Skip to main content

Μιράντα Συμεωνίδου: «Γιατί, Θεέ μου, ἐγώ;» ἢ «Γιατί, Θεέ μου, ὄχι ἐγώ;»

Μιὰ μαρτυρία-ἱστορία γιά ... δυνατὴ πίστη

Ὅταν τὸν Μάϊο ἐ.ἔ. ὁ Σεβασμιώτατος ἐπισκέφθηκε τὴν Κύπρο προσκεκλημένος ἀπὸ τὸν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο κ. Χρυσόστομο (βλ. τεῦχος 190), συνάντησε τὴν Μιράντα Συμεωνίδου, μιὰ Κυπρία γυναῖκα, παντρεμένη μὲ δύο παιδιά, ἡ ὁποία προσβλήθηκε ἀπὸ τὴν νόσο τῶν κινητικῶν νευρώνων MND, ποὺ τὴν ὁδήγησε σὲ πλήρη παραλυσία, καὶ τώρα ζὴ καθηλωμένη στὸ καροτσάκι καὶ ἐξαρτημένη πλήρως ἀπὸ τὸν τεχνητὸ ἀναπνευστῆρα της. Ἡ Μιράντα παρακολούθησε τὴν ὁμιλία τοῦ Σεβασμιωτάτου γιὰ τὴν τοῦ Θεοῦ Σοφία γεμάτη χαρὰ καὶ συνομίλησε μαζί του μὲ τά ...βλέφαρά της, τὸ μόνο μέλος τοῦ σώματός της ποὺ μπορεῖ νὰ κινῇ. Ἡ συνομιλία ἔγινε μὲ τὴν βοήθεια μιᾶς εἰδικῆς μεταφράστριας ποὺ κατανοεῖ τὸν τρόπο αὐτὸ ἐπικοινωνίας της.

Στὴν συνέχεια ἀναδημοσιεύουμε ἕνα κείμενο τῆς ἠρωϊκὴς αὐτῆς γυναίκας ποὺ ἀντιμετωπίζει μὲ «ἀπίστευτη» πίστη τὴν ἀσθένειά της.

***

Μιράντα Συμεωνίδου, «Γιατί, Θεέ μου, όχι εγώ;»

Τὸν Αὔγουστο τοῦ 2004 ὑπέστην τρομερὸ σόκ, ὅταν γιὰ πρώτη φορὰ ἦρθα ἀντιμέτωπη μὲ τὴν ὠμὴ πραγματικότητα. Τραχειοστομία! Μιὰ πραγματικότητα τὴν ὁποία θεωροῦσα ἀπόμακρη γιὰ μένα. Ἄλλωστε ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου δὲν τοῦ ἐπιτρέπει νὰ ἔχη ἀρνητικὲς σκέψεις, ἀφοῦ ὁ Δημιουργὸς τὸν ἔπλασε ὥστε νὰ ἐκπέμπη θετικὴ ἐνέργεια, ἐξ οὗ καὶ ἡ ἀθανασία ποὺ τοῦ ἐδόθη δίς.

Στὸ ἄκουσμα τῆς λέξης «τραχειοστομία», κυριολεκτικὰ πάγωσα. Ἀμέσως ἔνιωσα ἐκεῖνες τὶς συσπάσεις τοῦ προσώπου, οἱ ὁποῖες προαγγέλλουν δακρύβρεχτα μάτια, μύτη καταρρέουσα, κοκκινωπή. Ἔβλεπα ἀπέναντι τὸν πνευμονολόγο, τὸν φυσιοθεραπευτὴ καὶ τὸν γιό μου νὰ κοιτάζουν, δὲν ξέρω ποῦ. Ἴσως σκυφτοὶ βλέπανε κάπου ἀόριστα, ἀμίλητοι, ὅπως συμβαίνει σὲ δυσάρεστες καταστάσεις, ὅπου δὲν ὑπάρχει κάτι νὰ εἰπωθῇ.. Τί νὰ πὴ κανεὶς μπροστὰ στὴν θέα κάποιου, ὁ ὁποῖος δὲν ἔχει ἐλπίδα σωτηρίας. Ἢ τραχειοστομία ἢ θάνατος. Μπρὸς γκρεμὸς καὶ πίσω ρέμα. Διάλεξε καὶ πάρε!

