Skip to main content

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας ὡς χῶρος ἀναγεννήσεως τοῦ ἀνθρώπου (B')

(συνέχεια ἀπὸ τὸ προηγούμενο Ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας ὡς χῶρος ἀναγεννήσεως τοῦ ἀνθρώπου (Α))

3. Ἡ λειτουργικὴ καὶ λατρευτικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας

Μέσα στὸν Ἱερὸ Ναὸ τελεῖται ἡ λατρευτικὴ πράξη τῆς Ἐκκλησίας. Πρόκειται γιὰ τὴν λογικὴ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας. Λέγεται λογικὴ λατρεία, γιατί γίνεται μὲ τὴν λογικὴ τοῦ ἀνθρώπου, ὁπότε μὲ λόγια καὶ ἔννοιες ὑμνεῖται καὶ δοξάζεται ὁ Θεός. Συγχρόνως, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς λογικῆς λατρείας μπορεῖ νὰ γίνη καὶ ἡ νοερὰ λατρεία ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ἐκεῖνον ποὺ ἔχει φθάσει στὸν φωτισμὸ τοῦ νοῦ καὶ γνωρίζει τί εἶναι ἡ νοερὰ προσευχή.

Γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας ὅτι ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι λογικὴ καὶ νοερά, δηλαδὴ ἔχει δύο ἐνέργειες, τὸν νοῦ καὶ τὸν λόγο. Μὲ τὴν νοερὰ ἐνέργεια, ὅταν εἶναι καθαρὴ καὶ ἀπαλλαγμένη ἀπὸ τοὺς λογισμούς, ἐπικοινωνεῖ μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὸν οὐράνιο κόσμο, καὶ μὲ τὴν λογικὴ ἐνέργεια παρατηρεῖ καὶ ἐπικοινωνεῖ μὲ τὴν κτίση. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ζὴ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, τότε κατὰ τὴν διάρκεια τῆς λατρείας μπορεῖ νὰ ἐνεργοῦν μαζὶ καὶ οἱ δύο ἐνέργειες, δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος εἶναι δυνατὸν μὲ τὴν λογική του νὰ συμμετέχη πραγματικὰ μέσα στὰ τελούμενα καὶ λεγόμενα στὴν λατρεία, ἀλλὰ μὲ τὸν νοῦ του, χωρὶς νὰ ἐκστασιάζεται καὶ νὰ ἀφαιρῆται, νὰ προσεύχεται ἐσωτερικά, καρδιακά.

Τὸ κέντρο τῆς λειτουργικῆς καὶ λατρευτικῆς ζωῆς εἶναι ἡ θεία Λειτουργία, ποὺ χαρακτηρίζεται ὡς τελετὴ τῶν τελετῶν καὶ εἶναι λογικὴ λατρεία, διότι γίνεται μὲ λόγους οἱ ὁποῖοι ἐκφωνοῦνται γιὰ νὰ ἀκούγωνται, δηλαδὴ δὲν γίνεται μυστικὰ στὸν νοῦ, καὶ τοὺς παρακολουθοῦμε μὲ τὴν λογική μας καὶ τοὺς καταλαβαίνουμε. Βέβαια, ἐδῶ πρέπει νὰ θυμηθοῦμε τὰ ὅσα ἀναφέρθηκαν γιὰ τὴν μυστικὴ ἀνάγνωση τῶν εὐχῶν. Πάντως, ἔστω καὶ ἂν λέγωνται μυστικά, οἱ εὐχὲς ἀνήκουν στὴν λογικὴ λατρεία, ἐπειδὴ τὶς κατανοοῦμε μὲ τὴν λογική. Στὴν εὐχὴ πρὸ τῆς μεταβολῆς τῶν Τιμίων Δώρων προσεύχεται ὁ ἱερεύς: «Ἔτι προσφέρομέν σοι τὴν λογικὴν ταύτην καὶ ἀναίμακτον λατρείαν καὶ παρακαλοῦμεν σὲ καὶ δεόμεθα καὶ ἱκετεύομεν..».

