Ἀνυπότακτοι Μοναχοὶ καὶ Ἡγούμενοι
Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
Ὁ ἅγιος Εὐστάθιος Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης ἔζησε καὶ ἐποίμανε τὸ ποίμνιο τῆς Θεσσαλονίκης τὸν δωδέκατο αἰῶνα σὲ μιὰ κρίσιμη ἐποχὴ γιὰ τὴν Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία. Ἔχει ἐπαινεθῇ γιὰ τὴν παιδεία του καὶ τὴν γνώση τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως ποῦ τὸν διέκρινε, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὶς μελέτες του πάνω σὲ διάφορα θέματα.
Μεταξὺ τῶν ἔργων του εἶναι καὶ τὸ ἔργο μὲ τίτλο «Ἐπίσκεψις βίου μοναχικοῦ ἐπὶ διορθώσει τῶν περὶ αὐτόν», στὸ ὁποῖο ἐξετάζει τὸν μοναχικὸ βίο σύμφωνα μὲ τὶς ὀρθόδοξες ἐκκλησιαστικὲς παραδόσεις, καὶ ἐπιδιώκει τὴν διόρθωση τῶν κακῶς κειμένων τοῦ μοναχικοῦ βίου. Τὸ ἔργο αὐτὸ ἐκδόθηκε τελευταῖα ἀπὸ τὸν ἐκδοτικὸ οἶκο Σαββάλας, σὲ κείμενο καὶ μετάφραση, ἀλλὰ καὶ εἰσαγωγικὰ σχόλια ἀπὸ τὸν Φάνη Καλαϊτζάκη Δρ. Φιλολογίας μὲ τίτλο «τί φλυαρεῖ ὁ μέγας παπᾶς;» ποῦ ἦταν λόγος τὸν ὁποῖο ἔλεγαν μερικοὶ σύγχρονοί του, ἀναφερόμενοι στὶς κατὰ καιροὺς παρατηρήσεις τοῦ ἁγίου Εὐσταθίου.Διαβάζοντας κανεὶς τὸ κείμενο τοῦ ἁγίου Εὐσταθίου Θεσσαλονίκης, παρατηρεῖ ὅτι, ἀφ ἑνὸς μὲν ἀγαπᾶ τὸν ὀρθόδοξο παραδοσιακὸ μοναχισμό, τὸν ὁποῖο γνωρίζει καλά, ὅπως τὸν συνάντησε στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀφ ἑτέρου δὲ παρουσιάζει τὶς ἐκτροπές του, ὅπως ἀκριβῶς ἐκφράζονταν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη στὴν Θεσσαλονίκη. Τὸ κείμενο εἶναι ἀρκετὰ ἐνδιαφέρον. Μὲ τὸ ἄρθρο αὐτὸ θὰ ἤθελα ἁπλῶς νὰ ἐπισημάνω μερικὰ ἐνδιαφέροντα σημεῖα, τὰ ὁποία ἀποτελοῦν τὰ κεντρικὰ σημεῖα τοῦ ὅλου ἔργου.
1. Ὁ ὑψηλὸς σκοπὸς τοῦ μοναχισμοῦ
Ὁ ἅγιος Εὐστάθιος χρησιμοποιεῖ διαφόρους χαρακτηρισμοὺς γιὰ νὰ παρουσιάση τὴν ζωὴ τῶν ὀρθοδόξων μοναχῶν, ὅταν αὐτοὶ ζοὺν μέσα στὰ αὐθεντικὰ πλαίσια τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως. Καὶ αὐτὸ εἶναι σημαντικό, γιατί μόνον ὅταν κανεὶς ἀγαπᾶ καὶ γνωρίζη τὸν ὀρθόδοξο μοναχισμὸ ἔχει τὰ ἐχέγγυα γιὰ νὰ προτείνη λύσεις γιὰ τὴν διόρθωση τῶν κακῶς κειμένων. Ἀναφερόμενος ὁ ἅγιος Εὐστάθιος στοὺς τελείους μοναχοὺς τοὺς ὀνομάζει «ἀληθεῖς Ναζιραίους», «ἀναχωρητάς», «εὐλογητοὺς δραπέτας» ποῦ ξέφυγαν ἀπὸ τὸν ἄρχοντα τῆς κακίας καὶ προσέδραμαν στὸν ἐλευθερωτὴ Δεσπότη Χριστό. Οἱ τέλειοι μοναχοὶ εἶναι «ὅσιοι τὼ Θεῷ», οἱ «ἀντὶ τῶν κοσμοπολιτῶν οὐρανοπολίται». Ἡ ζωὴ τῶν ἀληθινῶν μοναχῶν εἶναι ἀποστολικὴ καὶ γι αὐτὸ ἀγγελική.