«Τραχειοστομία», μία λέξη ποὺ καλὰ καλὰ δὲν ἤξερα τὴν ὀρθή της ὁρολογία, οὔτε πολὺ συγκεκριμένα πράγματα, μόνο σὲ γενικὲς γραμμές, ἀόριστα. Τὸ κλάμα ἐπί τέλους ἐξασθένησε κι ἔφτασε στὸ τέρμα, ἐπιτελῶντας τὸ ἔργο τῆς ἀπαλοιφῆς τοῦ πόνου. Ἔριξα ἕνα χαμόγελο ὥστε νὰ ἐπανέλθη ἡ ὁμαλὴ ἀτμόσφαιρα κι ἄρχισα τὶς ἐρωτήσεις. Βασικὰ ἡ συζήτηση περιστράφηκε γύρω ἀπὸ τὴν ἀπόφαση ποὺ θὰ ἔπαιρνα, θετικὴ ἢ ἀρνητική, ἐναπέκειτο ἀποκλειστικὰ στὴν κρίση μου. Εἶναι μιὰ ἀπόφαση τὴν ὁποία ὁ ἀσθενὴς ἐπαφίεται νὰ πάρη. Ὅταν πρὶν δέκα χρόνια ἔγινε μία νύξη, πάνω σὲ κουβέντα, γιὰ τραχειοστομία, ἀπὸ τὸν γιατρό, οὔτε κὰν τὸ ἔλαβα ὑπόψιν. Μάλιστα ἤμουν κατηγορηματική: «Οὔτε τὸ συζητῶ, ἁπλούστατα δὲν ὑπάρχει περίπτωση νὰ ὑποβληθῶ σὲ τραχειοστομία».

Τότε ἦταν ἕνα πολὺ ἀπομακρυσμένο ἐνδεχόμενο. Μιλοῦσα ἐξ ἀποστάσεως, ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς. Τώρα ὅμως; Τί γίνεται τώρα; Τώρα ἀρχίζουν τὰ δύσκολα. Ἐδῶ σὲ θέλω Μιράντα! Φυσικὰ γιὰ μένα δὲν ἐτίθετο θέμα σκέψης. Ὡς ἐν ἐνεργείᾳ Χριστιανὴ τὸ θεωροῦσα αὐτοκτονία νὰ ἀρνηθῶ. Ἐξακολουθοῦσα ἀκόμη νὰ ὑποστηρίζω ὅτι ὁ ἀσθενὴς ὑποχρεοῦται, ἐν ὅσῳ ὑπάρχουν μέσα τὰ ὁποία τὸν συντηροῦν στὴν ζωή, νὰ τὰ ἀποδέχεται, ἀσχέτως πόνου καὶ ταλαιπωρίας. Ὁ ἄνθρωπος, ὡς ψυχοσωματικὴ σύνθεση, δημιουργήθηκε γιὰ τὴν ἀθανασία. Μετὰ τὴν πτώση καὶ τὴν ἀποκατάστασή του μὲ τὴν Σταύρωση καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας, ἡ ἐπίγεια ζωὴ εἶναι τὸ σχολεῖο ὅπου δίνει ἐξετάσεις, ἐξετάσεις ὑπομονῆς, σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ἀγάπης μπροστὰ στὶς πολλαπλὲς καὶ ποικιλόμορφες δοκιμασίες ποὺ προσφέρει ἀφειδώλευτα ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου. Ἕνα εἶναι τὸ ζητούμενο: Τὸ θαῦμα τῆς ἀνάστασης τῆς νεκρῆς ψυχῆς. Τὴν ἐμπειρία τοῦ Παραδείσου ὁ ἄνθρωπος ἔχει τὴν δυνατότητα ἀπὸ ἐδῶ νὰ τὴν γευθῇ, ἀφοῦ τὸ ἁμάρτημα τοῦ πρώτου Ἀδὰμ ἦταν ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν Θεό. Αὐτὸς εἶναι ὁ Παράδεισος: ἡ ἐπανένωση μὲ τὸν Δημιουργό. Ἑπομένως ἡ εὐθανασία, γιὰ τὴν ὁποία οὕτως ἢ ἄλλως οἱ ἀπόψεις διΐστανται, δὲν ἀφήνει περιθώρια στὴν ψυχὴ νὰ διενεργήση τοὺς κατάλληλους μηχανισμούς, ὅπως αὐτοκριτική, μετάνοια, συντριβή, ποὺ θὰ τὴν ὁδηγήσουν στὴν σωτηρία της.

