Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ Μηνός: Προφήτης Ἰωήλ 19 Ὀκτωβρίου
Πρωτοπρεσβύτερου π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα
Ὁ Προφήτης Ἰωὴλ καταγόταν ἀπὸ τὴν φυλὴ τοῦ Ρουβὴμ καὶ ἦταν γιὸς τοῦ Βαθουήλ. Ἔζησε τὸν 9ο αἰῶνα π.Χ. καὶ προφήτευσε ὅταν βασιλεὺς στὴν φυλὴ τοῦ Ἰούδα ἦταν ὁ Ἰωάς. Ἀνήκει στὸν χορὸ τῶν λεγομένων δώδεκα μικρῶν Προφητῶν. Τὸ προφητικό του βιβλίο εἶναι μικρὸ ἀποτελεῖται μόνον ἀπὸ τέσσερα κεφάλαια, ἀλλὰ ἔχει χαρακτηρισθῇ ποιητικότατο, περίκομψο καὶ κόσμημα τῆς ἑβραϊκῆς φιλολογίας.
Κήρυξε μετάνοια στὸν λαὸ καὶ ἐπιστροφή του στὸν Θεὸ τῶν Πατέρων του, λέγοντάς του: «καὶ νὺν λέγει Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν ἐπιστράφητε πρὸς μὲ ἐξ ὅλης τῆς καρδίας ὑμῶν... καὶ διαρρήξατε τὰς καρδίας ὑμῶν καὶ μὴ τὰ ἱμάτια ὑμῶν καὶ ἐπιστράφητε πρὸς Κύριον τὸν Θεὸν ὑμῶν, ὅτι ἐλεήμων καὶ οἰκτίρμων ἐστί, μακρόθυμος καὶ πολυέλεος». Δὲν παρέλειψε ὅμως, στὴν συνέχεια, νὰ ἐκφράση καὶ τὴν εὐαρέσκεια τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν μετάνοια τοῦ λαοῦ, ἐφ’ ὅσον αὐτὴ πραγματοποιηθῇ, καθὼς καὶ τὴν ὑπόσχεσή Τοῦ ὅτι θὰ εἶναι συνεχῶς μαζὶ Tου γιὰ νὰ τὸν προστατεύη: «Καὶ ἐζήλωσε Κύριος τὴν γῆν αὐτοῦ καὶ ἐφείσατο τοῦ λαοῦ αὐτοῦ... καὶ ἐπιγνώσεσθε ὅτι ἐν μέσῳ τοῦ Ἰσραὴλ ἐγὼ εἰμι... καὶ οὐ μὴ καταισχυνθῶσιν ἔτι ὁ λαὸς μοῦ εἰς τὸν αἰῶνα».
Προφήτευσε τὴν ἔλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στοὺς Ἀποστόλους τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, γι’ αὐτὸ καὶ χαρακτηρίσθηκε ὡς ὁ Προφήτης τῆς Πεντηκοστῆς: «Καὶ ἔσται μετὰ ταῦτα καὶ ἐκχεὼ ἀπὸ τοῦ πνεύματός μου ἐπὶ πᾶσαν σάρκα, καὶ προφητεύσουσιν οἱ υἱοὶ ὑμῶν καὶ αἱ θυγατέρες ὑμῶν, καὶ οἱ πρεσβύτεροι ὑμῶν ἐνύπνια ἐνυπνιασθήσονται, καὶ οἱ νεανίσκοι ὑμῶν ὁράσεις ὄψονται καὶ ἐπὶ τοὺς δούλους μου καὶ ἐπὶ τὰς δούλας μοῦ ἐν ταὶς ἡμέραις ἐκείναις ἐκχεὼ ἀπὸ τοῦ πνεύματός μου». Ἐπίσης, προφήτευσε τὴν σάρκωση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, τοῦ Χριστοῦ, καθὼς καὶ τὴν Δευτέρα Παρουσία Τοῦ.
