Skip to main content

Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὡς ἐκφραστὴς τῆς ἁγιορειτικῆς ζωῆς

Εἰσήγηση στὸ Διεθνές Συνέδριο γιὰ τὸ Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ (βλέπε σχετική ἀναφορά, σελ. 4).

Ὑπάρχουν πολλοὶ τρόποι γιὰ νὰ ἐρμηνεύση κανεὶς τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, χρησιμοποιῶντας δηλαδὴ κριτήρια φιλοσοφικά, σχολαστικά, ἱστορικά, ἠθικιστικὰ κλπ. Νομίζω ὅτι ὁ καθένας ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς τρόπους τὸν ἀδικεῖ καὶ τὸν παρερμηνεύει. Προσωπικά, προτιμῶ νὰ τὸν ἑρμηνεύσω μέσα ἀπὸ τὸ φυσικὸ καὶ πνευματικὸ περιβάλλον στὸ ὁποῖο ἔζησε καὶ ἀνδρώθηκε πνευματικά, δηλαδὴ τὸ Ἅγιον Ὅρος. Τὸ θέμα «Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὡς Ἁγιορείτης» πάντοτε μὲ προκαλοῦσε, γιατί ἀντιλήφθηκα ὅτι μόνον μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν προϋπόθεση μπορεῖ κανεὶς νὰ ἐρμηνεύση αὐθεντικὰ τὸ πρόσωπο, τὸ ἔργο καὶ τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου. Γι’ αὐτὸ καὶ στὸ παρελθὸν ἔγραψα ἕνα βιβλίο μὲ τὸν τίτλο αὐτόν.

Εἶχα τὴν ἐξαιρετικὴ εὐλογία ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ ἀρχίσω τὶς μελέτες μοῦ πάνω στὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, κατὰ τὴν διαμονή του στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ νὰ τὴν βλέπω μέσα ἀπὸ τὴν ζωντανὴ παράδοση ποῦ συνάντησα σὲ αὐτὸν τὸν ἱερὸ τόπο. Ἡ συχνὴ ἐπικοινωνία μου μὲ ἐρημῖτες καὶ κοινοβιάτες μοναχούς, ποῦ ζοῦσαν κατὰ διαφόρους βαθμοὺς τὴν ἡσυχαστικὴ καὶ θεοπτικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, μοῦ ἔδωσε τὴν δυνατότητα νὰ τὴν ἀντιπαραβάλω μὲ ἐκεῖνα ποῦ διάβαζα στὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ καὶ ἔβλεπα τὴν ὁμοιότητά τους. Θεωρῶ ὅτι εἶναι βασικὴ ἀρχή, ἀκόμη καὶ ἐπιστημονική, ὅτι ἡ μελέτη ἑνὸς ἔργου καὶ ἑνὸς προσώπου πρέπει νὰ ἐνταχθῇ μέσα στὸ ζωντανὸ περιβάλλον στὸ ὁποῖο ἔζησε καὶ διαμορφώθηκε ἀπὸ αὐτό. Ἔτσι, τὸ θέμα «ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὡς ἐκφραστὴς τῆς ἁγιορείτικης ζωῆς» εἶναι σημαντικὸ καὶ δείχνει τὴν προϋπόθεση ἑρμηνείας ὅλου τοῦ ἔργου του.

Ἔχουν διατυπωθῇ διάφορες θεωρίες γιὰ τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὅτι δῆθεν ἦταν ἕνας βιβλικὸς θεολόγος, ἕνας νομιναλιστὴς φιλόσοφος, ἕνας μασσαλιανιστὴς κλπ. Θεωρῶ, ὅμως, ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἦταν ἕνας αὐθεντικὸς ἁγιορείτης καὶ μέσα ἀπὸ αὐτὸ πρέπει νὰ ἑρμηνευθῇ ἡ προσωπικότητα, ἡ διδασκαλία καὶ τὸ ἔργο του.

1. Ἁγιορείτης κατὰ τὴν καρδία πρὶν γίνη ἁγιορείτης μοναχός

Τὸ Ἅγιον Ὅρος στὴν ἐποχὴ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου ἀσκοῦσε μεγάλη ἐπίδραση στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅπου γεννήθηκε ὁ ἅγιος, δοθέντος, μάλιστα, ὅτι ἁγιορεῖτες πήγαιναν πολλὲς φορὲς στὴν Βασιλεύουσα. Αὐτοκράτορες καὶ Ἐπίσκοποι μόναζαν στὸ Ἅγιον Ὅρος, ὁπότε καὶ ὅλη ἡ ἀτμόσφαιρα τῶν Ἱερῶν Μονῶν τῆς Βασιλεύουσας, ἀλλὰ καὶ ἡ ζωὴ τῶν κατοίκων της εἶχαν ἐπηρεασθῇ ἀπὸ τὴν ζωὴ ποῦ ἐπικρατοῦσε στὸ Ἅγιον Ὅρος.

Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς

Ὁ πρῶτος Πνευματικὸς Πατέρας ποῦ ἐπηρέασε τὸν μικρὸ Γρηγόριο ἦταν ὁ Θεόληπτος Φιλαδελφείας, ὁ ὁποῖος πρὶν ἀναδειχθῇ Ἐπίσκοπος ἀσκοῦνταν στὴν ἡσυχία τοῦ Ἁγίου Ὅρους. Ὁ Θεόληπτος, κατὰ τὸν ἅγιο Φιλόθεο Κόκκινο, ἔγινε γιὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο «πατὴρ καὶ μυσταγωγὸς τῶν καλλίστων ἐκ Πατέρων ἄνωθεν» καὶ ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἁγιορείτη «τὴν νῆψιν καὶ τὴν νοερὰν ἄριστα μυηθεῖς προσευχήν, εἰς ἕξιν θαυμαστῶς αὐτῆς ἐληλάκει, ἐν τοὶς θορύβοις ἔτι καὶ τὼ κόσμῳ διάγων».

