Skip to main content

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Μεταρρυθμιστικοὶ στοχασμοὶ καὶ τραπεζῖτες

Πρωτοπρεσβύτερου π. Θωμᾶ Βαμβίνη

Ξεφυλλίζοντας τὴν Ἱστορία τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Πνεύματος τοῦ Π. Κανελλόπουλου καὶ μάλιστα τὶς σελίδες ποῦ ἀφοροῦν τὸν Λούθηρο καὶ τὴν Μεταρρύθμιση, βρήκαμε γεγονότα ποῦ ἐπιδέχονται «ἐπίκαιρους σχολιασμούς». Πιὸ συγκεκριμένα, σχηματίσαμε τὴν ἄποψη ὅτι γιὰ κάποια ἱστορικὰ γεγονότα, ὅπως τὰ καταγράφει ὁ Π. Κανελλόπουλος, μποροῦμε νὰ βροῦμε ἀπεικονίσεις τους στὴν σύγχρονη ἐποχή, διαπιστώνοντας τὸ ἱστορικὸ βάθος στὸ ὁποῖο εἶναι ἁπλωμένες οἱ ρίζες τῶν πολιτικῶν, οἰκονομικῶν καὶ θεολογικῶν νοοτροπιῶν ποῦ ἐπικρατοῦν σήμερα στὴν Εὐρώπη, ἀλλὰ ἐν πολλοῖς καὶ στὴν χώρα μας.

Ἀναφέρουμε περιληπτικὰ τὰ γεγονότα ποῦ μᾶς ἐνδιαφέρουν, τὰ ὁποία συνέβησαν στὶς ἀρχὲς τοῦ 16ου αἰῶνα μὲ ἐπίκεντρο τὴν πανεπιστημιούπολη τῆς Βιττεμβέργης.

Ὁ Λούθηρος, μοναχὸς τοῦ Τάγματος τοῦ ἁγίου Αὐγουστίνου, ἦταν καθηγητὴς τῆς Θεολογίας (πιὸ εἰδικὰ τῆς φιλολογίας καὶ ἑρμηνείας τῆς Βίβλου) στὸ πανεπιστήμιο τῆς Βιττεμβέργης. Ἡ θεολογικὴ διδασκαλία τοῦ δὲν συντονιζόταν σὲ ὅλα μὲ τὴν σχολαστικὴ θεολογία τοῦ Παπισμοῦ, οὔτε ὅμως ἀνοιγόταν στὸ πνεῦμα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἂν καὶ στὴν κριτικὴ τοῦ ἐναντίον τοῦ πρωτείου τοῦ Πάπα εἶχε ἐπικαλεσθῇ τὴν στάση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἀπέναντι σ’ αὐτὴν τὴν παπικὴ ἐκτροπή. Στεκόταν μόνο στὴν Ἁγία Γραφὴ χωρὶς νὰ ἀνατρέχη στὴν ἑρμηνεία τῶν ἁγίων Πατέρων. Ἦταν βαριὰ τραυματισμένος ἀπὸ τὶς σχολαστικὲς ἑρμηνεῖες τῶν δυτικῶν θεολόγων. Γιὰ τὸν Λούθηρο ἡ σχολαστικὴ σκέψη ταυτιζόταν μὲ τὴν σοφιστική. Γι’ αὐτὸ ἦταν βίαιη ἡ κριτική του στὴν μεσαιωνικὴ φιλοσοφία καὶ δυτικὴ θεολογία, ἰδιαίτερα στὸν Θωμᾶ τὸν Ἀκινάτη. Εἶχε δεχθῇ ἰσχυρὸ ἐπηρεασμὸ ἀπὸ τὸν καθηγητὴ τοῦ πανεπιστημίου τῆς Πράγας Ἰωάννη Χούς, ὁ ὁποῖος εἶχε καταδικασθῆ ἀπὸ τὴν Ρώμη ὡς αἱρετικὸς στὸν διὰ τῆς πυρᾶς θάνατο. Σὲ μιὰ ἐπιστολὴ τοῦ μάλιστα ὁ Λούθηρος γράφει: «Ὅλοι, χωρὶς νὰ τὸ ξέρουμε, εἴμαστε Χουσίτες», δηλαδὴ ἀκόλουθοι τῶν μεταρρυθμιστικῶν ἀπόψεων τοῦ Χούς.

