Skip to main content

Κώστα Παπαδημητρίου: Ἰωάννης Μ. Παναγιωτόπουλος καὶ Ὀρθοδοξία (Α')

Κώστα Παπαδημητρίου, ἐπ. Σχολικοῦ Συμβούλου

Πολύπλευρης καὶ δημιουργικῆς προσωπικότητας εἶναι τὸ χαρακτηριστικὸ τῆς ἰδιοσυγκρασίας τοῦ Ιω.Μ. Παναγιωτόπουλου (1901-1979). Ὁ λόγος τοῦ ὁρμητικός, ἁρμονικός, ἰδιαίτερης ποιότητας καὶ μὲ οὐσιαστικὸ ὑπόβαθρο, χύνεται στὰ ρεῖθρα τῆς ποίησης, τῆς ἀφήγησης καὶ τοῦ κριτικοῦ στοχασμοῦ. Καὶ δούλευε ἡ πένα του ἀσταμάτητα, μὲ καλπάζοντα βηματισμό, σὲ τρεὶς βάρδιες καθημερινά. Τὸν θυμᾶμαι στὰ σεμινάρια Λογοτεχνίας στὸ "ΑΘΗΝΑΙΟ" ν' ἀναπνέη μὲ πλησμονή, σὰν νάθελε νὰ γεμίζη τὰ ρουθούνια του μὲ πολὺ πολὺ ὀξυγόνο. Δὲν σοῦ πέρναγε ποτὲ ἀπὸ τὸ μυαλὸ ἡ σκέψη πῶς δὲ θὰ σὲ ξεδίψαγε ὁ λόγος του. Δὲν ἦταν ἕνα ποτήρι μὲ τὸ μετρημένο νερό, ἡ κελαρυστὴ βρύση ἦταν ποῦ ὅσο ἔπινες τόσο ἔβλεπες νὰ δυναμώνη τὸ ἀνάβρυσμά της.

Ιωάννης Μ. Παναγιωτόπουλος

Δίψα γιὰ ζωὴ καὶ δίψα γιὰ ἔκφραση τὸ χαρακτηριστικό του. Καὶ ἡ σοδειά του ἀνυπολόγιστα πλούσια. Πυρακτωμένες μνῆμες του ἀπὸ πρόσωπα, καιροὺς καὶ τόπους καὶ καυτοὶ στοχασμοί του εἶναι τὰ θησαυρίσματα ποῦ μᾶς παρέδωσε καὶ μᾶς ἄνοιξε ἔτσι ἕνα "παράθυρο στὸν κόσμο". 89 αὐτοτελῆ βιβλία (μὲ τὶς ἐπανεκδόσεις τους), 1708 δημοσιεύματα σὲ περιοδικὰ καὶ ἐφημερίδες, 1370 ἄρθρα σὲ Ἐγκυκλοπαίδειες, 12 μεταφράσεις βιβλίων σὲ ξένες γλῶσσες. Θὰ ἀποτελοῦσε θράσος, ἂν τούτη ἡ προσπάθεια σκόπευε νὰ ἀξιολογήση τὸ συγγραφικὸ ἔργο τοῦ Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου. Γι' αὐτό, παρ' ὅλο ποῦ δὲν "μεμέρισται" ὁ συγγραφέας, θὰ ἀποτολμήσουμε νὰ φωτίσουμε, ἔστω καὶ ἀμυδρά, μιὰ μόνον ὄψη του, ἐκείνη τῆς σχέσης του μὲ τὴν Ὀρθοδοξία.

Τυχερὸς στάθηκε στὰ παιδικά του χρόνια. Ὁ πατέρας τοῦ παρὰ τὶς ἀπανωτὲς ἐμπορικὲς ἀποτυχίες του σὰν οὐζοπαραγωγός, παντοπώλης καὶ μανάβης, ἦταν πολὺ ἔντιμος καὶ καλοκάγαθος ἄνθρωπος. Φιλακόλουθος καὶ ἐρασιτέχνης ψάλτης βοηθοῦσε ἐθελοντικὰ τοὺς ψάλτες στὶς ἐκκλησιὲς τοῦ Αἰτωλικοῦ, ὅπου ζοῦσε μὲ τὴν οἰκογένειά του. Ἐπιθυμοῦσε μάλιστα νὰ χειροτονηθῇ ἱερέας, ἀλλὰ τὸν ἀπότρεψε "ζωηρότατα ἡ μητέρα μου" θὰ πῆ ὁ Ι.Μ.Π.. (Ἐπιστολὴ πρὸς Θ.Μ.Πολίτη).