Ὁ πόνος κατὰ παράξενο τρόπο καλλιεργεῖ τὴν ψυχή, ἡ δοκιμασία ἀλλάζει τὸν φακὸ θεώρησης τῶν μέχρι τότε δεδομένων, ὁ ἄνθρωπος ὑπὸ τὸ κράτος τῆς ἀσθένειας ζὴ καὶ ἀναπνέει τὸν ἀέρα τῆς ἐλευθερίας. Ὑπάρχει πιὸ γλυκειὰ ἐλευθερία ἀπὸ τὴν ἐξάλειψη τῶν παθῶν; Δὲν μιλῶ ἐξ ἀποστάσεως οὔτε ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν βιωματική μου ἐμπειρία. Μιὰ ἐμπειρία ποὺ βῆμα βῆμα μοῦ ἀνοίγει τὴν πόρτα τῆς αἰωνιότητας. Ἀπὸ μένα ἐξαρτᾶται ἂν θὰ περάσω τὸ κατώφλι της, ποτὲ ὅμως δὲν θὰ εἶναι ἐφικτὸ σὲ περίπτωση εὐθανασίας.

Ὅταν ἔγινε ἡ διάγνωση ὅτι προσβλήθηκα ἀπὸ τὴν νόσο τῶν κινητικῶν νευρώνων, ἡ πρώτη μου ἀντίδραση ἦταν ἀνακούφιση, ποὺ ἐπί τέλους μετὰ πάροδο δύο ἐτῶν καὶ πάμπολλες ἐξετάσεις, ἡ ἀγωνία τοῦ ἄγνωστου τερματίστηκε. Τότε τὰ παιδιά μου ἦταν μικρά. Ἂν καὶ σταμάτησα νὰ ἐργάζομαι, ἐν τούτοις δὲν μοῦ ἀπέμενε χρόνος νὰ σκέφτομαι. Ἡ φροντίδα τῶν παιδιῶν, τοῦ νοικοκυριοῦ, ἀπορροφοῦσαν ὑπερβολικὴ ἐνέργεια, λόγῳ τοῦ ὅτι οἱ κινήσεις μου ὅλο καὶ περισσότερο γίνονταν ἀργὲς καὶ ἀδέξιες. Ἔπρεπε νὰ εἶμαι πολὺ συγκεντρωμένη γιὰ νὰ διεκπεραιώσω μιὰ δουλειά. Ὅμως ἐξακολουθοῦσα νὰ λειτουργῶ, κάτι ποὺ μὲ ἱκανοποιοῦσε. Ἤμουν εὐχαριστημένη μὲ τὸν καινούργιο ρόλο τῆς οἰκοκυρᾶς. Ὁπωσδήποτε μὲ ἀπασχολοῦσε ἡ ἀσθένεια καὶ μὲ ἐνδιέφερε νὰ εἶμαι ἐνημερωμένη. Ἔμαθα πολλά, συμπεριλαμβανομένης καὶ τῆς ἐξελικτικῆς πορείας της, χωρὶς βέβαια νὰ πιστεύω ὅτι θὰ κατέληγα καὶ ἡ ἴδια σὲ ὁλοκληρωτικὴ παράλυση, ἀκόμη καὶ στὴν ὁμιλία. Εἶχα τὴν αἰσιοδοξία ὅτι θὰ τὰ κατάφερνα, ἂν ὄχι νὰ θεραπευτῶ, τουλάχιστο νὰ σταθεροποιηθῶ. Οἰκτρὰ ἀξιολύπητα πλανεμένη. Πῶς μποροῦσα νὰ σκέφτομαι τόσο ρηχά.

