Skip to main content

Κώστα Παπαδημητρίου: Μακρυγιάννης (Δ')

Κώστα Παπαδημητρίου, ἐπ. Σχολικοῦ Συμβούλου

(συνέχεια ἀπὸ τὸ προηγούμενο)

ΕΦΤΑΣΕ ΣΤΗΝ ΘΕΩΣΗ Ἥ ΣΤΟΝ ΠΡΟΘΑΛΑΜΟ ΤΗΣ

Ἡ ψυχὴ τοῦ Μακρυγιάννη, ἀπελευθερωμένη ἀπὸ ταπεινὲς ἐπιθυμίες καὶ πάθη, ἦταν γεμάτη ἀπὸ ἀγάπη στὴν πατρίδα ἀντάμα μὲ τὴν Ὀρθοδοξία. Ἤθελε τὴν πατρίδα του νὰ κυριαρχεῖται ἀπὸ τὴν πίστη στὸν Θεὸ καὶ τὶς χριστιανικὲς ἀρετές. Τὴν ἤθελε αὐτὴν τὴν πίστη ἁγνή, ὁλοκάθαρη, ὅπως βγῆκε ἀπὸ τὴν ἀρχική της πηγή, τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὶς θεοπτίες τῶν Ἀποστόλων, τῶν ἁγίων καὶ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Ὄχι μὲ ξένα παραγεμίσματα διαφόρων φιλοσόφων ποῦ τὰ ἐπινόησε ὁ στοχασμός τους. Ἤθελε καὶ τὰ δόγματα τῆς πίστης νὰ μὴν εἶναι ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ καὶ μυστηριακὴ ζωή. "Γιατί τὰ δόγματα δὲν εἶναι μόνο νὰ πιστεύονται, μὰ καὶ νὰ βιώνονται. Ἀλλιῶς τὸ δόγμα χωρὶς βίωμα εἶναι αἵρεση" (Μητροπολίτου Ἱεροθέου, "Ἐμπειρικὴ Δογματική", τ. Α', σέλ. 120)

Ὁ Μακρυγιάννης εἶχε ἀποδυθῇ σ' ἕναν ἀγῶνα ἀδιάλειπτης προσευχῆς, ὑπομονῆς καὶ εὐχαριστιῶν στὸν Θεό, ἰδιαίτερα ὅταν ζοῦσε ἐκεῖ στὴν Σπηλιὰ παρέα μὲ τοὺς πόνους τῶν τραυμάτων του, ποῦ ἦταν ἀφόρητοι.

Ἐκεῖ στὰ ριζὰ τοῦ βράχου, κάτω ἀπὸ τὸν Παρθενῶνα, σὲ ἕνα μεγάλο ἄνοιγμα τῆς γῆς ἦταν ἡ Σπηλιά, ποῦ ἔστησε τὸ λημέρι του σὰν ἐρημίτης. Καὶ δὲν ἀφέθηκε στὴ μοῖρα του. "Χώρισε τὴ Σπηλιὰ μ' ἕνα πρόχειρο τσατμὰ στὰ δύο μέρη, τὸ 'νὰ νὰ κάθεται, νὰ σκέπτεται καὶ νὰ γράφει καὶ τ' ἄλλο μὲ εἰκόνες τῶν ἁγίων καὶ τὰ φτωχοκάντηλα νὰ λέει τὶς προσευχές του καὶ νὰ κουβεντιάζει μὲ τὸ Θεό. Εἶχε στολίσει τὴ Σπηλιὰ μέσα μὲ Ἀραχωβίτικα ὑφαντά, πολύχρωμα, κρέμασε τὶς ἀσημοπιστόλες του πάνω ἀπ' τὸ ξύλινο κρεβάτι του..."(Δ. Σταμέλου:"Μακρυγιάννης" σέλ. 134)

