Skip to main content

Πρόλογος γιὰ τὴν ἀγγλικὴ ἔκδοση τοῦ βιβλίου τοῦ Γέροντος Ἐφραὶμ Φιλοθεΐτου: «Ὁ Γέροντάς μου Ἰωσήφ, ὁ ἡσυχαστὴς καὶ σπηλαιώτης»

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἀναφερόμενος στὸν Μελχισεδὲκ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ποὺ ἦταν τύπος τοῦ Χριστοῦ, λέγει ὅτι ἦταν «ἀπάτωρ, ἀμήτωρ, ἀγενεαλόγητος, μήτε ἀρχὴν ἡμερῶν μήτε ζωῆς τέλος ἔχων, ἀφομοιωμένος δὲ τὼ υἱῷ τοῦ Θεοῦ μένει ἱερεὺς εἰς τὸ διηνεκὲς» (Ἐβρ. ζ', 3). Ἑρμηνεύοντας τὸ χωρίο αὐτὸ ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὁ ὁποῖος ἕνωσε θαυμαστῶς τὸν ἡσυχασμὸ μὲ τὴν ὁμολογία τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, γράφει ὅτι αὐτὴ ἡ ζωὴ τοῦ Μελχισεδὲκ ἐπαναλαμβάνεται μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ἔτσι, καθένας ποὺ νέκρωσε «τὰ μέλη τὰ ἐπὶ τῆς γῆς» καὶ ἔσβησε «ὅλον ἑαυτοῦ τῆς σαρκὸς τὸ φρόνημα», καὶ ἀποτίναξε τελείως τὴν σχέση τοῦ μὲ τὴν σάρκα, μὲ τὴν ὁποία μοιράζεται ἡ ἀγάπη μας ποὺ χρεωστοῦμε μόνον στὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ ἀρνήθηκε ὅλα τὰ γνωρίσματα τῆς σαρκὸς καὶ τοῦ κόσμου «ἕνεκεν χάριτος», ὥστε νὰ ἐπαναλάβη μαζὶ μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο «τὶς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ;» καὶ αὐτὸς ἔγινε ὅπως ὁ Μελχισεδέκ, «ἀπάτωρ καὶ ἀμήτωρ καὶ ἀγενεαλόγητος», ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ νὰ τὸν κρατήση ἡ σάρκα καὶ ἡ φύση, «διὰ τὴν γεγενημένην πρὸς τὸ πνεῦμα συνάφειαν».

«Ο Γέροντάς μου Ιωσήφ, ο ησυχαστής καί σπηλαιώτης»Εἶναι φανερὸν ὅτι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἑρμηνεύοντας τοὺς λόγους τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων, δείχνουν τὸ βάθος καὶ τὸ ὕψος τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθῇ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἀναζητοῦν τὴν «δικαίωση» καὶ τὸν ἁγιασμό.

Στὴν κατηγορία αὐτὴ ἀνήκει καὶ ὁ εὐλογημένος ἀσκητὴς τοῦ Ἁγίου Ὅρους Γέρων Ἰωσήφ, ὁ ἡσυχαστὴς καὶ σπηλαιώτης, ὁ βιογραφούμενος στὸ παρὸν βιβλίο ἀπὸ τὸν κατὰ πνεῦμα υἱὸν τοῦ Ἀρχιμ. Ἐφραὶμ Φιλοθεΐτη. Διάβασα τὸν βίο τοῦ ἀειμνήστου Γέροντος πρίν, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν ἔκδοσή του στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, καὶ θαύμασα τὴν ἐν Χριστῷ ἄσκησή του, τὸν κατὰ Θεὸν ζῆλο του, τὴν ἀδιάλειπτη ἔμπνευσή του, τὴν «ὁρμὴ» τοῦ πνεύματός του πρὸς τὸν Θεό, ὅπως τὸ ὁμολογοῦν οἱ ἐν Χριστῷ μαθητές του, ἰδίως ὁ συμμοναστής, συναθλητὴς καὶ βιογράφος τοῦ Ἀρχιμ. Ἐφραὶμ Φιλοθεΐτης, ὁ ὁποῖος μὲ παρεκάλεσε νὰ τὸ προλογίσω τώρα ποὺ ἐκδίδεται καὶ στὴν ἀγγλικὴ γλῶσσα καὶ τὸ πράττω εὐχαρίστως.

