Μιχαὴλ Γ. Τρίτου: Τὸ ὁσιακὸ τέλος μιᾶς ἁπλοϊκῆς Μετσοβίτισσας γυναίκας
Μιχαὴλ Γ. Τρίτου-Καθηγητοῦ Α.Π.Θ.
Ἀναδημοσίευση ἀπὸ τὸ περιοδικὸ ΕΡΩ (Ἰούλ.-Σεπτ. 2011)
Ἤμουν μαθητὴς τοῦ Γυμνασίου Μετσόβου, ὅταν ἔβλεπα τὶς ἀπογευματινὲς ὧρες μιὰ συμπαθέστατη γριούλα, ντυμένη τὴν τοπικὴ μετσοβίτικη στολή, νὰ πηγαίνη στὴν Ἁγία Παρασκευὴ νὰ παρακολουθήση τὴν ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ. Κρατοῦσε στὰ χέρια τῆς ἕνα μικρὸ μεταλλικὸ δοχεῖο μὲ λάδι γιὰ νὰ ἀνάψη τὰ καντήλια τοῦ ναοῦ. Ἦταν ἡ Μαρία Μπίσα, μία εὐλογημένη ἀπὸ τὸν Θεὸ ψυχή!
Μετὰ τὸ πέρας τοῦ Ἑσπερινοῦ πήγαινε στὸ κέντρο τοῦ ναοῦ καὶ μὲ μία ἐκ βαθέων δοξολογητικὴ κραυγὴ ἔλεγε τὸ "Δόξα Σοὶ Κύριε", χωρὶς κὰν νὰ γνωρίζη τὴν σημασία αὐτῆς τῆς φράσης.
Τὸ πρόσωπό της ἔλαμπε καὶ ἀπὸ τὰ γεροντικά της μάτια ἔβγαιναν δάκρυα ἱκεσίας πρὸς τὸν δωρεοδότη Θεό. Ἦταν ἡ ἐξωτερίκευση τῆς βιωμένης πίστεως καὶ ἡ ἔκφραση τῆς γνήσιας ὀρθοδόξου πνευματικότητος.
Ὁ Κύριος βράβευσε τὴν πίστη τῆς ἁπλῆς αὐτῆς γυναίκας, δίνοντάς της τὴν δυνατότητα νὰ προβλέψη μὲ κάθε λεπτομέρεια τὸ τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς της.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ ἀφήσω τὴν ἐγγονή της, τὴν κ. Μαρία-Μπίσα-Ψαροβασίλη, νὰ περιγράψη ὡς αὐτόπτης μάρτυς τὸ γεγονός, μὲ ἕνα κείμενο ξεχωριστὴς χάρης καὶ ὀμορφιᾶς καὶ μὲ ἔντονο τὸ στοιχεῖο τῆς βιωμένης ἀμεσότητας.
"Τὴν γιαγιά μου τὴν ἔλεγαν Μαρία. "Ἔφυγε" στὶς 20 Φεβρουαρίου 1971' ἦταν 85 ἐτῶν. Ἀπὸ καιρὸ εἶχε φροντίσει καὶ τὴν παραμικρὴ λεπτομέρεια τοῦ θανάτου της, ἂν καὶ ὁ τρόπος ζωῆς της ἦταν μιὰ συνεχὴς προετοιμασία. Τελευταῖα δὲν ἔβγαινε ἔξω γιατί τὴν ταλαιπωροῦσε τὸ ἆσθμα ποῦ εἶχε. Δὲν ἦταν ὅμως σὲ τόσο ἄσχημη κατάσταση. Μέσα στὸ σπίτι κυκλοφοροῦσε ἄνετα καὶ αὐτοεξυπηρετοῦνταν.