Οἱ μοναχοὶ ἀποτελοῦν τὸ «τάγμα τὸ μοναχικόν», «τὸ θεῖον τὼ ὄντι», εἶναι «στρατὸς ἱερός», «Θεοῦ παρεμβολή», «ἐκλεκτοὶ κυρίῳ», «ἔνδοξοι τοῦ οὐρανοῦ», «στρατιῶται κατὰ τοῦ ἀποστάτου καὶ ἀντάρτου δαίμονος», «ἀγγέλων μιμηταί», «ἀρετῆς αὐτοὶ δοχεῖα», «μύρου θεῖα ἀγγεῖα», «ἀποστολικὰ ἐκμαγεῖα», «παράδεισοι σωτήριοι», «τὸ πάγκαλον τάγμα». Ὁ μοναχὸς εἶναι «πολίτης οὐρανοῦ», εἶναι «ζωγράφος ἀρετῆς ἀπηκριβωμένης», εἶναι «ὑπερκόσμιος», «θεοκήρυξ», «ὁ ἀναπλάσας κατὰ μόνας τὴν καρδίαν αὐτοῦ», εἶναι ἐκεῖνος ποῦ κατοικεῖ μέσα στὴν θεωρία τοῦ Θεοῦ καὶ γι αὐτὸ εἶναι «φιλόσοφος ὄντως», καὶ βεβαίως «παραστάτης Θεοῦ». Σὲ ὅλο τὸ κείμενό του ὁ ἅγιος Εὐστάθιος, ἀκόμη καὶ τότε ποῦ καταδικάζει μερικὲς ἐνέργειες κοσμικῶν μοναχῶν, παρουσιάζει τὴν ἀξία τοῦ μοναχικοῦ βίου, τὴν εὐλογημένη αὐτὴ ζωή, τὴν ὁποία ἀκολούθησαν οἱ Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, οἱ Ἀπόστολοι ἀλλὰ καὶ οἱ ὅσιοι ἀσκητὲς διὰ μέσου τῶν αἰώνων. Δὲν ἀρνεῖται τὸν μοναχισμό, ἀλλὰ τὸν δέχεται ὡς τὴν κατ ἐξοχὴν εὐαγγελικὴ ζωή.
2. Οἱ τρεῖς τάξεις τῶν μοναχῶν
Ὁ ἅγιος Εὐστάθιος χωρίζει τὴν μοναχικὴ ζωὴ σὲ τρεὶς κατηγορίες, ἤτοι τῶν «νεοσυλλέκτων», δηλαδὴ τῶν εἰσαγωγικῶν, τῶν «μανδυωτὼν» καὶ τῶν «μεγαλοσχήμων». Οἱ ὅροι αὐτοὶ διαφοροποιοῦνται σὲ ἄλλα σημεῖα τοῦ ἔργου του, ἀφοῦ οἱ νεοσύλλεκτοι ὀνομάζονται εἰσαγωγικοὶ ἀκόμη καὶ μικροσχήμονες, οἱ μανδυῶτες χαρακτηρίζονται δευτεροσχήμονες καὶ οἱ τέλειοι μοναχοὶ λέγονται μεγαλοσχήμονες. Καὶ ἀλλοῦ κάνει λόγο γιὰ τοὺς μεγαλοσχήμονες, τοὺς ἔχοντας μικρὸ σχῆμα λόγῳ τῆς εἰσαγωγῆς, καὶ τοὺς μέσους - τοὺς μανδυῶτες. Σὲ μερικὲς παραγράφους ἀναφέρεται στὶς δύο πρῶτες βαθμίδες τῆς μοναχικῆς ζωῆς, ἀλλὰ κυρίως ἀφιερώνει μεγάλο μέρος τοῦ ἔργου τοῦ γιὰ νὰ ἀναφερθῇ στοὺς μεγαλοσχήμονες στοὺς ὁποίους κυρίως ἀποδίδει εὐθύνη γιὰ τὴν ἀλλοίωση τοῦ μοναχικοῦ βίου στὴν ἐποχή του.
3. Ἡ ζωὴ τῶν μοναχῶν ὅπως φαίνεται στὴν τελετὴ τῆς κουρᾶς
Στὸ κείμενό του αὐτὸ ὁ ἅγιος Εὐστάθιος ἀναφέρεται στὴν ἀκολουθία τοῦ μοναχικοῦ σχήματος καὶ ἀναλύει τὶς ὑποσχέσεις ποῦ δίδουν οἱ μοναχοὶ κατὰ τὴν κουρά τους, τὶς εὐχὲς ποῦ διαβάζει ὁ Ἱερεὺς ὁ ὁποῖος κάνει τὴν κουρά. Ἐπίσης ἑρμηνεύει τὶς συμβολικὲς πράξεις ποῦ γίνονται κατὰ τὴν τελετὴ τῆς κουρᾶς, τὸν συμβολισμὸ τῶν μοναχικῶν ἐνδυμάτων, ἀκόμη ἐξηγεῖ καὶ τὴν σημασία τοῦ μαύρου χρώματος, τοῦ χρώματος τοῦ μοναχικοῦ ἐνδύματος, τοῦ ράσου, τῆς ἀποκοπῆς τῶν μαλλιῶν, τῶν λαμπάδων κλπ. Ὅλα αὐτὰ δείχνουν τὸν σκοπὸ καὶ τὸ ἔργο τῆς μοναχικῆς ζωῆς, τὸν στόχο τοῦ μοναχισμοῦ καὶ τὴν ὑψηλή του ἀποστολή. Καὶ αὐτὴ ἡ κουρὰ τῆς κεφαλῆς, εἶναι δεῖγμα ὅτι ὁ μοναχὸς προσφέρεται στὸν Θεὸ ὡς «ἱερεῖον», δηλαδὴ ὡς ἱερὸ σφάγιο πρὸς θυσίαν. Ἡ ἀνάλυση αὐτὴ ἐπεκτείνεται σὲ μεγάλο μέρος τοῦ κειμένου τοῦ ἁγίου Εὐσταθίου, ὅπου γίνονται εὐστοχότατες παρατηρήσεις.
