεό, ἀλλὰ ἀφοῦ τὸ ζητήσει, στὸ τέλος νὰ λέγη: «ἅς γίνη τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐπειδὴ ὁ Θεὸς μὲ ἀγαπᾶ καὶ ὅ,τι ἐπιτρέπει νὰ συμβαίνη στὴν ζωή μου εἶναι γιὰ τὸ πραγματικό μου συμφέρον» καὶ ἔτσι θὰ εἰρηνεύη ἐσωτερικά. Δηλαδή, νὰ λέγη αὐτὸ ποῦ εἶπε καὶ ὁ Χριστὸς στὴν Γεθσημανὴ στὸν Θεὸ Πατέρα Του: «εἰ δυνατὸν ἐστι, παρελθέτω ἀπ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο πλὴν οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ ὡς σύ... εἰ οὐ δύναται τοῦτο τὸ ποτήριον παρελθεῖν ἀπ ἐμοῦ ἐὰν μὴ αὐτὸ πίω, γενηθήτω τὸ θέλημά σου» (Μάτθ. κστ', 39, 42).

Αὐτὸ ποῦ ἔχει μεγαλύτερη σημασία ἀπὸ τὸ θαῦμα εἶναι ἡ σωτηρία μας, γιὰ τὴν ὁποῖα πρέπει συνεχῶς νὰ ἐργαζόμεθα, ὅπως ἐργάζεται γι’ αὐτὴν ὁ Θεός. Δηλαδή, νὰ συνεργαζόμαστε μὲ τὸν Θεὸ μὲ τὴν ἐλεύθερη θέλησή μας καὶ νὰ ἀγωνιζόμαστε νὰ ζοῦμε σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά Του. Ἄλλωστε, τὸ μεγαλύτερο θαῦμα εἶναι ἡ εἰλικρινὴς μετάνοια καὶ ἡ ὑπακοὴ στὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Ἡ πνευματικὴ ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου δὲν γίνεται αὐτόματα, ὡς διὰ μαγείας, ἀλλὰ ἀπαιτεῖται ἀγῶνας, κόπος, πόνος καὶ μεγάλη ὑπομονή, σύμφωνα μὲ τὸ πατερικὸ λόγιο «δῶσε αἷμα, νὰ λάβης πνεῦμα».

Ἐμεῖς, συνήθως, ζητᾶμε ἀπὸ τοὺς ἁγίους τὸ θαῦμα κάποιας ἀνίατης ἀσθένειας γιὰ μᾶς ἢ γιὰ τὰ ἀγαπημένα μας πρόσωπα, γιὰ τὴν παράταση τῆς βιολογικῆς ζωῆς. Αὐτό, βέβαια, εἶναι πέρα γιὰ πέρα ἀνθρώπινο καὶ δείχνει τὴν ἀγάπη μας, ἀλλὰ αὐτὸ ποῦ ἔχει μεγαλύτερη σημασία εἶναι ἡ ὑπέρβαση τοῦ θανάτου, ποῦ γίνεται μὲ τὴν ἀληθινὴ μετάνοια, καὶ ἡ ἀπόκτηση τῆς αἰωνιότητας.

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ

  • Προβολές: 3357