Ἦταν Ψυχοσάββατο. Ἐκεῖνο τὸ πρωϊνὸ ξύπνησε γύρω στὶς ἕξι. Παρὰ τὴν γκρίνια μου μὲ ξύπνησε κι ἐμένα, γιατί, ὅπως εἶπε, μὲ ἤθελε ξύπνια. Ἡ μητέρα μου ἄναψε τὴν σόμπα καὶ τῆς ἔφτιαξε τὸν καφέ της. Ἀφοῦ τὸν ἤπιε, ρώτησε γιὰ τὸν καιρὸ καὶ ζήτησε νὰ πιὴ δυὸ γουλιὲς κρασί, ἀσυνήθιστο πρᾶγμα γιὰ τὴν ὥρα. Ἤμασταν οἱ τρεὶς μέσα στὸ δωμάτιο καὶ πολὺ σοβαρὰ μᾶς εἶπε ὅτι ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἤθελε νὰ "κοιμηθῇ". Ζήτησε ἀπὸ τὴν μητέρα μου νὰ τὴν βοηθήση νὰ πλυθῇ καὶ νὰ τὴν ντύση μὲ τὰ ροῦχα ποῦ εἶχε φυλαγμένα στὸ σεντούκι. Ἀκόμη ζήτησε νὰ εἰδοποιήσουμε τὰ παιδιὰ τῆς νὰ ἔρθουν στὸ σπίτι καὶ μιὰ γειτόνισσα νὰ βοηθήση στὴν τακτοποίηση τοῦ σπιτιοῦ, γιατί μετὰ θὰ ἐρχόταν κόσμος.
Βέβαια ἀκολούθησαν πολλοὶ διάλογοι, ὅπως:"Δέν γίνονται αὐτὰ τὰ πράγματα, ἀκόμη δὲν τρελαθήκαμε" καὶ ἄλλα. Ἡ γιαγιὰ ὅμως ἐπέμενε. Κρατοῦσε τὸν σφυγμό της καὶ συνεχῶς ἔλεγε στὴν μητέρα μου:"βιάσου γιατί θέλω νὰ κοιμηθῶ, βιάσου γιατί δὲν θὰ προλάβουμε". Ὅταν ὁ ἀδερφός μου ἑτοιμάστηκε νὰ πάη στὴν δουλειά του, τὸν ἀποχαιρέτησε φιλῶντας τον καὶ τοῦ εὐχήθηκε προκοπὴ καὶ εὐτυχία, γιατί δὲν θὰ τὸν ξανάβλεπε πιά. Σιγά, σιγὰ ἀρχίσαμε νὰ συνειδητοποιοῦμε ὅτι κάτι συνέβαινε μὲ τὴν γιαγιά. Θυμήθηκα ὅτι τὴν τελευταία Δευτέρα ἐκείνης τῆς ἑβδομάδας μοῦ ζήτησε νὰ τῆς γράψω ἕνα καινούριο ψυχοχάρτι (μικρὸ τετραδιάκι μὲ τὰ ὀνόματα τῶν ψυχῶν ποὺ μνημονεύονται στὴν Προσκομιδὴ καὶ τὰ Ψυχοσάββατα). Ἐνῷ μέχρι τότε γράφαμε τρεὶς Μαρίες ἐκείνη τὴν ἡμέρα μοῦ ζήτησε νὰ γράψω καὶ μία τέταρτη. Τῆς ἔλεγα πῶς μπερδεύτηκε, πῶς ἔκανε λάθος, ἀλλὰ ἐπέμενε νὰ τὴν γράψω καὶ πῶς ἀργότερα θὰ καταλάβαινα.