Δὲν εἶχα ἐξ ἀρχῆς ἀντιληφθῆ τὴν εὔνοια τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ πρόσωπό μου. Ὡς φύσει αἰσιόδοξη δὲν πτοήθηκα, δὲν μὲ κατέβαλε ἡ ἀλλοπρόσαλλη αὐτὴ ἀσθένεια. Ὄντως, εἶναι ὅλα τὰ ἄσχημα καὶ ἀπρεπῆ ἐπίθετα ποὺ τῆς ἁρμόζουν. Κι ὅμως μετατράπηκε ὡς μία ἀπὸ τὶς μεγάλες μου ἀγάπες. Μετὰ τὴν διάγνωση ἄρχισε συστηματικὴ θεραπεία Δὲν θεραπεύει, ἀλλὰ διατηρεῖ τὸ ἄτομο σὲ ὑποφερτὴ φυσικὴ κατάσταση. Οἱ ἀσκήσεις εἶναι ἕνας γλυκός, ἀνακουφιστικὸς πόνος. Προσωπικὰ δὲν δίνω μεγάλη σημασία, λάθος μου, στὶς ὑποβοηθητικὲς μεθόδους. Μὲ τὰ χρόνια ἔνιωθα νὰ μοῦ σπαταλᾶ τὸν χρόνο μου, ἂν καὶ αὐτὸ ἐπιβαλλόταν νὰ γίνη μέρος τῆς ζωῆς μου. Σταδιακὰ τὴν ἔβαλα στὴν ἄκρη. Ἐπαναλαμβάνω, μέγα σφάλμα! Ἀκολούθησε ἡ λογοθεραπεία, ἡ ὁποία μὲ βοήθησε νὰ ἀρθρώνω καλύτερα τὶς λέξεις, χρησιμοποιῶντας σωστὲς ἀναπνοές. Τὸ σημαντικὸ γιὰ μένα καὶ στὸ ὁποῖο μὲ βοήθησε ἡ λογοθεραπεύτρια, ἦταν ἡ ἐξεύρεση τρόπου νὰ γράφω. Ἔνιωσα ἀναγεννημένη, μποροῦσα καὶ πάλι νὰ ἐκφράζομαι μὲ ἄνεση δίχως νὰ χρειάζεται νὰ σκέφτομαι ποιά λέξη εἶναι εὐκολότερη στὴν ἄρθρωση.