4. Πεπτωκότες μοναχοί
Μαζὶ μὲ τὴν ἀνάλυση τῆς τελετῆς τῆς κουρᾶς, ὁ ἅγιος Εὐστάθιος ἀναφέρεται διεξοδικότατα στὴν πτώση τοῦ μοναχικοῦ βίου ποῦ παρετηρεῖτο στὴν ἐποχή του, ἀφοῦ πολλοὶ μοναχοὶ δὲν ἀνταποκρίνονταν στὸ ὑψηλὸ αὐτὸ ἔργο τοῦ μοναχοῦ, δὲν ζοῦσαν σύμφωνα μὲ τὶς ὑποσχέσεις τὶς ὁποῖες εἶχαν δώσει στὸν Θεὸ κατὰ τὴν τελετὴ τῆς μοναχικῆς κουρᾶς, δὲν ἀνταποκρίνονταν στὸν ὑψηλὸ σκοπὸ τῆς μοναχικῆς ζωῆς, τὴν ὁποία εἶχε διαγράψει προηγουμένως.
Μεταξὺ τῶν στοιχείων ποῦ δείχνουν τὴν πτώση τῶν μοναχῶν εἶναι, τὸ ὅτι ἐγκατέλειψαν τὰ μοναστήρια τους καὶ περιφέρονταν στὸν κόσμο, ἀσχολοῦνταν μὲ τὸ ἐμπόριο καὶ τὶς ἐπιχειρήσεις τους. Παρουσιάζοντας, ὁ ἅγιος Εὐστάθιος, τὰ ὅσα εἶχαν ὑποσχεθῇ, οἱ μοναχοί, στὸν Θεὸ κατὰ τὴν τελετὴ τῆς κουρᾶς τους, βρίσκει τὴν εὐκαιρία νὰ σημειώση τὶς ἀποκλίσεις ἀπὸ τὴν μοναχικὴ πολιτεία καὶ μάλιστα χρησιμοποιεῖ λόγους αὐστηροὺς καὶ χαρακτηρισμοὺς βαρεῖς. Ἀντίθετα μὲ ὅσα ὑποσχέθηκαν οἱ πεπτωκότες αὐτοὶ μοναχοί, ἐκδηλώνουν ὀργή, θυμό, ποῦ ὁμοιάζει μὲ φίδι τὸ ὁποῖο ἑτοιμάζεται νὰ ἐπιτεθῇ, ἔπαρση καὶ ἀλαζονεία, καλλιεργοῦν τὴν διχόνοια ποῦ τὴν ἀκολουθοῦν οἱ ἄγριες φωνές, ἐκδηλώνουν τὴν ἐλευθεροστομία, ὁμιλοῦν μὲ θρασύτητα καὶ σὲ τέτοιες καταστάσεις λέγουν ἀνοησίες, ὁπότε ὁμοιάζουν μὲ δαιμονισμένο καὶ πολλὰ ἄλλα ποῦ δείχνουν τὴν πτώση τους ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ πολιτεία τῆς μοναχικῆς ζωῆς.
Κυρίως ὁ ἅγιος Εὐστάθιος κατηγορεῖ, τὸ ὅτι περιφέρονται οἱ μοναχοὶ μέσα στὸν κόσμο, ἐγκαταλείποντας τὰ μοναστήρια τους καὶ τὴν ἡσυχαστική - θεωρητικὴ ζωή, στὴν ὁποία κλήθηκαν νὰ βαδίσουν καὶ βεβαίως κατηγορεῖ τὸ ἐμπορικὸ πνεῦμα ποῦ ἀναπτύσσουν οἱ μεγαλόσχημοι μοναχοί. Στὸ σημεῖο αὐτὸ εἶναι ἐκφραστικότατος. Ἡ ὅλη δραστηριότητα τῶν μοναχῶν αὐτῶν συνδέεται μὲ τὸ ἐμπόριο καὶ τὴν κερδοσκοπία, ἀφοῦ ἀσχολοῦνται κυρίως περὶ «κτήσεως, ὑπάρξεως καὶ ἐπικτήσεως». Ἐκμεταλλεύονται τὴν μοναχική τους ἰδιότητα γιὰ νὰ πλουτίσουν. Μάλιστα ὁ ἅγιος φθάνει στὸ σημεῖο νὰ χαρακτηρίζη ἕνα τέτοιο μοναχὸ εἰρωνικῶς ὡς «ἅγιον πλουτοκράτην», καθὼς ἐπίσης τὸν ὀνομάζει «πραγματευτικόν, καὶ ἀεργόν, καὶ ἐμπορευτικόν, καὶ ἐμπολαῖον, καὶ κερδῶον» καὶ ὄ τιδήποτε ἄλλο παρὰ «μεγαλόσχημον». Κάνει δὲ πολὺ ἀκριβεῖς περιγραφὲς τῶν κοσμικῶν ἐμπορικῶν δραστηριοτήτων τῶν μοναχῶν τῆς ἐποχῆς του γιὰ τὸ σιτάρι, τὸν οἶνο κλπ.