Ὁ βίος καὶ ἡ πολιτεία του μᾶς δίνουν τὴν ἀφορμὴ νὰ τονίσουμε τὰ ἀκόλουθα:
Πρῶτον. Πολλὲς ἀπὸ τὶς προφητεῖες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ποῦ ἀναφέρονται στὸ σχέδιο τῆς Οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, ἤτοι στὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, στὰ θαύματα ποῦ ἐπιτέλεσε, στὰ ἑκούσια Πάθη Τοῦ, τὴν Ἀνάσταση καὶ τὴν Ἀνάληψή Τοῦ καὶ τὴν Πεντηκοστή -δηλαδὴ σὲ γεγονότα τὰ ὁποία πραγματοποιήθηκαν πολλοὺς αἰῶνες μετὰ τὴν ἐξαγγελία τους- εἶναι αἰνιγματώδεις καὶ δύσκολες στὴν κατανόησή τους. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν εἶναι ἀπαραίτητη ἡ μελέτη τῶν κειμένων τῶν ἁγίων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι εἶναι θεόπτες καὶ γι’ αὐτὸ ἀλάνθαστοι ἑρμηνευτὲς τῆς Ἁγίας Γραφῆς, καθὼς ἐπίσης καὶ τῶν ὑμνολογικῶν κειμένων τῆς Ἐκκλησίας, στὰ ὁποία περιέχεται, μὲ ἔμμετρο λόγο, ὅλη ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ καὶ οἱ ἱεροὶ ὑμνογράφοι εἶναι θεολόγοι-θεόπτες.
Στὸ τρίτο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου τοῦ Προφήτου Ἰωήλ, εἶναι γραμμένα μεταξὺ τῶν ἄλλων καὶ τὰ ἑξῆς: «καὶ δώσω τέρατα ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς, αἷμα καὶ πὺρ καὶ ἀτμίδα καπνοῦ». Σύμφωνα μὲ τὴν ἑρμηνεία τῶν ἁγίων Πατέρων, ὁ Προφήτης ἀναφέρεται στὴν σάρκωση τοῦ Δευτέρου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος «δι’ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν» καταδέχθηκε νὰ σαρκωθῇ «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου». Ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος ἀποδίδει αὐτὴν τὴν ἑρμηνεία μὲ θαυμάσιο ποιητικὸ λόγο, στὸ «Δοξαστικὸ» ποῦ ψάλλεται στοὺς Ἱεροὺς Ναοὺς τὴν πρώτη Κυριακὴ μετὰ τὴν γέννηση τοῦ Χριστοῦ». Γράφει: «Αἷμα καὶ πὺρ καὶ ἀτμίδα καπνοῦ, τέρατα γῆς ἅ προεῖδεν Ἰωὴλ αἷμα τὴν σάρκωσιν, πὺρ τὴν θεότητα, ἀτμίδα δὲ καπνοῦ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, τὼ ἐν τῇ Παρθένω τοῦ Λόγου κτίσαν τὴν σάρκωσιν καὶ κόσμον εὐωδιάσαν...». Δηλαδή, τὸ αἷμα δηλώνει τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ πὺρ φανερώνει τὴν θεότητά Τοῦ. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος. Ἡ ἀτμίδα καπνοῦ δηλώνει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, διὰ τοῦ ὁποίου ἔγινε ἡ σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου, σύμφωνα καὶ μὲ τὸν λόγο τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριὴλ πρὸς τὴν Θεοτόκο: «Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σὲ καὶ δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοὶ δι' ὃ καὶ τὸ γεννώμενον ἅγιον, κληθήσεται υἱὸς Θεοῦ».