Οἱ λόγοι τοῦ Θεολήπτου Φιλαδελφείας τὸν ἀποδεικνύουν πραγματικὸ διδάσκαλο τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς, ἀφοῦ κάνει λόγο γιὰ «τὴν ἐν Χριστῷ κρυπτὴν ἐργασίαν» καὶ τὴν ἐπαναφορὰ τοῦ νοῦ πρὸς τὸν ἑαυτό του. Γενικά, στὰ κείμενά του διδάσκει γιὰ τὴν εὐγένεια καὶ τὴν λαμπρότητα τοῦ Βαπτίσματος, ἡ ὁποία ἀποβλήθηκε μὲ τὴν φιλία πρὸς τὸν κόσμο γιὰ τὴν ἀμαύρωση τοῦ ἐσόπτρου τῆς ψυχῆς μὲ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν ἀλλοίωση τῶν θείων χαρακτήρων ποῦ προσλάβαμε μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα γιὰ τὴν ἐπαναφορὰ τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν πράξη καὶ θεωρία γιὰ τὴν μνήμη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία καλεῖται θεωρία καὶ ἡ ὁποία ἑλκύει τὴν ὅραση καὶ τὴν ἔφεση τοῦ νοῦ πρὸς τὸν ἑαυτό του καὶ τὴν ὅραση τοῦ Φωτὸς γιὰ τὸ ἀφάνταστο τοῦ νοῦ καὶ τὴν σύνδεσή του μὲ τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν κόπο ποῦ πρέπει νὰ καταβάλλη ὁ μοναχὸς γιὰ νὰ ἀναπτύξη αὐτὴν τὴν κρυπτὴ ἔργασίά κλπ. Εἶναι χαρακτηριστικὸς ὁ λόγος τοῦ Θεολήπτου: «Πρῶτον ὁ νοὺς ζητεῖ καὶ εὑρίσκει εἶτα ἑνοῦται τὼ εὑρεθέντι καὶ τὴν μὲν ζήτησιν ποιεῖται διὰ τοῦ λόγου, τὴν δὲ ἕνωσιν διὰ τῆς ἀγάπης. Καὶ ἡ μὲν διὰ τοῦ λόγου ζήτησις γίνεται διὰ τὴν ἀλήθειαν ἡ δὲ τῆς ἀγάπης ἕνωσις διὰ τὸ ἀγαθόν».

Ὅποιος εἶναι ἐξοικειωμένος μὲ τὰ κείμενα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, διαβάζοντας τὰ κείμενα τοῦ Θεολήπτου καταλαβαίνει πόσο τὸν ἐπηρέασαν ὄχι μόνον στὸ νὰ ζὴ ὡς ἁγιορείτης ἀπὸ τὴν νεότητά του, πρὶν ἀκόμη εἰσέλθη στὸ Ἅγιον Ὅρος, ἀλλὰ καὶ στὴν φρασεολογία ποῦ συναντᾶμε στὰ δικά του ἔργα. Πρόκειται γιὰ τὴν ἴδια θεολογία, ἀκόμη καὶ στὶς λέξεις. Φαίνεται ὅτι ἡ μετέπειτα διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ γιὰ τὴν νοερὰ ἐργασία εἶναι περαιτέρω ἀνάπτυξη –καὶ μὲ τὴν δική του προσωπικὴ πεῖρα– τῆς διδασκαλίας τοῦ πρώτου Πνευματικοῦ του Πατρός, τοῦ Θεολήπτου Φιλαδελφείας, ὁ ὁποῖος ἄσκησε μεγάλη ἐπίδραση στὴν εὔπλαστη ψυχὴ τοῦ νεαροῦ Γρηγορίου.

Ἔτσι, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἦταν κατὰ πνεῦμα ἁγιορείτης πρὶν ἀκόμη εἰσέλθη στὸ Ἅγιον Ὅρος. Ὁ ἴδιος μνημονεύει τὸν Θεόληπτο στὰ κείμενά του. «Τὸν φερωνύμως Θεόληπτον ἐκεῖνον ἀκούεις, τὸν Φιλαδελφείας πρόεδρον, μᾶλλον δ’ ἀπὸ ταύτης ὡς ἀπὸ λυχνίας τὸν κόσμον φωτίσαντα».

2. Οἱ βάσεις τῆς ἁγιορείτικης ζωῆς

Σὲ ὅλα τὰ θέματα ἀπαιτοῦνται προϋποθέσεις καὶ νόμιμη ἄθληση γιὰ νὰ ἐπιτευχθῇ κάποιο ἀποτέλεσμα. Δὲν μπορεῖ νὰ ἐξετάζεται ἡ ἐπιστημονικὴ κατάρτιση ἑνὸς ἐρευνητοῦ, ἂν δὲν ἐξετασθοῦν τὰ κέντρα στὰ ὁποία σπούδασε καὶ ἐργάσθηκε, ἀλλὰ καὶ ὁ τρόπος καὶ ἡ μέθοδος τῆς ἐργασίας του. Τὸ ἴδιο πρέπει νὰ γίνη καὶ στὴν περίπτωσή μας. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς δὲν μπορεῖ νὰ ἐξετάζεται ὡς ἕνας ἐπιστήμονας θεολόγος, ἀλλὰ ὡς ἕνας ἐμπειρικὸς θεολόγος. Καὶ αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ ἐρευνηθῇ μέσα ἀπὸ τὴν σύγχρονη ἁγιορείτικη ἡσυχαστικὴ παράδοση. Ὁ ἅγιος Φιλόθεος ὁ Κόκκινος, ὁ αὐθεντικὸς βιογράφος του, μᾶς δίνει πολλὰ στοιχεῖα γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ ποῦ θὰ δοῦμε στὴν συνέχεια.

Ὅποιος ἐπιθυμεῖ νὰ γίνη μοναχὸς στὸ Ἅγιον Ὅρος πρέπει νὰ ἐπιλέξη τὸν Πνευματικό του Πατέρα, στὸν ὁποῖο θὰ κάνη τελεία καὶ ἀδιάκριτη ὑπακοή, προκειμένου νὰ βοηθηθῇ γιὰ νὰ καθαρισθῇ ὁ νούς του ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς καὶ τὴν φαντασία, νὰ μεταμορφωθῇ τὸ παθητικὸ μέρος τῆς ψυχῆς του καὶ νὰ στραφῆ ὁλοκληρωτικὰ στὸν Θεό. Ἡ πνευματικὴ πεῖρα τοῦ πνευματικοῦ ὁδηγοῦ καὶ ἡ ἀδιάκριτη ὑπακοὴ τοῦ ὑποτακτικοῦ εἶναι ἀπαραίτητα γιὰ τὴν μύηση στὰ μυστήρια τῆς πνευματικῆς ζωῆς.

