Θρησκευτικὰ καὶ Λατρευτικὰ Ἤθη καὶ Ἔθιμα στὴν Ἀράχωβα Ναυπακτίας
Γ. Γαλανοπούλου, Ἀναγνώστου-Δικηγόρου στὸν Ἄρειο Πάγο
Προσφώνηση πρὸς τὸν Μητροπολίτη Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου κ. Ἰερόθεο, μετὰ τὴν θεία Λειτουργία, Κυριακὴ 14-8-2011 (βλ. τεῦχος 181).
Σεβασμιώτατε,
Σᾶς ὑποδεχόμαστε μὲ αἰσθήματα ἀγάπης καὶ σεβασμοῦ καὶ σᾶς καλωσορίζουμε καὶ τοῦτο τὸ ἔτος στὸν ναὸ τοῦ πολιούχου μας Ἁγίου Νικολάου στὴν Ἀράχωβα. Σὲ παλαιότερη συνάντησή μας καὶ σὲ σχετική σας ἐρώτηση μὲ τὸ τί ἑτοιμάζει ἡ ἐλαχιστότητά μου, σᾶς εἶπα ὅτι εἶναι καιρὸς νὰ ποῦμε λίγα λόγια γιὰ τὰ θρησκευτικὰ καὶ λατρευτικὰ ἤθη καὶ ἔθιμα τοῦ τόπου μας, ποῦ πηγάζουν ἀπὸ μιὰ πολύχρονη ζωηρὴ ζωντανὴ παράδοση αἰώνων, ἕως τὶς μέρες μας.
Γιὰ τὸ ὅτι τὰ χωριὰ τῆς Ναυπακτίας ἔχουν ζωὴ ἑκατοντάδων ἐτῶν καὶ ἡ ἵδρυσή τους ἀνάγεται στὸ μακρινὸ παρελθόν, δὲν χωρεῖ ἀμφισβήτηση. Τὸ χωριό μας ὑπάρχει πρὸ τοῦ 1500 π. Χ. μὲ ἄγνωστο ὄνομα. Τὸν 3ο αἰῶνα καὶ μετὰ τὴν πλήρη ἐπικράτηση τοῦ Χριστιανισμοῦ, λόγῳ τῆς μετατροπῆς τοῦ εἰδωλολατρικοῦ ναοῦ σὲ χριστιανικὸ ναὸ ἐπ' ὀνόματι τῆς Θεομήτορος, τὴν γνωστὴ Παναούλα, ὅπως τὴν λέμε στὴν ντοπιολαλιά μας, ὀνομάστηκε Παναγιὰ ἢ Παναγιές. Ἀργότερα, τὸν 7ο αἰῶνα, μὲ τὴν κάθοδο τῶν Σλάβων πῆρε τὸ σημερινό της ὄνομα Ἀράχωβα, ποῦ σημαίνει καρυδότοπος.
Στὸ λεξιλόγιο τοῦ χωριοῦ μας ἡ λέξη ἀλληλεγγύη, ποῦ σημαίνει ἀλληλοβοήθεια, ἦταν ἄγνωστη σὲ παλαιότερες ἐποχές. Ἦταν ὅμως γνωστὴ ἡ λέξη "παρακαλιὰ" καὶ τὸ σχετικὸ θρησκευτικὸ ἔθιμο ἀνατρέχει σὲ πολὺ μακρινὲς ἐποχές. Ὅταν κάποιος συγχωριανός μας ἔκτιζε καινούργιο σπίτι γιὰ τὴν νέα του οἰκογένεια ἢ καιγόταν π.χ. τὸ σπίτι του καὶ ἔπρεπε μὲ κόπο μεγάλο καὶ πολλὰ ἔξοδα ποῦ δὲν εἶχε νὰ τὸ ἀνορθώση καὶ πάλι ἢ ἂν ἀρρώσταινε βαρειὰ καὶ δὲν μποροῦσε νὰ καλλιεργήση τὰ κτήματά του γιὰ νὰ θρέψη τὴν φαμελιά του, τότε πήγαιναν οἱ συγγενεῖς, οἱ γείτονες καὶ ὅσοι μποροῦσαν νὰ προσφέρουν βοήθεια διαπνεόμενοι ἀπὸ ἀδελφικὸ πνεῦμα καὶ βοηθοῦσαν στὸ χτίσιμο τῆς οἰκίας ἢ στὴν καλλιέργεια τοῦ χωραφιοῦ του.