Ὅλα τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅλη ἡ πνευματική μας ζωὴ ἀναφέρονται στὴν θεία Λειτουργία, κατὰ τὴν ὁποία κοινωνοῦμε τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Στὴν λειτουργικὴ χρήση ὑπάρχουν τρεὶς Λειτουργίες, ἤτοι τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ποὺ τελεῖται ὅλο τὸν χρόνο, τοῦ Μ. Βασιλείου, ποὺ τελεῖται δέκα φορὲς τὸν χρόνο καί, κυρίως, τὶς Κυριακὲς τῆς Μ. Σαρακοστῆς, καὶ τῶν Προηγιασμένων Τιμίων Δώρων, ποὺ δὲν εἶναι μία τελεία Λειτουργία, ἀλλὰ τετελειωμένη, γιατί προαγιάζεται ὁ ἄρτος, κατὰ τὴν Λειτουργία τῶν Σαββάτων ἢ τῶν Κυριακῶν καὶ προσφέρεται γιὰ θεία Κοινωνία, ποὺ γίνεται κάθε Τετάρτη, Παρασκευὴ καὶ ἑορτές, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς. Ὡς προετοιμασία γιὰ τὴν θεία Λειτουργία ἔχει καθιερωθῇ ὁ Ἑσπερινὸς καὶ ὁ Ὄρθρος. Ὑπάρχουν καὶ ἄλλες ἀκολουθίες ὅπως ἡ Παράκληση, οἱ Χαιρετισμοὶ κλπ.

Στὴν λατρευτικὴ διάταξη τῆς Ἐκκλησίας ὑπάρχει ἕνας βασικὸς σκοπὸς ποὺ εἶναι ἡ ἀναγέννηση καὶ ἀνακαίνιση τοῦ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτό, ὁλόκληρο τὸ ἔτος προσδιορίσθηκε ἀπὸ τοὺς σταθμοὺς τῆς Οἰκονομίας τοῦ Χριστοῦ, ὁπότε χαρακτηρίζεται καὶ ὡς σωτήριον ἔτος. Εἶναι γνωστὸν ὅτι τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἔτος ἀρχίζει ἀπὸ τὴν 1η Σεπτεμβρίου. Ἡ Ἐκκλησία ἀμέσως καθόρισε νὰ ἑορτάζεται ἡ ἑορτὴ τοῦ Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου, γιατί ἀπὸ ἐκεῖ ἀρχίζει τὸ μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας. Ἀκολουθοῦν οἱ ἑορτὲς τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου, τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, τῆς Περιτομῆς, τῶν Θεοφανείων καὶ ἀκολουθοῦν τὰ Πάθη τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ἀνάσταση, ἡ Ἀνάληψη, ἡ Πεντηκοστή, ἡ ἑορτὴ τῶν Ἀποστόλων καὶ καταλήγει τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἔτος τὸν Αὔγουστο, μὲ τὴν ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Μόνον ὁ Εὐαγγελισμὸς τίθεται ξεχωριστὰ γιὰ νὰ προηγηθῆ ἐννέα μῆνες ἀπὸ τὴν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡ Μεταμόρφωση γιὰ νὰ ἑορτασθῇ πανηγυρικὰ καὶ ὄχι μέσα στὴν Τεσσαρακοστή, ποὺ κανονικὰ θὰ ἔπρεπε νὰ τοποθετηθῇ. Ὅμως, καὶ αὐτὴ ἡ ἑορτὴ τοποθετήθηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία σαράντα μέρες πρὶν ἀπὸ τὴν Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ποὺ ἑορτάζεται ὡς Μεγάλη Παρασκευή.

Ὑπάρχει μιὰ ἑνοποιοῦσα ἀρχὴ μέσα σὲ αὐτὴν τὴν διάταξη. Τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἔτος ἀρχίζει μὲ τὴν Γέννηση τῆς Παναγίας, τὸ πρόσωπο τῆς ὁποίας περίμεναν ὅλοι οἱ αἰῶνες, προχωρεῖ στὴν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀκολουθοῦν ὅλα τὰ Δεσποτικὰ γεγονότα μέχρι τὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, ποὺ δείχνει τὴν θέωση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν βίωση τοῦ χαρίσματος τῆς μακαρίας τελευτῆς καὶ τῆς ἐνδόξου μεταστάσεώς της στοὺς οὐρανούς, καὶ ἐπίσης δείχνει τὴν ζωὴ τῶν δικαίων στὸν Παράδεισο, τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.