Αὐτὴν τὴν ὁδὸ ἀκολούθησε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Κατὰ τὸν ἅγιο Φιλόθεο τὸν Κόκκινο, ἐπέλεξε ὡς πνευματικό του ὁδηγὸ τὸν μοναχὸ Νικόδημο καὶ «φοιτᾶ τὼ γενναίῳ ἀνδρὶ θαυμαστῷ κατὰ τὴν πρᾶξιν καὶ θεωρίαν», ποῦ ἑορτάζεται ὡς ἅγιος, γνωστὸς σὲ ὅλους σχεδὸν τοὺς μοναχοὺς τοῦ Ἁγίου Ὅρους. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος «κείρεται παρ’ αὐτοῦ, καὶ πρὸς ὑποταγὴν ἑαυτὸν τελείως ἐκδίδωσιν». Μὲ τὶς ὑποσχέσεις καὶ τὴν ἀποταγὴ ἔγινε «θαυμάσιος» «καὶ λόγῳ καὶ πράξει καὶ τοὶς τοῦ νοῦ θεωρήμασι». Ἡ ἀποταγή, ἡ τελεία ὑπακοή, ἡ τήρηση τῶν ὑποσχέσεων ποῦ ἔδωσε κατὰ τὴν μοναχικὴ κουρὰ ἦταν οἱ ἀπαραίτητες προϋποθέσεις τῆς πνευματικῆς τοῦ ἀνόδου στὴν θεωρία τοῦ Φωτός, διὰ τῆς καθάρσεως καὶ τοῦ φωτισμοῦ τοῦ νοῦ.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος μνημονεύει καὶ τὸν ὁμολογητὴ Νικηφόρο, ὁ ὁποῖος ἦταν ἰταλικῆς καταγωγῆς καὶ ἀφοῦ καταδίκασε τὴν κακοδοξία, προσχώρησε στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Πῆγε στὸ Ἅγιον Ὅρος, ἐπέλεξε «βίον ἀκριβέστερον, δηλαδὴ τὸν μονήρη», παρέλαβε ἀπὸ τοὺς ἐγκρίτους Πατέρες, διὰ τῆς ὑποταγῆς, «τῆς ἡσυχίας τὴν πεῖραν» καὶ ἔγινε ἀρχηγὸς γι’ αὐτοὺς ποῦ ἀγωνίζονται στὸν κατὰ τὴν διάνοια κόσμο πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας. Ὁ Νικηφόρος ἔκανε συλλογὴ πατερικῶν διδασκαλιῶν καὶ πρότεινε εἰδικὸ τρόπο, ὥστε οἱ ἀρχάριοι ποῦ δὲν μποροῦσαν νὰ συγκρατήσουν «τὴν ἀστασίαν τοῦ νοῦ», νὰ συστείλουν μετρίως «τὸ πολυπόρευτον καὶ φαντασιῶδες» τοῦ νοῦ.

Ἅγιον Ὅρος

Πρόκειται γιὰ τὸν λόγο «Περὶ νήψεως καὶ φυλακῆς τῆς καρδίας» ποῦ εἶναι «μεστὸς οὐ τῆς τυχούσης ὠφελείας». Στὴν εἰσαγωγὴ προτρέπονται ὅσοι θέλουν νὰ ἀποκτήσουν τὴν πνευματικὴ πεῖρα τῆς κοινωνίας τους μὲ τὸν Θεό, νὰ βροὺν τὸν θησαυρὸ μέσα στὴν καρδιά τους, νὰ ὑποδεχθοῦν τὸ ὑπερουράνιο πὺρ καρδιακῶς ἐν αἰσθήσει καὶ νὰ φθάσουν στὴν θεϊκὴ φωτοφανεία. Ἔπειτα, παρατίθενται κείμενα Πατέρων ποῦ κάνουν λόγο γιὰ τὴν νοερὰ προσευχή. Καὶ τέλος περιγράφεται ἡ μέθοδος μὲ τὴν ὁποία ὁ νοὺς θὰ εἰσέλθη «πρὸς τὸν καρδιακὸν τόπον». Μὲ τὴν εὐχὴ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ Υἱὲ τοῦ Θεοῦ», ποῦ γίνεται μὲ τὸν κατάλληλο τρόπο, ὅπως γράφει ὁ Νικηφόρος, «ἀνοιχθήσεταί σοι διὰ τοῦτο καὶ ἡ καρδιακὴ εἴσοδος, καθὼς σοὶ γεγράφαμεν, ἐκτὸς πάσης ἀμφιβολίας καθὼς καὶ ἡμεῖς πεῖρα ἐγνώκαμεν». Καὶ μὲ αὐτὸ τὸ ἄνοιγμα τῆς καρδιᾶς ἔρχεται ὁ χορὸς τῶν ἀρετῶν. Ὁ λόγος καὶ ὁ τρόπος τῆς νοερᾶς προσευχῆς βεβαιώνεται ἀπὸ τὴν προσωπικὴ πεῖρα, δὲν εἶναι ἕνας θεωρητικός, φανταστικὸς βίος.

Ὁ Νικηφόρος στὸν Ἄθωνα εἶχε ἱδρύσει «φροντιστήριον», στὸ ὁποῖο εἶχε ἀφοσιωμένους μαθητὲς καὶ στοὺς ὁποίους ἀπηύθυνε καὶ τὴν θεολογική του διαθήκη. Ἡ διδασκαλία τοῦ Νικηφόρου τοῦ ἡσυχαστὴ ἐπηρέασε ὄχι μόνον τοὺς συγχρόνους του μοναχούς, ἀλλὰ καὶ ὅλη τὴν μεταγενέστερη φιλοκαλικὴ καὶ νηπτικὴ παράδοση. Τὸ ἐμπειρικό του ἔργο, ποῦ διασώζεται στὴν Φιλοκαλία, καθόρισε τὴν ζωὴ τῶν ἑπομένων γενεῶν.

Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης γράφει στὰ εἰσαγωγικά του ὅτι «ὁ Νικηφόρος ὁ ὀσιώτατος Πατὴρ ἡμῶν... καθηγητὴς καὶ μυσταγωγὸς τῶν ὑψηλῶν τῆς ἀσκητικῆς φιλοσοφίας μαθημάτων ἐγένετο Γρηγορίου τοῦ Θεσσαλονίκης».