Ὅμως πήγαιναν τὴν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς ἀργίας, ὄχι ἀπὸ ἀσέβεια πρὸς τὴν ἱερότητα τῆς ἡμέρας, ἀλλὰ ἐπειδὴ τὶς λοιπὲς ἡμέρες τῆς ἑβδομάδας εἶχαν τὶς δικές τους ἐργασίες καὶ δὲν ἐπαρκοῦσε ὁ χρόνος. Ἔτσι, μὲ τὴν κοινὴ προσευχὴ ὅσων πήγαιναν στὴν Ἐκκλησία νὰ λειτουργηθοῦν καὶ νὰ κοινωνήσουν, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν δική τους συνάμα ἀτομική, ἐκ τοῦ μακρόθεν προσευχή, ὅλοι παρακαλοῦσαν τὸν Κύριο νὰ τοὺς ἐλεήση γιὰ τὴν ἀπουσία τους ἀπὸ τὸν ἐκκλησιασμό, ἀλλὰ καὶ νὰ τοὺς ἐνισχύση στὸ ἀναλαμβανόμενο ἔργο, γιὰ νὰ βοηθήσουν τὸν πένητα ἢ πάσχοντα συνάνθρωπό τους. Στὴν προκειμένη περίπτωση ὁ Φιλεύσπλαχνος καὶ Φιλάνθρωπος Χριστὸς δεχόταν τὴν εἰλικρινῆ τους διάθεση καὶ τὴν πρὸς τὸν ἔχοντα ἀνάγκη ἀδελφό τους καὶ παρεῖχε κάθε εὐόδωση στὴν ἄοκνη προσπάθειά τους, τὴν ὁποία ἔφεραν εἰς πέρας. Αὐτὸ τὸ ἔθιμο διατηρεῖται σὲ ἐξαιρετικὲς περιπτώσεις ἕως σήμερα καὶ ἔτσι χτίστηκαν στὶς μέρες μας σπίτια πάμπτωχων Ἀραχωβιτών. Αὐτὸς εἶναι ὁ ὁ χριστιανικὸς ἐθελοντισμός, σωστός, γνήσιος, ψυχωφελής, σωτήριος.
Ἄλλο ἔθιμο ποῦ καὶ σήμερα διατηρεῖται εἶναι ἡ "παρηγοριά". Ὅταν πεθάνη κάποιος συγχωριανός, μετὰ τὴν ταφὴ ἐπιστρέφουν στὸ σπίτι τοῦ κεκοιμημένου καὶ στρώνουν τραπέζι μὲ φαγητὰ ποῦ ἔχουν ἑτοιμάσει. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ κατὰ τὰ μνημόσυνα. Ἀφοῦ κάνουν τὴν κοινὴ προσευχή, τρῶνε καὶ πίνουν γιὰ τὴν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς τοῦ κεκοιμημένου καὶ μὲ παρηγορητικὰ λόγια προσπαθοῦν νὰ ἁπαλύνουν τὴν θλίψη καὶ τὸν πόνο τῶν οἰκείων του. Στὸ τέλος κάνουν καὶ πάλι εὐχαριστήρια προσευχὴ καὶ ἀπέρχονται. Τὸ ἔθιμο αὐτὸ ἀνατρέχει στὴν εἰδωλολατρικὴ ἐποχὴ μὲ τὶς θυσίες, τὶς σπονδὲς καὶ χοές, ἀλλὰ τὸ υἱοθέτησε πλήρως καὶ τοῦ ἔδωσε τὴν δέουσα ἱερότητα καὶ σημασία ὁ Χριστιανισμὸς μὲ τὶς ἀγάπες, δηλαδὴ τὴν κοινὴ τράπεζα, μετὰ τὴν θεία λειτουργία, ἐπάνω στοὺς τάφους τῶν μαρτύρων. Τὸ ἔθιμο αὐτὸ στὴν βυζαντινὴ αὐλὴ ἔλαβε σχεδὸν οἰκουμενικὴ διάσταση, ἀλλὰ κατὰ τόπους διατήρησε τὴν αὐστηρότητα καὶ σοβαρότητά του. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν προσφορὰ φαγητοῦ γιὰ τὴν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς τοῦ κεκοιμημένου ἔδιναν ἐλεημοσύνη στοὺς φτωχούς, στὶς χῆρες καὶ τὰ ὀρφανα, ὡσὰν νὰ ἔδιναν στὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ καὶ ἔκαναν καὶ σαρανταλείτουργο, ἐνῷ ἐπὶ τρεὶς συνεχεῖς ἡμέρες, ὅπως συνέβαινε στὴν ἀρχαιότητα καὶ στὸ Βυζάντιο, μεταβαίνουν στὸν τάφο τοῦ κεκοιμημένου καὶ θρηνοῦν τὸν χαμό του.
