Skip to main content

Γεγονότα καί σχόλια: Χρειαζόμαστε πηγὲς καὶ ποταμούς - Ἄδειες στέρνες

Χρειαζόμαστε πηγὲς καὶ ποταμούς

Εἶναι ἀποδεδειγμένο ἀπὸ τὴν ἱστορία ὅτι ὁ πολιτισμὸς ἑνὸς Κράτους δὲν συμβαδίζει πάντοτε μὲ τὴν οἰκονομική του πρόοδο. Καμμιὰ φορὰ οἱ οἰκονομικὲς δυσκολίες, ἀκόμη καὶ ἡ ἀπευκταία πεῖνα, δίνουν στὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου μεγάλη διαύγεια καὶ δύναμη, ὥστε νὰ διακρίνη τὰ οὐσιώδη τῆς ζωῆς, νὰ ἀξιολογῇ ὀρθὰ τὸν κόσμο καὶ νὰ ἐλευθερώνεται ἀπὸ ὅλα τὰ ἀνάξια λόγου στὴν κίνησή του πρὸς τὸν Θεό.

Βέβαια, σὲ ἀδύναμους ψυχοσωματικοὺς ὀργανισμοὺς αὐτὲς οἱ δυσχέρειες μποροῦν νὰ δημιουργήσουν σύγχυση καὶ σκότωση λογισμῶν, ὅμως γιὰ τοὺς ὑγιεῖς ἀποτελοῦν δύσκολες, ἀλλὰ ἀποδοτικὲς μεθόδους πνευματικῆς ἀναβάθμισης. Ἀρκεῖ νὰ ὑπάρχουν ρίζες ἁπλωμένες μέσα στὸ γόνιμο ἔδαφος τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καὶ παραδόσεως. Ἀρκεῖ νὰ ὑπάρχουν «πηγὲς» πνευματικῆς γνώσεως καὶ «ποταμοὶ θεολογίας», ποῦ νὰ ξεδιψοῦν τὴν ψυχή. Ἀρκεῖ ὁ οὐρανὸς νὰ εἶναι «χαμηλός», δηλαδὴ ἡ σχέση μὲ τὸν «διάκοσμο» τῶν Ἁγίων καὶ τῶν Ἀγγέλων νὰ εἶναι στενὴ καὶ ἡ προσευχητικὴ συνομιλία μὲ τὸν Θεὸ νὰ εἶναι καρδιακὴ καὶ ζωντανὴ καὶ ὄχι τυπικὴ ἢ ἁπλῶς διανοητική.

Εἶναι φανερὸ ὅτι οἱ ἐποχὲς χαρακτηρίζονται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Ὁ Θεὸς δὲν ἀλλάζει. Εἶναι «ἀεὶ ὧν», ἀλλὰ καὶ «ὠσαύτως ὧν». Εἶναι πάντοτε ταπεινὸς καὶ ἐλεήμων καὶ διαρκῶς ἀναμένει τὴν καλὴ κίνηση τῆς δικῆς μας θελήσεως, γιὰ νὰ μᾶς δωρίση τὸν Ἑαυτό Του, νὰ μᾶς κάνη, δηλαδή, ἀνθρώπους ὄντως τοῦ Θεοῦ, πηγὲς καὶ ποταμοὺς πνευματικῆς γνώσεως καὶ χάριτος.

Στὸν τόπο μας, ἰδιαίτερα τώρα ποὺ περνᾶμε ἀπὸ τὴν στενωπὸ τῆς οἰκονομικῆς καὶ κοινωνικῆς κρίσεως, χρειαζόμαστε τέτοιες πηγὲς καὶ τέτοιους ποταμούς. Χρειαζόμαστε πολλοὺς δασκάλους καὶ ἡγέτες ποῦ νὰ ἀρδεύουν τὸ πνεῦμα μας, νὰ μᾶς δείχνουν διεξόδους καὶ νὰ μᾶς κάνουν ἱκανοὺς νὰ καταλαβαίνουμε τὸ νόημα τῶν ἱστορικῶν γεγονότων, ὥστε νὰ μποροῦμε νὰ ἀποδεχόμαστε τὶς εὐθύνες μας καὶ νὰ συμμετέχουμε ἐνσυνείδητα στὰ δυσχερῆ ἔργα τῆς κοινωνικῆς καὶ οἰκονομικῆς παλινόρθωσης. Χωρὶς νὰ πειστοῦμε καὶ νὰ ἐμπνευστοῦμε δὲν μποροῦμε ἑκουσίως νὰ συμμετέχουμε.

Ἄδειες στέρνες

Ὁ Γ. Σεφέρης στὸ ἔργο του Μυθιστόρημα, στὸ δέκατο ποίημα, δέχεται ὅτι ὁ τόπος μας «ἔχει σκεπῆ τὸ χαμηλὸ οὐρανὸ μέρα καὶ νύχτα», ἀλλὰ «δὲν ἔχουμε ποτάμια, δὲν ἔχουμε πηγάδια, δὲν ἔχουμε πηγές», ἔχουμε «μονάχα λίγες στέρνες, ἄδειες κι αὐτές». Στὸ ποίημα αὐτὸ ἐκφράζει τὴν κατάσταση τῆς χώρας μᾶς στὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ 30, ὅπως φυσικὰ ὁ ἴδιος τὴν προσέλαβε. Δὲν βρίσκει στὸν τόπο μας πηγαῖες προσωπικότητες (μᾶλλον ἀργότερα, μέσα στὴν ἴδια δεκαετία, ἀνακάλυψε τὸν Μακρυγιάννη). Ὅμως ὁ Μακρυγιάννης, ὅπως καὶ ὁ Παπαδιαμάντης, ἦταν πηγὲς ἀπὸ τὸ πρόσφατο παρελθόν. Στὸ τότε παρὸν βρίσκει μόνον «ἄδειες στέρνες», οἱ ὁποῖες «ἠχοῦν», πιθανῶς μὲ τὸ λίγο ξενόφερτο νερὸ ποῦ στάζει μέσα τους, κι’ αὐτὸν τὸν ἦχο τὸν χαρακτηρίζει «στεκάμενο» καὶ «κούφιο». Ἦχο ποῦ δὲν συνεγείρει σὲ καμμιὰ πρόοδο, ποῦ δὲν μεταγγίζει ζωηφόρα νοήματα.

Τὸ θέμα εἶναι νὰ μὴ φθάσουμε καὶ ἐμεῖς νὰ «προσκυνοῦμε ἄδειες στέρνες», θαυμάζοντας τὴν ἀλλοτινὴ δημιουργική μας δύναμη, τοὺς Πατέρες μας, ἀναλογιζόμενοι: «πῶς κάποτε μπορέσαμε νὰ χτίσουμε τὰ σπίτια, τὰ καλύβια καὶ τὶς στάνες μας;», ἐνῷ τώρα δὲν μποροῦμε νὰ «χτίσουμε» τίποτα τὸ ἄξιο λόγου;

π.Θ.Α.Β.

  • Προβολές: 3108