Συγχρόνως μπῆκε στὴν ζωὴ τῆς οἰκογένειας ἡ ψυχολόγος, τὴν ὁποία ὅλοι ἀποδεχθήκαμε, χωρὶς συστολὲς καὶ ἐπιφυλάξεις. Εἶμαι ἀνοιχτὴ σὲ προτάσεις, εἰσηγήσεις, ποτὲ δὲν ἀπορρίπτω ἐκ τῶν προτέρων. Ἤμουν ἀποφασισμένη νὰ διατηρήσω τὶς ἰσορροπίες ἐν οἴκῳ. Τὰ παιδιὰ ἦταν μικρά. Τὰ κλάματα, οἱ ὀδυρμοί, οἱ στενοχώριες, οἱ θλίψεις, δὲν εἶχαν θέση στὸ σπίτι μας, οὔτε στὶς ψυχές μας, εἰδικὰ στὴν δική μου. Ναί, εἶχα ἐπίγνωση τῆς κατάστασής μου, οὐδέποτε ὡραιοποίησα, οὔτε ὅμως θυματοποίησα τὸν ἑαυτό μου. Ποτὲ δὲν διερωτήθηκα: «Γιατί, Θεέ μου, γιατί ἐγώ;». Σύμφωνα μὲ τὴν ἀποψή μου εἶναι λάθος προσέγγιση. Καὶ ἀντιστρέφω τὸ ἐρώτημα: «Γιατί ὄχι ἐγώ;». Δηλαδή, ἐγὼ ποιά εἶμαι; Μιὰ κοινὴ θνητή, ἡ ὁποία καλεῖται νὰ παρακαθήση στὶς ἐξετάσεις, τὶς ὁποῖες ἡ πραγματικότητα τῆς ζωῆς τῆς ἐπιβάλλει, κι ἅς εἶναι μιὰ πραγματικότητα στυγνὴ καὶ ἀδυσώπητη. Ἡ πρόκληση ἦταν μπροστά μου. Φλέρταρε μαζί μου. Γιατί ὄχι; σκέφτηκα. Πρόκληση-Πρόσκληση. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος μάθη νὰ τρέχη, νὰ ἀποδέχεται τὴν πρόκληση, θὰ καταλάβη ὅτι κάθε ἡμέρα δὲν εἶναι ὅμοια μὲ τὴν ἄλλη, ὅτι εἶναι ἕνα ἀκόμα χαμόγελο τοῦ Θεοῦ. Χαμόγελο τῆς ἀπόλυτης Ἀγάπης!

Ἔμαθα μέσα ἀπὸ τὴν ἀσθένεια νὰ ἐναποθέτω τὴν πᾶσαν ἐλπίδα μοῦ εἰς τὸν Κύριον, ἐφ’ ὅσον ἔχω πρῶτα ἐξαντλήσει τὰ ἀνθρώπινα μέσα. Γιὰ μένα, τὸ λέω μὲ ὅλη τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς μου, αὐτὴ ἡ ἀσθένεια ἔχει μεταλλαχθῇ σὲ μεγάλη εὐλογία. Ἴσως χαρακτηρισθῇ ὡς ψευδαίσθηση ἢ μία παράμετρος, τὴν ὁποία σκόπιμα δημιούργησα, ὥστε νὰ ἀποκρύπτεται ἡ μιζέρια μου, ὅπως ἄλλωστε ἔχει λεχθῇ: «Μὲ τί ἄλλο νὰ ἀσχοληθῇ;» λὲς καὶ ὁ ἀσθενὴς παύει νὰ ζὴ οὐσιαστικά, δημιουργικά, ἀλλὰ φυτοζωεῖ καὶ ἁπλὰ ἐπιβιώνει. Τὰ φαινόμενα, ὅσον ἀφορᾶ τὸν ἑαυτό μου, ἀπατοῦν. Ὄχι μόνο ζώ, ἀλλὰ εἶμαι ἐλεύθερη ὅσο ποτὲ ἄλλοτε. Περνῶντας μιὰ δοκιμασία ὁ ἄνθρωπος ἀντιλαμβάνεται πλέον τὸ φθαρτό, τὸ πρόσκαιρο τῆς ἐπίγειας ζωῆς.

Τὸ ζητούμενο εἶναι ἡ ὑγεία τῆς ψυχῆς.