Ἄλλο κοινωνικὸ ἔθιμο, ἀλλὰ μὲ σοβαρὸ τρόπο λόγῳ τῆς ἱερότητας τοῦ χώρου, ἦταν τὸ "μολόημα", ἡ ἐπιστροφὴ τοῦ ξενιτεμένου καὶ ἡ διήγηση τῶν ὅσων εἶδε καὶ γνώρισε στὰ μέρη ποῦ πῆγε γιὰ ζητιανιά, πρὸς ἐνημέρωση τῶν παρισταμένων. Ὅμως αὐτὸ γινόταν στὸν αὔλειο χῶρο τῆς ἐκκλησίας, πρᾶγμα ποῦ ἀπέπνεε σεβασμό, τὸ ἀπόγευμα τῆς Λαμπρῆς, τῆς μεγαλύτερης ἑορτῆς τῆς Ὀρθόδοξης Χριστιανοσύνης, ἀμέσως μετὰ τὸν ἑσπερινὸ τῆς Ἀγάπης καὶ λίγο πρὶν ἀρχίσει τὸ γλέντι καὶ ὁ χορὸς στὴν πλατεῖα τοῦ χωριοῦ. Οἱ πρόγονοί μας ἔδιναν μεγάλη σημασία στὸν ξένο. Μὴν λησμονοῦμε ὅτι ἐδῶ ἐλατρεύετο ὁ Ξένιος Δίας, μὲ σωζόμενο βάθρο βωμοῦ καὶ χρυσὸ ἄγαλμα, γι' αὐτὸ οἱ Ἀραχωβίτες διακρίνονται γιὰ τὴν φιλοξενία τους, καὶ ξεπροβόδιζαν μὲ εὐχὲς ἢ ὑποδέχονταν μὲ τραπέζια καὶ χαρὲς τὸν ξενιτεμένο.