Στὴν τρυφερὴ ἡλικία τῶν ἕντεκα χρόνων μετακόμισε ἡ οἰκογένειά του στὸν Πειραιᾶ (1912) καὶ ἐκεῖ δέχθηκε τὸ πρῶτο χτύπημα τοῦ Χάρου. Τὸν ἄγγιξαν τὰ κρύα φτερὰ τοῦ θανάτου. Πεθαίνουν τὰ δυὸ ἀδέρφια του, ὁ Γιῶργος καὶ ἡ Ἑλένη. "Ὅ,τι καὶ νὰ κάνω, δὲν μπορῶ νὰ λησμονήσω", θὰ πῆ ὁ ἴδιος. "Εἴταν οἱ ἀνεξίτηλοι πόνοι μου τὰ πρῶτα καὶ σκληρότατα μαθήματά μου στὸ πικρότατο σχολεῖο τῆς ζωῆς". ("Ὥρα Ἀπολογισμοῦ", Τετράδιο Εὐθύνης. σελ. 146. Καὶ σὲ ἄλλο βιβλίο του θὰ προσθέση: "Αὐτὴ ἡ ζωὴ μοῦ ἔφερε τὴν συνείδηση τῆς ματαιότητας. Ἔζησα ἐντονότερα τὸ "χοὺς ἐσμέν!" καὶ εἰς τὸν χοὺν αὐτῶν ἐπιστρέψουσιν" (Ψάλμ.102, 103). "Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση φοβερή", γράφει ὁ φίλος του θεολόγος Π.Β. Πάσχος, "ποὺ μιλῶντας κάποτε γιὰ τὴν βυζαντινὴ ποίηση μοῦ ἐξεθείαζε τὴν ποίηση τῆς νεκρώσιμης ἀκολουθίας, ποῦ τόσο ἐπιγραμματικὰ μᾶς δίνει τὴν ἔννοια τῆς ματαιότητας καὶ ἀπήγγειλε ἀπὸ μνήμης: "Τοιοῦτος γὰρ ἡμῶν ὁ βίος, ἀδελφοί, τοῦτο τὸ ἐπὶ γῆς παίγνιο οὐκ ὄντας γενέσθαι καὶ γενομένους ἀναφθαρῆναι ὄναρ ἐσμὲν οὐχ ἱστάμενον φύσημά τί μὴ κρατούμενον πτῆσις ὀρνέου παρερχομένου ναὸς ἐπὶ θαλάσσης ἴχνος οὐκ ἔχουσα" καὶ ἄλλους στίχους ἀπὸ ἄλλα τροπάρια".