Ἐδῶ πρέπει νὰ γίνη ἀναφορὰ στὴν περίοδο τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Σαρακοστῆς μέχρι τὴν Πεντηκοστὴ καὶ τὴν ἑορτὴ τῶν ἁγίων Πάντων, ποὺ εἶναι μιὰ σημαντικὴ περίοδος τῆς Ἐκκλησίας καὶ δείχνει τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία καὶ ποιός εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς αὐτῆς περιόδου εἶναι ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ποὺ προμηνύει τὴν ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς ἁμαρτίας καὶ τὴν πορεία του πρὸς τὴν προσωπική του θέωση. Ἡ Σαρακοστὴ εἶναι μιὰ βαπτιστήρια περίοδος, ποὺ προετοιμάζονταν οἱ κατηχούμενοι νὰ βαπτισθοῦν. Μαζὶ μὲ τοὺς κατηχουμένους ὅλα τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας ζοῦσαν τὴν δική τους ἀναγέννηση, κατὰ κάποιον τρόπο ἐφήρμοζαν τὴν προτροπὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «ἀναζωπυρεὶν τὸ χάρισμα» (Β' Τίμ. α', 6).

Τὴν Καθαρὰ Δευτέρα μὲ τὴν ὁποία ἀρχίζει ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ ἐνθυμούμαστε τὴν ἔξοδο τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Παράδεισο, βιώνουμε τὸν ἀδαμιαῖο θρῆνο ποὺ τόσο θαυμάσια ἀνέλυσε ὁ ἅγιος Συμεῶν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ περιέγραψε ὁ ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης. Εἶναι ἡ μεγαλύτερη τραγωδία στὴν ἀνθρωπότητα, γιατί ὁ ἄνθρωπος ἔχασε τὴν κοινωνία του μὲ τὸν Θεό, ξέχασε τὸν δημιουργό του καὶ περιέπεσε στὴν εἰδωλολατρεία, λατρεύοντας τὴν κτίση παρὰ τὸν κτίσαντα. Αὐτὸ εἶχε συνέπειες καὶ σὲ ὅλη τὴν προσωπικὴ καὶ κοινωνικὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι, αὐτὴ ἡ ἡμέρα γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς εἶναι ἡμέρα μετανοίας καὶ αὐτοκριτικῆς. Καταλαβαίνουμε τί ἔχασαν ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα μὲ τὴν ἁμαρτία ποὺ διέπραξαν, πῶς δὲν ἐκμεταλλεύθηκαν τὴν πρόσκληση τοῦ Θεοῦ γιὰ μετάνοια, ἀλλὰ καὶ πῶς μὲ τὸν Νέο Ἀδάμ, τὸν Χριστό, θὰ ἐπανέλθουμε σ’ αὐτὴν τὴν κατάσταση καὶ θὰ ἀνεβοῦμε ἀκόμη ὑψηλότερα, στὴν θέωση, καὶ θὰ εἰσέλθουμε ἐκ νέου στὸν Παράδεισο.

Τὸ πνευματικὸ στάδιο τοῦ Τριωδίου, ἡ περίοδος τῶν τριῶν ἑβδομάδων ποὺ προηγεῖται, ἀπὸ τὴν Κυριακὴ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου μέχρι τὴν Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς, μᾶς προετοιμάζει γιὰ νὰ εἰσέλθουμε στὸ «πνεῦμα» τῆς Καθαρᾶς Ἑβδομάδας καὶ τῆς Σαρακοστῆς, ὥστε νὰ ἀποβάλουμε τὶς μάσκες τῆς ὑποκρισίας καὶ τῶν Παθῶν. Ὅλη τὴν Μ. Σαρακοστή, μὲ τὴν νηστεία καὶ τὴν προσευχή, τὴν λογικὴ καὶ νοερὰ λατρεία ἐπιθυμοῦμε νὰ μεθέξουμε τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ νὰ καθαρίσουμε τὴν καρδιὰ ἀπὸ τὰ πάθη, νὰ ζήσουμε τὸ μυστήριο τῆς καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ καὶ τῆς θεώσεως. Αὐτὸ φαίνεται ξεκάθαρα στὶς Ἀποστολικὲς καὶ Εὐαγγελικὲς Περικοπές, ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλα τὰ τροπάρια ποὺ συνέταξαν οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ὅποιος διαβάσει προσεκτικὰ ὅλες αὐτὲς τὶς ἀκολουθίες καὶ τὰ τροπάρια μπορεῖ νὰ καταλάβη τὸ νόημα τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, ἡ ὁποία δὲν εἶναι μιὰ τυπικὴ περίοδος, ἀλλὰ περίοδος μετανοίας καὶ προσευχῆς.