Τὸ εὔφλεκτο φορτίο τῶν μεταρρυθμιστικῶν ἀπόψεων ποῦ κουβαλοῦσε μέσα του ὁ Λούθηρος ἐξερράγη τὸ 1517 μὲ ἀφορμὴ τὰ «ἀφετήρια γράμματα», δηλαδὴ τὰ συγχωροχάρτια, ποῦ ὁ Πάπας Λέων ὁ Ι' ἀποφάσισε νὰ πουληθοῦν τὰ ἔτη 1515 ἕως 1517. Ἀφορμὴ γι’ αὐτὴν τὴν ἀπόφαση τοῦ Πάπα ἦταν ἡ ἀνέγερση τοῦ νέου ναοῦ τοῦ Ἁγίου Πέτρου στὴν Ρώμη, τὸν ὁποῖο ὀνόμαζαν «κοινὸν κτῆμα τῆς Χριστιανοσύνης», γιὰ τὸν ὁποῖο, κατὰ τὴν ἄποψη τοῦ Βατικανοῦ, ἔπρεπε ὅλοι νὰ συνεισφέρουν. Οἱ Γερμανοὶ ὅμως (στὴν φάση τῆς ἀναπτύξεως τῆς ἐθνικῆς τους αὐτοτέλειας καὶ αὐτοσυνειδησίας) δὲν ἦταν ἐνθουσιασμένοι μὲ τὸ κτίσιμο τοῦ νέου ναοῦ τοῦ Ἁγίου Πέτρου. Ὁ Λούθηρος μάλιστα ἔγραφε ὅτι «οἱ Γερμανοὶ γελοῦν, ὅταν ἀκοῦν νὰ ὀνομάζεται ὁ ναὸς αὐτὸς "κοινὸν κτῆμα τῆς Χριστιανοσύνης"».

Τὸ θέμα ὅμως εἶναι ὅτι τὰ χρήματα ἀπὸ τὰ συγχωροχάρτια δὲν θὰ πήγαιναν ὅλα γιὰ τὸ κτίσιμο τοῦ νέου Ἁγίου Πέτρου στὴν Ρώμη, διότι σ’ αὐτὰ εἶχε μερίδιο καὶ ἡ Γερμανία. Τὰ μισὰ ἀπὸ αὐτὰ προορίζονταν γιὰ τὸν ἀρχιεπίσκοπο τοῦ Μαγδεμβούργου καὶ τῆς Μαγεντίας Ἄλμπρεχτ, ὁ ὁποῖος προσέφερε πολλὰ χρήματα στὸ θησαυροφυλάκιο τοῦ Βατικανοῦ (κατὰ τὴν συνήθεια τῆς ἐκφραγκευμένης καὶ πλήρως ἐκκοσμικευμένης δυτικῆς Χριστιανοσύνης), προκειμένου νὰ μὴν εἶναι ἀρχιεπίσκοπος μόνον τοῦ Μαγδεμβούργου, ἀλλὰ καὶ τῆς Μαγεντίας, γεγονὸς ποῦ τὸν ἀναβάθμιζε στὴν κοσμικὴ ἱεραρχία τῶν Γερμανῶν ἡγεμόνων. Μιὰ σημαντικὴ λεπτομέρεια στὴν ὑπόθεση αὐτὴ εἶναι ὅτι τὰ χρήματα ποῦ «δώρισε» στὸ Βατικανὸ ὁ ἀρχιεπίσκοπος (καὶ καρδινάλιος ἀργότερα) Ἄλμπρεχτ, τὰ δανείστηκε «ἀπὸ τοὺς παντοδύναμους τραπεζῖτες, ἐμπόρους καὶ ἰδιοκτῆτες μεταλλείων Φοῦγκερ». Καὶ τὸ πλέον σημαντικὸ εἶναι ὅτι ὁ «οἶκος Φοῦγκερ» εἶναι αὐτὸς ποῦ φρόντισε νὰ ἀποσπάση ἀπὸ τὸν Πάπα τὴν ἄδεια γιὰ τὴν πώληση τῶν «ἀφετηρίων γραμμάτων» (εἰδικὰ γιὰ τὴν Γερμανία πιὸ νωρίς, ἀπὸ τὸ 1514), γιατί ἐπιθυμοῦσε νὰ εἰσπράξη (προφανῶς σὺν τόκῳ) τὰ χρήματα ποῦ δάνεισε. «Ἡ ἐπιχείρηση τῶν πωλήσεων [τῶν συγχωροχαρτίων] εἶχε ἀνατεθῇ σὲ Δομινικανοὺς μοναχούς», ἐνῷ ὁ οἶκος Φοῦγκερ «εἶχε τὸν ἔλεγχο τῶν εἰσπράξεων».

