Skip to main content

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Ἁγία Λυδία ἡ Φιλιππησία 20 Μαΐου

Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα

Ἡ ἁγία Λυδία καταγόταν ἀπὸ τὰ Θυάτειρα καὶ διέμενε στοὺς Φιλίππους τῆς Μακεδονίας. Πρόκειται γιὰ πρόσωπο μὲ ἱερὴ ἀνησυχία. Δὲν τὴν ἀνέπαυε ἡ φιλόϋλη θρησκεία τῶν εἰδώλων καὶ δὲν ἀνεχόταν νὰ λατρεύη θεοὺς ποὺ μάλωναν, ἀλλὰ καὶ ὀργίαζαν μεταξύ τους. Μέσα της ἔγινε ἕνας εὐλογημένος σεισμός, ὁ ὁποῖος γκρέμισε τὰ εἴδωλα καὶ συγχρόνως ἔγινε ἡ ἀφορμὴ νὰ ὁδηγηθοῦν τὰ βήματά της στὸν κῆπο προσευχῆς τῶν Ἰουδαίων. Ἐκεῖ γνώρισε τὸν νόμο τοῦ Ἰσραὴλ καὶ ἄναψε μέσα της ἡ δίψα γιὰ τὴν ἀναζήτηση καὶ εὕρεση τοῦ Σωτῆρα τοῦ κόσμου, γιὰ τὸν ὁποῖο ἄκουσε ἀργότερα ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο.

Ἁγία Λυδία ἡ Φιλιππησία

Tὴν περίοδο ποὺ ἡ ἁγία Λυδία βρισκόταν στοὺς Φιλίππους τῆς Μακεδονίας, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἦταν στὴν Τρωάδα καὶ εἶδε σὲ ὅραμα ἄνθρωπο ντυμένο μὲ μακεδονικὴ στολή, νὰ τὸν παρακαλῇ καὶ νὰ τὸν προσκαλῇ νὰ ἔλθη στὴν Μακεδονία, λέγοντάς του: «διαβὰς εἰς Μακεδονίαν βοήθησον ἡμῖν» (Πρ. ἰστ', 9). Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος θεώρησε ὅτι αὐτὸ ἦταν θεϊκὴ πρόσκληση καὶ γι’ αὐτὸ πῆγε στὴν Μακεδονία καὶ συγκεκριμένα στὴν ἀρχαία πόλη τῶν Φιλίππων, ὅπου καὶ κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στὸν τόπο προσευχῆς τῶν Ἰουδαίων, δίπλα στὶς ὄχθες τοῦ Ζυγάκτου ποταμοῦ.

Ἐκεῖ ἦταν συγκεντρωμένες πολλὲς θεοφοβούμενες γυναῖκες, μερικὲς ἀπὸ τὶς ὁποῖες πίστεψαν στὸν λόγο του. Ἀλλὰ ἐκείνη ποὺ περισσότερο ἀπὸ ὅλες ἐνθουσιάστηκε ἀπὸ τὸ κήρυγμά του ἦταν ἡ ἁγία Λυδία, ἡ ὁποία δήλωσε κατηγορηματικὰ στὸν Ἀπόστολο Παῦλο ὅτι πιστεύει στὸν Χριστὸ καὶ θέλει νὰ βαπτισθῇ, καὶ ἐκεῖνος τὴν βάπτισε μαζὶ «μὲ τὸν οἶκον αὐτῆς». Καὶ ἔτσι ἔγινε ἡ πρώτη Χριστιανὴ τῆς Μακεδονίας, ἀλλὰ καὶ τῆς Εὐρώπης. Γιὰ νὰ δείξη δὲ τὴν εὐγνωμοσύνη της, φιλοξένησε στὸ σπίτι της τὸν Ἀπόστολο Παῦλο καὶ τὴν συνοδεία του. Καὶ μάλιστα, γιὰ νὰ τὸ κατορθώση αὐτὸ ἐπέμενε πολύ, μέχρι ποὺ τοὺς πίεσε. Γράφει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ὅτι «παρεκάλεσε λέγουσα εἰ κεκρίκατέ μὲ πιστὴν τὼ Κυρίω εἶναι, εἰσελθόντες εἰς τὸν οἶκον μου μείνατε καὶ παρεβιάσατο ἡμᾶς» (Πρ. ἰστ', 15).

Ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος, στὸ Ἀπολυτίκιο τῆς ἁγίας Λυδίας, λέγει μεταξὺ τῶν ἄλλων: «Τὸν Θεὸν σεβομένη διανοίας εὐθύτητι, τὸ τῆς χάριτος φέγγος ὑπὸ Παύλου εἰσδέδεξαι, καὶ πρώτη ἐν Φιλίπποις τὼ Χριστῷ, ἐπίστευσας θεόφρον πανοικεί...».

Ὁ βίος καὶ ἡ πολιτεία τῆς μᾶς δίνουν τὴν ἀφορμὴ νὰ τονίσουμε τὰ ἀκόλουθα:

Πρῶτον. «Τὸν Θεὸν σεβομένη διανοίας εὐθύτητι».

Ἡ εὐθύτητα τῆς διάνοιας εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένη μὲ τὴν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, τὴν ἀγάπη, τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἀληθινὴ λατρεία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, καὶ θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι εἶναι ὁ ἀγωγὸς διὰ τοῦ ὁποίου εἰσέρχεται μέσα στὸν ἄνθρωπο ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἀναγεννᾶ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Προφήτης Δαυΐδ, μετὰ τὴν πτώση τοῦ στὸ διπλὸ ἁμάρτημα τοῦ φόνου καὶ τῆς μοιχείας, ἀφοῦ μετανόησε εἰλικρινά, παρακάλεσε μὲ δάκρυα τὸν Θεὸ νὰ τοῦ καθαρίση τὴν καρδιὰ καὶ νὰ τοῦ δώση «πνεῦμα εὐθές». «Καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοί, ὁ Θεός, καὶ πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοὶς ἐγκάτοις μου». Ἀλλὰ καὶ ὁ Προφήτης Ἠσαΐας, προτρέποντας τὸν λαὸ νὰ μετανοήση καὶ νὰ ἐπιστρέψη στὴν ὁδὸ τοῦ Θεοῦ, ἔλεγε ὅτι ὁ ἄνθρωπος θὰ μπορέση νὰ δὴ τὸν Σωτῆρα τοῦ κόσμου καὶ θὰ μεθέξη τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ὅταν ἐγκαταλείψη τοὺς τραχεῖς δρόμους τῆς ἁμαρτίας, τοὺς ὁποίους βαδίζει, καὶ ἐπιστρέψη στὰς λείας ὁδοὺς τοῦ Θεοῦ. Δηλαδή, ὅταν ἐτοιμάση κατάλληλα τὸν ἑαυτό του μὲ τὴν ἀπόκτηση εὐθύτητας, εἰλικρίνειας καὶ ταπείνωσης. «Τάδε λέγει Κύριος, ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου. εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. πᾶσα φάραγξ πληρωθήσεται καὶ πὰν ὅρος καὶ βουνὸς ταπεινωθήσεται, καὶ ἔσται πάντα τὰ σκολιὰ εἰς εὐθεῖαν καὶ ἡ τραχεῖα εἰς ὁδοὺς λείας καὶ ὀφθήσεται ἡ δόξα Κυρίου, καὶ ὄψεται πᾶσα σὰρξ τὸ σωτήριον τοῦ Θεοῦ» (Ἠσ. μ', 4-5).

Στὶς ἡμέρες μας, δυστυχῶς, ἡ εὐθύτητα καὶ ἡ εἰλικρίνεια ἀποτελοῦν εἶδος πρὸς ἐξαφάνιση. Ἀντίθετα, πλεονάζουν ἡ πονηρία, ἡ ἀνειλικρίνεια, οἱ μηχανορραφίες καὶ οἱ δολοπλοκίες. Ὁ καθένας, ὅμως, ἀπὸ μᾶς ἔχει τὴν δυνατότητα νὰ δουλέψη στὸν ἑαυτό του καὶ μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν προσωπικό του ἀγῶνα μπορεῖ νὰ ἀποκτήση «καρδίαν καθαρὰν καὶ πνεῦμα εὐθές». Θὰ πρέπει δὲ νὰ σημειωθῇ ὅτι ἡ προσωπικὴ βελτίωση τοῦ καθενὸς ἀπὸ μᾶς θὰ βελτιώση καὶ τὴν κοινωνία, ἀφοῦ ἡ κοινωνία ἀποτελεῖται ἀπὸ ὅλους ἐμᾶς. Εἶναι ὁ μοναδικὸς τρόπος γιὰ τὴν ἀλλαγὴ τῆς κοινωνίας πρὸς τὸ καλύτερο καὶ ἄλλος τρόπος ἀπὸ αὐτὸν δὲν ὑπάρχει.

