Κώστα Παπαδημητρίου: Ἰωάννης Μ. Παναγιωτόπουλος καὶ Ὀρθοδοξία (Γ')
Κώστα Παπαδημητρίου, ἐπ. Σχολικοῦ Συμβούλου
(συνέχεια ἀπὸ τὸ προηγούμενο)
Ὁ ταξιδιώτης Ἰωάννης Μ. Παναγιωτόπουλος
Στενὴ σχέση ὑπάρχει στὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὴν ταξιδιωτικὴ πεζογραφία τοῦ Ι.Μ.Π. ὅλα τὰ ταξιδιωτικά του ἔργα εἶναι φορτωμένα μὲ ἱερὲς παραδόσεις. Ἀγαπᾶ τὴν ὀμορφιά, τὴν ὡραιότητα, ἀλλὰ περισσότερο τὴν ἱερότητα τῶν δημιουργημάτων τοῦ πνεύματος καὶ τῆς τέχνης. Δὲν μπαίνει στοὺς χώρους ποὺ ἐπισκέπτεται, οὔτε σὰν τουρίστας, οὔτε σὰν ἐπιπόλαιος καὶ ἀσεβὴς ἐπισκέπτης. Τὸ κάθε τί τὸ βιώνει μὲ σιωπηλὴ ἐνατένιση προσπάθώντάς νὰ τὸ φωλιάση μέσα τοῦ γιὰ πάντα. Ἀφήνει ἔξω ἀπὸ τοὺς χώρους τὸ κορμί του καὶ προχωρεῖ ὅσο γίνεται πνευματικά.
Γιὰ μιὰ ἐπίσκεψή του στὴν Ἀγιὰ Σοφιὰ γράφει:
"Προχώρησα στὸν ἐσωνάρθηκα καὶ στάθηκα στὴν πύλη τὴ μεσιανή, τὴ βασιλική, καὶ κοίταξα μέσα. Κ' ἔνοιωσα τὴν ὕπαρξή μου ὅλη νὰ μελωδεί: "Εἰσελεύσομαι εἰς τὸν οἶκον Σου, προσκυνήσω πρὸς ναὸν τὸν ἅγιόν Σου ἐν φόβῳ". Τοῦτα τὰ λόγια περπατοῦσαν μέσα μου, κ' εἴταν βαριά, σὰ νὰ ξανάβρισκαν ἐκείνη καὶ μόνο τὴ στιγμὴ γιὰ μένα τὸ ἀληθινὸ νόημά τους, κι ἄλλο νὰ συλλογιστῶ δὲ μποροῦσα, καὶ τὰ μάτια μου γέμισαν δάκρυα θαλερά. Τὰ πόδια μου καρφώθηκαν στὸ κατώφλι τῆς πύλης τῆς μεσιανής, σὰ νὰ βεβήλωνα τὸν τόπο τὸν ἅγιο, ἂν προχωροῦσα. Κι ἂν μποροῦσα καὶ κάτι νὰ στοχαστῶ πιὸ πολύ, θὰ θρηνοῦσα, τὸ δίχως ἄλλο, τοὺς βαριόμοιρους ποὺ στερεύτηκαν τὸ φώς τους, ποὺ στερεύτηκαν τὴ δύναμη τοῦ ματιοῦ...."Σιγησάτω πᾶσα σὰρξ βροτεία καὶ μηδὲν τὸ γήϊνον ἐν ἑαυτῇ λογιζέσθω"...Τώρα γδυνόμουν τὸ κορμί, αὐτὸ τὸ κορμὶ ποὺ τὸ συμπόνεσα στὰ γραψίματά του τόσες φορές, τὸ γδυνόμουν, κι ἀγάλι ἀγάλια, μαλακὰ κι ἀθόρυβα, γινόμουν μιὰ ψυχὴ πονεμένη, μιὰ κατάφλογη καὶ κατάφωτη ψυχὴ καὶ μοῦ λύνονταν οἱ ἁρμοὶ καὶ τούτη ἡ φοβερὴ καθημερινότητα, καὶ τούτη ἡ πραγματικότητα ἡ πεζὴ μετουσιωνόταν σὲ μιὰ διάφανη πνευματικὴ παρουσία, κι ἄρχισα μὲ τὸ πρίμο ἀγέρι τῆς φαντασίας, νὰ ταξιδεύω στοὺς οὐρανοὺς" (ΠΑ, 15-16)