Ἀπὸ τὴν Κυριακὴ τοῦ Πάσχα μέχρι τὴν Πεντηκοστὴ ἀναζητᾶμε τὴν μέθεξη τῆς δωρεᾶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νὰ ζήσουμε τὴν δική μας Πεντηκοστή, ποὺ εἶναι ἡ θεωρία τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, τὸ νὰ γίνουμε οἱ ἴδιοι ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως διδάσκει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν Β’ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολή του: «Ὑμεῖς γὰρ ναὸς Θεοῦ ἐστε ζῶντος, καθὼς εἶπεν ὁ Θεὸς ὅτι ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καὶ ἐμπεριπατήσω, καὶ ἔσομαι αὐτῶν Θεός, καὶ αὐτοὶ ἔσονταὶ μοὶ λαός. δι' ὃ ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ ἀφορίσθητε, λέγει Κύριος, καὶ ἀκαθάρτου μὴ ἅπτεσθε, καγὼ εἰσδέξομαι ὑμᾶς, καὶ ἔσομαι ὑμῖν εἰς πατέρα, καὶ ὑμεῖς ἔσεσθὲ μοι εἰς υἱοὺς καὶ θυγατέρας, λέγει Κύριος παντοκράτωρ» (Β’ Κόρ. στ', 16-18).

Καρπὸς τῆς Πεντηκοστῆς εἶναι οἱ Ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἡ Πεντηκοστὴ μέσα στὴν ἱστορία. Κάθε ἅγιος ἀνέβηκε, μὲ τὴν ἐνέργεια τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δική του συνέργεια, στὸ ὕψος τῆς Πεντηκοστῆς, ποὺ εἶναι ὁ μεγαλύτερος βαθμὸς Θεογνωσίας, ἀφοῦ τότε ἀποκτᾶ πνευματικὴ γνώση τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ δόγμα γίνεται βίωμα καὶ ἐμπειρία.

Ἔτσι, ἡ περίοδος ἀπὸ τὴν Καθαρὰ Δευτέρα μέχρι τὴν Κυριακὴ τῶν ἁγίων Πάντων δείχνει ὅλη τὴν ἱστορία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἀπὸ τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου μέχρι τὴν θέωσή του. Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία. Ἔχουμε συνηθίσει νὰ θεωροῦμε ὡς ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία τὰ διάφορα ἱστορικὰ γεγονότα, δηλαδὴ πότε συγκλήθηκαν οἱ Σύνοδοι, πότε ἔγιναν οἱ ἐκλογὲς διαφόρων Πατριαρχῶν, Ἐπισκόπων κλπ. Ὅμως, ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία εἶναι τὰ συναξάρια τῶν Ἁγίων, ποὺ δείχνουν πῶς ἀπὸ τὴν πτωτικὴ ζωὴ ἔφθασαν στὴν θέωση καὶ τὸν ἁγιασμό, πῶς ἀπὸ τὴν ἐξορία ἔφθασαν στὴν πραγματικὴ πατρίδα ποὺ εἶναι ὁ Παράδεισος.

Στὴν Ἂ’ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου φαίνεται ὅτι στὴν Κόρινθο ὑπῆρχε μιὰ ἀρτιγέννητη κοινότητα στὴν ὁποία ἦταν φανερὰ τὰ χαρίσματα τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Αὐτὸ ἐκδηλώνεται στὴν λατρευτικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κορίνθου. Κέντρο τῆς Ἐκκλησίας ἦταν ἡ θεία Εὐχαριστία, τὸ Μυστήριο τῶν Μυστηρίων. Σὲ αὐτὴν ἀναφέρεται ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὸ ἑνδέκατο κεφάλαιο τῆς Ἂ’ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολῆς του. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ἕνα χωρίο: «Συνερχομένων ὑμῶν ἐν Ἐκκλησίᾳ» (Α' Κόρ. ἰα', 18). Στὸ σημεῖο αὐτὸ κάνει λόγο γιὰ τὸν δεῖπνο, τὴν θεία Εὐχαριστία, ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ θεία Εὐχαριστία, ποὺ εἶναι ἡ συνάντηση τοῦ Χριστοῦ μὲ τοὺς Ἁγίους Του, ζῶντες καὶ κεκοιμημένους, εἶναι ἡ πραγματικὴ Ἐκκλησία.

