Κύριο ἄρθρο: Μιὰ μοναδικὴ φωτογραφία τοῦ Παπαδιαμάντη
Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
Ἡ ἐπέτειος τῶν 100 ἐτῶν ἀπὸ τὴν κοίμηση τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη ἔδωσε τὴν ἀφορμὴ νὰ γραφοῦν πολλὰ κείμενα ἢ ἄρθρα γιὰ τὸν μεγάλο αὐτὸν σκιαθίτη λογοτέχνη. Στὸ σχόλιο αὐτὸ θὰ γίνη ἀναφορὰ σὲ κείμενο τοῦ Παύλου Νιρβάνα ποὺ δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ «Νέα Ἑστία» τὸ ἔτος 1933 καὶ περιγράφει πὼς τράβηξε μιὰ μοναδικὴ φωτογραφία τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη, στὸ καφενεδάκι τῆς Δεξαμενῆς ὅπου σύχναζε ὁ σκιαθίτης λογοτέχνης, τὸ ἔτος 1906, ὅπως γράφει, γιὰ νὰ μὴ σβησθῆ «ἡ ὁσία μορφή του».
Ὁ Παπαδιαμάντης δὲν ἤθελε νὰ φωτογραφηθῆ ἔχοντας ὑπ’ ὄψη τὸ ρητό: «Οὐ ποιήσεις σ’εαυτώ εἴδωλον οὐδὲ παντὸς ὁμοίωμα». Ὁ Νιρβάνας πῆρε τὴν πρωτοβουλία μὲ διάφορες ἐνέργειες -«μὲ δόλο καὶ ἁμαρτωλὰ μέσα ἐπραγματοποίησα τὸν ἆθλο μου αὐτό», ὅπως γράφει- νὰ τὸν φωτογραφίση. Καὶ γράφει: «Ἕνας ἀπὸ τοὺς ὠραιότερους τίτλους ποὺ ἀναγνωρίζω στὴν ζωή μου, εἶναι ὅτι παρέδωκα στοὺς μεταγενέστερους τὴ μορφὴ τοῦ Παπαδιαμάντη». Ἐγὼ θὰ προσέθετα καὶ τὸ ὕφος του.
Σὲ κάποια στιγμὴ ὁ Παπαδιαμάντης ὑποχώρησε στὴν ἀποφασιστικότητα τοῦ Νιρβάνα, ὅπως γράφει ὁ τελευταῖος. «Εἶχε πάρει μόνος του τὴ φυσική του στάση ἀπάνω σὲ μιὰ πρόστυχη καρέκλα, μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα στὸ στῆθος, μὲ τὸ κεφάλι σκυφτό, μὲ τὰ μάτια χαμηλωμένα, στάση βυζαντινοῦ ἁγίου, σὰν ξεσηκωμένη ἀπὸ κάποιο καπνισμένο τέμπλο ἐρημοκκλησιοῦ τοῦ νησιοῦ του. Ἦταν μιὰ καλλιτεχνικὴ σύνθεση, καὶ θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἕνα ἔργο τοῦ Πανσελήνου ἢ τοῦ Θεοτοκόπουλου. Ἀμφιβάλλω ἂν φωτογραφικὸς φακὸς ἔλαβε ποτὲ μιὰ τέτοια εὐτυχία».
Σὲ αὐτὴν τὴν διαδικασία ὁ Παπαδιαμάντης ἦταν καὶ βιαστικός, δηλαδὴ ἤθελε νὰ τελειώση γρήγορα αὐτὴ ἡ διαδικασία. Γράφει ὁ Νιρβάνας: «Ἀλλὰ ὁ Ἀλέξανδρος ἦταν βιαστικὸς γιὰ νὰ τελειώνουμε. Γιατί; Μοῦ τὸ ψιθύρισε ἀνήσυχα στὸ αὐτί, καὶ ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ τὸν εἶχα ἀκούσει -οὔτε φαντάζομαι πῶς θὰ τὸν ἄκουσε ποτὲ κανένας ἄλλος- νὰ μιλᾶ γαλλικά: «Nous excitons la curiosité du public», δηλαδὴ «ἐρεθίζουμε τὴν περιέργεια τοῦ κοινοῦ». Καὶ τὴν ὥρα ἐκείνη ἦταν «ἕνα κοιμισμένο γκαρσόνι τοῦ καφενείου, ἕνας γεροντάκος ποὺ λιαζότανε στὴν ἄλλη γωνιὰ τοῦ μαγαζιοῦ, καὶ δυὸ λουστράκια ποὺ παίζανε παράμερα».
Αὐτὴ ἡ φωτογραφία ποὺ τράβηξε ὁ Παῦλος Νιρβάνας εἶναι ὅλος ὁ Παπαδιαμάντης, παρουσιάζει τὸ ἦθος καὶ τὴν προσωπικότητά του.