Οἱ ἀγῶνες τοῦ στὰ σπήλαια τοῦ Ἁγίου Ὅρους, ἡ προσευχὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μὲ ἀλαλήτους στεναγμοὺς στὴν καρδιὰ τοῦ (Ρώμ. ἡ', 26), οἱ δακρύρροες καὶ μὲ δυνατὲς κραυγὲς ἱκεσίες τοῦ «πρὸς τὸν δυνάμενον σώζειν αὐτὸν ἐκ θανάτου» (Ἐβρ. ε', 7), οἱ ὁλονύκτιες ἀγρυπνίες του, ἡ πολύαθλη ἄσκησή του, ἀλλὰ καὶ ἡ Χριστομίμητη ἀγάπη του, ἀκούσθηκαν «ὡς φωνὴ ὑδάτων πολλῶν» (Ἀπ. ἰδ', 2), σὲ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη καὶ ἔφθασαν στὰ ὦτα Κυρίου Σαβαώθ. Τὸ «τί βοᾶς πρὸς με;» (Ἔξ. ἰδ', 15), ποὺ εἶπε ὁ Θεὸς στὸν Μωϋσῆ γιὰ τὴν μυστική, ἐσωτερικὴ προσευχή του, θὰ τὸ εἶπε καὶ στὸν ἀδιαλείπτως δεόμενο Γέροντα Ἰωσήφ, ὁ ὁποῖος εὐεργέτησε θαυμαστῶς, μέσα ἀπὸ τὶς προσευχές του καὶ τὶς κατὰ Θεὸν συμβουλές του, τὸ πολύαθλο καὶ πολύπαθο γένος τῶν ἀνθρώπων.

 

Ὁ Γέρων Ἰωσήφ, ἡσυχαστὴς καὶ σπηλαιώτης, ἐπάλευσε σκληρὰ μὲ τὶς δυνάμεις τοῦ σατανᾶ, «πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας ἐν τοὶς ἐπουρανίοις» (Ἐφ. στ', 12) καὶ μὲ τὴν δύναμη τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος «ἐφανερώθη.. ἵνα λύση τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου» (Α' Ἰω. γ', 8) καὶ «ἵνα διὰ τοῦ θανάτου καταργήση τὸν τὸ κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοὺτ' ἔστιν τὸν διάβολον» (Ἐβρ. β', 14), γνώρισε «τὰ νοήματα» αὐτοῦ (Β' Κόρ. β', 11) καὶ ἔτσι ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὴν δυναστεία τοῦ κράτους τοῦ διαβόλου, τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀναδείχθηκε ἀληθινὸς ἐμπειρικὸς θεολόγος. Ἡ πάλη μὲ τὸν διάβολο καὶ τὶς ἐξουσίες του εἶναι εὐαγγελικὴ ζωὴ ποὺ κηρύχθηκε ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς Ἀποστόλους καὶ εἶναι ἡ οὐσία τῆς ἀπαλλαγῆς τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ κράτος τοῦ θανάτου.

«Ο Γέροντάς μου Ιωσήφ, ο ησυχαστής καί σπηλαιώτης»Ἔτσι, ὁ Γέρων Ἰωσὴφ ὄχι μόνον ἔγινε, κατὰ τὸν λόγο τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, νέος Μελχισεδὲκ τῆς θείας Χάριτος, ἀλλὰ τὴν ἴδια ζωὴ κληρονόμησε, μὲ ἀτρύτους ἀγῶνες, καὶ ὁ βιογράφος του, ὁ Γέρων Ἐφραὶμ Φιλοθεΐτης, ποὺ ἀξιώθηκε τῆς μεγάλης πνευματικῆς δωρεᾶς νὰ γίνη μάρτυρας τῆς ἐμπειρικῆς θεολογίας τοῦ Γέροντός του, νὰ ὑπομείνη «ὁδοὺς σκληρᾶς» «διὰ τὸν λόγον τῶν χειλέων» τοῦ Θεοῦ (Ψάλμ. ἰστ', 4) καὶ νὰ ἐξαγγείλη στὸν κόσμο τὰ μεγαλεῖα Τοῦ. Ἄλλωστε, κατὰ τὸν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἡ πνευματικὴ ζωὴ εἶναι γέννηση ἐν Χριστῷ ποὺ γίνεται ἀπὸ πνευματικοὺς Πατέρες, διὰ τοῦ Εὐαγγελίου: «ἐὰν γὰρ μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ οὐ πολλοὺς πατέρας ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγὼ ὑμᾶς ἐγέννησα» (Α' Κόρ. δ', 15). Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ ἱερὰ παράδοση μεταδίδεται ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά, ὅπως ἡ βιολογικὴ ζωή, ἀπὸ «ζωντανοὺς ὀργανισμούς», καὶ αὐτὸ γίνεται μὲ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, τὴν βίωση τοῦ Εὐαγγελίου τῆς ζωῆς καὶ τῆς σωτηρίας. Οἱ νεκροὶ ὀργανισμοί, δηλαδὴ ὅσοι δὲν ἔχουν πνεῦμα ζωῆς, δὲν μποροῦν νὰ μεταδώσουν τὴν ζωὴ τοῦ Θεοῦ στὰ πνευματικά τους παιδιά, ποὺ εἶναι στὴν πραγματικότητα παιδιὰ τοῦ Θεοῦ.

