Skip to main content

Κώστα Παπαδημητρίου: Μακρυγιάννης (Ε')

Κώστα Παπαδημητρίου, ἐπ. Σχολικοῦ Συμβούλου

(συνέχεια ἀπὸ τὸ προηγούμενο)

Ἡ ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟΥ

Οἱ Βαυαροὶ εἶχαν ἀποχαλινωθῇ καὶ μὲ τὴν ἀνοχὴ τῶν ντόπιων συνεργατῶν τους. Ὅλοι τὸ ἔριξαν στὶς αὐθαιρεσίες, τὶς ἀπειλές, τὴν τρομοκρατία καὶ τὶς ταπεινώσεις. Ἀγανακτισμένος ὁ Μακρυγιάννης διηγεῖται γιὰ μιὰ χήρα ἀγωνιστῆ, ποῦ κατέφυγε στὸν "Ἀντιβασιλέα Γκράφη", προκειμένου νὰ ἐπιτύχη κάποια σύνταξη. "Κι ἐκεῖνος ἔκαμε τὴν ἐπιθυμίαν του καὶ τῆς ἔδωσε τὴν ἀνταμοιβή". "Δυστυχισμένη Ἑλλάς! Δυστυχισμένοι Ἕλληνες! Ἀναθεματισμένοι κυβερνῆτες...."

Ἰωάννης Μακρυγιάννης

Τὸ κακὸ παράγινε, δὲν πήγαινε ἄλλο! Διηγεῖται ὁ Μακρυγιάννης: "Τότε χάνεται ὅλως διόλου ὁ λογισμός μου' καὶ στὸ μυαλό μου τί στοχάστηκα; Μόνον παρηγοριὰ σ' αὐτήνη τὴν κατάστασιν ὅπου ἔγινα. Σηκώθηκα καὶ πῆγα εἰς τὶς εἰκόνες καὶ κάνω τὴν προσευκή μου καὶ λέγω: "Κύριε, βλέπεις σὲ τί κατάστασιν ἔφτασα. Ὁ μόνος σωτῆρας εἶναι ἡ παντοδυναμία σου καὶ ἡ εὐσπλαχνία σοῦ σ' ἐμᾶς ὁποὺ κιντυνεύομεν καὶ εἰς τὴν ματοκυλισμένη μας πατρίδα". Τότε ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἀγαθότης του μούδωσε θάρρος. Πιάνω καὶ φκιάνω μίαν σημαία καὶ γράφω: "Ἐθνικὴ Συνέλεψη, Σύνταμα". Λέγω: "Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς βασιλείας του σηκώνεται ἡ σημαία τῆς πατρίδος!". Ὑπογράφει πρῶτος αὐτὸς σὲ σχετικὸ πρακτικὸ καὶ ὕστερα οἱ ἄλλοι σύντροφοί του.

Ἔγραφε: "Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Βάλε τὴν ἀγαθή σου θέληση, Κύριε Παντοδύναμε, νὰ μᾶς φωτίσης καὶ νὰ μᾶς ἐνώσης καὶ νὰ μᾶς δυναμώσης νὰ λευτερώσουμε τοὺς ἀδερφούς μας. Ἡ εὐσπλαχνία σου θὰ μᾶς σώση, ὄχι ἄλλος ἀπὸ σένα, Βασιλέα δίκαιε τοῦ παντός".

Τὸ κίνημα τῆς 3ης Σεπτεμβρίου ξεσπᾶ. Δύσκολες, δραματικὲς στιγμές. ὁ Μακρυγιάννης ἀγωνιᾶ. Μεσάνυχτα ἀκόμα πρὶν ξεκινήσει γιὰ τὸ Σύνταγμα. Ὥρα πικρὴ καὶ ἠρωϊκή. Τραγικὴ κορύφωση μεγαλείου. Σκέπτεται πῶς μπορεῖ καὶ νὰ μὴ ζὴ τὴν ἄλλη μέρα. Πιάνει καὶ γράφει τὴν Διαθήκη του. Τὴ δίνει στὴν γυναῖκα του καὶ τῆς λέει: "Πάρτο αὐτὸ τὸ χαρτὶ καὶ βὰλ' τὸ σὲ μιὰ πέτρα ἀποκάτω νὰ εἶναι σίγουρο, νὰ μὴν κάψουν τὸ σπίτι καὶ καγὴ' κι ἂν πάθω ἐγώ, νὰ τόχετε ἐσεῖς καὶ νὰ ἀκολουθήσετε καθὼς γράφω".

Νὰ ἡ Διαθήκη του:

"Κύριε Παντοδύναμε! Ἐσύ, Κύριε, θὰ σώσης αὐτὸ τὸ ἀθῶο ἔθνος. Εἴμαστε ἁμαρτωλοί, εἶσαι Θεός! Ἐλέησέ μας, φώτισέ μας καὶ κίνησέ μας ἀναντίον τοῦ δόλου καὶ τῆς ἀπάτης, τῆς συστηματικῆς τυραγνίας τῆς πατρίδος καὶ τῆς θρησκείας. Εἰς δόξα σου, Κύριε, σηκώνεται ἀπόψε ἡ σημαία τῆς λευτεριᾶς ἀναντίον τῆς τυραγνίας! Πατριῶτες! Πεθαίνω διὰ τὴν πατρίδα. Στέκω εἰς τὸν ὅρκον μοῦ τὸν πρῶτον. Δὲν ἠμπορῶ, πατρίδα, νὰ σὲ βλέπω τοιούτως καὶ τῶν σκοτωμένων τὰ παιδιὰ καὶ οἱ γριγιὲς νὰ διακονεύουν καὶ τὶς νιὲς νὰ τὶς βιάζουν διὰ κομμάτι ψωμὶ εἰς τὴν τιμήν τους οἱ ἀπατεῶνες τῆς πατρίδος. Γεμᾶτες οἱ φυλακὲς ἀπὸ ἀγωνιστὰς καὶ στὰ σοκάκια σοῦ διακονεύουν αὐτίνοι οἱ ἀγωνισταί, ὅπου χύσανε τὸ αἷμα τους διὰ νὰ ξαναειπωθεῖ "Πατρίδα Ἑλλάς". Εἴτε ἐλευτερία κατὰ τοὺς ἀγῶνες μας καὶ θυσίες μας, εἴτε θάνατος σ' ἐμᾶς! Πεθαίνω ἐγὼ πρῶτος ἀπόψε. Ἔχετε γειά, πατριῶτες, καὶ εἰς τὴν ἄλλη ζωὴ σμίγομεν, ἐκεῖ ὀποῦναι καὶ οἱ ἄλλοι συναγωνισταί μας, εἰς τὸν κόρφον τοῦ ἀληθινοῦ Βασιλέως, τοῦ μεγάλου Θεοῦ, τοῦ ἀληθινοῦ. Πατρίδα σ' ἀφήνω ἀνήλικα παιδιὰ καὶ γυναῖκα, ἂν τ' ἀφήσουνε ζωντανά, τ' ἀφήνω εἰς τὴν προστασίαν σου....Βιαστικός γράφω καὶ μὲ τὴν σημαία μου στὸ χέρι...Έχετε γειὰ ὅλοι καὶ τὴν τυραγνίαν νὰ μὴν τὴν ἀφήσετε νὰ φωλιάση εἰς τὴν πατρίδα, νὰ μὴν ντροπιάσετε τόσα αἵματα ποῦ χύθηκαν.
1843 Σεπτεμβρίου 2 μεσάνυχτα. μακριγιάνις".

Τὸ κίνημα πέτυχε τὸν σκοπὸ τοῦ Καὶ ὕστερα ἀπὸ λίγες μέρες ὁ Μακρυγιάννης ἔγραψε: "Οὔλα αὐτὰ νὰ μὴ φανταστὴ κανείς, ἀδέρφια, πῶς εἶναι ἔργα ἀνθρώπινα, μόνον εἶναι τοῦ Παντοδυνάμου Θεοῦ. Δόξα, δόξα, δόξα....!!! νὰ ἔχη ὁ Πανάγαθος Θεὸς ὁποὺ δὲν μᾶς ἐλησμόνησε".

Τὰ χρόνια ὅμως περνοῦν καὶ οἱ καιροὶ διαβαίνουν. Καὶ ἡ ἐπίγεια ζωὴ ἔχει ἄκρη. Ἔφτασε ὁ Ἀπρίλης τοῦ 1864 καὶ τὸ θεόρατο δεντρὶ τῆς Ρούμελης, ὁ Μακρυγιάννης, ποῦ εἶχε σύμβολο στὸν ἀγῶνα γιὰ τὴν λευτεριὰ καὶ τὴν θρησκεία, ἀλύγιστο παλεύει μὲ τὸ Χάρο. Δὲν τὸν φοβᾶται τὸν θάνατο. Τὸν ἀφόπλισε ἀρκετὰ χρόνια πρὶν μὲ τὴν Ἀνάστασή Τοῦ Ἐκεῖνος ποῦ γιὰ τὴν δόξα Τοῦ ἀγωνίστηκε.

Ἀπὸ μέρες χαροπάλευε στὸ κρεβάτι. Ἄνοιγε πλατιὰ τὰ μάτια του, τὰ χωμένα στὶς τρῦπες τοὺς ἀπὸ τὴν ἀνημποριά του, ψαχούλευε τὸ σπίτι, τοὺς ἀνθρώπους ποῦ τὸν συμπαραστέκονταν, κοίταζε ἐπίμονα, ξαναησύχαζε. Κι ὕστερα γύρισε τὸ κεφάλι δεξιὰ βαρὺ κι ἔμεινε ἀκούνητο. Βροντερὸς καὶ τρομερὸς ἀχὸς ἀντήχησε παντοῦ. Ὁ Μακρυγιάννης πέθανε! Καὶ τὸ μοιρολόγι ἀντήχησε παντοῦ σ' ὅλη τὴ χώρα. Ὅλοι οἱ κάτοικοι παράτησαν τὶς δουλειές τους καὶ πῆγαν νὰ κατευοδώσουν τὸν ἄξιο πατριώτη, τὸν μεγάλο ἀγωνιστὴ τῆς λευτεριᾶς καὶ τῆς θρησκείας.

Ἦταν ἕνα γλυκὸ ἀπριλιάτικο πρωϊνό, ποῦ μαζὶ μὲ τὴ φύση ποῦ ἀναγεννιόταν, κάρπιζε, ὅπως γράφει ὁ Δημήτρης Σταμέλος, καὶ ἡ λευτεριὰ καὶ ἡ δικαιοσύνη, ὁ μεγάλος στόχος τοῦ ἀείμνηστου Μακρυγιάννη.–

  • Προβολές: 2845