Ἔπειτα, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς λατρείας ἐκδηλώνονταν τὰ χαρίσματα τῆς προφητείας, τῆς θεολογίας, τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὸ δωδέκατο μέχρι τὸ δέκατο τέταρτο κεφάλαιο τῆς Α πρὸς Κορινθίους ἐπιστολῆς. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Κορίνθου ἦταν μιὰ ζωντανὴ Ἐκκλησία, στὴν ὁποία, παρὰ τὰ προβλήματα διαιρέσεων, εἶχαν ἔκδηλα τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Σὲ τέτοιο βαθμὸ ἦταν χαρισματοῦχοι, ὥστε, ἐπειδὴ ἀκόμη δὲν ὑπῆρχε διαμορφωμένος ὁ ἐκκκλησιαστικὸς θεσμὸς καὶ τὸ κατάλληλο τυπικό, ἔπρεπε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος νὰ βάλη μιὰ τάξη στὴν ἐκδήλωση τῶν χαρισμάτων.

Τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι στὴν Α πρὸς Κορινθίους ἐπιστολὴ συνδέεται στενὰ ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴν θεία Εὐχαριστία, ἀλλὰ καὶ τὰ πνευματικὰ χαρίσματα. Ἡ Ἐκκλησία συνίσταται στὴν θεία Εὐχαριστία, ἀλλὰ τὰ μέλη της ἔχουν τὰ ποικίλα χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἤτοι τῆς προφητείας, τῆς θεολογίας, τῆς θαυματουργίας, τῆς νοερᾶς προσευχῆς κλπ. Μιὰ τυπικὴ παρακολούθηση τῆς θείας Εὐχαριστίας χωρὶς τὴν χαρισματικὴ ζωή, μιὰ ἐκδήλωση τῶν χαρισμάτων, χωρὶς τὴν θεία Εὐχαριστία, καὶ μιὰ θεία Εὐχαριστία ποὺ δὲν τελεῖται στὴν Ἐκκλησία καὶ δὲν συμμετέχουν σὲ αὐτὴν χαρισματοῦχοι πιστοί, δὲν ἐκφράζουν τὴν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας.

4. Ὁ ἔσω ἐν τῇ καρδία ἄνθρωπος

Μὲ ὅσα ἀνέφερα προηγουμένως προσπάθησα νὰ δείξω τί εἶναι ἡ λατρεία καὶ πῶς ἡ λατρεία συνδέεται μὲ τὴν ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου, γιὰ νὰ μὴν εἶναι τυπική. Ἡ λατρεία δὲν εἶναι μιὰ τυπικὴ διαδικασία καὶ ἡ συμμετοχή μας σὲ αὐτὴν δὲν εἶναι μιὰ μηχανικὴ παρουσία μας μέσα στὸν Ἱερὸ Ναό, ἀλλὰ μιὰ ὁλόκληρη κίνηση, μιὰ πορεία τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν πτώση τοῦ στὴν ἀνάστασή του, οὐσιαστικὰ μιὰ πορεία γιὰ ἀναγέννηση τοῦ ἔσω ἀνθρώπου, νὰ πεθάνη ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος καὶ νὰ γεννηθῇ ὁ νέος ἄνθρωπος. Ἡ Ἐκκλησία δείχνει καὶ συνιστᾶ μιὰ ὁλόκληρη ἀναγεννητικὴ πορεία καὶ ζωή. Καὶ ὅλα ὅσα γίνονται μέσα στὴν Ἐκκλησία πρέπει νὰ συντελοῦν στὴν πνευματική μας ἀναγέννηση.

