Χρυσούλας Σπυρέλη: Μνήμη παπα-Κώστα Σκόνδρα
Μὲ ἀφορμὴ τὸ βιβλίο τοῦ π. Βασιλείου Χριστοδούλου «Συναπάντημα στὴ Δύση»
Χρυσούλας Σπυρέλη, δρ. φιλολογίας, σχολικῆς συμβούλου φιλολόγων
Τὸ παρακάτω κείμενο στὴν ἀρχική του μορφὴ διαβάστηκε στὴν παρουσίαση τοῦ βιβλίου ποὺ ἔγινε τὴν Τρίτη 19 Ἰουνίου 2012 καὶ ὥρα 19:00 στὸ Πολιτιστικὸ Κέντρο τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν (Μεγάλου Βασιλείου 15, Ρούφ). Διοργανωτές: Ὁ Ἱερὸς Ναὸς Μεταμορφώσεως Σωτῆρος Καλλιθέας καὶ οἱ ἐκδόσεις Ἄθως (Σταμούλη). Οἱ ἄλλοι ὁμιλητές: ὁ Πρωτοπρεσβύτερος π. Χριστόδουλος Μπίθας (θεολόγος), καὶ ὁ ζωγράφος κ. Χρῆστος Γαρουφαλῆς. Τὸν συντονισμὸ τῆς ἐκδήλωσης καθὼς καὶ ἀνάγνωση τμημάτων τοῦ βιβλίου ἐπιμελήθηκε ὁ θεολόγος καὶ ραδιοφωνικὸς παραγωγὸς κ. Γεώργιος Μπάρλας. Ἡ ὅλη ἐκδήλωση τέθηκε ὑπὸ τὴν αἰγίδα τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν.
***
Πεζοπορικὸ περίπατο μὲ ποιητικὰ συναπαντήματα ὀνομάζει ὁ π. Βασίλειος Χριστοδούλου τὸ βιβλίο τοῦ ποῦ ἐκδόθηκε τὸ 2012 ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Ἄθως τοῦ Ἀθ. Σταμούλη μὲ τὴν ἄριστη ἐπιμέλεια τοῦ Γιάννη Ζαννή. Τίτλος: Συναπάντημα στὴ Δύση. Ὑπότιτλος: Ψηλαφῶντας τὸ Χριστὸ στὴν ἁπλότητα καὶ δίψα μιᾶς ἱερατικῆς ζωῆς. Τὸ ἐξώφυλλο κοσμεῖ τὸ ἔργο τοῦ ζωγράφου Χρήστου Γαρουφαλὴ «Ἀναστάσιμο φῶς», ποῦ ἐπιτελεῖ εὔστοχα τὸν λειτουργικό του ρόλο. Αὔρα ἀγάπης, κάτι σὰν ἱερατικὴ εὐλογία, τρυφερότητα θεία καὶ ἐλπίδα ἀναστάσιμη ἁπλώνεται ἐξ ἀρχῆς. Ἄλλωστε σ’ αὐτὸ συγκλίνουν ἡ ἀφιέρωση στὸν «Ἰλαρίωνα ἱερομόναχον, πλοηγὸν ἠλιάτορα», ἀλλὰ καὶ οἱ τίτλοι τῶν ἑνοτήτων οἱ ὁποῖοι , ὅπως στοιχίζονται στὰ περιεχόμενα, ὁμοιάζουν μᾶλλον μὲ ποίημα!
Ἡ ἀφήγηση ἀρχίζει μὲ δευτεροπρόσωπο ἑνικό, δίνοντας τὴν ἐντύπωση ὅτι ὁ ἀφηγητὴς ἀπευθύνεται ἀποκλειστικὰ σὲ σένα. Αἰσθάνεσαι ὅτι σὲ παίρνει ἀπ’ τὸ χέρι γιὰ νὰ σοῦ δείξη τὸ Ἡλιοβασίλεμα στὸν οὐρανὸ τῆς πατρίδας σου. Σὲ ἐξοικειώνει καὶ σὲ σπουδάζει στὴν λεπτομέρεια, πότε ὡς ἄριστος τεχνοκριτικὸς ἑνὸς ζωγραφικοῦ ἀριστουργήματος καὶ πότε ὡς φιλόσοφος Χριστιανὸς ἀπέναντι στὸ θαῦμα τῶν χρωμάτων τῆς φύσης. Δὲν εἶχα σκεφθῇ ποτὲ ὅτι στὸ μεσουράνημά του ὁ ἥλιος ἀναδεικνύει μόνον τὴν ὀμορφιὰ τῶν ἄλλων, ἀφοῦ δὲν μποροῦμε νὰ τὸν κοιτάξουμε, ὅταν ἀνεβαίνη «ἐπιβλητικός, δεσπόζων, ἐκτυφλωτικός». Τὴν σπουδαιότητα τῆς ὕπαρξής του, κατὰ τὸν συγγραφέα, μποροῦμε νὰ τὴν ἀντικρύσουμε μόνον ὅταν βασιλεύη!
