Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Ἡ Μητέρα τῆς Ζωῆς
Πρωτοπρεσβύτερου Π. Γεώργιου Παπαβαρνάβα
Κάθε χρόνο στίς 15 Αὐγούστου ἑορτάζουμε τήν Κοίμηση καί Μετάσταση τῆς Θεοτόκου, πού ὀνομάζεται καί Πάσχα τοῦ καλοκαιριοῦ. Ἄν ἡ μνήμη ἑνός Ἁγίου ἀποτελῆ ἀφορμή χαρᾶς καί πανηγύρεως γιά ὅλη τήν Ἐκκλησιαστική Κοινότητα, ἡ Κοίμηση τῆς Θεοτόκου εἶναι χαρά καί πανηγύρι ὑπέρλαμπρο γιά ὅλη τήν Ὀρθόδοξη οἰκουμένη.
Ἡ Παναγία εἶναι ἡ Μητέρα τοῦ Χριστοῦ καί ἑπομένως εἶναι Μητέρα τῆς ζωῆς καί αἰτία τῆς ἀνθρωπίνης σωτηρίας. “Μετέστης πρός τήν ζωήν μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωής”. Ἔπρεπε ὅμως καί αὐτή, ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, νά πληρώση τό “κοινόν χρέος”, νά γνωρίση τόν θάνατο, πού δέν εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας. Βέβαια, μέ τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καταργήθηκε ὁ θάνατος καί οἱ ψυχές τῶν δικαίων προγεύονται τόν Παράδεισο. Τά σώματά τους θά ἀναστηθοῦν πνευματικά καί ἄφθαρτα κατά τήν Δευτέρα παρουσία τοῦ Χριστοῦ καί θά ἑνωθοῦν τό καθένα μέ τήν δική του ψυχή. Ὅμως, κατά θεία παραχώρηση καί φιλανθρωπία, ὑφίσταται ὁ πρόσκαιρος χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα, γιά νά μή γίνη “τό κακόν ἀθάνατον”. Διαλύεται στόν τάφο τό ἀνθρώπινο σῶμα μέχρι τήν κοινή ἐξανάσταση. Ἀλλά τό θεοδόχο σῶμα τῆς Παναγίας, αὐτό τό σῶμα πού ἐβάστασε γιά ἐννέα μῆνες καί ἐγαλούχησε ὡς βρέφος τόν Θεόν Λόγον, δέν ἦταν δυνατόν νά τό κρατήση ὁ τάφος. Τρεῖς ἡμέρες μετά τήν κοίμησή της “μετέστησεν αὐτήν πρός τάς ἐκεῖθεν μονάς, Χριστός ὁ ἐξ’ αὐτῆς ἄνευ σπορᾶς γεννηθείς”. Τό σῶμα τῆς ἀναστήθηκε, ἑνώθηκε μέ τήν καθαρή ψυχή της καί, πνευματικό καί ἄφθαρτο, ἀναλήφθηκε στούς οὐρανούς, γιά νά εἶναι πάντοτε στούς αἰώνας τῶν αἰώνων κοντά στόν Υἱό καί Θεό της. “Διό θνήσκουσα, σύν τῷ Υἱῶ ἐγείρη διαιωνίζουσα” (Κοσμᾶς ὁ Ποιητής, ἅ’ ὠδή Κανόνος στήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου).
Στό τελευταῖο μυστήριο τῆς ζωῆς της, τήν ἔνδοξη Κοίμησή της, ἔπρεπε νά εἶναι παρόντες ὅλοι οἱ “αὐτοπται τοῦ Λόγου καί ὑπηρέται”, δηλαδή οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ Ἅγιοι Ἱεράρχες, ὅπως ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης καί ὁ διδάσκαλος τοῦ Ἅγιος Ἱερόθεος, πρῶτος Ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν. Γι’ αὐτό μέ τρόπο θαυμαστό μαζεύτηκαν ὅλοι ἀπό τά πέρατα τῆς οἰκουμένης, γιά νά προπέμψουν τό Θεοδόχο καί ἀκραιφνέστατο σῶμα της. “Θεία δυνάμει περαιωθέντες τήν Σιῶν κατελάμβανον καί πρός οὐρανόν ἐπειγομένην, προέπεμπον τήν ἀνωτέραν τῶν Χερουβίμ”.