Αὐτὸς ὁ ἔλεγχος τῶν εἰσπράξεων ἀπὸ τὴν πώληση τῶν «ἀφετηρίων γραμμάτων» ἐκ μέρους τοῦ οἴκου Φοῦγκερ μᾶς θυμίζει σύγχρονους οἴκους ἀξιολόγησης τῆς οἰκονομίας μας, ποῦ μελετοῦν τὸν τρόπο εἰσπράξεως ἀπὸ τὸν λαὸ τῶν χρεωστούμενων δανεικῶν καὶ προτείνουν τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς στὰ κράτη τὴν ἐπιβολὴ πρόσθετων «φορολογικῶν γραμματίων» στὸν λαό, χωρὶς ὅμως τὴν βεβαιότητα μιᾶς μελλούμενης σωτηρίας...

Ἄξιο ἰδιαίτερης προσοχῆς εἶναι τὸ ὅτι στὴν τελείως ἐκκοσμικευμένη δυτικὴ Χριστιανοσύνη ἡ ἐκρηκτικὴ ὕλη γιὰ κοινωνικὲς καὶ θρησκευτικὲς ἀναστατώσεις πυροδοτήθηκε ἀπὸ οἰκονομικὰ συμφέροντα τραπεζιτῶν καὶ ἐμπόρων. Τὸ τυφλὸ οἰκονομικὸ συμφέρον μιᾶς μεγάλης τράπεζας ἦταν ἡ ἀφορμὴ γιὰ τὴν αἱματηρὴ θρησκευτικὴ διαίρεση τοῦ δυτικοῦ κόσμου. Ἦταν αὐτὸ ποῦ ἐνεργοποίησε (χωρὶς νὰ ἔχουν τέτοια πρόθεση οἱ τραπεζῖτες) τὴν διαδικασία τῆς προτεσταντικῆς Μεταρρύθμισης. Σήμερα βλέπουμε «τραπεζῖτες καὶ ἐμπόρους», ἐγκολπωμένους τὴν προτεσταντικὴ ἠθική, νὰ ἀπαιτοῦν (γιὰ νὰ πάρουν τὰ δανεικά τους πίσω) μεταρρυθμίσεις στὸ ταλαίπωρο Κράτος μας, τὸ ὁποῖο ἀνήκει (κατὰ δήλωσή του...) στὴν Δύση, ἔχει ὅμως τὴν καρδιά του στὴν Ἀνατολή.