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀποδέχθηκε αὐτὴν τὴν μέθοδο τοῦ ὁσίου Νικηφόρου. Ἔχω δὲ τὴν ἐντύπωση ὅτι ὄχι μόνον ἀποδέχθηκε αὐτὸ τὸ ἔργο, ἀλλὰ τὰ ὅσα γράφει στὸ σύγγραμμά του «Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων» γιὰ τὴν ἐπάνοδο τοῦ νοῦ στὴν καρδιά, τὶς κοινὲς ἐνέργειες ψυχῆς καὶ σώματος, τὴν ἀξία τοῦ σώματος στὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση, τὴν ὅραση τοῦ ἀκτίστου Φωτός, εἶναι ἀναλύσεις εὐρύτερες τῶν ὅσων εἶχε διδαχθῇ ἀπὸ τοὺς Πνευματικούς του Πατέρες, τὸν Θεόληπτο Φιλαδελφείας, τὸν ὅσιο Νικόδημο καὶ τὸν Νικηφόρο τὸν Μονάζοντα. Στὴν πραγματικότητα ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἑρμήνευσε θεολογικὰ τὴν οὐσία καὶ τὴν μέθοδο τοῦ ἡσυχασμοῦ, σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τῶν Πατέρων, καὶ τὴν κατοχύρωσε συνοδικά. Ἔχω δὲ τὴν βεβαιότητα, ὅπως φαίνεται ἄλλωστε καὶ στὴν βιογραφία τοῦ ἁγίου Φιλοθέου Κοκκίνου, ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος εἶχε ἀποκτήσει καὶ δική του προσωπικὴ πεῖρα τῆς νοερᾶς προσευχῆς καὶ τοῦ θείου Φωτός, ἡ ὁποία ταυτιζόταν μὲ τὴν πεῖρα τοῦ ὁσίου Νικηφόρου καὶ γι’ αὐτὸ τὴν ὑποστήριξε μὲ θεολογικὸ τρόπο, ἀναιρῶντας τὴν ἀντίθετη διδασκαλία τοῦ Βαρλαάμ.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος, μετὰ τὴν ἐκδημία τοῦ Πνευματικοῦ τοῦ Πατρὸς Νικοδήμου, ἐξῆλθε στὴν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὅρους καὶ ἔζησε καθ’ ὁλοκληρίαν ἡσυχαστικά. Νομίζω ὅτι στὸν λόγο ποῦ συνέταξε γιὰ τὸν ὅσιο Πέτρο τὸν Ἀθωνίτη, ποῦ ἦταν τὸ πρῶτο κείμενο ποῦ ἔγραψε, κατέγραψε τὶς ἐμπειρίες τῆς δικῆς του ζωῆς, τὶς ὁποῖες βίωσε στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ μάλιστα στὴν ἔρημο. Εἶναι φυσικὸ ὅτι, ὅταν κανεὶς ἐρμηνεύη ἕνα γεγονός, ἐκφράζει τὴν βαθύτερη προσωπική του πεῖρα. Ἔτσι, διαβάζοντας τὸν λόγον αὐτὸ αἰσθάνομαι ὡσὰν νὰ αὐτοβιογραφῆται ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, γιὰ τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸ Ἅγιον Ὅρος, γιὰ τὴν ἄσκηση καὶ τὴν ἡσυχία τοῦ στὴν ἔρημο, γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ νοῦ στὴν καρδιά, γιὰ τὴν παραδείσια ζωὴ στὴν ἔρημο, γιὰ τοὺς πειρασμοὺς ποῦ δέχθηκε καὶ πολλὰ ἄλλα.

Κυρίως, ἐκεῖνο ποῦ ἐκφράζει τὸν ἴδιο τὸν ἅγιο Γρηγόριο καὶ τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ τὴν κύρια ἐμπειρία του εἶναι τὰ ὅσα περιγράφει γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ νοῦ στὸν ἐντὸς ἄνθρωπο, ἀπὸ τὴν περιπλάνησή του στὰ αἰσθητά, ὁ ὁποῖος νοὺς βλέπει «τὸ προσγενόμενον εἰδεχθὲς προσωπεῖον ἐκ τῆς κάτω περιπλανήσεως». Αὐτὸ τὸ κάλυμμα, ποῦ ἐμποδίζει τὴν ἔλευση τοῦ νοῦ στὴν καρδιά, ἐκδιώκεται μὲ τὸ πένθος, ὁπότε ὁ ἀσκητὴς ἀποκτᾶ εἰρήνη καὶ γνώση τοῦ Θεοῦ.

3. Μυστήρια καὶ ἡσυχασμός

Ὁ ἁγιορείτης μοναχὸς ἐντάσσεται ὀργανικὰ μέσα στὴν ζωὴ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς ἢ μιᾶς μοναχικῆς κοινότητας προκειμένου νὰ ἐπιτύχη τὴν θέωσή του, γιατί αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς μοναχικῆς ζωῆς. Ἡ καθημερινὴ ζωὴ τῆς Μονῆς εἶναι οἱ πολύωρες ἀκολουθίες, ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή, ἡ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Πατερικῶν κειμένων καὶ ἡ καθημερινὴ συμμετοχὴ στὴν θεία Λειτουργία. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἀναπτύσσεται στὴν πνευματική του ζωή. Αὐτὸν τὸν δρόμο ἀκολούθησε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ποῦ συνίσταται στὸν συνδυασμὸ θείας Λειτουργίας καὶ ἡσυχαστικῆς ζωῆς. Δὲν ὑπερτόνιζε τὴν θεία Εὐχαριστία σὲ βάρος τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς, ὅπως ἔκαναν οἱ δυτικόφρονες, οὔτε ὑπερτόνιζε τὴν ἡσυχαστικὴ ζωὴ σὲ βάρος τῆς θείας Λειτουργίας, ὅπως ἔκαναν οἱ μασσαλιανοί.

Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ περιγραφὴ ποῦ κάνει ὁ ἅγιος Φιλόθεος ὁ Κόκκινος γιὰ τὴν περίοδο ποῦ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἦταν Ἡγούμενος στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἐσφιγμένου στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ συνδύαζε τὶς ἀκολουθίες στὸν Ναό, τὸ Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας καὶ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση.

Γιὰ τὴν συμμετοχὴ τοῦ στὶς ἀκολουθίες καὶ τὴν θεία Λειτουργία γράφει ὁ Φιλόθεος ὁ Κόκκινος: «τὴν δὲ περὶ τὸν θεῖον νεῶν καὶ τοὺς ὑπηρέτας καὶ ὑμνωδοὺς ἐκείνου σπουδὴν καὶ φιλοκαλίαν, τὰς δὲ μυστικὰς τῶν ὑπερφυῶν καὶ ὑψηλοτάτων ἱερουργίας καὶ τελετὰς ἔτι τε τὴν εὐκοσμίαν περὶ τὸ ἱερὸν βῆμα καὶ τὴν τῶν εἰς ἱερέας τελούντων ἐπιμέλειαν καὶ ἀνάβασιν, ἥν ἐκεῖνος καὶ μόνον ὁρώμενος ἐν τὼ τὰ θεῖα καὶ μυστικὰ τελεῖν ὑπερφυῶς τοὶς κοινωνοῖς ἐνεποίει, τί χρὴ λέγειν;». Ἡ τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας μέσα σὲ μιὰ τέτοια κατάσταση, ὥστε νὰ ἐμπνέη τοὺς συλλειτουργούς του καὶ μόνον ποῦ τὸν ἔβλεπαν, ἦταν ἀποτέλεσμα καὶ καρπὸς τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς καὶ τῆς νοερᾶς προσευχῆς, τὴν ὁποία ἀσκοῦσε, ἀλλὰ καὶ τῶν θεοπτικῶν ἐμπειριῶν ποῦ εἶχε ἀξιωθῇ νὰ γνωρίση.

Παράλληλα δίδασκε τοὺς μοναχούς. Γράφει ὁ ἅγιος Φιλόθεος Κόκκινος: «Τὰς δὲ συνεχεῖς καὶ παντοδαπὰς ὁμιλίας τε καὶ διδασκαλίας, καὶ τὸ χρυσοῦν καὶ ἀκάθεκτον ρεῦμα τοῦ λόγου.... τί χρὴ καὶ λέγειν;». Ἡ διδασκαλία ποῦ εἶναι καρπὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, «τὸ ἀκάθεκτον ρεῦμα τοῦ λόγου», ἔχει σχέση μὲ τὴν ἐσωτερικὴ ζωή, ἀφοῦ ὁ ἅγιος ἔλαβε τὸ χάρισμα τῆς μετατροπῆς τοῦ ἠθικοῦ λόγου σὲ θεολογικὸ λόγο, ὡς καρπὸ τῆς προσευχῆς καὶ τῆς κοινωνίας του μὲ τὸν Θεό.

