Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Ἀντιδημοκρατικὲς ἀνασφάλειες καὶ «χριστιανικὸς δανεισμός»
Πρωτοπρεσβύτερου π. Θωμᾶ Βαμβίνη
Ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ συμπτώματα τῆς οἰκονομικῆς κρίσης, στὴν ὁποία βυθίζεται ἡ χώρα μας, εἶναι ἡ ἀπώλεια τοῦ ἐνδιαφέροντος γιὰ τὴν πολιτικὴ ἀπὸ μεγάλο μέρος τῶν πολιτῶν. Ἔχει ἐξατμισθῇ τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὰ προγράμματα καὶ τὶς ἀπόψεις τῶν κομμάτων, γιὰ τὶς δηλώσεις καὶ τὶς ἀντιδηλώσεις τῶν πολιτικῶν, γενικὰ ἔχει χαθῇ ἡ ὄρεξη γιὰ τὰ κοινά, ἀφοῦ εἶναι ἔντονη ἡ αἴσθηση ὅτι δὲν ὑπάρχει πλέον τόπος (ἔστω ἕνα μικρὸ περιθώριο) γιὰ τὴν γνώμη τοῦ λαοῦ. Ὁ λαὸς ὀφείλει μόνο νὰ ὑπακούη, νὰ ἐφαρμόζη πιστὰ τὶς ἀποφάσεις τῶν ἡγετῶν του, χωρὶς νὰ ὑπολογίζονται οἱ ἀνάγκες του, χωρὶς νὰ συγκινοῦν τὰ ὁράματά του. Κι’ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ οἱ πολιτικοὶ ἡγέτες δείχνουν πρὸς τὸν λαὸ ὅτι εἶναι ὑποχρεωμένοι νὰ ἀποφασίζουν ὑπακούοντας πειθήνια στὶς ἐπιταγὲς τῆς «διεθνοῦς κεφαλαιοκρατίας», γιατί αὐτὸ ποῦ καθορίζει, ὅπως φαίνεται, τὶς πολιτικὲς ἀποφάσεις στὸ παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον ποῦ ζοῦμε, εἶναι ἡ ἐξασφάλιση μόνον τῶν κερδῶν ποῦ προσδοκοῦν οἱ δανειστές μας καὶ ὄχι ἡ στέρηση ἀκόμη καὶ τοῦ καθημερινοῦ ἄρτου ἀπὸ μεγάλο μέρος τοῦ λαοῦ. Ἡ κατανόηση μάλιστα αὐτῆς τῆς ἀνάγκης τῶν δανειστῶν χαρακτηρίζεται ἀπὸ ἀρκετοὺς ὡς «πολιτικὴ σύνεση».
Πρέπει νὰ παραδεχθοῦμε, βέβαια, ὅτι ἡ γνώση τῶν ἀναγκῶν καὶ τῆς νοοτροπίας τῶν δανειστῶν μας βοηθᾶ στὴν λήψη συνετῶν πολιτικῶν ἀποφάσεων. Ὁ ἡγέτης πρέπει νὰ γνωρίζη πολὺ καλὰ τὶς ἀνάγκες καὶ τὸν χαρακτῆρα αὐτῶν μὲ τοὺς ὁποίους ἀναπτύσσει ὁποιασδήποτε μορφῆς σχέση. Πρέπει νὰ γνωρίζη καλὰ τοὺς ἀντιπάλους, ἀλλὰ καὶ τοὺς συμμάχους του. Αὐτὴ ἡ γνώση εἶναι προϋπόθεση γιὰ τὶς σωστὲς πολιτικὲς ἀποφάσεις του. Ὅμως ἡ τέχνη τῆς πολιτικῆς, ὅταν ὑπάρχη πραγματικὴ ἔγνοια γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ λαοῦ, δὲν εἶναι δογματικὰ (καὶ δουλικὰ) προσκολλημένη στὶς ἀπαιτήσεις τῶν ἰσχυρῶν. Προσπαθεῖ νὰ ἰσορροπῇ τὸ κυβερνητικὸ ἔργο πάνω στὸ σχοινὶ τῆς λαϊκῆς ἐντολῆς, ποῦ εἶναι τεντωμένο πάνω ἀπὸ χάσματα τὰ ὁποία ἔχουν ἀνοίξει τὰ σφάλματα τοῦ παρελθόντος, ὁ ἐθισμὸς τοῦ λαοῦ σὲ κακὲς ἐπιχειρηματικὲς καὶ καταναλωτικὲς συνήθειες ἢ ἀκόμη ἡ ἐπιβολὴ στὸ Κράτος καὶ τὴν κοινωνία κοντόφθαλμων ἐργασιακῶν συμφερόντων. Τὰ χάσματα αὐτὰ μεγενθύνονται καὶ γίνονται πολὺ ἐπικίνδυνα ἀπὸ τὴν βουλιμία γιὰ κέρδος, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὶς φοβίες ποῦ διακατέχουν τοὺς δανειστές μας.