"Μὰ καὶ τὰ χρόνια τῆς νιότης" θὰ πῆ, "ὑπῆρξαν γιὰ μένα ἐποχὴ λαίμαργη καὶ πονεμένη. Ἦταν ἡ κατάσταση τοῦ τόπου ἀξιοθρήνητη. Μικρασιατικὴ περιπέτεια! Μικρασιατικὴ καταστροφή! Ὁ ἀπελπισμὸς ἦταν μόνιμο κλίμα τὸ ζούσαμε σὰ νὰ εἴχαμε ὀρφανέψει ἀναπάντεχα καὶ νὰ μὴν εἴχαμε ἀντιστύλι νὰ πιάσουμε καὶ τόπο νὰ σταθοῦμε, μετέωροι πάντα, ἀνάμεσα γῆς καὶ οὐρανοῦ". "Ἦρθαν ὕστερα τὰ χρόνια τοῦ στοχασμοῦ καὶ τῆς ἀμφιβολίας. Ἦταν καὶ χρόνια ἀπιστίας. Ἀναποδογυρίζαμε μὲ θλιμμένη καρδιὰ τὸ σύμπαν γιὰ νὰ πλάσουμε ἕνα σύμπαν καινούργιο, χωρὶς νὰ εἴμαστε βέβαιοι πῶς θὰ εἴχαμε τὴν ἱκανότητα καὶ νὰ τὸ βάλουμε στὴ θέση τοῦ παλιοῦ. Τότε ἦταν ποῦ διαβάσαμε ἀναρίθμητα βιβλία καὶ κάθε λογῆς. Σπουδάσαμε ὅλες τὶς ἐπιστῆμες, ὅπως ὁ Φάουστ, καὶ σκύψαμε μέσα μας καὶ βρήκαμε τ' ὀδυνηρότατο ἄδειο....Τίποτα δὲ μᾶς βοηθοῦσε νὰ στερεωθοῦμε στὴν πέτρα τῆς πίστης. Ἡ ψυχή μας διψοῦσε τὸ "ὕδωρ τὸ ζών". Τὰ πάντα ἦταν φρυγμένα, πυρίκαυστα καὶ φοβερὰ διψασμένα..."(ό.π.σ.148). "Γιὰ πολὺν καιρὸ ὑπῆρξα ἕνα πλάσμα μετέωρο καὶ προσπαθοῦσα νὰ βρὼ τὸν ἑαυτό μου ἀνάμεσα σὲ πολλὲς ἀφετηρίες, γιατί τὰ δαιμόνια ποῦ μὲ κυβερνοῦσαν ἦταν πολλὰ καὶ ἀμφίρροπα" (ο.π. σ. 149).

Τὸ σαράκι τοῦ δισταγμοῦ εἶχε μπῆ γιὰ καλὰ μέσα του.

"Ἴσως εἶναι ἡ ἀρρώστια τῶν περισσοτέρων διανοουμένων τοῦ αἰῶνα μας, ποῦ εἶχαν τραφεῖ μὲ ὅλη τὴ λογοτεχνία καὶ τὴ φιλοσοφία τοῦ περασμένου καὶ τῶν ἀρχῶν τοῦ δικοῦ μας αἰῶνα, πικραμένοι ἀπὸ τόσους πολέμους καὶ τόσους θανάτους, ζυμωμένοι μὲ τὶς φανταχτερὰ μοντέρνες ἰδέες ἑνὸς ἄκρατου ὑλισμοῦ, ὅπου ἡ ἄρνηση τῶν πνευματικῶν ἀξιῶν βασίλευε σὲ μεγάλο ποσοστὸ στὸν περισσότερο σχεδὸν καλό, μορφωμένο, πολιτισμένο κόσμο. Οἱ ἀδύνατοι προχώρησαν καὶ χάθηκαν γιὰ πάντα οἱ ἄλλοι, ὅμως, ποῦ εἶχαν μέσα τους ἀντισώματα, πάλαιβαν νὰ ξαναβροῦν καὶ νὰ ξανακερδίσουν τὴ χαμένη πίστη τους, τὴν πνευματική τους γαλήνη καὶ ἰσορροπία. Σ' αὐτοὺς τοὺς δεύτερους νομίζω πρέπει νὰ κατατάξουμε καὶ τὸ Ι.Μ.Π., ποῦ ὁλόκληρη τὴ ζωή του ἐρωτοτροποῦσε μὲ τὸ φὼς καὶ πολεμοῦσε νὰ λυτρωθεῖ ἀπὸ τὴ μέγγενη τῶν ἐρωτηματικῶν-ἰδιαίτερα γιὰ τὴ σφαῖρα τῆς μεταφυσικῆς. Γι' αὐτὴ τὴν πάλη καὶ τὸν πόλεμο, μὲ ὅλες τὶς προσωπικές του ἐμπειρίες, συμπυκνωμένες μέσα σὲ λίγες γραμμές, μᾶς μιλάει στὴν "Ὥρα Ἀπολογισμοῦ" (ὄπ.π., σέλ.158): "πάλαιψα, γιὰ νὰ μπορέσω κάπου νὰ στεριώσω τὰ πόδια μου....πέφτοντας ἀπὸ λαγούμι σὲ λαγούμι καὶ μεταμορφώνοντας τὴ ζωὴ σὲ διαδοχικὰ πεσίματα καὶ διαδοχικὲς ἐγέρσεις" (ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ" σελ. 17).

