Skip to main content

Ἀπὸ τὸ ἁγιολόγιο τοῦ Μηνός: Ὁσιομάρτυρας Δομέτιος καὶ οἱ δύο μαθητές τοῦ 7 Αὐγούστου

Πρωτοπρεσβύτερου π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα

Οσιομάρτυρας Δομέτιος 7 Αυγούστου

Ὁ ὁσιομάρτυρας Δομέτιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Περσία καὶ ἔζησε τὸν 4ο αἰῶνα μ.Χ. Ἡ θρησκεία τῶν «πυρσολατρὼν» δὲν μποροῦσε νὰ ἰκανοποιήση τὴν πνευματική του πεῖνα καὶ δίψα καὶ νὰ τοῦ χαρίση πλήρωμα καὶ νόημα ζωῆς καὶ γι’ αὐτὸ ποθοῦσε μὲ ὅλη του τὴν ψυχὴ νὰ γνωρίση τὸν ἀληθινὸ Θεό, ὁ Ὁποῖος δὲν παρεῖδε τὴν δέησή του, ἀλλὰ οἰκονόμησε ἔτσι τὰ πράγματα οὕτως ὥστε νὰ γνωρισθῇ μὲ κάποιον Χριστιανό, ὁ ὁποῖος τὸν κατήχησε. Μετὰ τὴν βάπτισή του πῆγε σὲ Μοναστήρι τὸ ὁποῖο βρισκόταν στὴν πόλη Νίσβη. Κατόπιν ἀνεχώρησε γιὰ τὴν Θεοδοσιούπολη καὶ ἐγκαταβίωσε στὸ Μοναστήρι τῶν Ἁγίων Σεργίου καὶ Βάκχου. Ὁ ἡγούμενος, βλέποντας τὴν πνευματικὴ τοῦ πρόοδο, τοῦ πρότεινε νὰ γίνη Πρεσβύτερος, ἀλλὰ ὁ ὅσιος τὸν παρεκάλεσε νὰ τοῦ ἐπιτρέψη νὰ τελειώση τὸν ἐπὶ γῆς βίο του ὡς ἁπλὸς μοναχός. Ἀφοῦ δὲ ἔλαβε εὐλογία κατέφυγε σὲ ἐρημικὸ μέρος καὶ παρέμεινε σὲ μιὰ σπηλιά, μαζὶ μὲ δύο μαθητές του. Ἐκεῖ ἐπιδόθηκε μὲ μεγαλύτερο ζῆλο στὴν ἄσκηση καὶ τὴν προσευχή. Κάποτε πέρασε ἀπὸ τὸ μέρος ἐκεῖνο ὁ Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης μαζὶ μὲ στρατιῶτες του καί, ὅταν εἶδε τὸν ὅσιο καὶ τοὺς μαθητές του, διέταξε καὶ τοὺς σκότωσαν μὲ λιθοβολισμό.

Ὁ βίος καὶ ἡ πολιτεία τῶν ὁσιομαρτύρων μᾶς δίνουν τὴν ἀφορμὴ νὰ τονίσουμε τὰ ἀκόλουθα:

Ὁ λιθοβολισμὸς εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ σκληρότερα μαρτύρια. Καὶ αὐτὸ διότι ὁ λιθοβολούμενος τραυματίζεται συνεχῶς ὅλο καὶ περισσότερο καὶ ἀργοπεθαίνει μέσα σὲ φρικτοὺς πόνους. Οἱ ἅγιοι ὑπέμεναν τὸ μαρτύριο αὐτό, ὅπως, ἄλλωστε, καὶ ὅλα τὰ ἄλλα μαρτύρια, σιωπηλοὶ καὶ προσευχόμενοι, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν ἦταν κατόρθωμα δικό τους καὶ δὲν ὀφειλόταν στὴν ἰσχυρὴ θέληση καὶ τὸν δυνατὸ χαρακτῆρα τους, ἀλλὰ ἦταν ἔργο τῆς ἄκτιστης Χάρης τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία κατεσκήνωσε μέσα σὲ ὅλη τους τὴν ὕπαρξη, στὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα τους, καὶ τοὺς δυνάμωνε, τοὺς ἐνίσχυε καὶ τοὺς παρηγοροῦσε. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος, μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν προσωπικό του ἀγῶνα, νικᾶ τὰ πάθη τοῦ καὶ κυριαρχῇ ἐπάνω σὲ αὐτά, τότε τὸν ἐπισκιάζει ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ κατοικεῖ μέσα σὲ ὅλη του τὴν ὕπαρξη, καὶ τότε ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ τὴν τέλεια ἀγάπη καὶ ὅλες τὶς ἄλλες ἀρετές. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀγαπᾶ ἀνιδιοτελῶς τοὺς συνανθρώπους του, καθὼς καὶ ὁλόκληρη τὴν κτίση. Ἐπιθυμεῖ δὲ διακαῶς τὸ μαρτύριο, ἀφοῦ ἡ τέλεια ἀγάπη ἀπὸ τὴν φύση της εἶναι μαρτύριο, θυσία καὶ σταυρός. Ἐπίσης, εὐωδιάζει ὅλη του ἡ ὕπαρξη, τὰ λόγια του καὶ τὰ ἔργα του, ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα του, τὸ ὁποῖο μάλιστα ἐξακολουθεῖ νὰ εὐωδιάζη καὶ μετὰ τὴν ἔξοδο τῆς ψυχῆς του. Τὰ μυρίπνοα λείψανα τῶν ἁγίων εἶναι ἡ σφραγῖδα γνησιότητας τῆς ἁγιότητάς τους, ἀλλὰ καὶ ἡ ἐπιβεβαίωση τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας περὶ τῆς ἀναστάσεως τῶν σωμάτων καὶ περὶ τῆς αἰωνίου ζωῆς.

Διαβάζοντας κανεὶς τὰ Συναξάρια τῶν ἁγίων διαπιστώνει ὅτι πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἀξιώθηκαν νὰ χύσουν τὸ αἷμα τους γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ «ἔφυγαν» ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸν μὲ βίαιο καὶ μαρτυρικὸ τρόπο, καὶ ἄλλοι πάλι «ἔφυγαν» εἰρηνικά, ἤτοι «ἐτελειώθησαν ἐν εἰρήνῃ». Πλήν, ὅμως, ὁ τρόπος ζωῆς ὅλων τῶν ἁγίων εἶναι μαρτυρικός, ἐπειδὴ οἱ ἅγιοι δὲν ἀνήκουν στὸν κόσμον αὐτὸ καὶ γι’ αὐτὸ ὁ κόσμος δὲν τοὺς καταλαβαίνει καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τοὺς ἀνεχθῇ, ἀλλὰ τοὺς μισεῖ καὶ τοὺς διώκει. Εἶναι γνωστὸς ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ: «ὅτι δὲ ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ ἐστέ, ἀλλ ἐγὼ ἐξελεξάμην ὑμᾶς ἐκ τοῦ κόσμου, διὰ τοῦτο μισεῖ ὑμᾶς ὁ κόσμος... εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν, καὶ ὑμᾶς διώξουσιν» (Ἰωάν. ἰε', 19, 20). Βέβαια, μὲ τὴν λέξη κόσμος δὲν ἐννοοῦνται τὰ δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ, τὰ ὁποῖα εἶναι ἀληθινὸ κόσμημα καὶ «καλὰ λίαν», ἀλλὰ οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἐμφοροῦνται ἀπὸ τὸ φρόνημα τῆς σαρκός, ποῦ εἶναι «ἔχθρα εἰς Θεὸν» καὶ θάνατος, καὶ ἀντιστρατεύεται τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ποῦ εἶναι ζωὴ καὶ εἰρήνη.

Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἐνέκρωσε τὸ σαρκικὸ φρόνημα καὶ ἀναγεννήθηκε πνευματικὰ ἢ ἀγωνίζεται νὰ ἐπιτύχη τὴν πνευματική του ἀναγέννηση καὶ τὸν προσωπικό του ἁγιασμό, αὐτὸς ὑπομένει τὸ μαρτύριο χωρὶς νὰ ἀγανακτῇ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ εὐχαριστεῖ καὶ δοξολογεῖ συνεχῶς τὸν Θεὸ γιὰ ὅλα ὅσα τοῦ συμβαίνουν, καὶ γιὰ τὰ εὐχάριστα καὶ γιὰ τὰ δυσάρεστα. Μαρτύριο δέ, κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, θεωρεῖται καὶ ἡ ὑπομονὴ στὰ λυπηρὰ γεγονότα τῆς ζωῆς. Ὁ ἅγιος Διάδοχος Φωτικὴς τονίζει ὅτι «ἡ ὑπομονὴ στὶς δοκιμασίες τῆς ζωῆς καὶ ἡ εὐχαριστία στὸν Θεὸ γιὰ τὰ δεινὰ θὰ ὑπολογισθῇ ἀπὸ τὸν Θεὸ ὡς μαρτύριο καὶ θὰ λάβη ὁ ἄνθρωπος στέφανο μαρτυρίου».

Βέβαια, δὲν εἶναι εὔκολο νὰ ὑπομένη κανεὶς τοὺς πειρασμοὺς μὲ τὶς δικές του δυνάμεις, γι’ αὐτὸ καὶ πολλοὶ καταλήγουν στὴν ἀπελπισία, τὴν ἀπόγνωση καὶ τὴν κατάθλιψη. «Στὴν κατάσταση τῆς πτώσεως, ποῦ μᾶς ἔγινε "φυσική", μποροῦμε νὰ ὑπομείνουμε κάποια μικρὴ δόση μόνο παθημάτων. Καὶ ὅταν αὐτὴ ἡ δόση παθημάτων φθάσει σὲ ὑψηλὸ βαθμὸ τότε βρισκόμαστε στὰ ὅρια τοῦ θανάτου. Πολλοὶ μάλιστα πέθαναν ἀπὸ τὰ παθήματα ἢ κατέληξαν σὲ αὐτοκτονία. Ὑπάρχει, ὅμως, στὸν ἄνθρωπο κάποια πνευματικὴ δύναμη ποῦ κατέρχεται Ἄνωθεν, καὶ τότε γίνεται ἱκανὸς νὰ ὑποστεῖ ἀσυγκρίτως μεγαλύτερα παθήματα» (Ἀρχιμ. Σωφρόνιος Σαχάρωφ). Οἱ πειρασμοὶ ἀποτελοῦν μεγάλη εὐλογία τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπὸ τὴν ἄποψη ὅτι δίνουν τὴν δυνατότητα στὸν ἄνθρωπο νὰ ὠριμάση πνευματικὰ καὶ νὰ γίνη πηγὴ εὐλογίας γιὰ τὴν οἰκογένειά του, τὸ κοινωνικό του περιβάλλον, γιὰ ὁλόκληρη τὴν κτίση. Ὅσον ἀφορᾶ δὲ τοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι, ἠθελημένα ἢ ἀθέλητα, γίνονται αἰτία νὰ ὑποφέρη κανείς, ὅταν τοὺς συγχωρῇ μὲ τὴν καρδιά του, τοὺς ἀγαπᾶ καὶ προσεύχεται γιὰ τὴν μετάνοια καὶ τὴν προκοπή τους, τότε ἡ καρδιά του δέχεται ἁπλόχερα τὴν Χάρη καὶ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ καὶ μεταβάλλεται σὲ ἀληθινὸ παράδεισο. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀποπνέει τὸ ἄρωμα καὶ τὴν μοσχοβολιὰ τῆς εἰρήνης, τῆς ἀγάπης, τῆς χαρᾶς καὶ ὅλων τῶν ἄλλων ἀρετῶν.

Ὅταν κανεὶς λιθοβολῆται μὲ διαφόρους τρόπους, ὅπως π.χ. μὲ προσβολές, ὕβρεις, συκοφαντίες ἢ καὶ μὲ ἀποτυχίες, σοβαρὲς ἀσθένειες, ἀπώλεια προσφιλῶν προσώπων καὶ γενικὰ μὲ δυσβάστακτους πειρασμούς, ποῦ προκαλοῦν πόνο καὶ θλίψη, καὶ ὑπομένει ἀγόγγυστα, προσευχόμενος καὶ δοξολογῶν γιὰ ὅλα τὸν Θεό, θὰ λάβη «Χάριν μάρτυρος καὶ στέφανον μαρτυρίου».

  • Προβολές: 3018