Ἐλπίζουμε τὰ πράγματα νὰ πᾶνε καλύτερα. Ἂν ὅμως συνεχισθῇ ἡ πορεία ποῦ πήραμε, χωρὶς ἀνακουφιστικὰ ἀποτελέσματα γιὰ τὶς οἰκονομίες τῶν νοικοκυριῶν, εἶναι ἐνδεχόμενη μιὰ μὴ ἐλεγχόμενη ἔκρηξη τῆς λαϊκῆς ἀγανάκτησης μὲ ἀπρόβλεπτες συνέπειες γιὰ τὴν ἐπιβίωση τοῦ κρατικοῦ μορφώματος τῆς χώρας μας. Αὐτὸ θὰ συμβῇ ὅταν ἡ πλειονότητα τοῦ λαοῦ, χωρὶς ἀποφασιστικὴ γνώμη γιὰ τὴν ἐξέλιξη τῶν πραγμάτων, θὰ ζὴ κάτω ἀπὸ τὸ ὅριο τῆς φτώχειας, ὁπότε δὲν θὰ αἰσθάνεται ὅτι βλάπτεται τὸ ἀνύπαρκτο εἰσόδημά του ἀπὸ τὴν μὴ καταβολὴ στὸ Κράτος κάποιας δανειακῆς δόσης. Αὐτοὶ ποῦ δὲν θὰ ἔχουν τίποτα δὲν θὰ φοβοῦνται ὅτι θὰ χάσουν κάτι.
Ἡ κοινωνιολογικὴ καὶ οἰκονομικὴ μελέτη αὐτῶν τῶν πραγμάτων ἔχει μεγάλη ἀξία, ἀλλὰ μέσα στὸν στενὸ ἐπιστημονικὸ ὁρίζοντα δὲν ἐξηγοῦνται οὔτε λύνονται ὅλα τὰ προβλήματα. Αὐτὸ δὲν τὸ λένε μόνον οἱ Ἱερεῖς καὶ οἱ Θεολόγοι, ἐμμέσως, πλὴν σαφῶς, τὸ λένε καὶ οἱ πολιτικοὶ καὶ οἱ οἰκονομολόγοι, οἱ ὁποῖοι γνωρίζουν ὅτι πολὺ σημαντικὸ ρόλο στὴν οἰκονομία ἑνὸς τόπου παίζει ἡ «ψυχολογία τῆς ἀγορᾶς», δηλαδή, ἡ ψυχικὴ κατάσταση ὅλων τῶν ἀνθρώπων ποῦ ἐμπλέκονται σὲ οἰκονομικὲς δραστηριότητες καὶ δοσοληψίες. Πολλὲς φορὲς γίνεται λόγος γιὰ «νευρικότητα» ἢ γιὰ «κακὴ ψυχολογία» τῆς ἀγορᾶς.
Αὐτὴ ἡ «ψυχικὴ κατάσταση» εἶναι τὸ θεμέλιο ὅλων τῶν προβλημάτων. Βέβαια, οἱ οἰκονομολόγοι ἐνδιαφέρονται μόνον γιὰ ψυχικὲς καταστάσεις ποῦ ἐπηρεάζουν τὶς ἐπιχειρηματικὲς δραστηριότητες καὶ τὶς καταναλωτικὲς συνήθειες τοῦ κόσμου, χωρὶς νὰ διερευνοῦν τὴν ρίζα τοῦ ψυχικοῦ κακοῦ. Τὸ κακὸ (τὸν νοσογόνο παράγοντα) τὸ ψάχνουν στὰ οἰκονομικὰ συστήματα, στὰ προγράμματα τῶν κυβερνήσεων, στὰ σχέδια τῶν τραπεζῶν. Τὸν ψάχνουν, δηλαδή, ἔξω ἀπὸ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἔξω ἀπὸ τὴν ἀτιθάσευτη ἐπιθυμία καὶ τὸν ἀπαιδαγώγητο θυμό του, ἔξω ἀπὸ τὶς θανατηφόρες φοβίες ποῦ δημιουργεῖ στοὺς «ἔχοντες καὶ κατέχοντες» τὸ ἐνδεχόμενο ἐλάττωσης ἢ ἀπώλειας τοῦ πλούτου τους.