"Ἡ ψυχή μας διψοῦσε τὸ "ὕδωρ τὸ ζών". Τὰ πάντα εἴταν φρυγμένα, πυρίκαυστα καὶ φοβερὰ διψασμένα"(όπ.π., σέλ.148). Σ' αὐτὴ τὴ λειψυδρία τοῦ "ζῶντος ὕδατος" θυμᾶται πάντα τὸ καταφύγιο, ποῦ τοῦ εἶχε μάθει ὁ πατέρας του: "Ἡ ἄμεση ἐπαφὴ μὲ τὸν κόσμο τῆς ἐκκλησιαστικῆς τελετουργίας καὶ τῶν θρησκευτικῶν κειμένων μὲ προίκισε μὲ πολλὴ κατάνυξη, ποῦ τὴ νιώθω καὶ τώρα ἀκόμη στὴν κατάλληλη κάθε φορὰ περίσταση. Δὲν μπορῶ νὰ κάμω τὸν ἀναγνώστη μου νὰ ἐννοήσει τί χαλασμὸ αἰσθάνομαι μέσα μου, τί γόνιμη συντριβή, ἀκούγοντας στὴν ἐκκλησιὰ τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων τὸ βράδυ: "Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει τὸ πνεῦμα μοῦ πρὸς σέ, ὁ Θεός, διότι φὼς τὰ προστάγματά σου ἐπὶ τῆς γῆς καί: "Πρόσθες αὐτοῖς κακά, Κύριε, πρόσθες αὐτοῖς κακά, τοὶς ἐνδόξοις τῆς γῆς ἢ σιγοψέλνοντας τὸ τροπάρι τῆς Κασσιανὴς ἢ παρακολουθῶντας τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ τὸ καταμεσήμερο τὴν ἀποκαθήλωση καὶ τοὺς θρήνους της: Σὲ τὸν ἀναβαλλόμενον τὸ φὼς ὦσπερ ἱμάτιον καὶ τ' ἄλλα ποῦ μοῦ φέρνουν θαλερὰ δάκρυα, ὅσα καταξιώνουν καὶ στὴν ἀνθρώπινη καὶ στὴν αἰσθητική μου συνείδηση τὸ κάλλος τῆς ὑμνολογίας δὲν εἶμαι δυσαρεστημένος ποῦ πέρασα κι ἀπὸ τούτους τοὺς δρόμους, ἀπὸ τὴ μεγάλη θάλασσα τῆς πνευματικῆς εὐφορίας καὶ τῆς ὑμνωδίας, μέσα σὲ ἀπέραντη κατάνυξη. Ἡ γνώση μου, λειψὴ πάντα, τῶν ἐκκλησιαστικῶν κειμένων μ' ἔφερε σιμὰ στὸν ἄμεμπτο λόγο....."(ΩΡΑ ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ" σελ. 148).