Ἐκεῖ στὴ μισὴ Σπηλιὰ ποῦ τὴν εἶχε μετατρέψει σὲ ἐκκλησάκι στ' ὄνομα τοῦ Ἀη-Γιάννη ἀφιερωμένο, τὸν ἐπισκέπτονταν καλόγεροι ἀπὸ διάφορα μοναστήρια καὶ παπᾶδες, ἄλλοι γνώριμοι καὶ ἄλλοι ποῦ τὸν ἔβλεπαν γιὰ πρώτη φορὰ καὶ τὸν συμβουλεύονταν καὶ συζητοῦσαν μαζί του. Θὰ γράψει ὁ ἴδιος: "Ἐρχεται ὁ σεβάσμιος ἀγαθὸς δεσπότης τῆς Μπουντουνίτζας, ἔρχεται πάντοτε μὲ ξεμολογάει ἐμένα καὶ τὴν οἰκογένειά μου...Είχα κατηχήσει κι ἀπὸ τὸ γερατεῖον διαλεμένους, ἀπὸ μοναστήρια κι ἀλλοῦ νὰ μὴν εἶναι διαφερμένοι μὲ τοὺς πολιτικοὺς καὶ στρατιωτικούς....". "Τὶς Κυριακὲς καὶ τακτικὰ ἐρχόταν ὁ παπᾶς, ὁ παπαγιώργης Ποῦλος καὶ διάβαζε ἁγιασμὸ κι ἐρχόταν ἀπὸ μακριά, ἀκόμα κι ἀπὸ τὸ Ἅγιο Ὅρος κι ἀπ' ἄλλα μοναστήρια..." (Ἔκδοση Βίπερ, τόμ. 2, σέλ. 128)

Ἀτμόσφαιρα κατανυκτική, εὐλαβικὴ ἐπικρατοῦσε. Καὶ ὁ ἴδιος σὰν ὅσιος καὶ σὰν μάρτυρας μὲ τὸ κατανυκτικὸ ὕφος τῆς προσευχῆς του ἔψελνε ψαλμοὺς τοῦ Δαβίδ, διάφορες ἱκεσίες καὶ δεήσεις, ἐνῷ τὸ λάδι ἔκαιγε μερόνυχτα στὸ καντήλι.

Γράφει ὁ Δήμ. Σταμέλος (Βίπερ, τόμ. 2 σέλ. 187):

"Σὰν ἔμπαινε, γονάτιζε καὶ σταυροκοπιόταν κάμποση ὥρα, κι ὕστερα ξομολογιόταν, ἄλλοτε ψιθυριστά, κι ἄλλοτε φωναχτά, στὸ Θεὸ καὶ στοὺς Ἅγιους, τὴν κατάντια τῆς πατρίδας καὶ τοὺς παρακαλοῦσε νὰ βοηθήσουν τοὺς ἀνήμπορους, τοὺς κατατρεγμένους, τὶς χῆρες καὶ τὰ ὀρφανὰ τῶν σκοτωμένων ἀγωνιστῶν. Ὕστερα μιλοῦσε γιὰ τὰ δικά του βάσανα. Ὧρες κρατοῦσε τοῦτο τὸ κουβέντιασμα, ζαλιζόταν, ἔτσι καθὼς ἀπὸ χρόνια οἱ πληγὲς τοῦ κορμιοῦ, πληγὲς ἀπὸ τὴ μάχη μὲ τὸν τοῦρκο ἀρχινισμένες, δὲν ἔλεγαν νὰ κλείσουν. Τὸ περισσότερο τούφερνε τὴ ζάλη ἡ πληγὴ τοῦ κεφαλιοῦ. Ἔρχότάν τότε ἀργοπερπατῶντας σ' ἄλλη διπλανὴ σπηλιά, ὀποῦχε τὸ κρεβάτι του, ξάπλωνε ἀποκαμωμένος κι ἀπολησμονιόταν στὴ συλλογὴ καὶ τὸ περιδιάβασμα σὲ παλιότερους καιρούς. Συχνὰ τὰ μάτια του γιόμιζαν δάκρυα. Μὰ πάλι εὕρισκε κουράγιο καὶ δύναμη, ἔτσι καθὼς ἄρχιζε κουβέντα μὲ τὸ Θεὸ καὶ τοὺς Ἅγιους. Κάπου τρία χρόνια δὲ βγῆκε ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ τὸ περιβόλι. Τὸ μεγαλύτερο σχεδὸν καθημερινό του ταξίδι ἦταν ὤς τὴ σπηλιά. Ξέχωρα τὰ καλοκαίρια ἐκεῖ περνοῦσε ὁλόκληρη τὴ μέρα. Κι ἀνάμεσα στὶς προσευχὲς καὶ τὴν ἀνάπαψη στὸ κρεββάτι, εὕρισκε καιρὸ νὰ γράφει καὶ στὸ χαρτὶ ὄνειρα ποῦ τάραζαν ἢ γλύκαιναν τὸν ὕπνο του, ὁράματα πούβλεπε μέσα στὸ σύθαμπο, θάματα, λογῆς-λογῆς λογισμούς. Ἔκανε μεγάλες νηστεῖες ξέχωρα κι ἀπὸ τὶς βδομαδιάτικες, Τετάρτη καὶ Παρασκευή. Σύναζε, τὶς γιορτάδες, ὁλόκληρη τὴ φαμελιά του καὶ πρὶν κάτσουν στὸ τραπέζι, προσκυνοῦσαν ὅλοι μαζὶ τὶς εἰκόνες".