Ἡ ἀκριβὴς τέλεση τῆς λατρείας καὶ τῆς θείας Λειτουργίας, ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς, ποῦ ζὴ ὁ μοναχὸς στὸ κελλί του, ἀλλὰ καὶ καθ’ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς ἡμέρας καὶ τῆς νύκτας. Ἡ προσπάθειά του νὰ ξεχωρισθῇ ὁ νοὺς ἀπὸ τὴν ταύτισή του μὲ τὴν λογική, τὰ πάθη καὶ τὸ περιβάλλον καὶ νὰ ἐπιστρέψη στὴν καρδιὰ φαινόταν ἔκδηλα κατὰ τὴν διάρκεια τῆς θείας Εὐχαριστίας ποῦ γινόταν μὲ τρόπο νηπτικὸ καὶ μυσταγωγικό.

Αὐτὴν τὴν ζωὴ ποῦ ἔζησε στὸ Ἅγιον Ὅρος τὴν ἀποτύπωσε σὲ πολλὰ κείμενά του. Ὅποιο ἔργο του κι ἂν διαβάση κανεὶς διαπιστώνει ἀμέσως τὸ ἁγιορείτικο πνεῦμα του καὶ εἶναι μιὰ αὐτοβιογραφία του. Θὰ μνημονεύσω τρία παραδείγματα.

Τὸ πρῶτο εἶναι ἡ δεύτερη ὁμιλία του στὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου καὶ ἡ περιγραφὴ τῆς ζωῆς τῆς Παναγίας στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων, ὅταν τὴν παρουσιάζη ὡς πρότυπο τοῦ ἡσυχαστοῦ καὶ στὴν πραγματικότητα περιγράφη θεολογικὰ τὴν δική του ἡσυχαστικὴ ἐμπειρία. Νομίζω ὅτι εἶναι μιὰ αὐτοβιογραφία τοῦ ἰδίου τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ δείχνει πῶς ζοῦσε στὴν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὅρους. Ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖται ἀπὸ τὸν νοῦ καὶ τὴν αἴσθηση καὶ μεταξὺ αὐτῶν τῶν δύο ὑπάρχει ἡ φαντασία, ἡ δόξα καὶ ἡ διάνοια. Τὰ τρία αὐτὰ (φαντασία, δόξα, διάνοια) συνδέονται μὲ τὴν αἴσθηση καὶ εἶναι ἄλογες δυνάμεις τῆς ψυχῆς. Ἡ συνουσία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ δὲν γίνεται μὲ τὴν αἴσθηση, τὴν φαντασία, τὴν δόξα καὶ τὴν διάνοια, ἀλλὰ μόνον μὲ τὸν νοῦ. Ὁπότε, ὁ νοὺς πρέπει νὰ καθαρισθῇ, νὰ ἐνεργοποιηθῇ γιὰ νὰ δοξασθῇ ἀπὸ τὸ Φώς. Αὐτὴ ἡ ἐνεργοποίηση γίνεται μὲ τὴν ἡσυχία τῶν αἰσθήσεων. Πρέπει νὰ προηγηθῇ ἡ λήθη τῶν κάτω, ἡ ἀπόθεση ὅλων τῶν νοημάτων καὶ ἡ μύηση τῶν ἄνω. Τότε ὁ νοὺς συνάπτεται μὲ τὴν στροφὴ πρὸς τὸν ἑαυτό του μὲ τὴν προσοχὴ καὶ τὴν ἀδιάλειπτη θεία προσευχή, ὁπότε καὶ «δόξαν ὁρᾶ Θεοῦ καὶ θείαν ἐποπτεύει χάριν».

Τὸ δεύτερο παράδειγμα εἶναι τὸ ἔργο τοῦ ποῦ τιτλοφορεῖται «Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων», οἱ γνωστὲς Τριάδες, τὸ ὁποῖο στὴν πραγματικότητα δείχνει τὴν τριάδα τῆς πορείας τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἤτοι τὴν κάθαρση μὲ τὴν ἄσκηση, τὸν φωτισμὸ μὲ τὴν προσευχή, καὶ τὴν θέωση μὲ τὴν θεωρία τοῦ ἀκτίστου Φωτός. Αὐτὸ εἶναι τὸ περιεχόμενο στὶς δύο πρῶτες Τριάδες, ἀλλὰ καὶ στὴν τρίτη Τριάδα. Συγχρόνως, σὲ αὐτὸ τὸ ἔργο του δείχνει καὶ τὸν δυτικὸ τρόπο μοναχικῆς καὶ χριστιανικῆς ζωῆς, ποῦ δὲν στηρίζεται σὲ αὐτὴν τὴν ἀποδεδειγμένη πατερικὴ μέθοδο, καὶ ὁ ὁποῖος δυτικὸς μοναχισμὸς ἀντὶ τῆς ἡσυχαστικῆς ἐμπειρίας στηρίζεται στὴν φιλοσοφία, τὸν στοχασμό, τὴν λογικὴ καὶ τὴν ἠθική.

Τὸ τρίτο παράδειγμα εἶναι ἡ ἑρμηνεία διαφόρων χωρίων τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν ἁγίων Πατέρων ποῦ γίνεται ἀπὸ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, μέσα ἀπὸ τὴν ἐμπειρία ποῦ ἀπέκτησε στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ μέσα ἀπὸ τὴν ἐμπειρικὴ ζωὴ τῶν ἁγιορειτῶν Πατέρων. Αὐτὸ πρέπει, ἰδιαιτέρως, νὰ προσεχθῇ καὶ ἀπὸ ἐπιστημονικῆς πλευρᾶς. Γιὰ παράδειγμα ἀναφέρω τὴν ἑρμηνευτικὴ ἀνάλυση τοῦ Τελώνου τῆς σχετικῆς παραβολῆς τοῦ Χριστοῦ (Λούκ. ἰη', 10-14) ὡς τύπου ἡσυχαστοῦ τοῦ Ἀσώτου υἱοῦ τῆς περιφήμου παραβολῆς τοῦ Χριστοῦ (Λούκ. ἰε', 11-32) ὡς τοῦ νοῦ ποῦ φεύγει ἀπὸ τὴν καρδιὰ καὶ στὴν συνέχεια ἐπιστρέφει σὲ αὐτὴν τοῦ σαββατισμοῦ καὶ τῆς καταπαύσεως κατὰ τὸν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου (Ἐβρ. δ', 9-11) ὡς τὴν βίωση τοῦ ἱεροῦ ἡσυχασμοῦ. Ἐπίσης, ἕνας καταπληκτικὸς συνδυασμὸς μεταξὺ ἡσυχαστικῆς καὶ λειτουργικῆς ζωῆς παρατηρεῖται στὴν ἑρμηνεία τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς κατὰ τὴν Δευτέρα Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, ὅταν ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἐρμηνεύη τὴν θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ τῆς Καπερναούμ.