Τὴν Πέμπτη τὸ ἀπόγευμα εἶχε καλέσει ὅλους τοὺς συγγενεῖς στὸ σπίτι, ἔκανε εὐχέλαιο καὶ μετάλαβε. Ἔτσι ἀποφασίσαμε νὰ ἐνδώσουμε στὶς ἐπιθυμίες της καὶ εἰδοποιήθηκαν τὰ παιδιά της καὶ ἡ γειτόνισσα. Ἡ μητέρα μου τὴν ἔπλυνε, τὴν χτένισε, τῆς ἔκοψε τὰ νύχια. Τῆς ἦταν πολὺ δύσκολο νὰ τῆς φορέση τὰ νεκρικὰ ροῦχα καὶ τότε ἡ ἴδια προσπάθησε νὰ τὰ φορέση λέγοντάς μας: "ἐγὼ ἔχω ντύσει τὰ παιδιά μου καὶ δὲν θὰ ντυθῶ ἡ ἴδια;"
Ἡ γιαγιὰ εἶχε ὀχτὼ παιδιά, τὰ τρία ἀπὸ αὐτὰ πέθαναν ἐνῷ ἡ ἴδια ἦταν ἐν ζωῇ. Τὰ παιδιά της, οἱ νύφες, τὰ ἐγγόνια ἔρχονταν ἕνας-ἕνας. Κλείσαμε πόρτες καὶ παράθυρα γιὰ νὰ μὴν ἔρθη κανεὶς ξένος καὶ θεωρηθοῦμε τρελοί, ποῦ ἕναν ζωντανὸ ἄνθρωπο τὸν ἑτοιμάζουμε νὰ πεθάνη. Πρέπει νὰ πὼ ὅτι ὅσο κρατοῦσε αὐτὴ ἡ διαδικασία κατὰ διαστήματα ἔχανε τὴν ἐπικοινωνία της μαζί μας καὶ μιλοῦσε ψιθυριστά. Ἡ μητέρα μου συχνὰ τὴν ρωτοῦσε ποιόν ἔβλεπε, μὲ ποιόν μιλοῦσε, τί ἔλεγε, ἀλλὰ ἡ ἀπάντησή της ἦταν: "μὴ μὲ ρωτᾶς τέτοια πράγματα, δὲν μπορῶ νὰ σοῦ πώ". Ἡ ἴδια μᾶς ρωτοῦσε μόνο γιὰ τὸν καιρό. Ἤθελε πάντα νὰ πεθάνη τὴν ἄνοιξη, γιατί ἀγαποῦσε τὰ λουλούδια, ἀλλὰ ἐκείνη τὴν ἡμέρα καὶ τὴν ἑπομένη τῆς κηδείας της χιόνιζε δυνατά.
Ὅταν ὁλοκληρώθηκε ἡ διαδικασία τοῦ ντυσίματος, ζήτησε νὰ τῆς φέρουμε ἀπὸ τὸ σεντούκι "τὸ κομπόδεμά" της. Δὲν θυμᾶμαι ἀκριβῶς πόσο ἦταν, δὲν πρέπει ὅμως νὰ ξεπερνοῦσε τὶς 20 μὲ 30 δραχμές. Μᾶς τὰ μοίρασε. Ἐμένα μοῦ ἔδωσε ἕνα δίφραγκο καὶ 2-3 δεκάρες. Μᾶς ἀποχαιρέτησε ὅλους ἕναν-ἕναν χωριστά, μᾶς φίλησε, μᾶς ἔδωσε εὐχὲς καὶ μᾶς εἶπε ὅτι ἦταν ἕτοιμη νὰ "κοιμηθῇ". Σὲ ὅλη αὐτὴν τὴν διαδικασία ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποῦ συγκινήθηκε καὶ βούρκωσαν τὰ μάτια της. Πλάγιασε κάτω ἀπὸ τὸ ντουλάπι τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ, ἔκλεισε τὰ μάτια καὶ προσπάθησε νὰ κοιμηθῇ. Δὲν τὰ κατάφερε ὅμως καὶ σύντομα ἄλλαξε γνώμη. Σηκώθηκε καὶ μᾶς εἶπε νὰ ἑτοιμάσουμε τὴν θέση τῆς στὸ καλὸ δωμάτιο (ἔτσι λέγαμε τὸ δωμάτιο ὑποδοχῆς), ὅπως συνέβαινε μὲ ὅλους τοὺς πεθαμένους τοῦ σπιτιοῦ. Καθὼς τὴν μεταφέραμε ἀπὸ τὸ ἕνα δωμάτιο στὸ ἄλλο, εἶπε δυὸ φορές: "ἄχ! σπίτι μου, σπίτι μου".