Ἕνα ἄλλο σημαντικὸ στοιχεῖο στὴν ὑπόθεση αὐτὴ εἶναι ἡ ἀντίδραση τοῦ Λουθήρου. Ὅταν ὁ μοναχὸς Τέτσελ ἔφθασε κοντὰ στὴν περιοχὴ τῆς Βιττεμβέργης πουλῶντας συγχωροχάρτια, ὁ Λούθηρος ἀντέδρασε ἔντονα ἀρνούμενος τὴν ἰσχύ τους. Ἡ πρώτη του ἀντίδραση ἐκφράστηκε μπροστὰ στοὺς φοιτητές του. Κατόπιν, στὶς 31 Ὀκτωβρίου τοῦ 1517, διατύπωσε τὶς ἀπόψεις του σὲ 95 θέσεις, τὶς ὁποῖες θυροκόλλησε στὸν παλατιανὸ ναὸ τῆς Βιττεμβέργης. Ἀπὸ ἐκεῖ ἄναψε ὁ ἀγῶνας τῆς Μεταρρύθμισης, ὁ ὁποῖος βέβαια ὡρίμαζε ἀπὸ ἀρκετὰ χρόνια πρίν.

Ὁ Λούθηρος ἦταν ἕνας ἀκαδημαϊκὸς δάσκαλος, ἕνας συζητητὴς τοῦ αἰῶνος τούτου. Γι’ αὐτὸ τὶς 95 θέσεις ποῦ θυροκόλλησε στὸν ναὸ τῆς Βιττεμβέργης δὲν τὶς παρουσίασε ὡς ἄρθρα τῆς πίστεώς του, ἀλλὰ ὡς προτάσεις πρὸς τὴν πανεπιστημιακὴ κοινότητα γιὰ συζήτηση. Ὁ τίτλος, ἄλλωστε, ποῦ ἔβαλε στὸ κείμενό του ἦταν χαρακτηριστικός: «Συζήτηση μὲ σκοπὸ τὴν διευκρίνιση τῆς ἰσχύος τῶν ἀφετηρίων γραμμάτων».

Δυὸ παρατηρήσεις, ποῦ καταγράφει ὁ Π. Κανελλόπουλος, εἶναι σημαντικές: Πρῶτον, ὁ Λούθηρος δὲν ἦταν βέβαιος γιὰ ὅσα ἔκανε. Εἶχε ἀμφιβολίες. Κι’ αὐτὸ δὲν τὸ ἔκρυψε ποτέ. Ἐμεῖς θὰ λέγαμε ὅτι δὲν εἶχε βεβαιωθῇ «χάριτι τὴ καρδία». Ἦταν πεισματάρης, ἀλλὰ «διόλου ἀδίστακτος. Εἶχε ἀδιάκοπα ἀμφιβολίες καὶ ψυχικὲς μέσα τοῦ ἀναστολές». Ἐπίσης, δὲν ἔκρυψε ποτὲ τὴν ἀποστροφὴ ποῦ ἔνιωθε γιὰ τοὺς ἀποχαλινωμένους καὶ ἀδίστακτους ὀπαδούς του. Εἶχε θέσεις καὶ ἀπόψεις τὶς ὁποῖες ὅμως ἤθελε νὰ συζητήση στὴν ἀκαδημαϊκὴ κοινότητα. Δεύτερον, ἂν καὶ διακατεχόταν ἀπὸ διαρκεῖς ἀμφιβολίες, «ὅταν ἐρχόταν ἡ ὥρα ποῦ τὸν καλοῦσε νὰ πὴ τὸ ναὶ ἢ τὸ ὄχι, ξεπερνοῦσε κάθε ἀμφιβολία». Μᾶλλον ὅμως τὸν παρέσερναν τὰ γεγονότα, ποῦ ἔσβηναν μὲ τὴν δυναμική τους τὶς ἀμφιβολίες του. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι, ὅταν θυροκόλλησε τὶς 95 θέσεις του γιὰ συζήτηση, συζήτηση δὲν ἔγινε, ἀλλὰ οἱ θέσεις του «ἄρχισαν νὰ κυκλοφοροῦν σ’ ὁλόκληρη τὴν Γερμανία σὰν ἐπαναστατικὰ φυλλάδια. Μέσα σὲ δυό-τρεὶς μῆνες, τὰ φυλλάδια αὐτὰ εἶχαν κατακλύσει τὸν γερμανικὸ χῶρο τῆς αὐτοκρατορίας».