Ὁ π. Βασίλειος Χριστοδούλου προχωράει στὸν ἑξῆς ἀναλογικὸ συλλογισμό. Ὅπως ὁ ἥλιος ἔτσι κι ὁ ἄνθρωπος... Ἡ σημαντικὴ στιγμὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἐκεῖ κάπου στὴν δύση του ἀρκεῖ «Νὰ χαράξει μονοπάτια, νὰ φωτίσει ἀνήλιαγα σκοτάδια, νὰ ξυπνήσει, νὰ ζεστάνει, νὰ χαροποιήσει. Κι ἐκεῖ [...] Κατάματα μὲ τὴ δύση του θὰ χύνει ὅλο τὸν πλοῦτο του» (σέλ. 13-14).
Στὸ κύριο μέρος τοῦ βιβλίου, ὁ ἀφηγηματικὸς φακὸς ἑστιάζει στὴν ὁδοιπορία ἑνὸς ἁπλοῦ γέροντα ἱερέα τὴν ὥρα ποῦ βρίσκεται στὸ ἡλιοβασίλεμα τῆς ζωῆς του, τῆς ὁποίας ὁ ἴδιος ὁ συγγραφέας ἔγινε θεατὴς καὶ προσπαθεῖ, ὅπως λέει, νὰ μεταφέρη τὴν ἔκπληξή του.
Προβαίνει, λοιπόν, μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ ἀναμένοντος ἀναγνώστη ὁ 87χρονος παπα-Κώστας Σκόνδρας, ἰσχνός, μικροκαμωμένος, καθὼς διανύει ἀθόρυβα τὸν δοσμένο χρόνο, σὰν ἕνα σπουργιτάκι τοῦ Παραδείσου. Διαπερνάει τὰ σύνορα τοῦ Ἐγὼ καὶ συνομιλεῖ τρυφερὰ μὲ τὸν «ἐλάχιστον» ἀδελφό, τὸν γνωστὸ ἢ ἄγνωστο Ἄλλον. Ὅλη ἡ ζωή του μοιρασμένη στὸ θυσιαστήριο καὶ στὴν ὑπηρεσία τῶν συνοδοιπορούντων ἀδελφῶν του. Ἀνοιχτὴ ἡ ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὸ ὀρεινὸ χωριὸ τῆς γενέτειράς του Εὐρυτανίας καὶ ἡ καμπάνα σκορπάει τὸν ἦχο της, πάνω ἀπὸ μισὸν αἰῶνα ἀπ’ τὰ δικά του χέρια κινημένη. Ἁγνὸς ὁ λόγος τοῦ καὶ ἡ φωνούλα τοῦ γρήγορη – γρήγορη, κατεβατὸ ἡ προφορά του, σμιγμένη μὲ τὴν ὀρεινὴ ντοπιολαλιά, παρήγορη ὅμως κι ἐλπιδοφόρα στοὺς πάσχοντες ἢ βαστάζοντας βάρη συνανθρώπους του.
Ἔμπλεως ἀγάπης γιὰ τὴν Ἑλλάδα, χρησιμοποιεῖ τὶς λίγες γραμματικὲς τοῦ γνώσεις καί, καθὼς βασιλεύει, χαράζει στὸ σημειωματάριό του (ἕνα μπλὲ σχολικὸ τετραδιάκι) σκέψεις καὶ μαρτυρίες γιὰ τὴν κοινοτικὴ ζωὴ τῆς γενέτειρας, γιὰ τὰ ἤθη, τὰ ἔθιμα, τὴν ζωὴ τῶν βιοπαλαιστῶν, ἀκόμα καὶ λαϊκὲς ἱστορίες καὶ δημοτικὰ τραγούδια. Ὅλα αὐτά, μαζὶ μὲ τὶς πατρικὲς ὑποθῆκες τοῦ (συμβουλές), γράφονται συνειδητὰ γιὰ νὰ μείνουν παρακαταθήκη σ’ ὅποιους τυχὸν τὰ διαβάσουν.
