Skip to main content

Κύριο ἄρθρο: Ἡ δόξα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν μελῶν της

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ἔχουν δημοσιευθῇ κατὰ καιροὺς πολλὰ κείμενα καὶ ἀρκετὲς ἀναλύσεις γύρω ἀπὸ τὴν οὐσία, τὸν σκοπὸ καὶ τὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ γύρω ἀπὸ τὶς σχέσεις μεταξὺ τῶν μελῶν της, Κληρικῶν, λαϊκῶν καὶ μοναχῶν. Οἱ ἀναλύσεις αὐτὲς στηρίζονται κυρίως στὴν βιβλικοπατερικὴ διδασκαλία καὶ τὴν πράξη τῆς Ἐκκλησίας.

Στὸ σύντομο κείμενο ποῦ ἀκολουθεῖ θὰ ἐπιδιωχθῇ νὰ τονισθοῦν τὰ βασικὰ ἐκκλησιολογικὰ σημεῖα τῆς πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολῆς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ποῦ ἔχουν ὡς ἀναφορὰ τὴν δόξα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ τὴν δόξα τῶν μελῶν της ὡς μελῶν τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Πρόκειται γιὰ μιὰ ἐπιστολὴ μεγαλειώδη, στὴν ὁποῖα παρουσιάζεται μὲ ἕναν ἐκπληκτικὸ τρόπο τὸ μεγαλεῖο καὶ ἡ δόξα τῆς Ἐκκλησίας.

1. Ἡ Ἐκκλησία ὡς Σῶμα Χριστοῦ

Ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ἐνανθρώπησή Του προσέλαβε τὴν ἀνθρώπινη φύση τὴν ὁποῖα ἕνωσε μὲ τὴν θεία φύση «ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως» καὶ τῆς ὁποίας ἀνθρωπίνης φύσεως ὑπόσταση εἶναι ὁ Λόγος. Ἡ ἀνθρώπινη φύση ποῦ προσλήφθηκε ἀπὸ τὸν Λόγο θεώθηκε «ἅμα τὴ προσλήψει», ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὴν φθαρτότητα καὶ θνητότητα ποῦ προσέλαβε ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἑκουσίως μὲ τὴν Ἀνάσταση καὶ τὴν Ἀνάληψή Του καὶ βρίσκεται ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρὸς μετέχοντας στὴν δόξα Του. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι μετὰ τὴν ἐνανθρώπηση καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καὶ αὐτὸ τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἔγινε πηγὴ τῆς Ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ.

Συμμετοχὴ τῆς ἀνθρώπινης φύσεως τοῦ Χριστοῦ στὴν δόξα τοῦ Θεοῦ σημαίνει μετοχὴ ὑποστατικὼς στὴν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, στὸ ἄκτιστο Φῶς τῆς θεότητος, ἀφοῦ αὐτὸ τὸ Φῶς εἶναι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ.

Ἔτσι ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος διακηρύσσει ὅτι ὁ Θεὸς Πατὴρ ἔθεσε τὸν Χριστὸν «κεφαλὴν ὑπὲρ πάντα τὴ ἐκκλησία, ἥτις ἐστὶ τὸ σῶμα αὐτοῦ, τὸ πλήρωμα τοῦ τὰ πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου» (Ἐφ. α', 22-23). Ἡ φράση ποῦ χρησιμοποιεῖ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος περὶ τῆς Ἐκκλησίας ὡς Σώματος τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι συμβολικὴ καὶ αἰσθητική, οὔτε τὴν προσέλαβε ἀπὸ τὶς φιλοσοφικὲς καὶ κοινωνικὲς ἀντιλήψεις τῆς ἐποχῆς του, ἀλλὰ εἶναι ἀποκαλυπτική. Ὁ ἴδιος εἶδε ἐπανειλημμένως τὸν σεσαρκωμένο Χριστὸ ἐν τῇ δόξη Του, ὅπως οἱ τρεὶς Μαθητὲς στὸ Ὅρος Θαβὼρ καὶ ἀσφαλῶς, φωτιζόμενος κατὰ τὴν κατάσταση τῆς θεωρίας, εἶδε καὶ τὸ δικό του σῶμα φωτεινό, ὡς μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ.

