Skip to main content

Ἀπὸ τὸ ἁγιολόγιο τοῦ Μηνός: Ἅγιοι Βονιφάτιος καὶ Ἀγλαΐα, 19 Δεκεμβρίου

Πρωτοπρεσβύτερου π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα

Ὁ ἅγιοι Βονιφάτιος καὶ Ἀγλαΐα ἔζησαν τὸν 3ο αἰῶνα μ. Χ. καὶ ἦσαν καὶ οἱ δύο Χριστιανοί. Ἡ ἁγία Ἀγλαΐα ἀνῆκε στὴν τάξη τῶν εὐγενῶν καὶ πλουσίων Ρωμαίων γυναικῶν. Εἶχε πονετικὴ καρδιὰ καὶ γι’ αὐτὸ ἦταν πάντα πρόθυμη στὶς ἐλεημοσύνες καὶ τὶς ἀγαθοεργίες. Ὁ ἅγιος Βονιφάτιος ἦταν γραμματέας τῆς ἁγίας Ἀγλαΐας, διαχειριστὴς τῆς περιουσίας της καὶ ἐπόπτης τῶν κτημάτων της. Ὅπως ἡ κυρία του ἔτσι καὶ αὐτὸς ἦταν φιλόθεος καὶ φιλάνθρωπος. Ἀλλά, ὅπως τονίζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «ὁ δοκῶν ἐστάναι βλεπέτω μὴ πέση» (Α' Κόρ. ι', 12), ποῦ σημαίνει ὅτι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἀγωνίζεται νὰ βαδίζη τὴν ὁδὸ τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ πρέπει συνεχῶς νὰ ἐπαγρυπνῇ καὶ νὰ προσέχη νὰ μὴ ξεστρατίση, ἐπειδὴ ὁ διάβολος, ὁ ἐχθρὸς τῆς ἀνθρωπίνης σωτηρίας, προσπαθεῖ συνεχῶς μέρα καὶ νύκτα νὰ παρασύρη ἀκόμα καὶ τοὺς «ἐκλεκτούς».

Άγιοι Βονιφάτιος καί Αγλαΐα

Ὁ Βονιφάτιος καὶ ἡ Ἀγλαΐα, δυστυχῶς, δὲν ἀπέφυγαν τὴν πτώση στὴν ἁμαρτία. Παρὰ τὴν καλή τους διάθεση νὰ ζοὺν κατὰ Χριστόν, δυστυχῶς δὲν πρόσεξαν ἰδιαίτερα, καὶ ἔτσι τὸ πλῆθος τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν τοὺς ἀλλοτρίωσε καὶ τοὺς ὤθησε στὴν καλοπέραση καὶ τὶς αἰσθησιακὲς ἀπολαύσεις, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ συμβῇ μεταξύ τους τὸ ἀπευκταῖον. Δὲν παρέμειναν ὅμως στὴν πτώση τους, ἀλλὰ ἀμέσως μετανόησαν, ἔκλαψαν πικρά, ἐξομολογήθηκαν τὸ ἁμάρτημά τους καὶ ἀκολούθησαν τὴν ὁδὸ τοῦ Κυρίου μὲ μεγαλύτερο ζῆλο. Ὁ Βονιφάτιος ἀξιώθηκε νὰ δώση τὴν ὁμολογία τοῦ γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ τὴν σφραγίση μὲ τὸ αἷμα τοῦ μαρτυρίου του. Καὶ ἡ Ἀγλαΐα μοίρασε ὅλα τὰ ὑπάρχοντά της στοὺς πτωχοὺς καὶ μὲ ἔνθεο ζῆλο ἐπιδόθηκε στὴν ἄσκηση καὶ τὴν προσευχή. Τὰ τέλη τῆς ζωῆς της ἦσαν ὄντως ὁσιακά, ἀνεπαίσχυντα, εἰρηνικά.

Ὁ βίος καὶ ἡ πολιτεία τῶν Ἁγίων μᾶς δίνουν τὴν ἀφορμὴ νὰ τονίσουμε τὰ ἀκόλουθα.