Ὁ ἴδιος ὁ Μακρυγιάννης θὰ προσθέση:

"Σήμερα, Παρασκευή, ἀγωνίστηκα ἀρκετὲς ὧρες καὶ μὲ ἁμαρτωλὰ δάκρυα' τὶς ἄλλες ἡμέρες κάνω τέσσερες ὧρες, αὐγὴ καὶ βράδυ, εἰς τὴν προσευκή μου, καὶ ὅταν θὰ φύγω ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι μου, καὶ ὅταν θὰ γυρίσω, καὶ ὅταν θ' ἀποφάγω"

Στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κεντρικὸ ρόλο γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωή, ὅπως καθιερώθηκε μὲ τοὺς αἰῶνες στὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση, παίζει τὸ χωρίο γιὰ τὴν Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος στὸ κατὰ Μάρκον Εὐαγγέλιο (Θ'2-14) ὅπου τὰ ροῦχα τοῦ Ἰησοῦ γίνονται ἀστραφτερὰ καὶ κάτασπρα σὰν τὸ χιόνι, τόσο ποῦ κανένας βαφιὰς στὴ γῆ δὲν μπορεῖ ν' ἀσπρίση. Στὴν σκηνὴ αὐτὴ συμμετεῖχαν ὁ Πέτρος, Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης καὶ παρουσιάζονται ὁ Μωϋσὴς καὶ ὁ Ἠλίας. Ὅλοι φοβήθηκαν...καί ἐγένετο νεφέλη ἐπισκιάζουσα αὐτούς...Στά ὁράματά του ὁ Μακρυγιάννης, ὅπου γιγαντώνεται ἡ θερμή του πίστη ἀπὸ τὰ ἀποκαλυπτικά του ὄνειρα καὶ σὲ κάποιες στιγμὲς νοερῆς προσευχῆς καὶ πνευματικῆς ἔξαρσης, ὅταν ἀπενεργοποιοῦσε κάθε λογικὴ ἐνέργεια τοῦ νοῦ τοῦ μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἄσκηση, βιώνει τὶς ἴδιες καταστάσεις μὲ τοὺς παραπάνω Ἀποστόλους. Τὸ λέει ὁ ἴδιος:

"Καὶ νύχτα καὶ ἡμέρα βλέπω ὅθεν στέκω ἕνα φῶς' εἰς τὴν μέση εἶναι σὰν οὐρανὶ καὶ οἱ ἄκρες κάτασπρες, καθὼς εἶναι τὰ λαμπρὰ σύγνεφα ὅταν παίρνει νὰ βασιλέψει ἡ ἥλιος, καὶ ὡς ἕνας στῦλος' καταὴ νὰ τηράξω νὰ κάνω τὴν προσευκή μου μυστικῶς, ἢ εἰς τὸν οὐρανὸ νὰ κοιτάξω καὶ νὰ περικαλέσω, θὰ ἰδῶ πρῶτα ἕνα φῶς καθὼς στράφτει, καὶ ὕστερα αὐτὸ καὶ τὴν νύχτα εἰς τὸν ὀντά, ὅπου θὰ πέσω νὰ κοιμηθῶ καὶ σβένω τὸ φῶς, ὕστερα περικαλιῶμαι: Φώτισέ με, Κύριε, καὶ ἡ βασιλεία σου' βλέπω ὅλα, ὄχι ὅμως ξάστερα καθὼς νὰ εἶναι τὸ φῶς τὸ ἴδιο. Καὶ τὴν νύχτα ὁποὺ ξυπνῶ καὶ δοξάζω τὸν Θεὸν καὶ τὴν βασιλείαν τοῦ εἰς τὸ στρῶμα μου, ὄτ' εἶμαι ἀστενὴς καὶ πειράζομαι πάντοτε". "Καὶ ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ τὰ παραστήσω, ὅτι καὶ τὸ φῶς μὲ σκότιζε καὶ ἡ τρομάρα καὶ τὰ δάκρυα τῶν ματιῶν μου" (258) "Μπορῶ, ἀδελφοὶ ἀναγνῶστες, νὰ περιγράψω αὐτείνη τὴν ὠραιότη καὶ τὶς μεγάλες λάψες;" (251)