Τί κι ἂν εἶναι ἀρτιμελής; Τί κι ἂν περπατᾶ, μιλᾶ, τρώγει, πίνει, χορεύει, διασκεδάζει; Κι ὅμως νιώθει κενός, ἀνικανοποίητος, τίποτα δὲν τὸν εὐχαριστεῖ. Θλίβεται, καταπονεῖται ἡ ψυχὴ πέφτοντας σὲ κατάθλιψη, ὑποφέρει γιὰ γήϊνα προβλήματα, τὰ ὁποία ὅλα λύνονται, ἀρκεῖ νὰ ὑπάρχη θετικὴ ἀποδοχὴ στὰ δυσάρεστα γεγονότα, ποὺ ἀπρόσμενα εἰσβάλλουν στὴν ζωή. Ἡ τέχνη, τὸ ἔξυπνο, εἶναι τὰ δυσχερῆ νὰ μεταποιοῦνται σὲ εὐχάριστες ἐκπλήξεις. Τὸ πιστεύω ἀκράδαντα. Εἶμαι πεπεισμένη. Εἶναι ἀποδεδειγμένο σὲ προσωπικὸ ἐπίπεδο. Ἡ ἀσθένεια μεταποιήθηκε σὲ ἐργαλεῖο, τὸ ὁποῖο μὲ ὁδήγησε στὴν μεγάλη ἀποκάλυψη τῆς ζωῆς μου, τὸν Χριστό, τὴν Ἀγάπη, τὴν ἐν Χριστῷ Ἀγάπῃ! Ἡ Ἀγάπη εἶναι Ὑγεία! Ἡ Ἀγάπη πληροῖ τὸ εἶναι τοῦ ἀνθρώπου, ὑπερβαίνει τὰ ἐγκόσμια. Ἡ ψυχὴ ὅταν ἀγαπᾶ, τὸν ἑαυτό της κυρίως, ξέρει ὅτι τὸ σῶμα καὶ θὰ ἀρρωστήση καὶ θὰ γεράση καὶ θὰ ἀποσυντεθὴ μὲ τὸν θάνατο. Ἰσορροπεῖ ἑαυτόν. Δὲν πανικοβάλλεται μὲ τὶς ἀνατροπὲς τῆς ζωῆς. Ὁ ἴδιος τὶς ἀνατρέπει μὲ τὴν ἐν Χριστῷ ἀγάπῃ, τὴν ὀντολογικὴ Ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη αὐτὴ δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀνταπόδοσης. Ἡ ἀγάπη πάντα ὑπομένει, πάντα στέκει, πάντα ἐλπίζει. Ὅπως λέμε, ἡ πρόληψη εἶναι ἡ καλύτερη θεραπεία, ἔτσι καὶ ἡ ψυχή, εἰ δυνατόν, νὰ καλλιεργεῖται στὴν ἐν Χριστῷ ἀγάπῃ παιδιόθεν. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἔχει διεξόδους. Γιὰ τὸν Θεὸ δὲν ὑπάρχουν ἀδιέξοδα. Εἶναι πολύτιμος καρπὸς ἡ Θεία Ἀγάπη. Εἶναι τὸ ἀπόσταγμα τῶν ὅλων. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι προετοιμασμένος, δὲν θὰ ἀπογοητευθῇ, δὲν θὰ ἀπελπισθῇ μὲ τὴν ὁποιαδήποτε δοκιμασία. Ἡ πραγματικὴ ἀσθένεια εἶναι τὰ πάθη ἀπὸ τὰ ὁποία διακατέχεται ὁ ἄνθρωπος.