Οἱ «διεθνεῖς τοκογλύφοι» δανείζουν χρήματα γιὰ νὰ τὰ εἰσπράξουν κατόπιν μὲ τόκο. Αὐτὸς ὁ δανεισμὸς ἐνέχει γι’ αὐτοὺς κάποιους κινδύνους, ὅπως ἄλλωστε καὶ κάθε ἐπιχειρηματικὴ δραστηριότητα. Γι’ αὐτὸ θέλουν νὰ ἐξασφαλίζουν μὲ κάθε τρόπο τὰ κέρδη τους, νὰ περιορίζουν στὸ ἐλάχιστο τοὺς κινδύνους. Ὁ ἀσφαλέστερος δανεισμὸς γι’ αὐτοὺς εἶναι σὲ χῶρες ποῦ ἔχουν ἀξιόπιστο πολιτικὸ σύστημα καὶ οἰκονομία ποῦ παράγει. Ὅποια χώρα ἀποδεικνύεται ἢ δίνει λαβὲς νὰ θεωρεῖται ἀναξιόπιστη δέχεται πάνω της ὅλη τὴν πίεση ποῦ μποροῦν νὰ ἀσκήσουν οἱ δανειστές της. Ἡ πίεση αὐτὴ ἔχει τὴν ρίζα της στὴν παθολογία τῶν δανειστῶν, στοὺς πόθους καὶ τοὺς φόβους τους: Πρῶτον, λοιπόν, ὀφείλεται στὴν βουλιμικὴ φιλαργυρία τους, ἡ ὁποία μέσα στὴν νοοτροπία τοῦ καπιταλισμοῦ ἔχει ἀναδειχθῇ σὲ ἐπιχειρηματικὴ ἀρετή. Ἔτσι βλέπουμε στὶς μέρες μας ἰσχυρὲς οἰκονομίες νὰ δανείζονται μὲ ὑψηλὰ ἐπιτόκια, γιατί ἡ ἀναξιοπιστία κάποιων ἡγετῶν τους ἄνοιξε στοὺς δανειστὲς τὴν ὄρεξη γιὰ ὑπερκέρδη. Καὶ δεύτερον, ὀφείλεται στὴν ἀνασφάλεια καὶ τὸν φόβο τῶν δανειστῶν, οἱ ὁποῖοι φοβοῦνται ὅτι δὲν θὰ εἰσπράξουν τὰ ἀναμενόμενα κέρδη ἢ ὅτι μπορεῖ νὰ χάσουν καὶ τὰ χρήματα ποῦ δάνεισαν.
Ἡ βουλιμία τοῦ κέρδους καὶ ὁ φόβος τῆς ἀπώλειας τῶν χρημάτων τους κάνουν τὴν συμπεριφορὰ τῶν δανειστῶν ἀφόρητα πιεστικὴ καὶ ἀπροκάλυπτα ἀντιδημοκρατική. Ἐπεμβαίνουν στὰ Κράτη ὡς δυνάστες. Ἐπιβάλλουν πολιτικές, καθαιροῦν κυβερνήσεις, ἀπαιτοῦν «συναινέσεις» μὲ μόνο στόχο τὸ δικό τους κέρδος, τὴν ἐξασφάλισή τοῦ δικοῦ τους πλούτου. Δὲν τοὺς ἐνδιαφέρει ὁ λαός. Δὲν νοιάζονται γιὰ τοὺς ἀνέργους, οὔτε γιὰ τὴν περικοπὴ τῶν μισθῶν τῶν ἐργαζομένων καὶ τὴν πτώχευση πολλῶν νοικοκυριῶν.
Ἡ νοοτροπία καὶ συμπεριφορά τους εἶναι σαφῶς ἀντιχριστιανική. Ἂν μὲ ἁπλότητα λογισμοῦ (μὲ ἀφελότητα) σκεφτοῦμε καὶ κρίνουμε τὰ πράγματα, μέσα στὸ πνεῦμα τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ, ποῦ λέει νὰ δανείζουμε «μηδὲν ἀπελπίζοντες» (Λουκᾶ 6,35), δηλαδή, χωρὶς νὰ ἐλπίζουμε στὴν ἐπιστροφὴ τῶν χρημάτων μας, πολὺ εὔκολα καταλαβαίνουμε ὅτι ὅλο αὐτὸ τὸ σύστημα τῆς οἰκονομίας, ποῦ κλονίζει Κράτη καὶ ἀναστατώνει λαούς, δὲν ἔχει καμμιὰ σχέση μὲ τὸν Χριστιανισμό.