"Ὅταν (κάποιος) φθάνη στὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως, ἐπειδὴ δὲν ὑπάρχει καμία ὁμοιότητα μεταξὺ τοῦ ἀκτίστου καὶ τοῦ κτιστοῦ, τὸ ἄκτιστο παραμένει μυστήριο καὶ παραμένει ἀπερίγραπτο. Ὁ ἄνθρωπος γίνεται θεατὴς τοῦ ἀπεριγράπτου, τὸ ὁποῖο δὲν μπορεῖ νὰ τὸ περιγράψη καὶ νὰ θέλη νὰ τὸ περιγράψη, δὲν μπορεῖ νὰ τὸ καταλάβη καὶ νὰ θέλη νὰ τὸ καταλάβη. Εἶναι καὶ ἀκατανόητο. Εἶναι μυστήριο ἀπερίγραπτο...." (Παραδέχεται ὁ π. Ρωμανίδης. (Μητροπολίτου Ἱεροθέου: "Ἐμπειρικὴ Δογματικὴ" τ. Α', σέλ. 166)

Διαβάζοντας κανεὶς τὸν Μακρυγιάννη ἀναρωτιέται: Πόσες φορὲς ἄραγε καὶ αὐτὸς δὲν ἀξιώθηκε τέτοιας τιμῆς τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ ἢ ἔστω βρέθηκε στὸν προθάλαμό της, στὸν φωτισμό; Συμμαρτυρεὶ σ' αὐτὸ καὶ ἡ ἐξωτερική του ἐμφάνιση, ὅπως τὴν παρουσιάζει ὁ Βλαχογιάννης σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ δύσκολες περιόδους τῆς ζωῆς του: "Ἔκτοτε διέμεινεν ἐν τῇ οἰκία αὐτοῦ, διερχόμενος μὲν πᾶσαν τὴν ἡμέραν ἐν τὼ κήπῳ καὶ γευματίζων μόνος ἐντὸς τῆς Σπηλιᾶς, τὴν δὲ ἑσπέραν ἐπιστρέφων εἰς τὴν οἰκίαν καὶ τὴν οἰκογένειαν. Σκυθρωπός, οὐδέποτε γελῶν ἢ μειδιῶν, μόνην παρηγορίαν εὕρισκε ἐν τῇ μετὰ τῶν μικροτέρων αὐτοῦ τέκνων ἀναστροφή. Ἡ ὄψις αὐτοῦ ἐκ τοῦ γήρατος καὶ τῶν παθημάτων εἶχε προσλάβει ἔκφρασιν τινὰ ἐγκαρτεροῦντος ἐρημίτου ἢ μάρτυρος. Ἀλλ' ὅμως ὑψηλὸς καὶ λεπτὸς ὡς ἦτο, εὐλύγιστος καὶ εὐθὺς πάντοτε παρὰ τὴν ἡλικίαν, μὴ κάμψασαν τὸ σῶμα αὐτοῦ μέχρι θανάτου, ἁπλούστατα ἐνδυόμενος, κομψῶς φέρων τὴν λευκὴν φλοκάταν, ἀχώριστον ἀπ' αὐτοῦ, καὶ τὴν ἀγκυλωτὴν ράβδον, εἶχε τὸ ἦθος {=τὸ παρουσιαστικὸ} ἐκεῖνο τὸ ἀπερίγραπτον, τὸν ἀέρα τῆς λεβεντιᾶς τῆς οὐδέποτε γηρασκούσης, ἀλλὰ θαλλούσης πάντοτε. Τὸ ἀποστεωθὲν αὐτοῦ πρόσωπον, οἱ ὀφθαλμοὶ οἱ βαθέως κοῖλοι ἀλλὰ πάντοτε ἀπαστράπτοντες, ἐλαφρῶς καστανοὶ τὸ χρῶμα, ἡ γενειὰς ἡ κατάλευκος καὶ ἡ κόμη ἡ ὀπίσω μέχρι τῶν ὤμων καταπίπτουσα, τὸ φαλακρὸν μέτωπον μετὰ τῆς βαθείας πληγής, ἡ ρὶς ἡ ὑπόγρυπος καὶ ὁ πώγων ὁ ἰσχυρός, πάντα συνηνοῦντο εἰς σύνολόν τί ἀνδρικὸν ἅμα καὶ γλυκύ, βλοσυρὸν καὶ πλῆρες ἀγαθότητος, εὐπροσήγορον καὶ ἀγέρωχον, ἀρματολικὸν καὶ ἱερατικὸν συγχρόνως".

  • Προβολές: 2719