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος κάνει λόγο γιὰ σαρκικό, ψυχικὸ καὶ πνευματικὸ ἄνθρωπο. Γράφει στὴν Ἂ’ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολή του: «Ψυχικὸς ἄνθρωπος οὐ δέχεται τὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ• μωρία γὰρ αὐτῶ ἐστι, καὶ οὐ δύναται γνῶναι, ὅτι πνευματικὸς ἀνακρίνεται. ὁ δὲ πνευματικὸς ἀνακρίνει μὲν πάντα, αὐτὸς δὲ ὑπ’ οὐδενὸς ἀνακρίνεται» (Ἂ’ Κόρ. β', 14-15). «Ἔτι δὲ σαρκικοὶ ἐστε. ὅπου γὰρ ἐν ὑμῖν ζῆλος καὶ ἔρις καὶ διχοστασίαι, οὐχὶ σαρκικοὶ ἐστε καὶ κατὰ ἄνθρωπον περιπατεῖτε;» (Ἂ’ Κόρ. γ', 3).

Σαφέστατα στὰ χωρία αὐτὰ γίνεται λόγος γιὰ τὸν σαρκικό, τὸν ψυχικὸ καὶ τὸν πνευματικὸ ἄνθρωπο. Ὁ σαρκικὸς ἄνθρωπος ταυτίζεται μὲ τὸν ψυχικό. Πρόκειται γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἐκεῖνο ποὺ ἔχει σῶμα καὶ ψυχή, ἀλλὰ δὲν ἔχει τὴν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πρᾶγμα ποὺ διακρίνει τὸν πνευματικὸ ἄνθρωπο. Ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἔχει μέσα του αἰσθητῶς τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Καὶ ὁ ἀγῶνας κάθε Χριστιανοῦ μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι πῶς αὐτὸς ὁ σαρκικὸς καὶ ψυχικὸς ἄνθρωπος θὰ γίνη πνευματικὸς ἄνθρωπος.

Συγχρόνως, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος κάνει λόγο γιὰ τὸν «ἔσω ἄνθρωπο» (Ρώμ. ζ', 22. Β' Κόρ. δ', 16. Ἐφ. γ', 16). Τί εἶναι αὐτὸς ὁ «ἔσω ἄνθρωπος»; Εἶναι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ δεχθήκαμε μὲ τὸ Βάπτισμα καὶ τὸ Χρῖσμα καὶ ἡ ὁποία βρίσκεται μέσα στὸ βάθος τῆς καρδίας, ὅπως διδάσκει ὁ ἅγιος Διάδοχος ὁ Φωτικής. Ὁ ἔσω ἄνθρωπος, κατ’ ἀρχάς, χαρακτηρίζεται ὡς παλαιὸς ἄνθρωπος μὲ τὶς ἀδυναμίες καὶ τὰ πάθη, δηλαδὴ τὶς δυνάμεις τῆς ψυχῆς, ποὺ ἐκφράζονται παρὰ φύση, καὶ ὁ ὁποῖος μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ καὶ ἀσκητικὴ ζωὴ ἀνακαινίζεται καὶ γίνεται νέος ἄνθρωπος. Αὐτὸς ὁ ἔσω ἄνθρωπος ἄλλοτε βασανίζεται ἀπὸ τὰ πάθη, ἄλλοτε ἀναστενάζει, κλαίει καὶ ὀδύρεται, γιατί ἀναζητᾶ διέξοδο καὶ σωτηρία, καὶ ἄλλοτε πεινάει καὶ διψάει γιὰ τὸν Θεὸ καὶ γιὰ γεύση τῆς αἰώνιας ζωῆς. Ἐκεῖ αἰσθάνεται καὶ «τὰ βρεφοπρεπὴ σκιρτήματα» τοῦ Χριστοῦ, ὅπως πολὺ εὔστοχα γράφει ὁ ἅγιος Συμεῶν ὁ Νέος Θεολόγος. Ὁ ἔσω ἄνθρωπος, ἀκούει, ὁμιλεῖ, σκιρτᾶ, χαίρεται, κλαίει, ἀναζητᾶ σωτηρία. Κυρίως, αὐτὸς ὁ ἔσω ἐν τῇ καρδία ἄνθρωπος ἐκδηλώνεται μέσα στὴν λατρευτικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὴν λογικὴ καὶ ἔναρθρη προσευχή, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἀλαλήτους στεναγμούς.