Κλείνοντας τὸ σημείωμά μας θὰ κάνουμε μιὰ «ὑπόθεση ἐργασίας», ἐπίσης μὲ ἁπλότητα καὶ ἀφελότητα λογισμοῦ. Ἅς θεωρήσουμε ὅτι στὴν θέση τῶν δανειστῶν εἶναι κάποιοι ποῦ ἐμπνέονται ἀπὸ τὴν ἐπὶ τοῦ Ὅρους Ὁμιλία τοῦ Χριστοῦ (ἄν, βέβαια, εἶναι ποτὲ δυνατὸν νὰ εἶναι κύριος τόσων χρημάτων ἕνας ποῦ ζὴ μέσα στὸ πνεῦμα αὐτῆς τῆς διδασκαλίας). Ποιά, λοιπόν, θὰ εἶναι ἡ δανειακὴ πολιτική τους; Γιὰ πολλοὺς ἴσως αὐτὴ ἡ ὑπόθεση ἐργασίας εἶναι χωρὶς πραγματικὸ ἀντίκρυσμα, ἀφοῦ ἡ διδασκαλία Χριστοῦ οὔτε ἐφαρμόζεται οὔτε ἐλπίζεται ποτὲ νὰ ἐφαρμοσθῇ ἔξω ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα ποῦ ζὴ τὴν ζωὴ τοῦ Χριστοῦ μὲ τὰ μυστήρια καὶ τὴν εὐαγγελικὴ ἄσκηση. Χρειάζεται ὅμως νὰ ἔχουμε στὸ νοῦ μας ὑγιεῖς εἰκόνες γιὰ ὅλες τὶς ἐκφάνσεις τοῦ ἀνθρώπινου βίου, ὥστε νὰ μὴν διαφθείρεται καὶ τὸ δικό μας φρόνημα. Νὰ μὴ φθάνουμε, δηλαδή, στὸ σημεῖο νὰ θεωροῦμε ὡς αὐτονόητα ἀνθρώπινες καὶ «οἰκονομολογικὰ συνετὲς» ὅλες τὶς συμπεριφορὲς ποῦ ὑποβάλλονται ἀπὸ τὰ σκληρὰ πάθη μας.
Γιὰ τὸν ἀπαρτισμὸ μιᾶς τέτοιας εἰκόνας σημειώνουμε τρία χαρακτηριστικὰ ἑνὸς «χριστιανικοῦ δανεισμοῦ». Πρῶτον, ὁ δανειστὴς σέβεται τὴν δημοκρατικὴ λειτουργία τοῦ δανειζόμενου Κράτους, ὅπως σέβεται βαθιὰ τὴν ἐλευθερία κάθε ἀνθρώπου. Δεύτερον, ὅσο πιὸ ἀδύνατη εἶναι μιὰ οἰκονομία τόσο μειώνει τὸ ἐπιτόκιο τοῦ δανεισμοῦ της, ὥστε μὲ ἐλαφρότερο τὸ βάρος τοῦ δανεισμοῦ νὰ μπορῇ εὐκολότερα νὰ ἀνασυγκροτηθῇ. Προτεραιότητα δὲν ἔχει τὸ δικό του κέρδος, ἀλλὰ ἡ οἰκονομικὴ ἀνόρθωση τοῦ δανειζόμενου Κράτους. Καὶ τρίτον, ὅταν ὁ λαὸς παρὰ ταῦτα πεινᾶ, ὁ δανειστὴς «κουρεύει» αὐτοβούλως τὰ ὀφειλόμενα σ’ αὐτὸν χρέη ὑπὲρ τῶν φτωχῶν καὶ ἐμπερίστατων, μεριμνῶντας νὰ μὴν τὸ ἐπωφεληθοῦν οἱ πλουτοκράτες.
Βέβαια, ὁ «χριστιανικὸς δανεισμὸς» χρειάζεται καὶ χριστιανικὴ διαχείριση τῶν δανείων ἀπὸ τὸ δανειζόμενο Κράτος. Διότι ἀλλιῶς θὰ ἀρμόζη «τοὶς ἰσχύουσιν» τοῦ Κράτους αὐτοῦ, δηλαδὴ στοὺς ἡγέτες τοῦ καὶ στοὺς οἰκονομικὰ ἰσχυρούς, τὸ "οὐαὶ" τοῦ προφήτη Ἠσαΐα: «οὐαὶ τοὶς ἰσχύουσιν ἐν Ἱερουσαλὴμ οὐ παύσεται γάρ μου ὁ θυμὸς ἐν τοὶς ὑπεναντίοις, καὶ κρίσιν ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου ποιήσω».–
- Προβολές: 3246