Δὲν παραλείπει νὰ ἐκφράση καὶ τὸν θαυμασμὸ τοῦ στὴν ἱεροπρέπεια τοῦ μοναχοῦ Θεόκλητου Διονυσιάτη ποὺ ἦταν ἡ ψυχὴ τῆς Μονῆς Διονυσίου καὶ γράφει:
"Ἦταν ὄρθιος, ἀσυμβίβαστος, ἔλεγε τὴ γνώμη του μὲ ἀξιοθαύμαστη τόλμη. Ἀγκιστρωμένος στὸ δόγμα, περίρρυτος ἀπὸ τὸ θαῦμα, πυρπολημένος ἀπὸ τὸν ἔρωτα τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐγνώριζε τὰ πάντα, γιὰ νὰ πολεμήσει τὰ πάντα. Φυσικά, ὅσα βρίσκονται ἔξω ἀπὸ τὴν πίστη. Ἡ συνομιλία, προχωροῦσε ἀργά, μὲ μακριὰ κενὰ σιωπῆς. Ἔξω ὁ ἄνεμος τραγουδοῦσε, ἄνεμος προχωρημένου καλοκαιριοῦ. Ὁ Θεόκλητος ἄκουγε μέσα στὸν ἄνεμο τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ, ἔβλεπε μέσα στὴ μαρμαρυγὴ τῶν ἄστρων τὸ φὼς τοῦ Θεοῦ. Ἡ νύχτα του ἦταν γεμάτη Θεό, ἐνῷ οἱ νύχτες τοῦ κόσμου τούτου εἶναι γεμᾶτες γυναῖκες. Ἄφησα τὴν ὑποβλητικὴ ὥρα νὰ φωλιάσει στὴν καρδιά μου. Πολὺ συχνὰ τὴ χρειάζομαι".
Κι ὄχι μονάχα, στοὺς μεγάλους ναοὺς ποὺ εἶναι ἔργα τέχνης τῶν ἀνθρώπων, μὰ καὶ στὸν μεγάλο ναό, τὴν ἀπέραντη Κτίση τοῦ Θεοῦ, ὅταν βρεθῇ ὁ ποιητής μας προσκυνητῆς σὲ ὥρα κατανυκτική, αἰσθάνεται μιὰ ἰδιότυπη κατάνυξη νὰ τὸν κυριεύη, μὲ διπλῆ σχεδὸν ρίζα, ἐρωτικὴ καὶ θρησκευτική- ὅπως σημειώνει κάπου περιδιαβάζοντας στὸν Ὄλυμπο τῆς Κύπρου, στὴν κοιλάδα τῶν Κέδρων:
"Αἰσθάνομαι τὴν ἀνάγκη νὰ σημειώσω, πῶς τίποτε πιὸ καταπληχτικό, σὲ τόσα ταξίδια, στὴν περιοχὴ τοῦ πράσινου κόσμου δὲν ἔχουν ἀντικρύσει τὰ μάτια μου. Καθὼς περνοῦσα ἀνάμεσα στὶς συστοιχίες τῶν Κέδρων, ἔλιωνα ἀπὸ ποίηση κ' ἔνιωθα πῶς γινόμουν ἕνα διάφανο πλάσμα εὐγενικό. Τοῦτο τὸ δέντρο ἔχει δύναμη καὶ χάρη....Δέν ξέρω, ἄλλωστε, ἂν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει καὶ τίποτε πιὸ συγκλονιστικό, πιὸ σπαραχτικό, γιατί ἡ ὀμορφιὰ εἶναι μιὰ δύναμη ποὺ σπαράζει, ἀπὸ τούτη τὴν κοιλάδα, ποὺ τὴν ἔζησα μέσα στὴν ἄκρα της σιωπή, σὲ ἄκρα γαλήνη, μέσα στὴν ἔκστασή της, ἐξίσου κ' ἐγὼ ἐκστατικός. Τὴ διατηρῶ στὴ συγκινημένη μου θύμηση καθὼς μουσικὴ καὶ καθὼς προσευχή". (Ἡ Κύπρος, ἕνα ταξίδι, σ. 97).