Ἐπίσης ἀπὸ τὸ κείμενο τοῦ ἁγίου Εὐσταθίου φαίνεται ὅτι οἱ μοναχοὶ ὑποτιμοῦσαν τὸ ἀρχιερατικὸ ἀξίωμα, καὶ ἀποδεσμεύονταν ἀπὸ τὴν ποιμαντικὴ εὐθύνη τῶν Ἐπισκόπων. Γράφει ὅτι οἱ μοναχοὶ αὐτοὶ σηκώνουν τὸ κεφάλι τους ἔναντι τῶν Ἀρχιερέων ποῦ τοὺς κείρουν στὴν μοναχικὴ ζωή, θεωροῦν ὅτι αὐτοὶ εἶναι οἱ κεφαλές, ἐνῷ στὴν πραγματικότητα εἶναι, «αὐχένες ὄντες ἀκέφαλοι» καὶ μὲ τὴν ἀλαζονεία τους αὐτὴ ἀποδεικνύονται χειροποίητα ἀντικείμενα ποῦ ἀντιλέγουν σὲ αὐτὸν ποῦ τοὺς δημιούργησε, δηλαδὴ στὸν Θεό. Οἱ ἀλαζόνες αὐτοὶ μοναχοὶ δὲν ἀντιλαμβάνονται ὅτι διαφέρουν πολὺ ἀπὸ τὸν ἐπισκοπικὸ βαθμό, ἂν καὶ αὐτοὶ εἶναι ἁπλῶς πατέρες, ἐνῷ ὁ Ἀρχιερεὺς εἶναι «πατὴρ πατέρων». Οἱ μοναχοὶ αὐτοί, καθὼς ἐπίσης καὶ ὁ Ἡγούμενος, εἶναι ποιμένες, ἀλλὰ «ἀρχιποίμην ὁ ἀρχιερεύς, ἐπεὶ καὶ ἡγουμένων ὕπερθεν ἔλαχεν εἶναι». Ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι πατὴρ πατέρων καὶ Ἡγούμενος τῶν Ἡγουμένων.
Τέτοιοι ὅμως μοναχοὶ ἔχουν ἀπαρνηθῇ ὅλα ἐκεῖνα ποῦ ὑποσχέθηκαν κατὰ τὴν τελετὴ τῆς κουρᾶς τους καὶ ἀπέτυχαν τοῦ σκοποῦ τους. Μὲ τὴν ἐξωτερική, ἐπίπλαστη συμπεριφορά τους ἐξαπατοῦν τοὺς ἀνθρώπους, ἐνῷ εἶναι οἱ μεγαλύτεροι ἐχθροί τους. Στὴν ὄψη τους εἶναι γλυκύτατοι, ἀλλὰ στὸ βάθος τῆς ψυχῆς τους ἀνάλγητοι καὶ ξινοί. Τέτοιοι μοναχοὶ ποῦ συνιστοῦν μιὰ ἰδιαίτερη μοναχικὴ κοινότητα εἶναι καρφιὰ μέσα στὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας: «τὴ ἁγιωτάτη ἐκκλησία ὅσα καὶ τινας ἥλους προσπήξαντες». Στὴν πραγματικότητα, ἀντὶ νὰ εἶναι ἡ δόξα τῆς Ἐκκλησίας, γίνονται ἡ πληγή της.
5. Ἀνεπίσκοποι Ἡγούμενοι
Στὸ κείμενο ποῦ μελετᾶμε ὁ ἅγιος Εὐστάθιος ἀναφέρεται διεξοδικῶς στὴν ἀλαζονικὴ συμπεριφορὰ μερικῶν Ἡγουμένων στὴν ἐποχή του, καὶ ἀπὸ αὐτὰ ποῦ γράφει φαίνεται ὅτι, ἔχει ὑπ ὄψη τοῦ τὴν νοοτροπία καὶ διαγωγὴ ἑνὸς Ἡγουμένου ὁ ὁποῖος εἶχε ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ τὴν ἀληθινή του ἀποστολὴ καὶ κυρίως περιφρονοῦσε τὸν Ἐπίσκοπό του. Στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ κάνω μιὰ ἀναφορὰ μὲ συνοπτικὸ τρόπο, γιατί ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Εὐσταθίου εἶναι πολὺ σημαντικός. Ἂν διαβάση κανεὶς τὸ κείμενο τοῦ ἁγίου Εὐσταθίου, θὰ διαπιστώση τὴν ἀνάρμοστη διαγωγὴ τῶν Ἡγουμένων τῆς ἐποχῆς του, ποῦ ἐκτὸς τοῦ ὅτι βρίσκονταν ἔξω ἀπὸ τὰ ἐκκλησιαστικὰ πλαίσια, συγχρόνως ἐκδήλωναν καὶ στοιχεῖα ψυχοπαθολογίας.