Τήν Μετάσταση τῆς Θεοτόκου, δηλαδή τήν Ἀνάσταση καί Ἀνάληψη τοῦ σώματός της, βεβαιώνουν πολλοί Θεοφόροι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως οἱ Ἅγιοι, Ἀνδρέας ὁ Κρήτης, Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, Μάρκος ὁ Ἐφέσου, Θεόδωρος ὁ Στουδίτης καί ἄλλοι. Ἀλλά καί στήν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μᾶς τό γεγονός αὐτό τονίζεται καί ψάλλεται πανηγυρικά.: “Την ἐν πρεσβείαις ἀκοίμητον Θεοτόκον, καί προστασίαις ἀμετάθετον ἐλπίδα, τάφος καί νέκρωσις οὐκ ἐκράτησεν• ὡς γάρ ζωῆς Μητέρα πρός τήν ζωήν μετέστησεν, ὁ μήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον”. (Κοντάκιο Ἑορτῆς).
Ἡ ἔξοδος τῆς Παναγίας ὑπῆρξε ἔνδοξη, ὅπως καί ὅλη ἡ ἐπίγεια ζωή της. Φυσικά γνώρισε καί αὐτή τόν πόνο, ἀφοῦ αὐτός εἶναι συνυφασμένος μέ τήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου μετά τήν πτώση. Δέν ὑπάρχει περίπτωση νά μήν πονέση κανείς στήν ζωή του, γι’ αὐτό σημασία ἔχει το πῶς ἀντιμετωπίζει τίς ἀναποδιές καί τίς θλίψεις πού προκαλοῦν τόν πόνο. Ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἀντιμετωπίζονται ἔχει σχέση μέ τήν νοοτροπία τοῦ καθενός καί τήν ὅλη προσωπικότητά του. Οἱ ἀρρώστιες καί ὁ θάνατος ἀποτελοῦν ὁριακά σημεῖα τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς καί σέ αὐτές τίς περιπτώσεις εἶναι δύσκολο νά ὑποκριθῆ κανείς. Ἔτσι φανερώνεται ἡ πνευματική του κατάσταση, τό ποιός πραγματικά εἶναι. Ἡ κοίμηση τῶν Ἁγίων, ὅπως ἄλλωστε καί ὅλη ἡ ζωή τους, εἶναι κάτι τό ἐκπληκτικό. Βλέπεις ἕνα πρόσωπο ἤρεμο, γαλήνιο, εἰρηνικό, χωρίς ἄγχος καί τρόμο, νά περιμένη τήν ἔξοδο ἀπό τήν ζωή αὐτή μέ τέτοια λαχτάρα, ὅπως κάποιος πού λείπει ἀπό τήν ἀγαπημένη τοῦ πατρίδα πολλά χρόνια καί τώρα, ἐπί τέλους, ἐπιστρέφει στόν τόπο πού λατρεύει.
Τούς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ δέν τούς στενοχωροῦν οἱ θλίψεις, ἀντίθετα μάλιστα, τούς πλαταίνουν τόν νοῦ καί τήν καρδιά καί τούς ἀνοίγουν νέους ὁρίζοντες κατά τό Γραφικό, “ἐν θλίψει ἐπλάτυνας μέ” καί “ἐν παντί θλιβόμενοι ἀλλ’ οὐ στενοχωρούμενοι”. Μιά ἁγιασμένη ὕπαρξη ἔλεγε: “Ὁ ἄνθρωπος πού θά μέ κάνη νά στενοχωρηθῶ δέν ἔχει γεννηθεῖ ἀκόμα”. Ἑπομένως, τό πρόβλημα στή ζωή δέν εἶναι οἱ θλίψεις, πού πάντα θά ὑπάρχουν, ἀλλά ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖον ἀντιμετωπίζονται. Καί αὐτός ὁ τρόπος πρέπει νά εἶναι τέτοιος πού νά βοηθᾶ στό νά ἀποφεύγεται ἡ σύγχυση καί ἡ ἀπόγνωση καί νά διατηρεῖται ἡ εἰρήνη τῆς ψυχῆς. Ὡς τέτοιος προτείνεται ἀπό τήν μακρόχρονη πείρα τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, καθώς καί ἡ καταφυγή καί προσευχή στήν Μητέρα τῆς Ζωῆς καί Μητέρα ὅλων μας.
- Προβολές: 3053