Τέλος, τὰ ὅσα ἔθιμα ἔχουν νὰ κάνουν μὲ τὶς διάφορες θρησκευτικὲς ἑορτὲς καὶ πανηγύρεις ἢ ἔχουν σχέση μὲ τὴν γέννηση, τὸ σαράντισμα, τὴν βάπτιση, τὴν μνηστεία, τὸν γάμο ἢ τὸν θάνατο καὶ τελοῦνται στὸ σπίτι ἢ στὴν βρύση ἢ στὸ χωριό, ἢ στὸν ναό, εἴτε στὸ κοιμητήριο καὶ ποῦ διατηρήθηκαν καὶ ἐπὶ Τουρκοκρατίας, τὰ τηροῦμε μέχρι σήμερα, ὅπως τὰ βρήκαμε ἀπὸ τοὺς προγόνους μας. Ἐνδεικτικὰ ἀναφέρω: Τὰ "παλυσπόρια ἢ πολυσπόρια καὶ τὸ τάϊσμα τῆς βρύσης, κατὰ τὴν ἑορτὴ τῶν Εἰσοδίων τῆς Παναγίας μας, μὲ τὸ βράσιμο ὅλων τῶν εἰδῶν τῶν ὀσπρίων καὶ σπόρων, τὰ γνωστὰ "καλαντίσματα" τῶν παιδιῶν Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Θεοφάνεια, Λαζάρου καὶ Μεγάλης Παρασκευῆς, μὲ τὴν ἀνάλογη ἀμφίεση καὶ τὸ στόλισμα τοῦ καλαθιοῦ ἢ τοῦ σταυροῦ ἀνὰ περίπτωση. Τὸ ὅτι λ.χ. ὅτι τοῦ Ἁγίου Τρύφωνος ἢ τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων ἢ καὶ σὲ μεγάλες ἑορτὲς δὲν γίνονται κάποιες συγκεκριμένες ἀσχολίες καὶ ἐργασίες, τὸ ὕψωμα τοῦ πρόσφορου ποῦ σηκώνει ὁ ἱερέας στὸ σπίτι τοῦ ἑορτάζοντος, ὁ ἁγιασμὸς τῶν οἰκιῶν καὶ χωραφιῶν, δέντρων καὶ κήπων τὴν ἡμέρα τῶν Φώτων, τὰ ταξίματα καὶ τὸ ζώσιμο κυκλικὰ τοῦ ναοῦ μὲ σχοινὶ βουτηγμένο σὲ ἁγνὸ μελισσοκέρι, τὸ σταύρωμα μὲ τὸ δεξὶ χέρι σὲ κάποιο πονεμένο μέλος τοῦ σώματος π.χ. κορυφὴ κεφαλῆς ἐπὶ πονοκέφαλου, κοιλιὰ ἐγκυμονούσης ἢ ἀκόμη καὶ στὸν ἀέρα κατὰ τὴν ἀναχώρηση ξενιτεμένου γιὰ νὰ τὸν ἐνδυναμώνη καὶ θεραπεύη ἡ ἀήττητος καὶ ἀκατάλυτος δύναμη τοῦ Τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ, ἡ βασκανία, τὸ ξεμάτιασμα μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅταν δὲν ἦταν εὔκολη ἡ μετάβαση στὸν ἱερέα, οἱ λιτανεῖες καὶ οἱ παρακλήσεις σὲ περιόδους ἀνομβρίας ἢ λοιμικῶν νόσων, ἐπιδρομῆς ἀκρίδων στὰ σπαρτά, ὁ σεβασμὸς πρὸς τοὺς ἱερεῖς, νὰ τρέξουμε νὰ φιλήσουμε τὸ χέρι τοῦ παπᾶ, τὰ "σ'χαρήκια" (συγχαρητήρια), ὅταν τρέχαμε μικρὰ παιδιὰ νὰ ἀναγγείλουμε τὸ ὄνομα τοῦ νεοφώτιστου στοὺς γονεῖς καὶ παπποῦδες, γιὰ νὰ λάβουμε τὸ φιλοδώρημα (χρησιμοποιῶ πληθυντικὸ ἀριθμὸ γιατί ἔτρεχε καὶ ἡ ἐλαχιστότητά μου, ὅταν ἤμουν παιδί), καὶ πάρα πολλὰ ἄλλα θρησκευτικὰ καὶ ἑορταστικὰ ἔθιμα σὲ πανηγύρεις ναῶν, ποῦ διατηρήθηκαν ἀναλλοίωτα ἐδῶ καὶ πολλοὺς αἰῶνες.