Γενικά, ἡ θέση τοῦ Ἡγουμένου στὴν Ἐκκλησία εἶναι σημαντική, ἀφοῦ ὁ Ἡγούμενος ποῦ ἀνταποκρίνεται στὸν σκοπὸ τοῦ καὶ τὴν ὑψηλὴ ἀποστολή του, «βραχὺ τί ἀγγέλου ἠλαττῶσθαι» καὶ εἶναι ἔκτυπη εἰκόνα τοῦ ἀγγέλου. Ὅμως εἶναι κατώτερος ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο, στὸν ὁποῖο ὀφείλει ὑπακοή. Ἰσως ὁ συγκεκριμένος Ἡγούμενος, ποῦ ἔχει ὑπ ὄψη του ὁ ἅγιος Εὐστάθιος, εἶχε ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ τὸν ὑψηλὸ σκοπὸ τῆς ἀποστολῆς του καὶ ἐξέφραζε μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν τὴν πτωτική του κατάσταση καὶ νοοτροπία.
Κατ ἀρχὰς ὁ Ἡγούμενος, στὸν ὁποῖο ἀναφέρεται ὁ ἅγιος Εὐστάθιος, ἔχει ἀφήσει τὸ πραγματικό του ἔργο καὶ τὴν οὐσιαστική του ἀποστολὴ καὶ ἀσχολεῖται μὲ τὸ ἐμπόριο. Οἱ λόγοι του εἶναι λόγοι κοσμικῆς ζωῆς καὶ λόγοι τῆς ἀγορᾶς, εἶναι δηλαδὴ «λόγοι παντοῖοι τυρβαστικοί». Ἀσχολεῖται μὲ τὰ ἀμπέλια, τὶς ἐλιές, τὰ σῦκα κλπ. Ἔπειτα, μὲ τὴν ὅλη διαγωγή του γίνεται ὁ φόβος καὶ ὁ τρόμος τῆς περιοχῆς, γι αὐτὸ λέγει: «ὧ κατὰ ἐπισκόπων μέγιστε, καὶ ἐν τοὶς καθ ἡμᾶς φοβερώτατε». Καὶ βέβαια μὲ τέτοια συμπεριφορὰ δὲν ἔχει οὔτε ἕνα καλὸ μοναχὸ στὸ κοινόβιό του, ἀκριβῶς γιατί μὲ τὴν ζωή του ἔχει γίνει παράδειγμα κάκιστο στοὺς μοναχούς του. Λέγει δὲ ὅτι θὰ ἦταν ἀγαπητὸς σὲ αὐτὸν καὶ ἂν εὕρισκε μόνον ἕνα καλὸ μοναχὸ κάτω ἀπὸ τὴν ποιμαντικὴ εὐθύνη αὐτοῦ τοῦ Ἡγουμένου. «Ἀγαπητὸς γὰρ εὐρημένος καὶ ὁ εἷς, καὶ οὕτω μόνος, καὶ μοναδός, καὶ μοναχός, καὶ μονάζων, καὶ μοναστής, καὶ ἐπώνυμος τὴ μονή...».
Ἡ ἀλαζονεία ὅμως τοῦ Ἡγουμένου αὐτοῦ ἐκδηλώνεται κυρίως ἔναντι τοῦ Ἐπισκόπου του, τὸν ὁποῖο δὲν δέχεται καὶ ἔτσι παραμένει αὐτεπίσκοπος. Προσπαθεῖ νὰ ὑπερκεράση τὸν Ἐπίσκοπο ἀπὸ φθόνο καὶ ἐγωϊσμό, δὲν ἀνέχεται νὰ ἐπαινῆται ὁ Ἐπίσκοπος περισσότερο ἀπὸ αὐτόν, θεωρεῖ ὕβρη καὶ ταπείνωση τὸ νὰ σκύψη τὴν κεφαλή του μπροστὰ στὸν Ἐπίσκοπο καὶ νὰ βγὴ νὰ τὸν προϋπαντήση στὴν Μονή του. Ἀκόμη δὲ αἰσθάνεται νὰ ἐξευτελίζεται καὶ ὅταν σηκώνεται ἀπὸ τὸ κάθισμά του γιὰ νὰ τὸν χαιρετίση. Τρέμει ἀκόμη μήπως τοῦ κάνει κάποια παρατήρηση. Ἀντιδρᾶ μὲ ἀλλόκοτο τρόπο καὶ συμπεριφορὰ ἔναντι τοῦ Ἐπισκόπου μὲ τὴν πρόστυχη καὶ ὑποκριτικὴ συμπεριφορὰ ποῦ δείχνουν οἱ «πόρνες στοὺς πελάτες τους».