Εἶναι ἐνδεχόμενο, μερικοὶ ποὺ θὰ διαβάσουν τὰ θαυμαστὰ ἀσκητικὰ κατορθώματα τοῦ Γέροντος Ἰωσήφ, ποὺ περιγράφονται στὸ βιβλίο αὐτό, νὰ φοβηθοῦν καὶ νὰ δυσανασχετήσουν, ἀλλὰ αὐτὰ εἶναι ἔργα τῆς θείας Χάριτος ποὺ γίνονται καὶ μὲ τὴν συνέργεια τοῦ ἀνθρώπου. Στὴν ζωὴ τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων παρατηροῦμε, πῶς ἀπὸ τὸ παρὰ φῦσιν ὁδηγήθηκαν, μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, στὸ κατὰ φῦσιν καὶ ἔφθασαν στὸ ὑπὲρ φῦσιν. Μὲ μιὰ τέτοια ζῶσα πίστη οἱ δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης «κατηγωνίσαντο βασιλείας, εἰργάσαντο δικαιοσύνην, ἐπέτυχον ἐπαγγελιῶν, ἔφραξαν στόματα λεόντων, ἔσβεσαν δύναμιν πυρός, ἔφυγον στόματα μαχαίρας, ἐνεδυναμώθησαν ἀπὸ ἀσθενείας, ἐγενήθησαν ἰσχυροὶ ἐν πολέμῳ, παρεμβολὰς ἔκλιναν ἀλλοτρίων» (Ἐβρ. ἰα', 33-34). Ὅλα αὐτὰ ποὺ περιγράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος δὲν εἶναι φαντασίες καὶ μυθεύματα, ἀλλὰ πραγματικότητες, γιατί ἔγιναν μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ὅπως βλέπουμε στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή: Οἱ Ἅγιοι «περιῆλθον ἐν μηλωταίς, ἐν αἰγείοις δέρμασιν, ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ὧν οὐκ ἥν ἄξιος ὁ κόσμος, ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταὶς ὀπαῖς τῆς γῆς» (Ἐβρ. ἰα', 37-38). Ὅλοι αὐτοὶ εἶναι «μαρτυρηθέντες διὰ τῆς πίστεως» (Ἐβρ. ἰα', 39), καὶ τὰ ἀσκητικὰ ἔργα εἶναι κατορθώματα καὶ βιώματα τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Ὁ ἀσκητὴς ζὴ στὴν ἔρημο, ἀλλὰ δὲν εἶναι μόνος, ἀφοῦ ἐντὸς τοῦ ἐνεργεῖ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, εἶναι ὁ ἴδιος ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ πάντοτε ἔχει σύντροφό του τὸν ἴδιο τὸν Θεό.

Ἄλλωστε, ἡ πίστη δὲν εἶναι μιὰ διανοητικὴ κατάσταση, ἀλλὰ «ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων» (Ἐβρ. ἰα, 1). Ἡ βαρύτητα στὸ χωρίο αὐτὸ πέφτει στὶς λέξεις «ὑπόστασις» καὶ «πραγμάτων ἔλεγχος». Ἡ πίστη εἶναι πραγματική, βεβαιωτική, γιατί ἐκεῖνος ποὺ ἑνώνεται μὲ τὸν Χριστό, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἡ «ἐνυπόστατος πίστις», ἔχει προσωπικὴ ἐμπειρία, ἀλλὰ καὶ μπορεῖ νὰ ἐλέγξη προσωπικὰ τὴν ζωντανὴ σχέση μὲ τὸν Χριστό, ὑπάρχουν ἀτράνταχτες ἀποδείξεις-βεβαιώσεις.