Δὲν ὑπάρχει ἁμαρτία ἡ ὁποία νὰ μὴ συγχωρεῖται ἀπὸ τὸν Θεό, ὅταν ὁ ἄνθρωπος μετανοῇ εἰλικρινὰ καὶ ἀλλάζη τρόπο ζωῆς. Ἡ μόνη ἁμαρτία ποῦ δὲν συγχωρεῖται εἶναι ἡ βλασφημία κατὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δηλαδὴ ἡ ἀμετανοησία, ἡ ὁποία ὀφείλεται στὴν ὑπερηφάνεια. Ὁ ὑπερήφανος δὲν μετανοεῖ γιὰ τὶς ἁμαρτίες τοῦ καὶ μάλιστα ἀποδίδει τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ στὸν διάβολο, ὅπως οἱ σύγχρονοι τοῦ Χριστοῦ Φαρισαῖοι, οἱ ὁποῖοι ἔλεγαν γιὰ τὸν Χριστὸ ὅτι «ἐν τὼ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια» (Μάτθ. θ', 34). Ὁ ταπεινός, μετὰ τὴν πτώση του, δὲν ἀπελπίζεται καὶ δὲν σπεύδει νὰ αὐτοκτονήση ὅπως ὁ Ἰούδας, ἀλλὰ ὅπως ὁ Ἀπόστολος Πέτρος χύνει πικρὰ δάκρυα μετανοίας καὶ ἐναποθέτει τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας τοῦ στὴν ἀγάπη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὸν Ὁποῖο λαμβάνει «ταχέως» τὴν ἄφεση.

Στὴν ἐποχή μας, δυστυχῶς, δὲν εἶναι πολλοὶ αὐτοὶ ποῦ μετανοοῦν εἰλικρινά, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ ποῦ ἀναγνωρίζουν τὰ λάθη τους καὶ ζητοῦν ταπεινὰ συγνώμη. Οἱ περισσότεροι πιστεύουν ὅτι ἔχουν πάντα δίκαιο, τὸ ὁποῖο ὅμως οἱ ἄλλοι δὲν θέλουν νὰ τοὺς τὸ ἀναγνωρίσουν. Σίγουρα, κανένας δὲν εἶναι ἀλάθητος ἢ ἀναμάρτητος. Ἡ ἀνθρώπινη φύση μετὰ τὴν πτώση τῶν Πρωτοπλάστων εἶναι ἐπιρρεπὴς στὴν ἁμαρτία καὶ χρειάζεται σκληρὸς ἀγῶνας γιὰ νὰ μπορέση κανεὶς νὰ μεταμορφώση τὶς δυνάμεις τὶς ψυχῆς του καὶ νὰ τὶς στρέψη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ στὴν προοπτικὴ τῆς ἐργασίας τῶν ἐντολῶν Του. Ὅταν, ὅμως, ἀπουσιάζη ἡ μετάνοια ἀπὸ τὴν ζωὴ τῶν ἀνθρώπων, τότε κάνει τὴν ἐμφάνισή της ἡ διαστροφὴ σὲ ὅλο της τὸ μεγαλεῖο.

Μάλιστα, σὲ κάποιες περιπτώσεις ἡ διαστροφὴ εἶναι τόσο μεγάλη ποῦ κάνει τὴν συνεννόηση μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ δύσκολη μέχρι ἀδύνατη, ἐπειδὴ ὁ καθένας στὶς διάφορες λέξεις καὶ ἐκφράσεις δίνει διαφορετικὸ νόημα καὶ περιεχόμενο ἢ θέλει νὰ καταλαβαίνη μόνον ἐκεῖνα τὰ ὁποία ἐξυπηρετοῦν τὰ πάθη του καὶ τὰ ἀτομικά του συμφέροντα. Βιώνουμε, δηλαδή, στὶς μέρες μας μιὰ σύγχρονη Βαβέλ, ἤτοι σύγχυση γλωσσῶν καὶ φρενῶν. Μὲ ἄλλα λόγια παρατηρεῖται τὸ φαινόμενο νὰ λέγη καὶ νὰ ὑποστηρίζη κανεὶς μιὰ ἄποψη καὶ στὴν πραγματικότητα νὰ ἐννοῇ κάτι ἄλλο, ἀλλὰ καὶ ὁ συνομιλητὴς τοῦ νὰ καταλαβαίνη αὐτὰ ποῦ θέλει νὰ καταλάβη ἢ νὰ τὰ διαστρέφη προκειμένου νὰ μπορέση νὰ ἐπιβάλη τὴν δική του ἄποψη. Καθὼς ἐπίσης καὶ κάποιος τρίτος, ἴσως, νὰ ἐρμηνεύη τοὺς ἄλλους μὲ τὸν δικὸ τρόπο, μᾶλλον ὅπως θὰ ἤθελε αὐτὸς νὰ εἰπωθοῦν τὰ πράγματα, καὶ ἔτσι δημιουργεῖται ἕνας φαῦλος κύκλος. Τὸ ἀποτέλεσμα δὲ εἶναι τὸ νὰ μὴν καταλαβαίνη κανεὶς πολλὲς φορὲς οὔτε ἐκεῖνα τὰ ὁποία λέγει ὁ ἴδιος.