Ἡ συμπεριφορὰ τοῦ Ἡγουμένου αὐτοῦ εἶναι σχιζοφρενική. Ἐνῷ κατ οὐσίαν ἀναγνωρίζει τὴν σημασία τοῦ Ἐπισκόπου στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή, καὶ γι αὐτὸ μερικὲς φορὲς γιὰ νὰ λύση ἕνα θέμα λέγει: «ἀλλὰ καὶ ἐπίσκοπός εἰμι», θεωρῶντας τὸν ἑαυτό του Ἐπίσκοπο, καὶ κατ αὐτὸν τὸν τρόπο ἰδιοποιεῖται τὸ ἔργο τοῦ Ἐπισκόπου, ἐν τούτοις ἄλλες φορὲς ἀνακράζει: «τί μετέχει ἐν ἡμῖν ὁ ἐπίσκοπος;», δηλαδὴ τί ἀνακατεύεται μὲ μᾶς, τί δουλειὰ ἔχει ὁ Ἐπίσκοπος; Αὐτὸ σημαίνει ὅτι, καίτοι εἶναι Πρεσβύτερος - Ἡγούμενος ἐν τούτοις συμπεριφέρεται ὡσὰν νὰ εἶναι Ἐπίσκοπος, ὑποτιμῶντας ὅμως τὸν Ἐπίσκοπο ποῦ ἔχει λάβει ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ χάρισμα καὶ τὴν διακονία νὰ ποιμαίνη τὸν λαό.
Ὅμως, ὁ Ἐπίσκοπος «χρίει πνευματικῶς τελειοῖ θεοπρεπῶς περιοδευτὴς ἐστι ἀποστολικός», δικάζει καὶ κρίνει τοὺς ἀνθρώπους. Ἀντίθετα, ὁ Ἡγούμενος ἔχει λάβει τὸ χρῖσμα ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο καὶ βεβαίως τὸ ἔργο του εἶναι διαφορετικὸ ἀπὸ αὐτόν. Τελικά, ὁ συγκεκριμένος Ἡγούμενος, ἀντὶ νὰ κάνη ὑπακοὴ στὸν Ἐπίσκοπο, «οὐ παύη ἐξοπλιζόμενος εἰς ἀρχιερωσύνης πόλεμον, τῆς θεομιμήτου», δηλαδὴ δὲν σταματᾶ νὰ ὁπλίζεται ἐναντίον τοῦ Ἀρχιερέως. Σκοπός του εἶναι νὰ ἐπιτύχη μιὰ πρόστυχη νίκη σὲ βάρος του, πέφτει ἐπάνω τοῦ σὰν ἐλέφαντας μὲ τὴν μαύρη προβοσκίδα του, ὥστε ἀφοῦ τὸν νικήση, στὴν συνέχεια νὰ ὑποτάξη ὅλους τοὺς ὑπόλοιπους μὲ εὐκολία.
Ἐπιτίθεται αὐτὸς ὁ Ἡγούμενος ἐναντίον τοῦ Ἐπισκόπου, τὸν ὁποῖο συκοφαντεῖ συνεχῶς καὶ στὰ πλούσια τραπέζια ποῦ κάνει καὶ στὰ πανηγύρια καὶ τὶς γιορτὲς ποῦ διοργανώνει. Εἶναι εὔστοχη ἡ παρατήρηση τοῦ ἁγίου Εὐσταθίου ὅτι ὁ ὑπερφίαλος καὶ ἀνεπίσκοπος αὐτὸς Ἡγούμενος, στὰ πλούσια τραπέζια μαζὶ μὲ τὰ ἐδέσματα τρώει καὶ τὸν Ἐπίσκοπο, καὶ δὲν χορταίνει νὰ τὸν τρώγη, ὁπότε τοῦ μένει ἕνα τέτοιο ἔδεσμα γιὰ πολλὲς μέρες γιὰ νὰ τρώγη καὶ νὰ εὐχαριστιέται. Γράφει( «Ἐξάρτυε λαμπρᾶς τραπέζας, πολυανθρώπους καὶ τοὶς ὄψοις παραμιγνύων κατέσθιε καὶ τὸν ἀρχιερέα. Καὶ μηδὲ κορέννυσο, ἵνα εἰς πολυήμερον αὐτὸν ταμιεύη τροφὴν καὶ τρυφήν». Ἀλλὰ μαζὶ μὲ τὰ τραπέζια κάνει καὶ γιορτὲς τὶς ὁποῖες πανηγυρίζει «δαπανῶν κατ αὐτοῦ». Στὰ τραπέζια καὶ τὰ πανηγύρια δὲν μένει «βέλος ἡγουμενικὸν πετόμενον κατ αὐτοῦ». Ὡς βέλος ἡγουμενικὸ ἐννοεῖ τὴν συκοφαντία, ἀφοῦ συνεχῶς κατηγορεῖ τὸν Ἐπίσκοπο ὅτι εἶναι «δύσχρηστος», «πολυπράγμων», «ἐξεταστικός», ποῦ θέλει νὰ ἀνακατεύεται σὲ ὅλα καὶ εἶναι «κανόνων ψηλαφητῆς», ἀφοῦ ὅλα τὰ ἐξετάζει βάσει τῶν ἱερῶν Κανόνων. Καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ «βλασφημεῖται ὁ ἀρχιερεὺς» ἀπὸ τὸν ἀλαζόνα Ἡγούμενο.