Καὶ σὲ ἕνα κείμενό του τοῦ 1937 γράφει:
"Τὶς ὧρες ποὺ κατασταλάζει μέσα μου ἡ βοὴ τῶν ἀνέμων τῆς πολυτάραχης πολιτείας, κ' εἶμαι ὅλος ἀγωνία καὶ πυρετό, κάθομαι καὶ συλλογιέμαι τὶς μακάριες ὧρες ποὺ πέρασα στὶς εὐφρόσυνες σκιάδες τῆς πολύχρονης πίστης, τὶς βασανισμένες ἀπὸ τ' ἀντίμαχα στοιχεῖα τῆς φύσης, τὶς φαγωμένες ἀπὸ τὴν εὐλάβεια καὶ τὴν κατάνυξη: πλαγιὲς βουνῶν, ποὺ τὶς ὠραΐζουν τὰ μοναστήρια, μαλακοὺς εἰρηνεμένους λόφους, καταπράσινους κάμπους κι ἀκρογιαλιές, συμμαζεμένες ὁλόγυρα στὰ μοναχικὰ ἐκκλησάκια τους, στὰ βυζαντινὰ σταυροθόλια, στοὺς πολυκαιρινοὺς ἀσβεστωμένους τοίχους, στὶς καμάρες καὶ στὶς καμαρόπορτες, ποὺ εἴδανε γενιὲς καὶ γενιὲς νὰ περνοῦν καὶ νὰ χάνονται σὲ μακρινὰ βάθη...Καί διαβαίνω ἀπὸ πυλῶνα σὲ πυλῶνα, καὶ δρασκελὼ ἀλαφρόποδος κατώφλια, καὶ σηκώνω τὰ μάτια μου σὲ οὐρανοὺς καὶ θόλους μὲ σκυθρωποὺς Παντοκράτορες, καὶ ἀναπαύω τὸ μόχθο καὶ τὸν κάματο τοῦ κορμιοῦ μου σὲ πέτρινα πλατύσκαλα' κι ἀκουρμαίνουμαι ὁλοένα ἀκουρμαίνουμαι τὸν ἦχο τῆς μακρινῆς καμπάνας, ποὺ συνταιριάζει φαιδρὰ τὸ τραγούδι τῆς μὲ τὸ ρυθμὸ τῆς αὐγῆς, ἢ ποὺ ξυπνάει τὶς κοιμισμένες αὖρες μέσα στὸ θαμπὸ καὶ ράθυμο λυκόφως. Κ' εἶναι τότε σὰ νὰ μὴν πορεύομαι μὲ μιά, παρὰ μὲ πλῆθος ζωές, σὰ νὰ συμμαζεύονται στὴν ὕπαρξή μου ἕνα πλῆθος ὑπάρξεις, καὶ σὰ νὰ συντροφεύω στὴν ὁδοιπορία τῆς ἀπονήρευτης πίστης ὅλα "τὰ πετεινὰ τοῦ κόσμου τούτου", ποὺ ἐδιάλεξε ὁ Θεός, γιὰ νὰ ντροπιάσει τὴ δύναμη καὶ τὴ σοφία, τὴν οἴηση καὶ τὴν ἱκανότητα, τὴν ἐπιβλητικὴ ἀρετὴ καὶ τὴ λαμπρὴ εὐγένεια τῶν ἀνθρώπων" ("Χειρόγραφα Μοναξιᾶς, σ. 139-140).