Ἔτσι, ὅταν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος κάνη λόγο γιὰ τὸν «ἔσω ἄνθρωπο» δὲν τὸ ἐννοεῖ συναισθηματικά, οὔτε σημειολογικὰ καὶ σχηματικά, δὲν πρόκειται, δηλαδή, γιὰ μιὰ εἰκόνα ποὺ ἐκφράζει μιὰ συναισθηματικὴ κατάσταση καὶ ψυχολογικὴ φόρτιση. Πρόκειται γιὰ μιὰ ὁλόκληρη ζωὴ ποὺ ὑπάρχει μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ ἀναγεννημένου ἀνθρώπου καὶ αὐτὸ εἶναι κατ’ ἐξοχὴν θέμα ἐμπειρίας, ὅπως τὸ βεβαιώνουν οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὴ ἡ διαδικασία ἀνακαινίσεως τοῦ ἔσω ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν παλαιὸ στὸν νέο ἄνθρωπο γίνεται μέσα στὴν θεολογικὴ ἔννοια τῆς συνέργειας, ἀφοῦ ὁ Θεὸς εἶναι ὁ ἐνεργῶν καὶ ὁ ἄνθρωπος ὁ συνεργῶν. Ἡ καθαρτική, φωτιστικὴ καὶ θεοποιὸς ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ὑπάρχει πλούσια μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ἐκεῖνο ποὺ χρειάζεται εἶναι νὰ ἐκδηλωθῇ καὶ ἡ δική μας συνέργεια, ἡ δική μας ἀνταπόκριση, ὥστε νὰ μὴ ἰσχύση ἐκεῖνο ποὺ γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «μὴ εἰς κενὸν τὴν Χάριν τοῦ Θεοῦ δέξασθαι ὑμᾶς» (Β' Κόρ. στ', 1).

Μὲ τὴν εἰσήγηση αὐτὴ προσπάθησα νὰ ἑρμηνεύσω συνδυαστικὰ τὸν τρόπο ἀνοικοδομήσεως τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ μὲ τὴν ἁγιογραφία ποὺ ἱστορεῖται στὸν Ἱερὸ Ναὸ καὶ τὸν τρόπο ποὺ ζοῦν οἱ Χριστιανοὶ μέσα σὲ αὐτόν. Συγχρόνως, προσπάθησα νὰ συνδέσω τὴν λογικὴ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ εἶναι ἡ προσευχὴ ποὺ γίνεται μὲ τὴν λογικὴ ἐνέργεια τοῦ ἀνθρώπου, μὲ τὴν νοερὰ λατρεία, ποὺ εἶναι μιὰ προσευχὴ ποὺ γίνεται μὲ τὴν νοερὰ ἐνέργεια τοῦ ἀνθρώπου στὴν καρδιά.

Καὶ οἱ δύο αὐτὲς λατρεῖες, λογικὴ καὶ νοερά, μποροῦν νὰ γίνωνται μέσα στὸν ἴδιο χῶρο, τὸν Ἱερὸ Ναό, ποὺ εἶναι ὁ χῶρος τῆς συναντήσεως τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὴν ὅλη Ἐκκλησία, ἀλλὰ μπορεῖ νὰ γίνεται καὶ ἔξω ἀπὸ τὸν Ἱερὸ Ναό. Ξεκινᾶ κανεὶς ἀπὸ τὸν Ἱερὸ Ναὸ καὶ στὴν συνέχεια αἰσθάνεται ὅλη τὴν κτίση ὡς Ναὸ τοῦ Θεοῦ, ὁπότε λύονται ὅλα τὰ κοινωνικὰ καὶ οἰκολογικὰ προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τῆς ζωῆς του ὁ Χριστιανὸς μπορεῖ νὰ εἰσέλθη στὴν αἰώνια λατρεία, ὅπως τὴν περιγράφει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης στὴν Ἀποκάλυψή του.