Ἡ αἰτία δὲ τῆς ἐπιθέσεως τοῦ Ἡγουμένου ἐναντίον τοῦ Ἐπισκόπου μὲ τοὺς τρόπους αὐτοὺς ποῦ περιγράφονται εἶναι, ἀφ ἑνὸς μὲν ἐπειδὴ θέλει νὰ εἶναι ἀνεξέλεγκτος, χωρὶς νὰ τηρῇ τοὺς ἱεροὺς Κανόνας, ἀφ ἑτέρου δὲ εἶναι τὸ «ἀλαζονικὸν καὶ ἡ διαβολικὴ ἔπαρσις». Ἀλλά, ὅμως, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξη ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ χωρὶς τὸν Ἐπίσκοπο, γιατί, ὅπως λέγει σαφῶς ὁ ἅγιος Εὐστάθιος Θεσσαλονίκης, τὴν περιοχὴ ποῦ δὲν τὴν ποιμαίνει ὁ Ἐπίσκοπος, ὁ ὁποῖος ἀποστέλλεται ἀπὸ τὸν Θεὸ διὰ τῆς Ἐκκλησίας, «οὐδὲ ὁ Κύριος ἐπισκοπεῖ». Ὅταν, δηλαδή, ἕνας Ἡγούμενος ἀπομακρύνει τὸν Ἐπίσκοπο ἀπὸ τὴν Μονή του, ἢ ἀποκόπτει τὴν Μονὴ τοῦ ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο καὶ δὲν δέχεται νὰ ὑποτάσσεται στὸν Ἐπίσκοπο τοῦ τόπου του, τότε οὔτε ὁ Χριστὸς ἐπισκοπεῖ καὶ διαφεντεύει στὴν Μονή του, καὶ ἑπομένως ἡ Μονὴ αὐτὴ εἶναι ἐνέργημα καὶ ὑποχείριο τοῦ διαβόλου, τόπος τοῦ σατανᾶ.
Ὅμως, ἡ ὑπακοὴ τοῦ Ἡγουμένου στὸν Ἐπίσκοπο εἶναι ἐλαφρύτερος ζυγὸς ἀπὸ τὸ νὰ στηρίζεται στὸν ἑαυτό του καὶ τὸν λογισμό του. Γράφει ὁ ἅγιος Εὐστάθιος: «ἰνατὶ ἐκφεύγεις αὐτὸν (δηλαδὴ τὸν Ἐπίσκοπο); Τὶς ὁ ἀπ ἐκείνου φόβος ἕν σοι; Ἐλαφρὸς σοὶ ἐστιν ὁ ἐξ ἐκείνου ζυγός. Καὶ τί καταρριπτεὶς αὐτόν, σκληρὸν ὑπέχων τράχηλον; Ἀλλὰ βαρὺς καὶ ὑπόμενε». Καὶ ὅταν ἕνας Ἐπίσκοπος γίνη ἀγκάθι πάνω στὸ σῶμα τοῦ Ἡγουμένου καὶ τότε τὸ ἀγκάθι αὐτὸ βγαίνει μὲ τὴν ὑπομονὴ ποῦ τοῦ χαρίζει ὁ Θεὸς καὶ ὄχι μὲ ἄλλους βίαιους τρόπους μὲ τοὺς ὁποίους πονᾶ περισσότερο.
Ἐπειδὴ ὁ ἅγιος Εὐστάθιος ἔχει ὑπ ὄψη του ὅτι ὁ Ἡγούμενος ἔχοντας μιὰ τέτοια συμπεριφορὰ ἔναντι τοῦ Ἐπισκόπου τοῦ ταυτόχρονα ἐξουσιάζει πολλοὺς μοναχοὺς καὶ τοὺς θέτει κάτω ἀπὸ τὴν δική του τυραννικὴ ἐξουσία μὲ τὴν λεγόμενη ὑπακοή, ὁ ἅγιος Εὐστάθιος στρέφεται στοὺς μοναχοὺς ποῦ ἔχουν ἕναν τέτοιο ὑπερφίαλο καὶ ἀλαζόνα Ἡγούμενο καὶ τοὺς προτρέπει νὰ ἐγκαταλείψουν τὸν Ἡγούμενο ποῦ δὲν ὑπακούει στὸν Ἐπίσκοπο καὶ τὴν Ἐκκλησία. «Ἄφες τοίνυν τὸν ἡγούμενον, ὅτε σοὶ τὰ πρὸς ἁμαρτίαν κοσμικὰ ἐπιτέλλεται λαλεῖν ἁπλῶς». Καὶ αὐτὸ τὸ λέγει γιατί, ὅπως ἐξηγεῖ, ὁ μοναχὸς δὲν εἶναι δοῦλος τοῦ Ἡγουμένου, ἀλλὰ ἀδελφὸς καὶ σύνδουλός του, ἀφοῦ καὶ οἱ δυό τους εἶναι δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ εἶναι καὶ μαθητής του. Καὶ βέβαια κανεὶς μαθητὴς ποῦ γνωρίζει τί θέλει ὁ Χριστὸς δὲν κάνει ὑπακοὴ σ ἕνα δάσκαλο ποῦ τοῦ ὑποδεικνύει τὰ ἐντελῶς ἀντίθετα ἀπὸ ἐκεῖνα ποῦ ζητᾶ ὁ Χριστός.