Μὲ ὅσα ἐγράφησαν στὴν ἑνότητα αὐτὴ φαίνεται καθαρὰ ἡ μεγάλη σχέση ποῦ ὑπάρχει μεταξὺ τῆς ἱερᾶς ἡσυχίας, τῆς λατρείας καὶ τῶν βιβλικοπατερικῶν κειμένων. Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας δὲν στηρίζεται μόνον στὴν θεία Λειτουργία, ἀλλὰ καὶ στὴν ἱερὰ ἡσυχία καὶ τὴν Ἁγία Γραφή - πατερικὰ κείμενα καὶ αὐτὸ συνιστᾶ τὴν ἁγιορείτικη ζωή.

4. Τὸ δόγμα, καρπὸς πράξεως καὶ θεωρίας

Τὸ δόγμα δὲν εἶναι μιὰ προσπάθεια τῶν Πατέρων νὰ ἀνυψώσουν τὴν ἁπλὴ πίστη τῶν πρώτων Χριστιανῶν σὲ φιλοσοφία οὔτε εἶναι καρπὸς μιᾶς φιλοσοφούσης διάνοιας, ἀλλὰ καρπὸς ἐμπειρίας. Ἡ ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ ποῦ ἀποκτοῦν οἱ ἅγιοι διατυπώνεται μὲ ὅρους τῆς ἐποχῆς τους, προκειμένου νὰ ἀντιμετωπισθοῦν οἱ αἱρετικοὶ καὶ νὰ καθοδηγηθοῦν οἱ πιστοί. Οἱ ἁγιορεῖτες δὲν στοχάζονται, δὲν πολυπραγμονοὺν γύρω ἀπὸ τὸ δόγμα, ἀλλὰ μετέχουν τῆς ἀκτίστου καθαρτικῆς, φωτιστικῆς καὶ θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ καὶ γι’ αὐτὸ ἡ θεολογία τους δὲν εἶναι φιλοσοφικὸς στοχασμός, ἀλλὰ διήγημα, δηλαδὴ ὅσοι ἔχουν τὴν ἐμπειρία διηγοῦνται αὐτὰ ποῦ εἶδαν, ἄκουσαν καὶ βίωσαν. Αὐτὸ τὸ συναντᾶμε καὶ σὲ ἁγιορεῖτες Πατέρες ποῦ ὁμιλοῦν μὲ ἁπλότητα γιὰ ὑψηλὰ θεολογικὰ ζητήματα.

Οἱ δογματικοὶ ἀγῶνες τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ στηρίζονται στὴν βίωση τῆς νηπτικής-ἡσυχαστικῆς παραδόσεως ποῦ συνάντησε καὶ ἔζησε στὸ Ἅγιον Ὅρος. Δὲν ὁμιλεῖ στοχαστικῶς, ἀλλὰ ἐμπειρικῶς. Φυσικά, γνώριζε καὶ τὴν ἀριστοτελικὴ φιλοσοφία, ἀλλά, τελικά, ὁμιλοῦσε ἀπὸ τὴν πεῖρα του, καὶ μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν πεῖρα ἑρμήνευε τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὰ ἔργα τῶν ἁγίων Πατέρων. Θὰ δοῦμε δύο συγκεκριμένα σημεῖα γιὰ τὸ θέμα αὐτό.

Τὸ πρῶτο εἶναι ὅσα γράφει σχετικὰ περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀντιμετωπίζοντας τὸ Filioque τῶν Δυτικῶν, στὴν πρώτη φάση τοῦ ἀντιαιρετικοῦ τοῦ ἀγῶνος. Τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι στὸν δυτικόφρονα ἀγνωστικισμὸ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀντέταξε τὴν ἐμπειρικὴ γνώση τοῦ Θεοῦ. Δίδασκε ὅτι γνωρίζουμε τὶς ἐνέργειες τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ γενικὰ τὶς ἐνέργειες τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὄχι, ὅμως, τὴν οὐσία Του. Αὐτὸ δὲν εἶναι θέμα λογικὸ καὶ φιλοσοφικό-φανταστικό, ἀλλὰ καθαρὰ ἐμπειρικό. Κατὰ τὴν θεοπτία ὁ θεόπτης βλέπει ὅτι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ πέμπεται καὶ διὰ τοῦ Υἱοῦ καὶ ὅτι ὁ ἴδιος μετέχει τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ ποῦ προχέονται διὰ τῶν προσώπων.

Τὸ δεύτερο θέμα ἀναφερόταν στὰ περὶ τῆς μεθέξεως τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ ποῦ ἀντιπαρατασσόταν στὸ actus purus τῶν Δυτικῶν. Ὁ Βαρλαάμ, ἀκολουθῶντας τὴν δυτικὴ παράδοση, ταύτιζε τὴν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ (actus purus) μὲ τὴν οὐσία Τοῦ καὶ ἔθετε κτιστὲς ἐνέργειες στὴν σχέση Τοῦ μὲ τὸν κόσμο καὶ τὸν ἄνθρωπο. Αὐτὸ διαστρέβλωνε ὅλη τὴν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας περὶ τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ φιλοσοφῶν θεολόγος μπορεῖ νὰ καταλήξη σὲ ἕνα τέτοιο συμπέρασμα γιὰ νὰ διασώση τὴν «ὑπερβατικότητα» τοῦ Θεοῦ. Ὅμως, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς γνώριζε ἀπὸ τὴν ἐμπειρία του ὅτι ὁ ἄνθρωπος κατὰ τὸν φωτισμὸ καὶ τὴν θεοπτία δὲν μετέχει τῶν δῆθεν κτιστῶν, ἀλλὰ τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ.

Καὶ τὰ δύο αὐτὰ θέματα ἀντιμετωπίσθηκαν ἀπὸ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ μέσα ἀπὸ τὴν ἐμπειρικὴ θεολογία ποῦ ἔζησε ὁ ἴδιος στὸ Ἅγιον Ὅρος. Ἔτσι πρέπει νὰ δοῦμε τὴν διάκριση μεταξὺ θεοπτίας καὶ στοχαστικῆς ἀναλογίας. Εἶναι χαρακτηριστικὸ τὸ χωρίο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ποῦ κάνει λόγο γιὰ τὸ σοβαρὸ αὐτὸ θέμα. Γράφει: «Θεωρία δὲ ἐστι τῆς ὑγιαινούσης ὁ καρπός, οἷον τί τέλος οὖσα καὶ εἶδος θεουργὸν δι’ αὐτῆς γὰρ θεοποιεῖται ἄνθρωπος, οὐ ἀπὸ τῆς τῶν λόγων ἢ τῆς τῶν ὁρωμένων στοχαστικῆς ἀναλογίας, ἄπαγε (χαμαίζηλος γὰρ αὕτη καὶ ἀνθρωπίνη), ἀλλὰ τῆς ἀπὸ τῆς καθ’ ἡσυχίαν ἀγωγῆς».