"Τέτοιες στιγμές, ποὺ τὸ κατανυχτικὸ δαιμόνιο παίρνει ἀπ' τὸ χέρι τὸν ποιητή μας καὶ τὸν περπατάει στὰ ξωκκλήσια γιὰ νὰ ψάλει τὸ 'Φὼς ἱλαρόν", ποὺ ἄλλοτε τὸ προλαβαίνει κι ἄλλοτε ὄχι, ὁ Π. δὲν ξεχνάει καὶ τὸν ἀκάματο ταξιδευτῇ, ποὺ ξέρει νὰ ἰδεῖ τὴν ὀμορφιὰ τῆς Κτίσεως καὶ νὰ τὴν περιγράψει ἐξαίσια" (Π.Β.Πάσχου"Μέ λογισμὸ καὶ μ'όνειρο")
Γιὰ τὴν ἐπίσκεψή του στὴν Πάτμο γράφει:
"Τόπος ἡσυχαστικός", καθὼς τὸν ἔχουν κάποτε γράψει, πλασμένος γιὰ τὸ ξάνοιγμα τῆς ψυχῆς καὶ τὴν ἀναγωγὴ τοῦ νοῦ στοὺς κόσμους τῆς ὑπέρτερης θέας. Ἔλαμπε κ' ἡ Χώρα συμμαζωμένη ὁλόγυρα στὸ κάστρο της καὶ στὸ μοναστήρι της, σὲ φαντασμαγορικὴ ἀνηφοριά, σὰ ν' ἀγρυπνοῦσε μέσα στὸ διάφανο σκοτάδι τοῦ καλοκαιρινοῦ μεσημβρινοῦ Αἰγαίου.
Ὁ λαὸς ὁ καλοπροαίρετος καὶ ἀνυστερόβουλος, ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ καλοὺς λαούς, ποὺ μπορεῖ νὰ συναπαντήσει ὁ περιηγητὴς στὰ ἑλληνικὰ βήματά του. Λαὸς ξωμάχος καὶ θαλασσινός, κατανυχτικός, μὲ τὴ συνείδηση, πῶς φρουρεῖ μιὰ μεγάλη παράδοση. Καὶ εἶναι καὶ ὁ τόπος καταπονεμένος, ἀποκαμνωμένος, καλοπροαίρετος. Ἔξω ἀπὸ τὸν πάταγο, τὴ λαιμαργία καὶ τὴ θολὴ αὐτογνωσία τῶν καιρῶν. Ἔνιωσα τὴ σύντομη διαμονή μου στὴν Πάτμο σὰν μυστικὴ θητεία σ' ἕνα ἰδανικὸ καθαρμοῦ. Τὸ ἤξερα πῶς ἤμουν ἕνας δεσμώτης σὲ πλῆθος αἰχμαλωσίες. Ἀλλὰ δὲν μποροῦσα καὶ ν' ἀντισταθῶ στὴ σιωπηλὴ γοητεία μιᾶς γαλήνης, ποὺ δὲν ἦταν τυφλή, ποὺ ἦταν γεμάτη οὐσία πνεύματος καὶ ψυχῆς.
Τὸ ταξίδι τῆς Πάτμου εἶναι μιὰ ἄσκηση. Ἄσκηση ἀντίκρυ σὲ μιὰ ἔκφραση κάλλους, ποὺ δὲν ἐξαντλεῖται στὴ λιτότητα καὶ τὴν εὐγένεια τῆς γραμμῆς καὶ στὴν ἰδιορρυθμία τοῦ σχήματος, ἀλλὰ πηγαίνει βαθύτερα, στοὺς μυστικοὺς χώρους, ὅπου βιοτικὲς μέριμνες ἀποσύρονται ντροπιασμένες" (Τὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας-Η ὥρα τῆς Πάτμου σελ. 124).