Ἡ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἐν Χριστῷ ζωῇ δὲν εἶναι μιὰ συναισθηματικὴ κατάσταση, δὲν εἶναι στοχασμὸς καὶ ἰδεολογία, ἀλλὰ ψυχοσωματικὴ ἐμπειρία, ἀφοῦ ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ τὴν βεβαιότητα τῆς κοινωνίας μὲ τὸν Θεό, δηλαδὴ ψυχὴ καὶ σῶμα λαμπρύνονται, φωτίζονται, θεώνονται. Ὁ Θεὸς συνάπτει προσωπικὴ διαθήκη μὲ αὐτοὺς ποὺ Τὸν ἀγαποῦν, ὅπως τὸ παραγγέλλει ὁ Προφήτης Ἰερεμίας καὶ τὸ βεβαιώνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «ὅτι αὕτη ἡ διαθήκη ἕν διαθήσομαι τὼ οἴκῳ Ἰσραὴλ μετὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας, λέγει Κύριος διδοὺς νόμους μοῦ εἰς τὴν διάνοιαν αὐτῶν, καὶ ἐπὶ καρδίας αὐτῶν ἐπιγράψω αὐτούς, καὶ ἔσομαι αὐτοῖς εἰς Θεόν, καὶ αὐτοὶ ἔσονταὶ μοὶ εἰς λαόν. καὶ οὐ μὴ διδάξωσιν ἕκαστος τὸν πολίτην αὐτοῦ καὶ ἕκαστος τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, λέγων γνώθι τὸν Κύριον ὅτι πάντες εἰδήσουσί μὲ ἀπὸ μικροῦ αὐτῶν ἕως μεγάλου αὐτῶν» (Ἐβρ. ἡ', 10-11). Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ Θεογνωσία εἶναι προσωπικὴ καὶ ἐμπειρική, εἶναι ἔκφραση τῆς διαθήκης τὴν ὁποία συνάπτει ὁ Θεὸς μὲ τὸν ἄνθρωπο μέσα στὴν καρδιά του. Τότε οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ εἶναι γραμμένες μέσα στὴν καρδιά.