Τὸ χωρίο αὐτὸ εἶναι σημαντικὸ γιατί δείχνει τὴν διαφορὰ μεταξὺ τῆς βαρλααμικὴς θεολογίας καὶ τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας. Ἡ ὁμιλία αὐτὴ εἶναι μιὰ πραγματεία ποῦ ἀναλύει ἀκόμη περισσότερο τὴν πρώτη ὁμιλία του στὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου ποῦ εἶχε συντάξει ὅταν ἀσκεῖτο στὸ Ἅγιον Ὅρος. Αὐτὴν τὴν δεύτερη ὁμιλία-πραγματεία στὰ Εἰσόδια ἀσφαλῶς τὴν διαμόρφωσε μετὰ τοὺς πρώτους διαλόγους του μὲ τὸν Βαρλαὰμ καὶ ἡ πιθανὴ συγγραφή της πρέπει νὰ ἔγινε τὸ 1341 σὲ Μονὴ τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὅπου καὶ διέμεινε.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος κάνει τὴν διάκριση μεταξὺ τῆς θεωρίας τοῦ Θεοῦ, τῆς θέας τοῦ ἀκτίστου Φωτός, ποῦ εἶναι καρπὸς «τῆς καθ’ ἡσυχίαν ἀγωγῆς», ἀπὸ «τῆς τῶν λόγων ἢ τῆς τῶν ὁρωμένων στοχαστικῆς ἀναλογίας». Ἡ στοχαστικὴ ἀναλογία μᾶς ὑπενθυμίζει τὴν δυτικὴ ἀντίληψη περὶ τῆς ἀποκαλύψεως, ὅτι ὑπάρχει ἀναλογία μεταξὺ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ Θεοῦ, ὅτι ὁ κόσμος εἶναι ἀντίγραφο τῶν ἀγέννητων ἰδεῶν (τὸ γνωστὸ analogia entis) καὶ ὅτι ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτει τὸν ἑαυτό Του εἴτε μὲ τὴν λογικὴ ποῦ εἶναι τὸ εὐγενέστερο στοιχεῖο τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία εἶναι ἀντίγραφο τῶν ἰδεῶν («λόγων», «στοχαστικῆς») εἴτε μὲ τὴν ὅραση τοῦ κόσμου («ὁρωμένων») καὶ αὐτὰ γίνονται μέσα στὴν φιλοσοφία-μεταφυσική («ἀναλογία»). Ὅμως, ἡ ὀρθόδοξη θεολογία εἶναι καρπὸς τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν θεωρία τοῦ ἀκτίστου Φωτὸς ποῦ γίνεται μὲ τὸν φωτισμένο νοῦ, ὁ ὁποῖος ἀποδεσμεύεται ἀπὸ τὴν κυριαρχία τῆς λογικῆς καὶ τὸ περιβάλλον.

Εἶναι ἑπόμενο ὅτι μὲ τὴν δύναμη αὐτὴ τῆς ἐμπειρικῆς ζωῆς κατοχυρώθηκε συνοδικῶς καὶ ὁ ἡσυχασμὸς ὡς μέθοδος γνώσεως τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ καὶ τὰ δύο αὐτὰ θέματα (Filioque καὶ actus purus) ἀντιμετωπίσθηκαν ἀπὸ τὶς Ἡ’ καὶ Θ’ Οἰκουμενικὲς Συνόδους, γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι ἀπαραίτητο νὰ παρουσιασθῇ ἡ ἀξία τῶν δύο αὐτῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.

5. Ἡ ἐξάσκηση τῆς ποιμαντικῆς

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὅταν ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ἐξάσκησε τὴν ὀρθόδοξη ποιμαντική, ὅπως τὴν βλέπουμε, κυρίως, στὶς ὁμιλίες του. Πρόκειται γιὰ τὴν ποιμαντικὴ ποῦ εἶναι ἁγιορείτικη καὶ ἐξασκεῖται καὶ σήμερα ἀπὸ ἁγιορεῖτες Πατέρες. Εἶναι σημαντικὸς ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον εἰσῆλθε ὁ ἅγιος Γρηγόριος στὴν Θεσσαλονίκη μετὰ τὴν ἐκλογή του καὶ τὴν ἐλευθέρωσή της ἀπὸ τοὺς Ζηλωτές. Μᾶς ἐνθυμίζει ἁγιορείτικες τελετὲς μὲ τὶς εἰκόνες, ψαλμωδίες, καὶ εὐχές, μὲ εἰρηνικὴ διδασκαλία. Ἡ βασική του διακονία, ὅπως καὶ κάθε Ἐπισκόπου, ἦταν ἡ τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας καὶ τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν, ὅπως τὸ διαπιστώνουμε σὲ πολλὲς ὁμιλίες ποῦ κάνει, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας σὲ μεγάλες Δεσποτικὲς ἑορτές, στὶς μνῆμες τῶν ἁγίων, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλες καθημερινὲς ἀκολουθίες. Ὁ ἅγιος Φιλόθεος ὁμολογεῖ ὅτι οἱ περισσότεροι ἀκροατὲς χαρακτήριζαν τὶς πάνδημες ἑορτὲς καὶ συνάξεις, τὶς ἱερὲς πομπὲς καὶ λιτανεῖες, τὶς φωνές του καὶ τὶς διδασκαλίες ὡς «Θεοῦ φωνὰς καὶ ρήματα ζωῆς».

Τὸ κήρυγμα ἦταν ἀπὸ τὶς πιὸ βασικές του ἐνέργειες. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος, κατὰ τὸν ἅγιο Φιλόθεο Κόκκινο, διακρινόταν γιὰ «τὴν ἀκάματον σπουδήν τε καὶ προθυμίαν» «περὶ τὸ λέγειν καὶ δημηγορεὶν καὶ διδάσκειν ἐπ' Ἐκκλησίας». Ἐπίσης, δίδασκε εἴτε δημοσίως εἴτε ἰδιωτικῶς, ὅπως γράφει: «τὰ δὲ κοινὴ καὶ ἰδία, νὺν μὲν πρὸς πολλούς, νὺν δὲ πρὸς ὀλίγους, ἔστι δ’ ὅτε καὶ πρὸς τοὺς καθ’ ἕνα διαλέξεις καὶ ὁμιλίας». Ὅλοι θαύμαζαν «τὸ κάλλος τοῦ λόγου, τὸ δὲ πολυειδὲς καὶ πυκνὸν καὶ ὑψηλὸν καὶ ὑπερφυὲς τῶν θείων ἐκείνων θεωρημάτων καὶ νοημάτων». Τὸ περιεχόμενο τοῦ λόγου του ἀναφερόταν στὴν θεραπεία τῶν ἀνθρώπων. Κάθε λόγος, ὁμιλία καὶ διάλεξη «παιδαγωγία ψυχῆς ἄντικρυς ἥν καὶ διόρθωσις ἤθους καὶ ἁμαρτίας ἀνατροπὴ καὶ διδασκάλιον ἀρετῆς καὶ φιλοσοφία παντὸς ἀγαθοῦ». Ἡ ὁμιλία του ἐξέπεμπε τὴν γλυκύτητα καὶ τὴν δύναμη τοῦ λόγου του, ἐνῷ χυνόταν ἤρεμα στὶς ψυχὲς καὶ εἰσερχόταν, κατὰ «τὸν ἐλαίου καὶ μέλιτος τρόπον». Τόση ἐντύπωση προκαλοῦσαν οἱ λόγοι του, ὥστε γιὰ νὰ τὸν ἀκούσουν καὶ νὰ τὸν βλέπουν ὅλοι ἔσπρωχνε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ἀπωθοῦσαν καὶ φιλονικοῦσαν, ποιός θὰ ἔλθη πρῶτος γι’ αὐτά.