Ὁ Λούθηρος, ξένος πρὸς τὴν ἐμπειρικὴ θεολογία τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς, στοχαστὴς μὲ ὑπαρξιακὲς ἀναζητήσεις, ἀσφυκτιοῦσε μέσα στὴν πνιγηρὴ ἀτμόσφαιρα τοῦ σχολαστικισμοῦ. Ἔτσι, στοχαστικὰ προσέγγισε σὲ ὀρθόδοξες ἀπόψεις, σὲ σπαράγματα τῆς ἀλήθειας καὶ ὄχι στὴν καθολικότητά της. Τελικά, γκρέμισε θεσμοὺς καὶ εἴδωλα, χωρὶς νὰ γνωρίζη τὸ πῶς θὰ ἐποικοδομήση τὸ νέο οἰκοδόμημα «ἐπὶ τοῦ θεμελίου τῶν Ἀποστόλων καὶ Προφητῶν». Ἔγραφε σὲ πρόλογό του στὴν Πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολή: «Ὁ Θεὸς δικάζει σύμφωνα μὲ τὸν βυθὸ τῆς καρδιᾶς, γι’ αὐτὸ κι ὁ νόμος Τοῦ ζητάει τὴν καρδιὰ ὡς τὸ βάθος τῆς καὶ δὲν ἱκανοποιεῖται μὲ ἔργα, ἀλλὰ τιμωρεῖ, ἀντίθετα, ὡς ὑποκρισία καὶ ψευτιὰ τὰ ἔργα ποῦ ἐκτελοῦνται χωρὶς νὰ βγαίνουν ἀπὸ τὸ βάθος τῆς καρδιᾶς». Ἀναζητοῦσε τὴν καρδιὰ κουρασμένος ἀπὸ τὶς διανοητικὲς σχολαστικὲς ἀναζητήσεις. Ὅμως, πολέμησε τὴν ἱερὰ Παράδοση –τὴν «κουλτούρα τῆς καρδιᾶς»– χωρὶς ἴσως νὰ πληροφορηθῇ «χάριτι» τὴν δύναμή της. Πολέμησε τὴν ἀσκητικὴ τῆς Ἐκκλησίας, συμπλέκοντάς την μὲ τὶς δικές του μοναχικὲς ἐμπειρίες καὶ ἔχασε τὸν τρόπο ποῦ φωτίζεται ὁ νοὺς καὶ ἀνοίγει ἡ καρδιὰ στὴν ὑποδοχὴ τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ θελήματός Τοῦ. Τὸν ὑποψιάστηκε, ἀλλὰ ἀρνούμενος τὴν νηπτικὴ Παράδοση τῶν ἁγίων Πατέρων, δὲν βρῆκε τὸν βυθὸ τῆς καρδιᾶς, ὁ ὁποῖος «ἀποκαλύπτεται μὲ τὴν ἐν Χάριτι ἄσκηση καὶ στὸν ὁποῖο ἀποκαλύπτεται καὶ κατοικεῖ ὁ Ἴδιος ὁ Θεὸς» (Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία).

Σ’ αὐτὴν τὴν καταστροφικὴ προοπτικὴ κινεῖται, παρὰ τὶς ὅποιες καλὲς προθέσεις του, κάθε στοχαζόμενος (σ’ Ἀνατολὴ καὶ Δύση), ποῦ ἀρνεῖται τὸν νηπτικὸ χαρακτῆρα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καὶ θέλει νὰ «ἀναπλάση» ἢ νὰ «μεταρρυθμίση» τὴν Ἀποστολικὴ καὶ Πατερικὴ Παράδοση.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ

  • Προβολές: 3179