Καὶ δὲν εἶναι μόνο ὁ Ἰωάννης ποὺ ἑλκύει τὸν κόσμο νὰ ἐπισκεφθεῖ τὴν Πάτμο, μὰ καὶ περισσότερες φορὲς εἶναι ὁλόκληρος ὁ θίασος τῶν βυζαντινῶν πατέρων: τῶν ὑμνωδῶν, τῶν κηρύκων, τῶν οἰκοδόμων, τῶν στοχαστῶν, τῶν ἡσυχαστῶν. Ἕνα ἀντιφέγγισμα ἀπὸ τὴν ἰδεατὴ αἰωνιότητα. Τὰ πάντα ἔχουν ξεκινήσει ἀπὸ πολὺ μακρυά. Καὶ χρειάστηκαν εὐρύχωροι καιροὶ καρτερίας, ἀντοχῆς, κακοπάθειας καὶ περισυλλογῆς, γιὰ νὰ φτάσουν ἀλώβητα ἴσαμε τὸν αἰῶνα μας" (ὅ.π. σ. 138)"
Ὁ Ἰωάννης εἶναι τὸ σύμβολο, τὸ πρόσωπο τῆς Πάτμου. Μὲ τὴν μεγαλωσύνη του, μὲ τὴν τρομερὴ δύναμη τοῦ ὁραματισμοῦ του καὶ νὰ ἀφουγκράζεται τοὺς μακρινοὺς ἀντίλαλους θὰ πή: "Ἐγώ, Ἰωάννης, ὁ ἀδελφὸς ὑμῶν καὶ συγκοινωνὸς ἐν τῇ θλίψει καὶ βασιλεία καὶ ὑπομονὴ ἐν Ἰησοῦ Χριστῷ, ἐγενόμην ἐν τῇ νήσω Πάτμω. Ἐγενόμην ἐν πνεύματι..."
Μπαίνοντας στὴν Σπηλιά του, ποὺ συμπληρώθηκε τώρα ἀπὸ ὁλόκληρο μοναστήρι νιώθεις ν' ἀκοῦς τὸν ὀραματικό του λόγο καὶ τὴν ἄμωμη ποίηση: "Καὶ εἶδον, ὅτε ἤνοιξε (τὸ ἀρνίον) τὴν σφραγῖδα τὴν ἕκτην καὶ σεισμὸς μέγας ἐγένετο καὶ ὁ ἥλιος μέλας ἐγένετο ὡς σάκκος τρίχινος καὶ ἡ σελήνη ὅλη ἐγένετο ὡς αἷμα καὶ οἱ ἀστέρες τοῦ οὐρανοῦ ἔπεσαν εἰς τὴν γῆν ὡς συκῆ βάλλουσα τοὺς ὀλύνθους αὐτῆς ὑπὸ ἀνέμου μεγάλου σειομένη καὶ ὁ οὐρανὸς ἀπεχωρίσθη ὡς βιβλίον ἑλισσόμενον καὶ πὰν ὅρος καὶ νῆσος ἐκ τῶν τόπων αὐτῶν ἐκινήθησαν.......".