Ἐκεῖ, λοιπόν, στὸ καλὸ δωμάτιο ξάπλωσε στὴν εἰδικὴ θέση. Ἀπέναντι στὸν τοῖχο ὑπῆρχε ἕνας μεγάλος καθρέφτης. Παρατήρησε ὅτι τὰ ροῦχα της δὲν ἦταν καλὰ τακτοποιημένα καὶ παραπονέθηκε στὴν μητέρα μου. Ἀκόμη καὶ αὐτὰ τὰ τελευταῖα λεπτὰ τὸ μυαλό της λειτουργοῦσε τόσο καλὰ ποῦ ζήτησε νὰ τῆς κόψουμε μὲ ἕνα ψαλίδι τὸ κλειστὸ (ροῦχο ποῦ φοροῦσε) στὴν μεριὰ τῆς πλάτης ποῦ δὲν φαινόταν ἔτσι ὥστε νὰ ἔρθη σὲ εὐθεῖα γραμμὴ μπροστὰ στὸ στῆθος. Μέσα στὴν ταραχή μας εἴχαμε βάλει πρόχειρα τὰ παπούτσια της. Ζήτησε νὰ τῆς τὰ φορέσουμε κανονικὰ καὶ νὰ τὰ κουμπώσουμε, γιατί μετά, παρατήρησε πῶς θὰ πρηζόταν τὰ πόδια της καὶ δὲν θὰ ἦταν εὔκολο νὰ μπούν. Τῆς φορέσαμε τὸ σάβανο, ὅπως ἐκείνη ἤθελε. Ζήτησε καὶ τὶς δυὸ μεγάλες λαμπάδες ποῦ εἶχε φυλαγμένες μαζὶ μὲ τὰ κηροπήγια, μία γιὰ τὸ κεφάλι καὶ μία γιὰ τὰ πόδια. Τὶς ἤθελε ἀναμμένες.
Ἀφοῦ βεβαιώθηκε ὅτι ὅλα ἦταν ἄψογα μὲ τὸ ντύσιμό της, μὲ δική της προτροπὴ καλύψαμε τὸν μεγάλο καθρέφτη μὲ ἕνα μαῦρο μαντήλι εἰς ἔνδειξιν πένθους, ὅπως συνηθίζαμε στὸ χωριό. Ἀπευθύνθηκε πρὸς ὅλους καὶ μᾶς εἶπε νὰ μείνουμε στὸ δωμάτιό της κάτω ἀπὸ τὸ εἰκονοστάσι καὶ νὰ προσευχηθοῦμε. Μαζί της στὸ καλὸ δωμάτιο ἤθελε μόνον τὶς νύφες της, δίπλα γονατιστὲς νὰ προσεύχονται. Ἐγὼ δὲν ἀκολούθησα τοὺς ἄλλους στὸ εἰκονοστάσι, γιατί ἤθελα τόσο πολὺ νὰ δὼ τὸ τέλος. Ἄφησα τὴν πόρτα τοῦ καλοῦ δωματίου μισάνοιχτη καὶ γονάτισα ἐκεῖ κοιτάζοντάς την. Σταύρωσε τὰ χέρια της, ἔκλεισε τὰ μάτια της καὶ ἄρχισε νὰ προσεύχεται. Πρώτη προσευχὴ τὸ "Πιστεύω εἰς ἕναν..." Δὲν ξέρω πόσες ἄλλες ἀκολούθησαν, γιατί ἡ φωνή της γινόταν ὅλο πιὸ βαρειά, πιὸ βραχνὴ καὶ ὁ λόγος της δὲν ἦταν καθαρός. Ἔμεινε ἔτσι προσευχόμενη γύρω στὸ δεκάλεπτο. Στὸ τέλος φώναξε δυνατὰ δυὸ φορές: "γιέ μου!, γιέ μου!" Πῆρε μιὰ βαθειὰ εἰσπνοή, μία τελευταία ἐκπνοὴ καὶ "κοιμήθηκε".
Ἡ ὥρα ἦταν περίπου 10,30 τὸ πρωΐ.