Ἡ πλειοψηφία τῶν ἀνθρώπων στὶς ἡμέρες μᾶς δὲν φαίνεται νὰ προτιμᾶ τὸν διάλογο, ὁ ὁποῖος γίνεται μὲ τὴν παράθεση ἐπιχειρημάτων καὶ τὴν ἐξαγωγὴ κάποιου συμπεράσματος, ἀλλὰ ἀρέσκεται νὰ ἀναλίσκεται στὴν συνθηματολογία. Βεβαίως, δὲν τὸ κατηγορεῖ κανεὶς αὐτό, γιατί ἴσως σὲ κάποιες περιπτώσεις χρειάζονται καὶ τὰ συνθήματα, τὸ πρόβλημα, ὅμως, εἶναι ὅτι, ὅταν οἱ συνθηματολόγοι καλοῦνται σὲ διάλογο γιὰ νὰ ἀποδείξουν μὲ ἐπιχειρήματα τὴν ὀρθότητα τῶν ἀπόψεων καὶ τῶν αἰτημάτων τους, τότε ἀποδεικνύεται ὅτι οἱ περισσότεροι ἀδυνατοῦν νὰ τὸ κάνουν. Δηλαδή, δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ συζητήσουν ἤρεμα καὶ πολιτισμένα, νὰ ἀκούσουν μὲ νηφαλιότητα τὴν ἀντίθετη ἄποψη καὶ νὰ τὴν ἀντικρούσουν μὲ λογικὰ ἐπιχειρήματα. Βέβαια, θὰ μποροῦσε νὰ πὴ κανεὶς ὅτι αὐτὸ εἶναι φυσικὸ κατὰ κάποιον τρόπο, ἐπειδὴ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ κατανοήση κανεὶς ἀληθινὰ τὸν ἄλλο ἐὰν δὲν εἶναι διατεθειμένος νὰ σπάση τὸ κέλυφος τῶν ἀτομικῶν του συμφερόντων καὶ νὰ προσπαθήση νὰ τοποθετήση τὸν ἑαυτό του στὴν θέση τοῦ ἄλλου. Μὲ ἄλλα λόγια, εἶναι ἀδύνατον νὰ κατανοήση κανεὶς ἀληθινὰ τὸν ἄλλον ἐὰν δὲν τὸν ἀγαπήση. Δηλαδή, ἐὰν δὲν ἐλευθερωθῇ ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ ἀτομισμοῦ του, ἐὰν δὲν κυριαρχήση πάνω στὰ τὰ πάθη του, ἐπειδὴ ἡ αὐθεντικὴ ἀγάπη εἶναι «ἔκγονος ἀπαθείας», κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, καὶ ὄχι ἕνα ἁπλὸ συναίσθημα.

Ἡ προσπάθεια γιὰ διόρθωση τῆς κοινωνίας πρέπει νὰ ἀρχίση ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας, προκειμένου νὰ καθαρισθῇ τὸ «ἔσωθεν τοῦ ποτηρίου καὶ τῆς παροψίδος», οὕτως ὥστε νὰ γίνη «καὶ τὸ ἔξωθεν αὐτοῦ καθαρόν». Ἡ νήψη καὶ ἡ προσευχὴ σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν μετάνοια, ἤτοι ἡ γνήσια εὐαγγελικὴ ζωή, ὅταν βιώνεται αὐθεντικὰ προξενεῖ ἐσωτερικὴ εἰρήνη καὶ πνευματικὴ ἰσορροπία, ποῦ ἀντανακλᾶ εὐεργετικὰ στὶς κοινωνίες καὶ τοὺς κοινωνικοὺς θεσμούς.

  • Προβολές: 2928