Μιὰ σωματικὴ ἀναπηρία εἶναι ὁ Σταυρός, ποὺ ἀπὸ φονικὸ ὅπλο ἔγινε τὸ μέσον ποὺ νίκησε τὸν θάνατο. Ὅπως ἔλεγε ὁ Γέροντας Παΐσιος: «Τί εἶναι ἕνα καρκινάκι μπροστὰ στὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν; Ὁ ἄνθρωπος ζὴ σὲ ἄλλη διάσταση δὲν τὸν ἀγγίζουν δυσάρεστα γεγονότα, μόνο γιὰ λίγο θλίβεται καὶ μετὰ ἀνασυντάσσεται ἰσχυρότερος. Ὁ ψυχοπνευματικὰ ὑγιὴς κινεῖται μὲ ἄνεση, συμπεριφέρεται ἀρχοντικά, ὅπως ἁρμόζει σὲ τέκνο Θεοῦ. Μιὰ δοκιμασία, ἂν ὁ ἄνθρωπος τὴν ὑποδεχθῇ μὲ χαμόγελο, εἶναι πρόγευση τοῦ Παραδείσου, εἶναι ἡ ἀποτίναξη τοῦ ζυγοῦ ἀπὸ τὴν σκλαβιά. Μιὰ δοκιμασία εἶναι ἡ ὁδός, ὄχι τεθλιμμένη, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἐλευθερία. Ὁ πραγματικὰ ἄρρωστος πάσχει ἀπὸ πνευματικὰ πάθη. Πλειστάκις εὐχαριστῶ τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ἀναπηρία στὴν ὁμιλία. Πολλὲς φορὲς ἀπεφεύχθησαν δυσάρεστες καταστάσεις. Ἂν μιλοῦσα, πόσο θὰ πλήγωνα τοὺς ἄλλους ἐν βρασμῷ ψυχῆς. Ἂν μιλοῦσα ἴσως νὰ προκαλοῦσα, ἴσως νὰ δημιουργοῦσα προβλήματα, ἴσως, ἴσως, τόσα ἴσως, τόσες ἀμφιβολίες, τόση ἀνασφάλεια. Ναί, κανένας δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι σίγουρος γιὰ τὸν ἑαυτό του. Καὶ προβληματίζομαι: Ἂν σήμερα θεραπευόμουν, θὰ παρέμενα, θὰ διατηροῦσα τὴν ψυχοπνευματική μου εὐφορία καὶ ὑγεία ποὺ ἀπέκτησα τὰ δεκαεφτὰ χρόνια τῆς ἀναμόρφωσής μου; Ἢ θὰ ἐπέστρεφα στὶς παλιές μου συνήθειες; Εἰλικρινὰ δὲν τὸ διακινδυνεύω. Εἶναι λεπτὴ διαχωριστικὴ γραμμή, ποὺ βρίσκεται στὸ μεταίχμιο ἐλευθερίας-σκλαβιᾶς.

Μιὰ ἀσθένεια, μιὰ χρόνια ἀσθένεια. Μήπως μίζερη ζωή; Τραχειοστομία, ἀναπνευστῆρας ἐφ’ ὅρου ζωῆς, ταλαιπωρία, δυσκολίες, ἀπρόοπτα, συνεχῆ τρεχάματα. Ὄντως, γεγονός. Εἶναι ζωὴ αὐτή; Ἂν ζοῦσα ἐπὶ ἐποχῆς Χίτλερ, σίγουρα θὰ ἤμουν μιὰ πλάκα σαπούνι. Κι ὅμως ἡ πραγματική μου ζωή, πέρα ἀπὸ τὸν ἀναπνευστῆρα, διανθίζεται μὲ τὶς κακοτοπιὲς καὶ τὶς ἀσχήμιες της, μὲ τὶς ἀνηφοριὲς καὶ τὶς ἀντεγκλήσεις της.

Τελικὰ ἡ ζωὴ εἶναι ὡραία, εἶναι ἀπολαυστικὸς ἀγῶνας. Ἕνας ἀγῶνας, μιὰ διαδρομὴ ἐνδιαφέροντος, ἀγωνιώδους περιπέτειας, προβληματισμοῦ καὶ ἀναζήτησης τῆς Ἀλήθειας, τῆς ὄντως Ἀλήθειας! Πλέον ὁ ἄνθρωπος προσβλέπει σὲ νέες προκλήσεις καὶ προσδοκᾶ μὲ γαλήνη. Ἐπειδὴ ξέρει πῶς νὰ ἀγαπᾶ. Ἡ Ἀγάπη εἶναι ἐνέργεια, εἶναι Ζωή, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς εἶναι Ἀγάπη!

Δὲν μετανιώνω γιὰ τὶς στιγμὲς ποὺ ὑπέφερα, ἀλλα φέρω τὶς οὐλὲς μοῦ ὡς μετάλλια!

Μιράντα

  • Προβολές: 3721