Βέβαια δὲν ἦταν τυχαῖο ποῦ ἡ γιαγιὰ ἔφυγε ἔτσι. Ἦταν μιὰ γυναῖκα ἀγράμματη. Δὲν πῆγε ποτὲ στὸ σχολεῖο, δὲν ἤξερε νὰ διαβάζη, νὰ μιλάη ἑλληνικά, οὔτε κὰν νὰ βάζη τὴν ὑπογραφή της. Ἤξερε ὅμως ὅλη τὴν θεία Λειτουργία ἀπ' ἔξω καὶ ἅς μὴν καταλάβαινε τί ἔλεγε. Εἶχε μία ἔμφυτη γνώση καὶ σοφία καὶ ἦταν πρόθυμη νὰ βοηθήση ὁποιονδήποτε καὶ νὰ συμβουλέψη τὸν καθένα. Ἔζησα μὲ τὴν γιαγιὰ 18 χρόνια. Τὴν θυμᾶμαι χειμῶνα-καλοκαίρι νὰ πηγαίνη δυὸ φορὲς τὴν ἡμέρα στὴν ἐκκλησία τῆς ἐνορίας μας, τὴν Ἁγία Παρασκευή, στὸν Ὄρθρο καὶ στὸν Ἑσπερινό. Τὰ τελευταία χρόνια ἡ Ἁγία Παρασκευὴ ἦταν τὸ σπίτι της, τὴν ἔβρισκε κανεὶς ἐκεῖ ὧρες ἀτέλειωτες νὰ κάθεται μόνη μαζὶ μὲ τὰ εἰκονίσματα. Στὸν γυναικωνίτη εἶχε μιὰ συγκεκριμένη θέση, ποῦ ἀκόμα φέρει τὸ ὄνομά της. Ὅλη ἡ κοινωνικότητά της ἐξαντλοῦνταν στὸ προαύλιο τῆς ἐκκλησίας καὶ ἀγαπημένο της θέμα συζήτησης ἦταν οἱ βίοι τῶν ἁγίων. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν στενοχωριόταν ποῦ δὲν ἤξερε νὰ διαβάζη.
Τηροῦσε μὲ αὐστηρὴ εὐλάβεια ὅλες τὶς παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας. Τὶς ἡμέρες τῆς αὐστηρῆς νηστείας ἔτρωγε "χουσάφια" (ξερὰ βρασμένα δαμάσκηνα μὲ ζουμὶ) ἢ νερόβραστα χόρτα τυλιγμένα μὲ καλαμποκάλευρο. Τιμοῦσε ὅλους τοὺς Ἁγίους καὶ τὴν παραμονὴ τῆς ὀνομαστικῆς ἑορτῆς τοῦ κάθε Ἁγίου κοιμόταν στὸν ναό του. Κάθε Πέμπτη μὲ μεγάλη εὐλάβεια καὶ αὐστηρὴ σχολαστικότητα ζύμωνε τὰ πρόσφορα τῆς ἑβδομάδας.
Τὸ σπίτι ποῦ ἔζησε μὲ τὴν οἰκογένειά της δὲν τὸ ἔχτισε, ἀλλὰ τὸ ἀγόρασε, ὅπως ἦταν. Ὅταν ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς πῆγε περιοδεία στὸ χωριό μας ἔτυχε νὰ μείνη σ' αὐτὸ τὸ σπίτι. Μόλις τῆς τὸ εἶπε ἡ ἰδιοκτήτρια, ἡ γιαγιὰ τὸ ἀγόρασε χωρὶς δεύτερη κουβέντα. Τὸ θεώρησε μεγάλη εὐλογία καὶ ἐγκαταστάθηκε στὸ δωμάτιο ποῦ κοιμόταν ὁ Ἅγιος. Ἐκεῖ ἔφτιαξε καὶ τὸ εἰκονοστάσι τῆς μὲ τὸ καντήλι ποῦ σιγόκαιγε νύχτα-μέρα καὶ πρώτη τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου. Κάτω ἀπὸ τὸ εἰκονοστάσι ἦταν τὸ ντουλάπι, ὅπου ὁ ἅγιος Κοσμᾶς εἶχε βάλει τὰ βιβλία του. Ἐκεῖ ἔβρισκες τὸ θυμιατό της, τὸ λάδι γιὰ τὸ καντήλι, τὴν σφραγῖδα γιὰ τὰ πρόσφορα, τὸ σκεῦος μὲ τὸ ζυμάρι καὶ ἄλλα παρόμοια. Ἀκόμη ἐκεῖ φύλαγε καὶ τὴν δικιά της ξύλινη γαβάθα, μὲ τὸ δικό της ξύλινο κουτάλι, γιατί ἡ γιαγιὰ δὲν χρησιμοποιοῦσε τὰ δικά μας πιάτα γιὰ φαγητό.