Ἡ βάση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς εἶναι ἡ θεία Εὐχαριστία, μέσα στὴν ὁποῖα γνωρίζουμε ἐν τοὶς πράγμασιν ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, γιατί μετὰ τὴν θεία Κοινωνία, ὕστερα ἀπὸ τὶς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις, ὁμολογοῦμε «εἴδομεν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ἐλάβομεν Πνεῦμα ἐπουράνιον, εὕρομεν πίστιν ἀληθῆ, ἀδιαίρετον Τριάδα προσκυνοῦντες, αὕτη γὰρ ἡμᾶς ἔσωσεν».

Βεβαίως, στὴν πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολὴ δὲν γίνεται κάποια ἀναφορὰ στὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, ἀλλὰ ὑπονοεῖται τὸ «πνεῦμα» της. Αὐτὸ φαίνεται καὶ ἀπὸ τὸ πρῶτο κεφάλαιο, στὸ ὁποῖο γίνεται λόγος γιὰ τὸν Πατέρα ποῦ μᾶς εὐλόγησε μὲ κάθε πνευματικὴ εὐλογία, μᾶς ἐξέλεξε πρὸ καταβολῆς κόσμου νὰ εἴμαστε ἅγιοι καὶ ἄμωμοι, μᾶς προόρισε «εἰς υἱοθεσίαν διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ», μᾶς ἐχαρίτωσε «ἐν τὼ ἠγαπημένῳ», μᾶς συγχώρεσε τὰ παραπτώματα μὲ τὸ Αἷμα τοῦ Υἱοῦ Του, μᾶς ἐγνώρισε τὸ μυστήριο τοῦ θελήματός Του, ἀνακεφαλαίωσε «τὰ πάντα ἐν τὼ Χριστῷ», μᾶς ἐσφράγισε μὲ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ποῦ εἶναι ὁ ἀρραβὼν τῆς κληρονομίας (Ἐφ. α', 1-14).

Ὅλος αὐτὸς ὁ ὕμνος εἶναι στὴν πραγματικότητα εὐχαριστιακὸς καὶ εἶναι ἀπαύγασμα τῆς θείας Λειτουργίας, ἀφοῦ μᾶς ὑπενθυμίζει τὴν εὐχὴ τῆς ἀναφορᾶς ποῦ εἶναι τὸ κεντρικὸ σημεῖο τῆς θείας Εὐχαριστίας καὶ εἶναι προσευχή-δοξολογία πρὸς τὸν Πατέρα γιὰ τὴν μεγάλη Τοῦ δωρεὰ πρὸς ἐμᾶς, ποῦ φανερώθηκε μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ Του.

2. Τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας ὡς μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ

Ἐφ' ὅσον καὶ τὸ ἀνθρώπινο Σῶμα ποῦ προσέλαβε ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι πηγὴ τῆς ἀκτίστου δόξης Του, αὐτὸ σημαίνει ὅτι καὶ οἱ Χριστιανοὶ ποῦ μὲ τὰ ἅγια μυστήρια γίνονται μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ μετέχουν αὐτῆς τῆς δόξης τῆς Βασιλείας, δηλαδὴ τοῦ ἀκτίστου Φωτός, κατὰ διαφόρους βαθμούς. Δὲν εἶναι μέλη τοῦ μυστικοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ τοῦ πραγματικοῦ καὶ δοξασμένου Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ἡ κοινωνία τῶν πιστῶν μὲ τὸν Χριστὸ δὲν εἶναι ἰδεολογική, στοχαστική, συναισθηματική, ἠθική, ἀλλὰ πραγματική, διότι «μέλη ἐσμὲν τοῦ σώματος αὐτοῦ, ἐκ τῆς σαρκὸς αὐτοῦ καὶ ἐκ τῶν ὀστέων αὐτοῦ» (Ἐφ. ε', 30).