Καὶ μὴ ἀντείπη κανεὶς ὅτι οἱ ἀθλήσεις καὶ οἱ ἀγῶνες τοῦ Γέροντος Ἰωσήφ, ὅπως καὶ ἡ ἡσυχαστική του παράδοση, εἶναι ἀλλότριοι τοῦ Χριστιανισμοῦ, γιατί διαβάζοντας προσεκτικὰ τὴν Ἁγία Γραφὴ βλέπουμε ὅτι ὅλοι ἔχουμε λάβει ἐντολὴ νὰ ζήσουμε μέσα στὰ πλαίσια τῆς ἡσυχαστικῆς παραδόσεως. Δὲν μπορεῖ διαφορετικὰ νὰ ἐξηγηθῆ ὁ «σαββατισμὸς» καὶ ἡ κατὰ Θεὸν «κατάπαυσις», τὰ ὁποία προτρέπονται ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ νὰ βιώνουν: «ἄρα ἀπολείπεται σαββατισμὸς τὼ λαῷ τοῦ Θεοῦ. ὁ γὰρ εἰσελθὼν εἰς τὴν κατάπαυσιν αὐτοῦ καὶ αὐτὸς κατέπαυσεν ἀπὸ τῶν ἔργων αὐτοῦ, ὦσπερ ἀπὸ τῶν ἰδίων ὁ Θεός. Σπουδάσωμεν οὔν εἰσελθεῖν εἰς ἐκείνην τὴν κατάπαυσιν, ἵνα μὴ ἐν τὼ αὐτῶ τις ὑποδείγματι πέση τῆς ἀπειθείας» (Ἐβρ. δ', 9-11). Ἐδῶ πρόκειται γιὰ τὸν ἱερὸ ἡσυχασμό, τὴν νηπτική-φιλοκαλικὴ ζωή. Δὲν μπορεῖ ἀκόμη νὰ ἐξηγήση κανεὶς διαφορετικὰ τὸ χωρίο: «κατοικῆσαι τὸν Χριστὸν διὰ τῆς πίστεως ἐν ταὶς καρδίαις ὑμῶν» (Ἐφεσ. γ', 17), οὔτε τὰ χωρία ἐκεῖνα ποὺ κάνουν λόγο γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία «ἐκκέχυται ἐν ταὶς καρδίαις ἡμῶν» (Ρώμ. ε', 5), γιὰ τὸ ὅτι στὴν καρδιὰ ἀποκτᾶμε «τὸν ἀρραβῶνα τοῦ Πνεύματος» (Β' Κόρ. α', 22), γιὰ τὸ ὅτι ἡ καρδιά, ὁ ἔσω ἄνθρωπος, ποὺ κραταιώνεται διὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ (Ἐφεσ. γ', 16), εἶναι οἱ πλάκες στὶς ὁποῖες ἐγγράφεται ἡ ἐπιστολὴ τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων, ἡ ὁποία ἐπιστολὴ εἶναι «ἐγγεγραμμένη ἐν ταὶς καρδίαις ἡμῶν, γινωσκομένη καὶ ἀναγινωσκομένη ὑπὸ πάντων ἀνθρώπων, φανερούμενοι ὅτι ἐστὲ ἐπιστολὴ Χριστοῦ διακονηθεῖσα ὑφ ἡμῶν, ἐγγεγραμμένη οὐ μέλανι, ἀλλὰ Πνεύματι Θεοῦ ζῶντος, οὐκ ἐν πλαξὶ λιθίναις, ἀλλὰ ἐν πλαξὶ καρδίαις σαρκίναις» (Β'Κορ. γ', 2-3). Ὅλα αὐτὰ δὲν εἶναι συμβολικά, ἀλληγορικά, συναισθηματικά, ἠθικά, ἀλλὰ πραγματικά, εἶναι ἡ προσευχὴ ποὺ γίνεται μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ μέσα στὸν ἐσωτερικὸ χῶρο τῆς πνευματικῆς καρδιᾶς, ὅταν ὁ ἄνθρωπος καθίσταται ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Μέσα στὴν πνευματικὴ καρδιά, στὸν «κρυπτὸν τῆς καρδίας ἄνθρωπον» (Α' Πέτρ. γ', 4), ὑπάρχει τὸ ἱερὸ Θυσιαστήριο, στὸ ὁποῖο δοξάζεται ὁ Θεὸς καὶ ἐκεῖ πρέπει νὰ τελῆται ἡ «μυστικὴ τοῦ νοὸς ἱερουργία», κατὰ τὴν προτροπὴ τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου: «Κύριον τὸν Θεὸν ἁγιάσατε ἐν ταὶς καρδίαις ὑμῶν» (Α' Πέτρ. γ', 15) καὶ ἐκεῖ ἱερουργεῖ, μὲ τὴν ἀδιάλειπτη νοερὰ προσευχή, ὁ «ἱερεὺς τῆς θείας Χάριτος», ἔστω καὶ ἂν δὲν εἶναι Κληρικός, κατὰ τὸν ἀποστολικὸ λόγο: «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α' Θέσ. ε', 17). Μέσα στὴν πνευματικὴ καρδιά, μετὰ τὴν κάθαρσή της, ὁ νοὺς εὑρίσκει τὴν Χάρη τοῦ Βαπτίσματος καὶ τοῦ Χρίσματος, συναντᾶ τὸ ἱερὸ θυσιαστήριο τοῦ ἐσωτερικοῦ ἱεροῦ Ναοῦ, ὅπου γίνεται, μὲ τὴν νοερὰ προσευχή, ἡ ἀδιάλειπτη ἐσωτερικευμένη λειτουργία, ἡ ὁποία ἀνάπτει ἀκόμη περισσότερο τὸν πόθο γιὰ τὴν συμμετοχὴ στὴν θεία Λειτουργία, ποὺ τελεῖται στὸν ἐπὶ γῆς Ἱερὸ Ναό, καὶ γιὰ τὴν μετάληψη τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴ ἡ ἐσωτερικὴ λειτουργία κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ δοξολογῇ τὸν Τριαδικὸ Θεὸ γιὰ ὅλα τὰ τελούμενα στὴν Ἐκκλησία, νὰ σέβεται τὴν ἱερωσύνη, νὰ τιμᾶ τοὺς Ἁγίους, νὰ ἀγαπᾶ ὅ,τι ἀγαπᾶ ὁ Θεός, νὰ χαίρεται τὴν Ὀρθοδοξία.