Ὁ συγγραφέας π. Βασίλειος Χριστοδούλου χρησιμοποιεῖ κι ἄλλες ἀφηγηματικὲς τεχνικὲς γιὰ νὰ μεταφέρη τὴν ἔκπληξη ποῦ ἔνιωσε γνωρίζοντας τὸν ἁπλὸ καὶ ταπεινὸ ἱερέα στὸ βασίλεμά του:
1ον. Συναρμολογεῖ τὸ πὰζλ τῆς προσωπικότητας τοῦ «ἁγίου» αὐτοῦ παππούλη, βασισμένος κατ’ ἀρχὴν στὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἁγνότητα τῶν ἀφηγήσεων τῆς μικρῆς ἐγγονῆς τοῦ παπα-Κώστα, ἡ ὁποία μιλοῦσε συχνὰ καὶ θαυμαστικὰ γιὰ κεῖνον (Τὰ ἀθῶα παιδιὰ ἐγγυῶνται πρωτίστως τὴν ἀλήθεια, διότι «αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν»). Ἐνσωματώνει, ἔπειτα, αὐθεντικὲς προφορικὲς μαρτυρίες τῶν ἄγνωστων εὐεργετημένων καὶ τὶς προσθέτει στὶς μαρτυρίες τῶν οἰκείων του.
2ον. Ἐγκιβωτίζει μερικὰ ἀπὸ τὰ σημειώματα ποῦ ἄφησε ὁ Εὐλογημένος αὐτὸς ἱερέας μὲ τὸν ἀξιοπρόσεκτο τριτοπρόσωπο λόγο του. Ἐπισημαίνω, γιὰ παράδειγμα, τὸν τρόπο ποῦ γράφει τὸ αὐτοβιογραφικὸ τοῦ σημείωμα. (Τί ἔξοχη ἀποστασιοποίηση ἀπὸ τὸ Ἐγώ!). Μεταφέρω τὶς πρῶτες σειρές: «Ὁ παπα-Κώστας Σκόνδρας γεννήθηκε τὸ ἔτος 1922 στὴν Κάτω Ποταμιὰ Γρανίτσης. Τὸ ἔτος 1929 ἐγγράφηκε στὴν πρώτη τάξη τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου Γρανίτσης. Ἀρρώστησε ὅμως ἡ μάνα του μὲ μιὰ βαριὰ ἀρρώστια κι ἔτσι διέκοψε τὸ σχολεῖο. Διάβαζε ὅμως κοντὰ στὰ πρόβατα ποῦ φύλαγε, πολλὰ βιβλία σχολικὰ καὶ θρησκευτικά» [...]. Ἀναφέρω ἐπίσης, ὡς ἑπόμενο παράδειγμα, καὶ τὴν ἀφήγησή του γιὰ τὴν κατασκευὴ τῆς γέφυρας στὸν ὁρμητικὸ ποταμὸ Γρανιτσιώτη, τὸ πέρασμα τοῦ ὁποίου (μὲ κασόνι καὶ συρματόσχοινο) γινόταν πολὺ ἐπικίνδυνο, ὅταν πλημμύριζε ἀπὸ τὶς βροχές. «Πολὺ ὑπέφεραν οἱ ἄνθρωποι διαπερῶντας τὸ καὶ πεζοπορῶντας καὶ χαροπαλεύοντας», σημειώνει παραστατικὰ ὁ παπα-Κώστας ποῦ πρωτοστάτησε νὰ ἀντικατασταθῆ μὲ νέα γεφύρωση τὸ «ἀρχέγονο σύστημα» τῆς ἐναέριας συγκοινωνίας. Ἦταν ἡ ἐποχὴ τῆς ἑπτάχρονης δικτατορίας (1967-1974), ὅταν βρέθηκε στὴν Γρανίτσα Εὐρυτανίας πολιτικὸς ἐξόριστος ὁ «ἐξ Ἀθηνῶν» μηχανικὸς Στέλιος Πανταζόπουλος. Ὁ παπα-Κώστας δὲν τὸν ἀντιμετώπισε μὲ προκατάληψη, ἀντίθετα τὸν καλημέριζε, ἄνοιξε τὸ σπίτι του, τὸν φιλοξένησε, γιατί «μπροστὰ στὴν κάθε ἀνθρώπινη ὕπαρξη δὲν διέκρινε τὶς προσωπικὲς ἐπιλογὲς ποῦ διαιροῦσαν καὶ κατηγοριοποιούσανν ἀλλὰ τὶς ὑπαρκτικὲς ἐκεῖνες καταβολὲς ποῦ ἕνωναν καὶ ἀποχαρακτήριζαν» (σέλ. 55). Καὶ δὲν ἔμεινε αὐτὸ ἀνανταπόδοτο. Ὁ ἐξόριστος μηχανικὸς ἀνταποκρίθηκε στὸ αἴτημα τοῦ ἱερέα καὶ ἔγινε ἡ ποθητὴ γεφύρωση, ποῦ σήμερα θεωρεῖται ἕνα ἀπὸ τὰ ἀξιοθέατα τῆς Γρανίτσας[...].