Ὅμως δὲν μποροῦμε νὰ ξεφύγουμε, δυστυχῶς, καὶ ἀπὸ ἁμαρτωλὲς πράξεις, ποῦ τὶς θεωροῦμε κακῶς ὡς ἔθιμα. Λ. χ. τὴν χαρτοπαιξία, ποῦ τὴν παραμονὴ καὶ τὴν ἡμέρα τῆς Πρωτοχρονιᾶς ξενυχτοῦν κάποιοι χωρὶς νὰ ἔχουν τὴν δύναμη νὰ πᾶνε στὸν εὐκτήριο Οἶκο τοῦ Θεοῦ καὶ λένε ὅτι ἔπαιξαν τὸν Ἀη-Βασίλη, μετατρέποντας ἔτσι τὸν Ἅγιο ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, ποῦ ἔχτισε τὴν Βασιλειάδα, στέγασε, ἔθρεψε καὶ γιάτρεψε χιλιάδες πάσχοντες Χριστιανούς, σὲ χαρτοπαίχτη ἢ ἀκόμα καὶ θρησκευτικὸ ὅρκο, ὅταν ἡ Ἁγία Γραφὴ ἀπαγορευτικὰ λέγει "μὴ ὀμῶσαι ὅλως". Μέσα στὸ περιβάλλον τῆς λαϊκῆς ἀμάθειας ἐπικράτησε καὶ πλῆθος ἄλλων δοξασιῶν καὶ ἁμαρτημάτων, ὅπως μαγεῖες, χαρτομαντεῖες, μαγγανεῖες, οἰωνοσκοπίες, προμηνύματα κακῶν (λ.χ. πλάτη ἀπὸ τὸ ψημένο ἀρνί, τὸ καράβι τῆς κότας, τὸ κρώξιμο ἀπὸ τὸ χαροπούλι ἢ τὸ φανερώνουν τὰ χαρτιά, τὸ δείχνει τὸ φλυτζάνι) καὶ ἄλλα παρεμφερῆ. Ἄλλο ἁμάρτημα εἶναι ἡ μὴ τήρηση τῆς νηστείας ἢ ἡ κατάλυσή της ἀδικαιολόγητα στὶς διατεταγμένες ἡμέρες καὶ περιόδους τῆς Ἐκκλησίας μας ἀπὸ πλειάδα Χριστιανῶν, ἰδιαίτερα μάλιστα Σαρακοστὲς καὶ μέρες τοῦ Δεκαπενταύγουστου ἢ τὴν ἡμέρα τοῦ Σταυροῦ, τῆς Ἀποτομῆς τῆς τιμίας κεφαλῆς τοῦ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου ἢ καὶ σὲ ἄλλες ἡμέρες αὐστηρῆς νηστείας, ὑποχρεωτικὲς νηστεῖες κατ' ἐπιταγὴν τῆς Ἐκκλησίας στὰ μέλη της, ἀλλὰ ἔχοντας τηρηθῇ ἀπὸ συνήθεια (χρήση κατ' ἐθιμικὸ τρόπο). Εἰδωλολατρικὸ κατάλοιπο ἀποτελεῖ τὸ ἔθιμο τῆς μεταμφίεσης (μασκαρᾶδες) τῶν Ἀπόκρεω, ὅπου ἄνδρες καὶ γυναῖκες, Χριστιανοὶ μόνον κατ' ὄνομα, ἀλλοιώνουν καὶ προσβάλλουν τὸ κατ' εἰκόνα Θεοῦ, ἀφοῦ ἀναίτια, χάριν παιδιᾶς, μεταλλάσσουν τὴν ἀμφίεση καὶ τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ προσώπου τους διακωμωδῶντας ἀκόμα καὶ κληρικούς.
Ὅλα αὐτὰ ἀποτελοῦν ἕνα περίγραμμα τῶν θρησκευτικῶν καὶ κοινωνικῶν ἐθίμων τοῦ τόπου μας, θετικῶν καὶ ἀρνητικῶν δεδομένων, καθὼς θὰ μπορούσαμε νὰ ἔχουμε ἀναφέρει καὶ ἄλλα πολλὰ ἔχοντα ἄμεση σχέση μὲ ναούς, ἑορτὲς καὶ πανηγύρια.
Εὐχηθεῖτε, Σεβασμιώτατε νὰ μᾶς βοηθήση ὁ καλὸς Θεός μας, νὰ μᾶς σώση ἀπὸ τὸν ὄλεθρο καὶ νὰ μᾶς ὀδηγήση εἰς νομὰς σωτηρίους. Ἀμήν. Εὐχαριστῶ γιὰ τὸν κόπο καὶ τὴν ὑπομονή σας νὰ ἀκούσετε προσεκτικὰ ὅλα τὰ προαναφερθέντα.–
- Προβολές: 2801