Τέτοιος ἱερουργὸς τοῦ ἔνδον θυσιαστηρίου ἦταν καὶ ὁ μακάριος Γέρων Ἰωσήφ, ὁ ἡσυχαστὴς καὶ σπηλαιώτης, ποὺ βιογραφεῖται στὸ παρὸν βιβλίο μὲ τὸν ἔνθεο πόθο καὶ τὴν προσωπικὴ γνώση τοῦ πιστοῦ μαθητοῦ του. Εἶχε καταληφθῆ ἀπὸ οὐράνιο ζῆλο ἦταν «βιαστὴς» τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐφήρμοσε τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ «ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται, καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτὴν» (Μάτθ. ἰα', 12) ἐξῆλθε, κατὰ τὴν προτροπὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, «ἔξω τῆς παρεμβολῆς τὸν ὀνειδισμὸν τοῦ Χριστοῦ φέρων», δηλαδὴ ἐξῆλθε ἀπὸ τὴν κοινωνία καὶ ἀπὸ τὰ κοινοβιακὰ μοναστήρια στὴν ἔρημο τοῦ Ἄθωνα, φέροντας πάνω του τὸν ὀνειδισμὸν τοῦ Χριστοῦ, ὅτι δῆθεν ἦταν πλανεμένος, καὶ «ἔμαθεν ἀφ’ ὧν ἔπαθε τὴν ὑπακοὴν» (Ἑβρ. ε', 8), δηλαδὴ ἐκεῖ ἔπαθε καὶ ἔμαθε τὰ μυστήρια τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἀγωνίσθηκε ὄχι ἁπλῶς μὲ τὸ σῶμα του, ἀλλὰ μὲ τὸ σαρκικὸ φρόνημα γιὰ νὰ ἐφαρμόση τὸν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Μὴ οὔν βασιλευέτω ἡ ἁμαρτία ἐν τῶ θνητῷ ὑμῶν σώματι εἰς τὸ ὑπακούειν αὐτὴ ἐν ταὶς ἐπιθυμίαις αὐτοῦ, μηδὲ παριστάνετε τὰ μέλη ὑμῶν ὅπλα ἀδικίας τὴ ἁμαρτία, ἀλλὰ παραστήσατε ἑαυτοὺς τὼ Θεῷ ὡς ἐκ νεκρῶν ζῶντας καὶ τὰ μέλη ὑμῶν ὅπλα δικαιοσύνης τῷ Θεῷ» (Ρώμ. στ', 12-13) διακατεχόταν ἀπὸ τὴν «ὁρμὴ» τοῦ Πνεύματος, κατὰ τὴν μαρτυρία τοῦ Προφήτου Ἰεζεκιήλ: «κατὰ πνεῦμα ἐξῆρε μὲ καὶ ἀνέλαβέ με, καὶ ἐπορεύθην ἐν ὁρμῇ τοῦ πνεύματός μου, καὶ χεὶρ Κυρίου ἐγένετο ἐπ’ ἐμὲ κραταιά. καὶ εἰσῆλθον εἰς τὴν αἰχμαλωσίαν μετέωρος...» (Ἰεζεκ. γ', 14-15) ἔγινε Προφήτης τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ ἐσχημάτισε καὶ χορὸν Προφητῶν (Α' Βασ. α', 5 καὶ ἑξῆς), δηλαδὴ χορὸ μοναχῶν εὐλογημένων, ποὺ προσεύχονται νοερὰ καὶ καρδιακὰ μέχρι τὶς ἡμέρες μας, διαδόχων αὐτοῦ τοῦ πυρφόρου μοναχοῦ, κατὰ τὸ ψαλμικὸν «δυνατὸν ἐν τῇ γῆ ἔσται τὸ σπέρμα αὐτοῦ» (Ψάλ. ρια', 2). Ἦταν τόσο δυνατὸν τὸ πνευματικὸ σπέρμα ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεό, ὥστε ἡ δύναμή του ἁπλώνεται σὲ ὅλη τὴν γῆ, μὲ τὴν διδασκαλία του, καὶ ἀναγεννᾶ τοὺς ἀνθρώπους, καθιστῶντας τους τέκνα Θεοῦ.