Σὲ ἄλλη ἐξομολογητική του συζήτηση μὲ τὸν Π.Β.Πάσχο εἶπε: "Ζηλεύω τὴν ἀρράγιστη πίστη σου, ποῦ ἐμένα μοῦ λείπει ἀκόμα θὰ ἤθελα κι ἐγὼ νὰ γίνω ἕνα μὲ τοὺς θείους ὑμνωδούς μας καὶ νὰ ψάλω μαζί σου τὰ ἐξαίσια τροπάριά τους...Φοβούμαι ὅμως πῶς εἶμαι καταδικασμένος νὰ μὴν ἰδῶ νὰ καταλαγιάζουν ποτὲ μέσα μου τὰ μεταφυσικὰ προβλήματα". (Τὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας" σελ. 16). "Μονάχα στὰ κύματα τῆς μουσικῆς συμφιλιώνουμαι μὲ τὸ θάνατο! Αὐτὴ μοῦ προσφέρει ἕνα θαυμάσιο κλειδὶ γιὰ ν' ἀνοίξω κρύπτες μυστικές", θὰ πὴ ὁ ἴδιος ("Χειρόγραφα Μοναξιᾶς" σ. 40). Δὲν ἀγνοεῖ τὸν βυζαντινὸ ὑμνογράφο. Προσεγγίζοντας τὸν Ἀκάθιστο Ὕμνο ἐμβαθύνει στὰ καθέκαστα τῶν προσωπικῶν του ποιητικῶν κειμένων", γράφει ὁ φίλος τοῦ Π.Β.Πάσχος. "Ξετυλίγεται μέσα σὲ ἕνα δάσος συμβόλων, ἀπὸ εἰκόνα σὲ εἰκόνα, ἀπὸ ἀλληγορία σὲ ἀλληγορία ὑπάρχει μιὰ ζεστὴ ψυχὴ μέσα του, μιὰ ψυχὴ ἀσκητική, ἀναφλογισμένη ἀπὸ ὁράματα παρθενικῶν παραδείσων καὶ μιὰ συνείδηση θαυμαστῆ τοῦ φυσικοῦ περίγυρου. Ὁ ποιητὴς δὲν εἶναι μονάχα ἕνας πιστὸς εἶναι κι ἕνας πολυδύναμος ἄνθρωπος, λυρικός, ποῦ δὲν ἀπευθύνεται τόσο στὸ νοῦ, ὅσο ἀπευθύνεται στὸ συναίσθημα, μεταγγίζει μὲ τὴ λέξη, μὲ τὴ φράση, ὑποβλητικά, τὴ διάθεσή του στὸν ἀκροατή, τὸν κοινωνὸ καὶ ὁδοιπορεῖ μαζί του σ' ἕνα χῶρο μαγείας. Δὲν τὴν χρειάζεται τὴν τριμμένη λογικὴ τοῦ καθημερινοῦ ἀνθρώπου.

Ὁ πιστὸς ἀκροατὴς τοῦ ὕμνου δὲν ἀπομονώνεται, δένεται μὲ τοὺς ἄλλους πιστοὺς καὶ μετέχει ὄχι μόνο σὲ μιὰ αἰσθητικὴ ἀπόλαυση, μὰ καὶ σὲ μιὰ μυσταγωγία" ("Ὁ στοχασμὸς καὶ ὁ λόγος" σελ. 183-184). Ζεῖ τότε ὁ ὑμνογράφος μὲ τὴ δύναμη τῆς ὑποβολῆς σ' ἕναν ἐξωλογικὸ χῶρο. Γίνεται μετέωρο πλάσμα ἀνάμεσα γῆς καὶ οὐρανοῦ. ("Τὰ ποιήματα" σελ. 15).

Ὁ ἴδιος θὰ πῆ:

"Μὲς τὴν καρδιά μου ὡς ἡ βροχὴ μιὰ λύπη ἀργὴ ξεσπάζει,
γιὰ τὰ ἐγκόσμια μιὰ πικρὴ μὲ πιάνει καταφρόνια
κι ἀπ' τὴ βαθειὰ καὶ σκοτεινὴ ποῦ μὲ κατέχει ὀδύνη
μιὰ εὐδία βλέπω ἀμφίβολη στὰ χάη ν' ἀσπρογαλιάζει..." (ὄπ.π. σ.43).

Κείνη τὴ στιγμὴ τὸ φῶς πέφτει ἀπάνω του "ὡς μουσικὸ γέλιο στ' ἀκύμαντα νερά", μόνο καὶ μόνο γιατί μέσα του ἀπὸ ἕνα ἀόρατο καλάμι ἀναδίνεται μιὰ ἄρρητη μουσική..." γιατ' εἶμαι ἀπ' ὅλα: ἕνας λυγμὸς στὸ πέρασμα τοῦ ἀνέμου, μιὰ φλόγα, μιὰ σταλαγματιὰ κι ἕνα φτερὸ ἀπ' τὰ φτερὰ τοῦ θυμωμένου Ἀρχάγγελου, ποῦ στέκει ἀπάνωθέ μου" (ὅ.π. σ. 67-68).

(Συνεχίζεται)

  • Προβολές: 2821