Δεύτερον. «Ἐπίστευσας θεόφρον πανοικεί».

Εἶναι στ’ ἀλήθεια ὡραία εἰκόνα νὰ βλέπη κανεὶς μιὰ ὁλόκληρη οἰκογένεια νὰ ἀσπάζεται τὴν ἀληθινὴ πίστη, νὰ βαπτίζεται καὶ στὴν συνέχεια νὰ φιλοξενῇ στὸ σπίτι της τὸν Ἀπόστολο τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν συνοδεία του. Πράγματι, τὸ γεγονὸς αὐτό -τῆς ἐπικοινωνίας μὲ ἁγιασμένους ἀνθρώπους- ἀποτελεῖ ἀληθινὴ εὐλογία, καθὼς καὶ πηγὴ ἔμπνευσης γιὰ τὴν περαιτέρω πορεία ὅλων τῶν μελῶν τῆς οἰκογένειας, καὶ ἰδιαίτερα τῶν παιδιῶν, ἀφοῦ ἡ σύνδεση τῶν παιδιῶν μὲ ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν ὑγιῆ πρότυπα ζωῆς, εἶναι ὅ,τι καλύτερο μπορεῖ νὰ συμβῇ στὴν ζωή τους. Ὅταν οἱ γονεῖς ἀγαποῦν τὸν Θεὸ καὶ τοὺς συνανθρώπους τους, αὐτὸ σημαίνει ὅτι εἶναι καὶ μεταξύ τους ἀγαπημένοι καὶ αὐτὸ ἔχει μεγάλη ἐπίδραση στὴν ψυχολογία τῶν παιδιῶν, στὴν διαμόρφωση τῆς προσωπικότητάς τους καὶ στὴν ὁμαλὴ πορεία τους μέσα στὴν κοινωνία. Τὸ παράδειγμα τῶν γονέων ἀποτελεῖ τὸ θεμέλιο πάνω στὸ ὁποῖο κτίζεται τὸ πνευματικὸ οἰκοδόμημα τῆς ζωῆς τῶν παιδιῶν. Ἐπίσης, τὰ παιδικὰ βιώματα μένουν ἀνεξίτηλα στὴν μνήμη καὶ τὴν καρδιὰ καὶ ἑπομένως ὅταν τὰ παιδιὰ συνδέονται μὲ φορεῖς τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως, τότε ἀγαποῦν τὴν δική τους παράδοση, μποροῦν νὰ τὴν ξεχωρίζουν ἀπὸ ἄλλες παραδόσεις καὶ δὲν κινδυνεύουν νὰ ἀλλοτριωθοῦν σὲ ὁποιεσδήποτε συνθῆκες ζωῆς καὶ ἂν βρεθοῦν. Πολὺ σωστὰ ἔχει λεχθῇ ὅτι οἱ λαοὶ καὶ τὰ ἔθνη ποὺ δὲν γνωρίζουν καὶ κυρίως δὲν βιώνουν τὴν παράδοσή τους ἀπειλοῦνται μὲ ἀφανισμό.

Ἡ βίωση τῆς ὀρθόδοξης παράδοσης στὴν αὐθεντική της μορφὴ δημιουργεῖ τὶς προϋποθέσεις γιὰ τὴν ἀπόκτηση ἐσωτερικῆς καθαρότητας, εὐθύτητας καὶ εἰλικρίνειας, καὶ ὅταν αὐτὸ πραγματοποιηθῇ, τότε «ὀφθήσεται ἡ δόξα Κυρίου, καὶ ὄψεται πᾶσα σὰρξ τὸ σωτήριον τοῦ Θεοῦ».–

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ

  • Προβολές: 3588