Ἑπομένως, ὅταν μελετᾶ κανεὶς τὴν Ἁγία Γραφὴ δὲν πρέπει νὰ ἀποπειρᾶται νὰ τὴν ἐρμηνεύη μόνος του, μὲ τὸν στοχασμό του, ὅπως κάνουν οἱ Προτεστάντες, ἐπειδὴ παραμονεύει ὁ κίνδυνος τῆς πλάνης. Θὰ πρέπει νὰ συμβουλεύεται τὴν πατερικὴ διδασκαλία καὶ τὰ ὑμνολογικὰ κείμενα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ μελέτη τῶν ὁποίων δὲν παρέχει ἁπλῶς κάποιες γνώσεις, ἀλλὰ τρέφει καὶ στηρίζει πνευματικά, καθὼς ἐπίσης ὁπλίζει τὸν πνευματικὸ ὀργανισμὸ μὲ ἰσχυρὰ πνευματικὰ ἀντισώματα.
Δεύτερον. Μετὰ τὴν ἔλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στοὺς Ἀποστόλους τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, οἱ Ἀπόστολοι κήρυξαν στὸν λαὸ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Τὸ ἀκροατήριό τους ἀποτελεῖτο ἀπὸ ἀνθρώπους ποῦ ἀνῆκαν σὲ διάφορες φυλές, μὲ διαφορετικὸ γλωσσικὸ ἰδίωμα. Δηλαδή, ἦσαν «Πάρθοι καὶ Μῆδοι καὶ Ἐλαμίται, καὶ οἱ κατοικοῦντες τὴν Μεσοποταμίαν, Ἰουδαίαν τε καὶ Καππαδοκίαν, Πόντον καὶ τὴν Ἀσίαν, Φρυγίαν τε καὶ Παμφυλίαν, Αἴγυπτον καὶ τὰ μέρη τῆς Λιβύης τῆς κατὰ Κυρήνην... Ρωμαῖοι, Ἰουδαίοί τε καὶ προσήλυτοι, Κρῆτες καὶ Ἄραβες», καὶ ὅμως ὅλοι αὐτοὶ ἄκουαν καὶ καταλάβαιναν τὸν λόγο ὁ καθένας στὴν δική του γλῶσσα. Αὐτό, βέβαια, δὲν σημαίνει ὅτι οἱ Ἀπόστολοι, οἱ ὁποῖοι ἦσαν Γαλιλαῖοι, κήρυτταν ταυτοχρόνως σὲ πολλὲς γλῶσσες, ἀλλὰ κήρυτταν μόνον σὲ μία, ἤτοι στὴν δική τους γλῶσσα. Οἱ ἀκροατές, ὅμως, ἄκουαν τὸν λόγο ὁ καθένας στὴν δική του γλῶσσα καὶ ἔτσι μποροῦσαν νὰ τὸν καταλάβουν. Αὐτό, ἀσφαλῶς, γινόταν μὲ τὴν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ αὐτὸ τὸ παράδοξο γεγονός, δηλαδὴ τὸ νὰ ὁμιλοῦν κάποιοι ἄνθρωποι διαφορετικὲς γλῶσσες καὶ ὅμως μὲ τὴν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νὰ μποροῦν νὰ συνεννοηθοῦν, δὲν συνέβη μόνον τότε, τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ἀλλὰ ἐπαναλήφθηκε καὶ στὴν ζωὴ πολλῶν ἁγίων, παλαιῶν καὶ συγχρόνων. Καὶ ὑπάρχουν ἀρκετὰ παραδείγματα. Ἀντίθετα, μεταξὺ τῶν ἐμπαθῶν ἀνθρώπων ἡ συνεννόηση εἶναι ἀπὸ δύσκολη ἕως ἀδύνατη, ἔστω κι ἂν χρησιμοποιεῖται ἀπὸ ὅλους ἡ ἴδια γλῶσσα.
Ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἔχει ἐσωτερικὴ καθαρότητα καὶ ἑπομένως ἐνεργεῖ μέσα τοῦ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἀποτελεῖ ἀστείρευτη πηγὴ εὐωδίας, εὐλογίας, εἰρήνης, καὶ παρηγοριᾶς, γιὰ ὅλους ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἔρχονται σὲ ἐπικοινωνία μαζί του, ὅταν, βεβαίως, εἶναι σὲ θέση νὰ ὀσφρανθοῦν, νὰ αἰσθανθοῦν καὶ νὰ καταλάβουν.–
- Προβολές: 2965