Στὶς ὁμιλίες του συνέδεε τὸν Χριστὸ μὲ τοὺς ἁγίους, τὴν Ἐκκλησία μὲ τὴν κοινωνία, τὸ δόγμα μὲ τὸ ἦθος, τὴν θεολογία μὲ τὴν προσευχή, τὴν πράξη μὲ τὴν θεωρία, τὰ Μυστήρια μὲ τὴν ἄσκηση, τὴν λατρεία μὲ τὸ κήρυγμα, τὴν ἔγγαμη μὲ τὴν ἀσκητικὴ ζωή. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ποικιλοτρόπως εὐεργετοῦσε τὸ ποίμνιό του, ἀκόμη καὶ μὲ θαύματα. Κατὰ τὸν ἅγιο Φιλόθεο, πολλοὶ ἔρριπταν τοὺς ἀσθενεῖς μπροστὰ στὰ πόδια του καὶ γίνονταν καλά. Τελικά, ὅλοι τὸν ἔβλεπαν «ὡς ἕνα τῶν πάλαι θεοφόρων καὶ ἀποστολικῶν ἀνδρῶν καὶ διδασκάλων» καὶ φιλοτιμοῦνταν νὰ αὐξάνουν καθημερινὰ τὴν ἀγάπη τους καὶ τὴν θερμὴ πίστη τους πρὸς αὐτόν. Τελικά, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἐνεργοῦσε ὡς ἕνας ἐμπειρικὸς θεολόγος, ὡς ἕνας θαυμάσιος ἁγιορείτης Πατέρας.

Ἐπίλογος

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς μὲ τὴν ζωή του καὶ τὴν διδασκαλία του ἐκφράζει τὴν ζωὴ τοῦ Ἁγίου Ὅρους, τὸ ὁποῖο ἀνέδειξε πολλοὺς θεόπτες, μάρτυρες καὶ ἁγίους. Ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Γρηγόριος εἶναι καρπὸς τοῦ Ἁγίου Ὅρους, ἀλλὰ καὶ ὁ θεολόγος αὐτοῦ, ποῦ τὸ ἀνέδειξε καὶ τὸ ἑρμήνευσε θεολογικά. Φυσικά, μὲ αὐτὸ ποῦ λέγω δὲν ἐννοῶ ὅτι τὸ Ἅγιον Ὅρος εἶναι κάτι ξένο πρὸς τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ εἶναι ὁ ἁγιασμένος χῶρος τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ἱερὸ Βῆμα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ὅλα τὰ κείμενα ποῦ ἔχει γράψει ὄχι μόνον παρουσιάζουν τὴν θεολογικὴ καὶ ἐμπειρικὴ ζωὴ τοῦ Ἁγίου Ὅρους, ἀλλά, συγχρόνως, εἶναι καὶ ἡ αὐτοβιογραφία τοῦ ὡς ἁγιορείτου μοναχοῦ καὶ θεολόγου. Αἰσθάνομαι τὸν ἅγιο Γρηγόριο ὡς ἕναν ἁγιορείτη, ποῦ εἶναι συνισταμένη πολλῶν ἁγιορειτῶν, οἱ ὁποῖοι διέπρεψαν καὶ διαπρέπουν στὸ Ἅγιον Ὅρος, μὲ μεγάλη ἐμπειρία Θεοῦ, μὲ χωρητικότητα νοὸς καὶ ἀτρόμητο χαρακτῆρα.

Τὸν τελευταῖο καιρὸ γράφεται καὶ λέγεται ὅτι στὴν ἐποχή μας παρουσιάσθηκαν πολλὲς θεολογικὲς τάσεις, ποῦ ἐκφράζουν διαφορετικὲς παραδόσεις, οἱ ὁποῖες ἀντιστοιχοῦν σὲ μιὰ ἐπὶ μέρους πλευρὰ τῆς ἀλήθειας, ἀλλὰ τελικὰ πρέπει νὰ γίνη ἡ σύνθεση ὅλων αὐτῶν. Αὐτὸ δημιουργεῖ τὴν αἴσθηση ὅτι ἀναζητᾶμε νὰ βροῦμε τὴν ἀλήθεια καὶ ὅτι πρέπει νὰ βρεθῇ τὸ κατάλληλο πρόσωπο γιὰ νὰ κάνη τὴν σύνθεση αὐτή. Νομίζω, ὅμως, ὅτι ὅσοι ἀναζητοῦν τὴν σύνθεση δὲν πρέπει νὰ ἀποβλέπουν στὸ μέλλον, γιατί αὐτὴ ἡ σύνθεση ἔγινε καὶ εὑρίσκεται στὸ πρόσωπο, τὸ ἔργο καὶ τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἐπίκαιρος καὶ μὲ τὴν διδασκαλία του ἀπαντᾶ τόσο στὸν σχολαστικισμὸ ὅσο καὶ στὸν ἠθικισμό. Ὁ ἅγιος ἐξέφρασε τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τὴν συνάντησε στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ ὅπως μπορεῖ νὰ τὴν συναντήση κανεὶς καὶ σήμερα στὸ Ἅγιον Ὅρος, ἂν ὅμως διαθέτη ταπείνωση, ἔμπνευση, προσευχή, εὐαισθησία καὶ πραγματικὴ ἀναζήτηση. Ὅποιος ἑρμηνεύει τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ ἔξω ἀπὸ αὐτὸ τὸ πλαίσιο τὸν ἀδικεῖ.

Τὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ σήμερα εἶναι ἡ ζωντανὴ κοινότητα τῆς προφητικῆς, ἀποστολικῆς καὶ πατερικῆς ζωῆς, δηλαδὴ εἶναι τὸ «φροντιστήριο» τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας καὶ ἀναμένει μαθητές, γιὰ νὰ μαθητεύσουν στὰ μυστήρια τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

  • Προβολές: 3147