Ἡ μαρτυρία τοῦ μακαριστοῦ παπα-Ἐφραὶμ τοῦ Κατουνακιώτη, ποὺ λειτουργοῦσε τακτικὰ στὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Βασιλείου στὴν Καλύβη τοῦ Γέροντος Ἰωσήφ, στὴν καρδιὰ τῆς ἐρήμου τοῦ Ἁγίου Ὅρους, ὅταν τὸν ἐπισκέφθηκε πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, εἶναι καταπληκτική. Γράφει: «Αἰωνία του ἡ μνήμη! Αἰωνία του ἡ μνήμη! Χορτάσαμε Χάρι! Χορτάσαμε Χάρι! Ἐδῶ ἐπὶ τρία χρόνια κοντὰ στὸν Γέροντα Ἰωσὴφ ἤπια νερό, ἀπὸ τὸ νερὸ τοῦ Παραδείσου!». Ἡ μαρτυρία αὐτὴ τοῦ Γέροντος Ἐφραὶμ Κατουνακιώτη περὶ «χορτασμοῦ τῆς θείας Χάριτος», ὁ ὁποῖος στὴν πραγματικότητα εἶναι «ἀχόρταγος χορτασμός», μᾶς προκαλεῖ καὶ μᾶς προσκαλεῖ νὰ θαυμάσουμε καὶ νὰ γευθοῦμε τὴν ζωὴ ποὺ κρύπτεται μέσα στὸ βάθος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Ἁγίου Ὅρους, σὲ περίοδο πείνας καὶ δίψας γιὰ τὴν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ λόγῳ τοῦ σκληροῦ σχολαστικισμοῦ καὶ τοῦ ἀκάρπου ἠθικισμοῦ. Ὁ κόσμος στὸν ὁποῖο ζοῦμε κυριαρχεῖται ἀπὸ τὴν λογικοκρατία τοῦ διαφωτισμοῦ, τὴν εὐδαιμονία τοῦ ρομαντισμοῦ καὶ τὴν δυαδικὴ σχέση μεταξὺ ἡδονῆς καὶ ὀδύνης τῆς πτωτικῆς ζωῆς, καὶ γι’ αὐτὸ ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τέτοια ὑψηλὰ καὶ θαυμαστὰ πρότυπα ζωῆς, ποὺ βιώνουν τὸν Ὀρθόδοξο ἡσυχασμό, αὐτὸ τὸ λαμπρὸ «σαλόνι» τῆς Ἐκκλησίας μας, τὸν πλοῦτο τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, τὴν μέθοδο ποὺ ὁδηγεῖ στὴν Θεογνωσία. Οἱ θεούμενοι ἅγιοι εἶναι οἱ καρποὶ τῆς θείας Χάριτος, τὰ «φωτόμορφα τέκνα τῆς Ἐκκλησίας», ἔστω κι ἂν αὐτὸ φαίνεται παράξενο στὸν ἄνθρωπο ποὺ ἐνδύεται τοὺς δερμάτινους χιτῶνες τῆς φθορᾶς, τῆς θνητότητος καὶ τῆς θεοποιημένης λογικῆς.

Ἐπικαλοῦμαι τὶς προσευχὲς τοῦ βιογραφουμένου καὶ τοῦ βιογραφοῦντος γιὰ νὰ ζήσουμε ὅλοι, ὁ καθένας μας ἀναλογικά, τὴν νηπτικὴ παράδοση καὶ τὴν νοερὰ προσευχή, ἡ ὁποία συνδυάζεται μὲ τὴν μυστηριακὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ εἶναι ἡ αὐθεντικὴ καὶ ἐφαρμοσμένη ζωὴ τοῦ Εὐαγγελίου, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ τὸ εἶναι στὸ εὔ εἶναι.

Ἔλθετε, λοιπόν, ἀναγνῶστες καὶ ἴδετε ἄνθρωπον οὐράνιον καὶ ἄγγελον ἐπίγειον, μοναχὸν ἐρημίτην καὶ οὐρανοπολίτην, ἄνθρωπον ζῶντα καὶ κοιμηθέντα «ἐν πνεύματι καὶ δυνάμει Ἠλιοῦ τοῦ προφήτου», καὶ δοξάσατε τὸν ἐν Τριάδι Ἅγιον Θεόν, τὸν δοξάζοντα τοὺς φίλους Αὐτοῦ.

  • Προβολές: 2925