Σὲ πρόσφατο δημοσίευμα τοῦ Βασίλη Γκουρογιάννη σχολιάζεται αὐτὴ ἡ φωτογραφία ὡς στάση ἑνὸς καθισμένου νεκροῦ. Γράφει: «καθισμένος ὁ ὅσιος ἄσωτος σὲ μιὰ φτηνοκαρέκλα καφενείου μὲ τὰ χέρια του ταπεινὰ σταυρωμένα, εἶχε χαμηλωμένα τὰ μάτια σχεδὸν κλειστά, σὰν νὰ μὴν εἶχε ὁ ἀπάνω κόσμος κάτι ποὺ ἄξιζε νὰ δή. Ὅμως ὑποπτεύομαι πῶς κάτω ἀπὸ τὰ βλέφαρα αὐτὸς κάτι κρυφοβλέπει λοξά, τὸν θάνατο κοιτάζει, ὅπως κοιτάζουν οἱ ἄνθρωποι πρὸς τὴν κατεύθυνση ποὺ περιμένουν νὰ φανὴ τὸ τρένο νὰ τοὺς πάρη. Ἀπὸ κάποια ἡλικία διαισθάνονται οἱ ἄνθρωποι ἀλάνθαστα ἀπὸ ποὺ θὰ φανὴ νὰ τοὺς πάρη καὶ κοιτάζουν πρὸς τὰ ἐκεῖ, ἄλλοι γαλήνιοι καὶ ἄλλοι μὲ τρόμο. Στὴ φωτογραφία εἰκονίζονται σταυρωμένα τὰ χέρια τοῦ ὁσίου, ἕτοιμα γιὰ νὰ μὴ κουράση κάποιον ἄνθρωπο νὰ τοῦ τὰ σταυρώση, κλειστὰ τὰ βλέφαρα, ἕτοιμα νὰ μὴν κουράσει κάποιον νὰ τοῦ τὰ κλείσει, καθιστὸς μὲ εὐσέβεια στὴ στάση ἀκριβῶς ποὺ κηδεύουν τοὺς ἱερωμένους γιὰ νὰ μὴν κουράση κάποιους νὰ τὸν ἀνακαθήσουν» (Ἐλευθεροτυπία 3-9-11).
Παρατηρῶντας, ὅμως, τὴν φωτογραφία αὐτὴ ποὺ ἔβγαλε ὁ Παῦλος Νιρβάνας καταλήγω σὲ ἕνα συμπέρασμα ὅτι ἡ στάση τοῦ Παπαδιαμάντη, ἐκτὸς τοῦ ὅτι ὁμοιάζει μὲ στάση ζωντανοῦ νεκροῦ, συγχρόνως εἶναι στάση ποὺ λαμβάνουν μοναχοί-ἡσυχαστὲς κατὰ τὴν διάρκεια τῆς προσευχῆς τους. Τὸ σταύρωμα τῶν χεριῶν, ἡ ἐλαφρὰ κλίση τῆς κεφαλῆς, καὶ μάλιστα πρὸς τὸ μέρος τῆς καρδιᾶς, τὸ χαμήλωμα τῶν ματιῶν παρουσιάζει τὴν ἡσυχαστικὴ στάση ποὺ λαμβάνουν οἱ μοναχοί, ὅπως τὸ περιγράφουν διάφοροι διδάσκαλοι τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς καὶ τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Δὲν γνωρίζω, βέβαια, ἂν ὁ Παπαδιαμάντης ἀσχολεῖτο μὲ αὐτὸ τὸ ἔργο, ὅμως εἶχε τὸ ὕφος καὶ τὸ ἦθος τῶν μοναχῶν ποὺ εἶχε γνωρίσει στὸ Ἅγιον Ὅρος. Ἡ φωτογραφία αὐτὴ φανερώνει τὴν ἐσωτερική του ζωὴ καὶ τὴν προσωπικότητά του. Τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι στὴν ἴδια περίπου στάση (μόνον τὸ κεφάλι του εἶναι λίγο σηκωμένο) ἦταν ὅταν φωτογραφήθηκε μὲ τὸν Ναυπάκτιο Λογοτέχνη Γιάννη Βλαχογιάννη (1908). Ἐνῷ ὁ Βλαχογιάννης εἶναι ὄρθιος καὶ κοιτᾶ στὸν φακό, ὁ Παπαδιαμάντης εἶναι καθιστὸς μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα καὶ κοιτᾶ πρὸς τὰ ἀριστερά του.
Τελικά, αὐτὸ ποὺ βλέπει κανεὶς στὸ ὕφος, τὸ ἦθος καὶ τὸ ἔργο τοῦ Παπαδιαμάντη εἶναι τὸ ἁγιορείτικο καὶ προσευχητικὸ ὕφος, ἡ στάση προσευχῆς καὶ ἡ ταπείνωσή του.
Ὁ Παῦλος Νιρβάνας γράφει ὅτι κατὰ τὴν φωτογράφιση πῆρε «μόνος του τὴ φυσική του στάση» καὶ καυχᾶται γιατί παρέδωκε «στοὺς μεταγενεστέρους τὴν μορφή» του. Ὁ Παπαδιαμάντης μᾶς διδάσκει μὲ τὰ κείμενά του, τὸ ὕφος του, τὴν μορφή του, τὴν σιωπή του καὶ τὴν φωτογραφία του. Ἂν συγκρίνουμε αὐτὴν τὴν φωτογραφία μὲ τὶς σύγχρονες φωτογραφίες καὶ τὴν ἐπικοινωνιακὴ νοοτροπία τῆς ἐποχῆς μας, τότε καταλαβαίνουμε τὴν διαφορά. Ἡ ἐποχὴ στὴν ὁποία ζοῦμε εἶναι ἐποχὴ ποὺ ρίχνει κανεὶς τὸ βλέμμα του στὸν φακὸ τῆς φωτογραφικῆς καὶ τηλεοπτικῆς μηχανῆς, ἐνῷ ἡ νοοτροπία τοῦ Παπαδιαμάντη εἶναι νοοτροπία ποὺ κατευθύνει τὸν νοῦ του στὴν καρδιά, ὅπου ἡ Χάρη τοῦ βαπτίσματος καὶ τοῦ χρίσματος, καὶ ἀναπτύσσεται ἡ προσευχή.–
- Προβολές: 3723