Ἂν καὶ εἶχε καλῆ περιουσία, ἦταν ἄνθρωπος λιτὸς καὶ ταπεινός. Ἡ περιουσία τῆς δυὸ φορὲς χάθηκε γιὰ ἱστορικοὺς λόγους ἐκείνης τῆς ἐποχῆς. Καὶ τὶς δυὸ φορὲς ἡ οἰκογένεια ὀρθοπόδησε, γιατί ὁ Θεὸς τοὺς ἔδινε πλούσια τὰ ἐλέη. Παρὰ τὴν καλὴ οἰκονομικὴ κατάσταση καὶ τὴν κοινωνική της θέση, οὐδέποτε ἀπέκτησε τὴν λαμπερὴ καὶ κεντητὴ στολὴ ποῦ εἶχαν ὅλες οἱ γυναῖκες τοῦ χωριοῦ. Δὲν εἶχε χρυσαφικὰ καὶ δὲν στολιζόταν. Τὴν μοναδικὴ φορὰ ποῦ θυμᾶμαι νὰ ἐνδιαφέρθηκε γιὰ τὴν ἐμφάνισή της, ἦταν οἱ τελευταῖες στιγμὲς τῆς ζωῆς της μπροστὰ στὸν καθρέφτη. Τὸ προσωπικὸ ποῦ εἶχε ἡ οἰκογένεια στὴ δούλεψή της τὸ πλήρωνε μὲ λίρες, ἡ γιαγιὰ ὅμως, ὅταν "ἔφυγε", εἶχε πενταροδεκάρες.
Ἦταν πάντα μετρημένη στὰ λόγια της καὶ δὲν ἔκανε κριτικὴ γιὰ τοὺς ἄλλους. Μέσα στὸ σπίτι ἦταν ἄφταστη νοικοκυρά, ἀκούραστη καὶ ἀεικίνητη. Ἀπέκτησε ὀχτὼ παιδιά. Τρεὶς γιοὺς καὶ πέντε κόρες, τὶς ὁποῖες πάντρεψε μὲ φτωχὰ παιδιὰ τοῦ χωριοῦ, παιδιὰ ποῦ τοὺς εἶχαν στὴν δούλεψή τους. Τρία ἀπὸ τὰ παιδιά της πέθαναν ἐνῷ ἡ ἴδια ζοῦσε. Πονοῦσε καὶ μοιρολογοῦσε συχνά, ἀλλὰ παρὰ τὸ πένθος τῆς τὴν ἑπομένη τῆς κηδείας τους πήγαινε στὴν ἐκκλησία. "Ἔτσι ἦταν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ", ἔλεγε καὶ ἔτσι ἔζησε κι ἐκείνη σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ἡ μητέρα μου θυμᾶται πῶς ἕνα ἀπόγευμα τοῦ 1941 εἶχε πάει στὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Ἐπέστρεψε στὸ σπίτι ἀναστατωμένη, "θὰ ἔρθουν οἱ Γερμανοὶ" τοὺς εἶπε καὶ ἄρχισε νὰ συγκεντρώνη τὶς κατάλληλες προμήθειες. Φυσικὰ δὲν ὑπῆρχαν τὰ σημερινὰ μέσα ἐνημέρωσης, ἡ μητέρα μου κατάλαβε πῶς κάποιο μήνυμα πῆρε στὸ μοναστήρι. Ἡ γιαγιὰ ὅμως δὲν μιλοῦσε ποτὲ γι' αὐτά. Ὁ παπποῦς "ἔφυγε" πρὶν ἀπὸ τὴν γιαγιά, τὸ 1956. Ἦταν 80 χρονῶν, ἡμέρα τῆς Λαμπρῆς. Πῆρε τὴν λαμπάδα του καὶ ξεκίνησε νὰ πάη στὴν Ἀνάσταση, στὸν Ἀη-Γιώργη. "Πῶς θὰ φτάσης ὡς ἐκεῖ γέρος ἄνθρωπος;", τοῦ εἶπε ἡ γιαγιά. "Ἄσε μὲ νὰ πάω, γιατί εἶναι ἡ τελευταία μου φορά", ἀπάντησε ὁ παπποῦς.
Καὶ ἦταν ἡ τελευταία τοῦ φορᾶ, γιατί ἔμεινε στὸ στασίδι τοῦ Ἀη-Γιώργη τὴν ὥρα ποῦ ὁ παπᾶς ἔλεγε τὸ "Χριστὸς Ἀνέστη!".
- Προβολές: 2904