Οἱ Χριστιανοί, ὡς μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, μετέχουν τοῦ Φωτὸς τῆς δόξης Τοῦ καὶ ζοὺν κατὰ Χριστόν. Φῶς καὶ ζωὴ εἶναι διαμετρικὰ ἀντίθετα ἀπὸ τὸ σκότος καὶ τὴν νέκρωση. Πρὶν τὴν ἔνταξή τους στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ διὰ τοῦ Βαπτίσματος-Χρίσματος ἦταν νεκροὶ καὶ ζοῦσαν στὸ σκότος, ἐνῷ μετὰ τὴν ἔνταξή τους εἶναι ζῶντες ἐν Χριστῷ (Ἐφ. β', 1-6) καὶ μετέχουν τοῦ Φωτὸς τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ (Ἐφ. ε', 8).

Ἔπειτα, οἱ πνευματικὲς διακονίες τῶν Ἀποστόλων, Προφητῶν, Εὐαγγελιστῶν, Ποιμένων καὶ Διδασκάλων γίνονται «πρὸς τὸν καταρτισμὸν τῶν ἁγίων εἰς ἔργον διακονίας, εἰς οἰκοδομὴν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ», ἕως ὅτου φθάσουν ὅλοι «εἰς τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφ. δ', 12-13). Ὁ σκοπὸς τῶν διακονιῶν μέσα στὴν Ἐκκλησία ἀποβλέπει στὴν θέωση τῶν πιστῶν, στὴν μετοχὴ τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ποῦ προσφέρει τὴν γνώση τοῦ Χριστοῦ.

Οἱ Χριστιανοὶ ὡς μέλη τοῦ ἐνδόξου Σώματος τοῦ Χριστοῦ καὶ ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι «ξένοι καὶ πάροικοι, ἀλλὰ συμπολῖται τῶν ἁγίων καὶ οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ» (Ἐφ. β', 19), ἀφοῦ οἱ ἅγιοι ζοὺν μέσα στὸ Φῶς τοῦ Θεοῦ.

3. Ἡ ἡσυχαστική-νηπτικὴ ζωή

Ἡ μετοχὴ τῶν Χριστιανῶν στὸ ἔνδοξο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ δὲν γίνεται ἀπροϋπόθετα. Βασικὴ προϋπόθεση εἶναι ἡ μυστηριακὴ ζωὴ (Βάπτισμα-Χρίσμα-θεία Κοινωνία), ἀλλὰ καὶ ἡ νηπτική-ἡσυχαστικὴ ζωή.

Ἡ ἡσυχαστικὴ ζωὴ δὲν εἶναι ἐφεύρεση τῶν ἁγίων Πατέρων στὴν μεταγενέστερη ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ εἶναι ἡ εὐαγγελικὴ ζωή. Στὴν πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολὴ γίνεται λόγος γιὰ νοῦ, διάνοια καὶ καρδία, γιὰ τὸν παλαιὸν καὶ τὸν νέον ἄνθρωπον (Ἐφ. δ', 17-24), γιὰ τὸν ἔσω ἄνθρωπον ποῦ κραταιώνεται μὲ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ γιὰ τὴν καρδία στὴν ὁποῖα κατοικεῖ ὁ Χριστὸς διὰ τῆς πίστεως (Ἐφ. γ', 16-17). Ἐπίσης, γίνεται λόγος γιὰ τὴν ἐσωτερικὴ καρδιακὴ προσευχὴ ποῦ γίνεται στὴν καρδιὰ μὲ ψαλμοὺς καὶ ὕμνους καὶ ὠδὲς πνευματικὲς (Ἐφ. ε', 19) καὶ ὅλος αὐτὸς ὁ τρόπος ζωῆς δείχνει τὸ πῶς ἀκριβῶς πρέπει νὰ πορεύονται οἱ Χριστιανοί, «μὴ ὡς ἄσοφοι, ἀλλ' ὡς σοφοί», καὶ φανερώνει τὴν πλήρωσή τους ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα (Ἐφ. ε', 15-18).

Μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν μυστηριακὴ καὶ ἡσυχαστικὴ ζωὴ στὸ ἔνδοξο Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἐξετάζονται ὅλες οἱ ἄλλες ἐκδηλώσεις τῶν Χριστιανῶν, ὅπως οἱ σχέσεις ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν στὸν γάμο (Ἐφ. ε', 22-35), οἱ σχέσεις τέκνων καὶ γονέων (Ἐφ. στ', 1-4), οἱ σχέσεις μεταξὺ δούλων καὶ κυρίων (Ἐφ. στ', 5-9), καθὼς ἐπίσης καὶ ὅλη ἡ ἀναστροφὴ τῶν Χριστιανῶν μεταξύ τους (Ἐφ. δ', 15 – ε', 14).

4. Πολεμικὴ κατὰ τοῦ διαβόλου

Ὁ ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας κόσμος εἶναι ὁ κόσμος τῆς πτώσεως, στὸν ὁποῖον κυριαρχεῖ ὁ διάβολος. Οἱ Χριστιανοὶ ζῶντες μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἐλευθερώθηκαν ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, τὸν διάβολο καὶ τὸν θάνατο, ἀλλ' ὅμως δέχονται ἐπιρροὲς ἀπὸ τὶς ἐνέργειές του, γι' αὐτὸ θὰ πρέπει συνεχῶς νὰ ἀνθίστανται στὶς προκλήσεις ποῦ προέρχονται ἀπὸ αὐτόν. Μὲ τὴν δύναμη τοῦ Χριστοῦ πρέπει νὰ ἀγωνίζωνται «πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου», «πρὸς τὰς μεθοδείας τοῦ διαβόλου», καὶ νὰ ἀντιμετωπίζουν «τὰ βέλη τοῦ πονηροῦ τὰ πεπυρωμένα». Γι' αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ ἀναλάβουν «τὴν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ» (Ἐφ. στ', 10-17) καὶ νὰ ζοὺν ὡς πολεμιστές.

Τὰ ὅπλα τῆς πνευματικῆς αὐτῆς πανοπλίας εἶναι ἀμυντικὰ καὶ ἐπιθετικά, ἀλλὰ συγχρόνως οἱ Χριστιανοὶ δὲν πρέπει νὰ παραλείπουν τὴν ἀδιάλειπτη καρδιακὴ προσευχή, συνδυασμένη μὲ τὴν νήψη, θὰ πρέπει νὰ διάγουν «διὰ πάσης προσευχῆς καὶ δεήσεως, προσευχόμενοι ἐν παντὶ καιρῷ ἐν Πνεύματι, καὶ εἰς αὐτὸ τοῦτο ἀγρυπνοῦντες ἐν πάσῃ προσκαρτερήσει καὶ δεήσει περὶ πάντων τῶν ἁγίων» (Ἐφ. στ', 18).

Ἀπὸ τὰ ἀνωτέρω φαίνεται ὅτι οἱ Χριστιανοὶ εἶναι τὰ μέλη τοῦ ἐνδόξου Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ποῦ εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἀλλὰ ταυτοχρόνως εἶναι καὶ πολεμιστὲς ἐναντίον τοῦ διαβόλου. Οἱ δύο αὐτὲς ἔννοιες (μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καὶ πολεμιστὲς) δείχνουν ποιός εἶναι ὁ σκοπὸς τῶν Χριστιανῶν ποῦ ζοὺν μέσα στὴν Ἐκκλησία μὲ τὰ Μυστήρια καὶ τὴν κατὰ Χριστὸν ἄσκηση.