Πράγματι, στὸ βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου φαίνεται ὅτι στὴν οὐράνια πόλη δὲν ὑπάρχει Ναός, γιατί ὁλόκληρη ἡ πόλη εἶναι ἕνας Ναός. Δὲν ὑπάρχουν εἰκόνες, γιατί αὐτὲς ἔχουν ἀντικατασταθῆ ἀπὸ τὸν Ἴδιο τὸν Χριστό, ποὺ εἶναι εἰκῶν τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου, καὶ ἀπὸ τοὺς Ἁγίους, ποὺ εἶναι οἱ πραγματικὲς ἔμψυχες εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ καὶ οἱ ὁποῖοι Ἅγιοι λατρεύουν τὸ «ὡς ἐσφαγμένο» ἀρνίο. Οἱ Πρεσβύτεροι, οἱ Μάρτυρες καὶ οἱ Ἅγιοι λατρεύουν μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους καὶ τὸν πολὺ ὄχλο τὸν καθήμενον ἐπὶ τοῦ θρόνου, τὸν Χριστὸ καὶ γενικότερα τὸν Τριαδικὸ Θεό. Ὅταν διαβάσουμε τὴν Ἀποκάλυψη μέσα ἀπὸ τὸ πρίσμα αὐτὸ θὰ δοῦμε τί εἶναι ἡ αἰώνια λατρεία τῶν ἀναγεννημένων ἀνθρώπων. Ἐκεῖ ἀκούγεται συνεχῶς τὸ «ἀλληλούϊα», τὸ «ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαὼθ» καὶ ἀποδίδεται λατρεία στὸν ἐν Τριάδι ἅγιο Θεό.

Ὅταν διαβάζη κανεὶς τὴν οὐράνια αὐτὴν ἐσχατολογικὴ λατρεία νοσταλγεῖ καὶ ζηλεύει νὰ συμμετάσχη καὶ αὐτὸς στὸ οὐράνιο αὐτὸ συλλείτουργο. Ἀλλὰ γιὰ νὰ εἰσέλθη σὲ αὐτὴν τὴν αἰώνια καὶ ἀτελεύτητη λατρεία, στὴν ὁποία συμμετέχουν οἱ ἀναγενημμένοι ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἄνθρωποι, «οἱ ἀκολουθοῦντες τὼ ἀρνίῳ ὅπου ἂν ὑπάγη» (Ἀποκ. ἰδ', 4), θὰ πρέπει νὰ συνηθίση ἀπὸ τὴν ζωὴ αὐτὴ νὰ ἀγαπᾶ τὴν λογικὴ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ συμμετέχη σὲ αὐτὴν ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερες ὧρες τὴν ἡμέρα, νὰ εὐχαριστῆται νὰ παραμένη μέσα στὸν Ἱερὸ Ναό, ἀκόμη δὲ νὰ καλλιεργῇ καὶ τὴν νοερὰ λατρεία, τὴν ἐσωτερικὴ προσευχή.

Μόνον ὅσοι ἀγαποῦν τὴν προσευχή, ποὺ τὴν θεωροῦν ὡς τὴν ἀναπνοὴ τῆς ψυχῆς καὶ τῆς ζωῆς τους, μόνον ὅσοι καταλαβαίνουν τὴν προτροπὴ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, συγγραφέως τῆς Κλίμακος, «Ἰησοῦ μνήμη ἑνωθήτω τῇ πνοή σου, καὶ τότε γνώσει ἡσυχίας ὠφέλειαν», μόνον ὅσοι ἀναγεννῶνται ἀπὸ τὴν προσευχή, μποροῦν νὰ ἀποβάλουν ὅλες τὶς μάσκες τῆς ὑποκρισίας, μποροῦν νὰ αἰσθανθοῦν αἰσθητῶς τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ μέσα στὸν «χῶρο» τοῦ ἔσω ἀνθρώπου καὶ νὰ προγευθοῦν τὴν αἰώνια λατρεία καὶ τὸ οὐράνιο καὶ ἀτελεύτητο συλλείτουργο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Τελειώνω μὲ τὸν λόγο ποὺ ἄκουσε ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ἀπὸ τὸν ἄγγελο, κατὰ τὴν θεοπτία τῆς οὐράνιας αὐτῆς Λειτουργίας: «Μακάριοι οἱ εἰς τὸν δεῖπνον τοῦ γάμου τοῦ ἀρνίου κεκλημένοι» (Ἀπ. ἰθ', 9). Εἴμαστε κεκλημένοι σὲ αὐτὸ τὸ δεῖπνο καὶ μακάριοι ὅσοι ἀποδεχθοῦν τὴν τιμητικὴ αὐτὴν πρόσκληση. Ἀλλὰ γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ δεχθοῦμε τὴν πρόσκληση, πρέπει νὰ ἀγαπήσουμε τὸν Ἱερὸ Ναό, τὶς ἱερὲς ἀκολουθίες, τὴν λογικὴ καὶ νοερὰ λατρεία. Τότε θὰ καταλάβουμε τὴν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας ὡς χῶρο ἀναγεννήσεώς μας.–

  • Προβολές: 3232