3ον. Τέλος, ὁ συγγραφέας καταθέτει καὶ τὴν προσωπικὴ ἄμεση βιωματικὴ μνήμη γιὰ τὸν παπα-Κώστα, ὅπως τὸν γνώρισε στὴν εὐλογημένη του δύση, τὸν καιρὸ τῆς ἀσθένειάς του, λίγες μέρες δηλ. πρὶν ἀφήση «τ’ ἀχνάρια τοῦ Θεοῦ» ὁριστικὰ ἀποτυπωμένα στοὺς τελευταίους βηματισμούς του. Τότε ποῦ ἔμενε στὴν Ἀθήνα κοντὰ στὰ παιδιά του μαζὶ μὲ τὴν κατάκοιτη πρεσβυτέρα τοῦ Βασιλική, ἡ ὁποία «συντρόφευσε μυροφορικὰ τὴν ὁδεύουσα ἱερωσύνη» (σέλ. 130).
Συμπέρασμα:
Ὁ π. Βασίλειος ἑρμηνεύει τὴν ἐπίγεια διαδρομὴ τοῦ ἱερέα μὲ τὸ πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας. Γλωσσικὸ ὄχημα τοῦ συγγραφέα εἶναι τὰ θαυμάσια ἑλληνικά του, δηλαδὴ ὁ λυρικὸς λόγος του διανθισμένος μὲ τὴν εὐώδη θεολογικὴ γλῶσσα, χαρίσματα ποῦ ἐνισχύονται καὶ ἀπὸ τὴν λογοτεχνική του παιδεία. Τὰ διακείμενα ἀπὸ τὸν Ἐλύτη καὶ τὸν Λειβαδίτη, καθὼς καὶ τὸ ἐκτενὲς παράθεμα ἀπὸ τὸν Μικρὸ Πρίγκηπα τοῦ Ἀντουὰν ντὲ Σαὶντ Ἐξυπερὺ παρεμβάλλονται ἔξοχα. Σημαίνουσα, ἐπίσης, εἶναι ἡ «συνομιλία» τοῦ π. Βασιλείου μὲ τὸν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη καὶ ἡ εὔστοχη προσομοίωση τοῦ παπα-Κώστα Σκόνδρα μὲ τοὺς αὐθεντικοὺς Σκιαθίτες ἱερεῖς τῶν διηγημάτων του.
Ὁ π. Βασίλειος ἀνέδειξε τὸν ἐκ Γρανίτσης ἱερέα σὲ ἕναν σύγχρονο Παπαδιαμαντικό, ἁγνὸ συνομιλητὴ τῶν Ἁγίων. Γράφει στὸν ἐπίλογο τοῦ βιβλίου του: «Ἤθελα νὰ μιλήσω γιὰ ἕναν ἅγιο, ὁ ὁποῖος κατὰ τὸ ταπεινό μου αἴσθημα σάρκωσε τὸ Θεὸ στὶς ζωὲς τοῦ ποιμνίου του [...]. Δὲν προλόγιζαν τὸ ὄνομά του πηχυαῖοι τίτλοι. Δὲν ἔκανε τίποτε ὑπερφυσικὸ καὶ θαυματουργικό, οὔτε ἐνυπνιάσθηκε ὁραματισμοὺς καὶ ἀγγελοφάνειες. Ἐπετέλεσε ἕνα καὶ μόνο θαῦμα γιὰ τὸ ὁποῖο τόσο σπαραχτικὰ ἐκλιπαρεῖ ἡ ἄρρωστη ζωή μας. ...Παρέμεινε ἁπλός, τρυφερὸς καὶ πτωχός! Παιδί... Κι ἤθελα κάπου νὰ τὸ πὼ» (σέλ. 133).
Διαβάζοντας τὰ παραπάνω αἰσθάνομαι χρέος νὰ καταθέσω μὲ δυὸ λόγια καὶ τὸ προσωπικό μου βίωμα: Στὸ οἰκοτροφεῖο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπακτίας καὶ Εὐρυτανίας, ὅπου διέμενα μαζὶ μὲ τὶς θυγατέρες τοῦ παπα-Κώστα Σκόνδρα, Μαρία καὶ Ἀγορίτσα, γιὰ νὰ φοιτήσουμε στὸ Γυμνάσιο Ναυπάκτου, ἔνοιωσα τὴν εὐεργετικὴ παρουσία τοῦ πατέρα τους σὲ ἕνα δύσκολο οἰκογενειακὸ πρόβλημα ποὺ σχετιζόταν μὲ τὴν ὑγεία τοῦ δικοῦ μου πατέρα.
Σήμερα γυρνῶντας τὸ ἐνήλικο βλέμμα μου στὶς ἔφηβες ἐκεῖνες ἡμέρες μου, ὁμολογῶ ὅτι «Ὁ Θεὸς μᾶς ἐπισκέπτεται χωρὶς νὰ τὸ ἀντιλαμβανόμαστε».
- Προβολές: 2761