Ἔχει γραφὴ πολὺ χαρακτηριστικά: «Ἡ Ἐκκλησία ἔχει δύο ὄψεις, μιὰ θετική –ἀγάπη, ἑνότητα καὶ κοινωνία τῆς ἀθανασίας μὲ τοὺς ἄλλους καὶ μὲ τοὺς ἁγίους ἐν Χριστῷ– καὶ μιὰ ἀρνητική –τὸν πόλεμο τοῦ Σατανᾶ καὶ τῶν δυνάμεών του, ποῦ ἔχει ἤδη ἡττηθῇ στὴν σάρκα τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ αὐτοὺς ποῦ ζοὺν ἐν Χριστῷ πέρα ἀπὸ τὸν θάνατο, περιμένοντας τὴν γενικὴ ἀνάσταση, τὴν τελικὴ καὶ ὁλοκληρωμένη νίκη τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοῦ Σατανᾶ». Κατὰ συνέπειαν «ἡ Χριστολογία εἶναι ἡ θετικὴ ὄψη τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ ρυθμίζεται ἀπὸ τὴν βιβλικὴ δαιμονολογία, ἡ ὁποία εἶναι ἕνας σημαντικὸς ἀρνητικὸς παράγοντας ποῦ καθορίζει καὶ τὴν Χριστολογία καὶ τὴν Ἐκκλησιολογία» (π. Ἰωάννης Ρωμανίδης).

Οἱ Χριστιανοὶ πρὶν τὸ Βάπτισμα εὑρίσκονταν κάτω ἀπὸ τὴν ἐπίδραση τοῦ διαβόλου, στὴν συνέχεια ὅμως ἀναγεννήθηκαν ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ βεβαίως σὲ ὅλη τὴν ζωή τους πρέπει νὰ ἀγωνίζωνται ἐναντίον τοῦ Σατανᾶ. Ὁπότε, ὅσοι βιώνουν τὴν ἀρνητικὴ «ὄψη» τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ ὅσοι ἀγωνίζονται ἐναντίον τοῦ διαβόλου καὶ ἐναντίον τῶν παθῶν τους, αὐτοὶ ἀντιλαμβάνονται καὶ βιώνουν τὴν θετικὴ ὄψη τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ τί εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ πῶς μπορεῖ κανεὶς νὰ συμμετάσχη στὴν δόξα Του μέσα στὴν Ἐκκλησία. Αὐτὸ βιώνεται καὶ ἀντίστροφα, δηλαδὴ ὅποιος γεύεται τῆς κοινωνίας μὲ τὸν Χριστό, ἀντιμετωπίζει μὲ εὐχέρεια τὶς ἐπιθέσεις τοῦ διαβόλου. Ἂν κανεὶς ἀρνῆται τὴν δαιμονολογία καὶ δὲν πολεμᾶ ἐναντίον τῶν μεθοδειῶν τοῦ διαβόλου, αὐτὸς δὲν μπορεῖ νὰ ζήση τὴν Χριστολογία, καὶ κατ' ἐπέκταση δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι πραγματικὸ μέλος τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ποῦ ἐκφράζει ἐκπληκτικὰ τὴν δόξα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν δόξα τῶν μελῶν της εἶναι γραμμένη μέσα στὴν φυλακή, στὴν ὁποῖα βρισκόταν τότε ὁ Ἀπόστολος (Ἐφ. στ', 19-20), ἀλλὰ δὲν ἐκφράζει σὲ τίποτε τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς φυλακῆς, ἀφοῦ ἐκεῖ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ζοῦσε ἐμπειρικὰ «τὸ μυστήριον τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφ. γ', 3-4), γνώριζε «τὸ μυστήριον τοῦ θελήματος αὐτοῦ» (Ἐφ. α', 9) καὶ ἤθελε νὰ μεταδώση καὶ στοὺς ἀνθρώπους τῆς φυλακῆς «τὸ μυστήριον τοῦ εὐαγγελίου» (Ἐφ. στ', 19). Ἡ φυλακὴ δὲν μείωσε καθόλου ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο τὴν ἐμπειρικὴ γνώση τῆς δόξης τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως καὶ ἡ κάθε σύγχρονη «φυλακή», ποῦ ζὴ ὁ καθένας μας, δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς ἐμποδίση νὰ γνωρίσουμε καὶ νὰ ζήσουμε τὴν δόξα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς Σώματος τοῦ Χριστοῦ, τὸ μυστήριο τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ ὑποστοῦμε τὴν θεία ἀλλοίωση.

ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ

  • Προβολές: 3537