Μὲ λυρικὴ ἔκφραση καὶ ἔκσταση ψυχικὰ ἀναφέρεται καὶ στὸ μοναστήρι τῆς Παναγίας τοῦ Προυσοῦ:
"Τὰ τοπία ὁλόγυρα εἶναι ἀπὸ τὰ πιὸ γνήσια βουνίσια τοπία, ποὺ προσφέρει στὴν ὅρασή μας ἡ ἑλληνικὴ γῆ. Ἀναδίνουν τὸν ἀέρα τῆς λεβεντιᾶς, τὴν ἁγνότητα τοῦ ἁπλοϊκοῦ βίου, τὴ στερεότητα τῆς παράδοσης, ποὺ μένει ἀτόφια κι ἀκατάλυτη, στὸ πεῖσμα τόσων ἐναντιοτήτων. Κι ἀνάμεσα σ' αὐτὴ τὴ φύση, ποὺ λὲς κ' εἶναι πλασμένη στὸ ξέσπασμα ἑνὸς καταπληκτικοῦ δημιουργικοῦ οἴστρου, σφηνωμένο σὲ μιὰ χαράδρα, ποὺ τριγυρίζεται ἀπὸ ἀβύσσους, βρίσκεται τὸ μοναστήρι τῆς Παναγιᾶς τοῦ Μπρουσοῦ, γεμᾶτο ξενῶνες, κελλιὰ καὶ ἀναπαυτήρια τοῦ καμάτου τῶν ὁδοιπόρων. Ἔχει παρατηρηθεῖ, πῶς ὕστερα ἀπὸ τὸ στέρεο μεγαλεῖο τῆς ὁδοιπορίας, ὕστερα ἀπὸ τὸ ἀέναο σκαμπανέβασμα στὶς ἀγκαλιὲς τῶν βράχων καὶ στὰ χείλη τῶν ἀβύσσων, ἡ Παναγίτσα ἡ βουνίσια κι' ἡ χωριάτισσα, παρόλες τὶς λαμπρότατες οἰκοδομὲς ποὺ τὴν περιβάλλουν, δὲν ἀναδίνει τὸ θάμβος καὶ τὴν κατάπληξη, ποὺ περιμένει ὁ ταξιδιώτης. Ὁ τόπος εἶναι σὰ νὰ ἡμερεύει καὶ νὰ γαληνεύει ἐκεῖ δὰ χάμου' κι ἀκριβῶς αὐτό, ποὺ ἔπρεπε νὰ θεωρεῖται σὰ μιὰ συγκατάβαση τῆς Θεοτόκου τῶν θαυμάτων, εἶναι ποὺ κρατεῖ σὲ μετριόφρονη σιωπὴ τὸ στοχαστὴ καὶ τὸν ἐρευνητή. Μὰ ὁ πιστὸς ποὺ ἔρχεται ἀπὸ μακριά, πολλὲς φορὲς μὲ τὰ πόδια, ὧρες ἀτέλειωτες δρόμο, δὲν ἔχει τὴ διάθεση καὶ τὴ δύναμη νὰ σκεφτεῖ τέτοιο πρᾶγμα.
Ἔτυχα στοὺς ἀπρόσιτους αὐτοὺς δρόμους τῆς ταλαιπωρίας καὶ τῆς ὑπομονῆς τὴ βδομάδα ποὺ γιορτάζει ἡ Παναγία τοῦ Προυσοῦ, ἀνάμεσα στὶς 15 καὶ στὶς 23 Αὐγούστου, καὶ δὲ θὰ ξεχάσω ποτὲ τὶς ἀπειράριθμες ἐκδηλώσεις τῆς ἀπονήρευτης καὶ ὀλόβαθης πίστης ποὺ συναπάντησα στὸ πέρασμά μου. Ἀπὸ τὴν παραμονὴ τῆς μεγάλης γιορτῆς ἴσαμε τὴν Ἀπόδοση, ποὺ εἶναι ἡ καθαυτὸ γιορτὴ τοῦ Μπρουσοῦ, τὰ χείλη τῶν ἀβύσσων γεμίζουν κοπάδια ἀνθρώπων καὶ ζώων, ποὺ πορεύονται χωρὶς παράπονο, μὲ ζεστὴ εὐλάβεια καὶ ἄδολη σκέψη, πρὸς τὴ μαυρισμένη σπηλιά, ὅπου φεγγοβολεὶ μὲ τὴν ἀνέσπερη ἀναλαμπή της ἡ πανάρχαια μελαγχολικὴ καὶ μελαχρινὴ Παναγίτσα, καταποντισμένη στὴ θάλασσα τῶν πολυτιμήτων ἀφιερωμάτων". ("Ἑλληνικοὶ Ὁρίζοντες" σελ. 132-134).
- Προβολές: 2809