Στρεφόμενος δὲ ὁ ἅγιος Εὐστάθιος πρὸς τὸν ὑπερφίαλο μεγαλόσχημο Ἡγούμενο λέγει: «Ἄφες τὸ ἀγέρωχον σκοράκισον (ἀποδίωξε) τὸ φίλαρχον, καὶ δι αὐτὸ ἄναρχον ἀπόθου τὴν οἴησιν (ἀλαζονεία)». Καὶ ἐρωτᾶ τὸν ὑπερφίαλο Ἡγούμενο: Ποιός Κανόνας εἶναι αὐτὸς ποῦ σὲ ἀφήνει «ἀδέσποτον, ἀκυρίευτον, ἄναρχον, ἀκέφαλον, ἀνεκλόγιστον, ἀλογοπράγητον;». Ἄλλωστε «οὐδὲν ἔθνος ἀβασίλευτον».
Ἐπειδὴ δὲ ὁ ἅγιος Εὐστάθιος γνωρίζει ὅτι ὁ Ἡγούμενος δυσανασχετεῖ μὲ ὅσα τοῦ λέγει καὶ θεωρεῖ ὅτι μὲ ὅσα γράφει βασανίζεται καὶ προσβάλλεται, γιατί δὲν θέλει νὰ τὸν δασκαλεύουν οἱ ἄλλοι, ἐπειδὴ νομίζει ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ διδάσκαλος, γι αὐτὸ πρὸς τὸ τέλος γράφει ὅτι δὲν θὰ παύση νὰ λέγη τὴν γνώμη του, ἀκόμη καὶ ἂν σκάση ἀπὸ τὸν θυμό του. «Ἐγὼ δὲ οὐκ ἂν ποτὲ σιωπήσωμαι, εἰ καὶ διαρραγείης θυμούμενος». Καὶ στὴν συνέχεια γράφει ὅτι, τὰ λέγει αὐτὰ ὄχι γιὰ τὸν ἴδιο καὶ γιὰ μερικοὺς ἄλλους ὁμοίους του, ποῦ δὲν θέλουν νὰ διορθωθοῦν, ἀλλὰ γιὰ ἐκείνους τοὺς ὁποίους ὁ Ἡγούμενος ἐξαπατᾶ, προκαλῶντας μεγάλη σύγχυση στὴν Ἐκκλησία. Τὰ λέγω αὐτά, γράφει, κυρίως «διὰ τοὺς λοιποὺς ἀδελφούς, οὕς φενακίζειν ἐθέλων, τὸ τοῦ Θεοῦ διαταράττεις οὕτω πολίτευμα». Ὁ ἅγιος Εὐστάθιος αἰσθάνεται τὴν ὑποχρέωση νὰ ἐλέγξη ἕναν τέτοιο θρασύτατο καὶ ἀλαζόνα Ἡγούμενο, ποῦ εἶναι ὁ φόβος τῆς περιοχῆς καὶ ἐκεῖνος ποῦ βάζει κατ ἐξοχὴν καρφιὰ στὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ σταυρώνει τὴν Ἐκκλησία. Καὶ ἂν δὲν τὸ κάνη αὐτὸ ὁ Ἐπίσκοπος, δὲν μπορεῖ κανεὶς ἄλλος νὰ τὸ κάνη. Γράφει χαρακτηριστικά: «Λέγω δὴ σοὶ τολμήσας, ὡς εἰ μὴ ὁ ἐπίσκοπος, τὶς ἄρα ἕτερος θαρρήσει πρὸς σὲ λαλῆσαι;».
Ἡ φωτογράφιση τοῦ ὑπερφίαλου καὶ ἀλαζόνα Ἡγουμένου τοῦ δωδεκάτου αἰῶνος ἀπὸ τὸν ἅγιο Εὐστάθιο Θεσσαλονίκης εἶναι μιὰ φωτογράφιση καὶ μερικῶν καταστάσεων τῆς σημερινῆς ἐποχῆς. Βεβαίως καὶ σήμερα ὑπάρχουν ἅγιοι μοναχοὶ καὶ ἅγιοι Ἡγούμενοι, ἀλλὰ καὶ μοναχοὶ καὶ Ἡγούμενοι ποῦ εἶναι ἐπιλήσμονες τοῦ ὑψηλοῦ τους σκοποῦ καὶ τῆς ὑψηλῆς ἀποστολῆς τους. Γι αὐτὸ καὶ ἡ εὐθύνη τῶν Ἐπισκόπων ποῦ ἀγαποῦν τὸν μοναχισμὸ καὶ σέβονται τὶς ἐκκλησιαστικὲς παραδόσεις, πρέπει νὰ εἶναι ὅμοια μὲ τὴν εὐθύνη ποῦ αἰσθανόταν ὁ ἅγιος Εὐστάθιος Θεσσαλονίκης.
Μὲ αὐτὸ τὸ αἴσθημα τῆς εὐθύνης ἔκανα καὶ τὴν μικρὴ αὐτὴ ἀνάλυση τοῦ ἔργου τοῦ ἁγίου Εὐσταθίου Θεσσαλονίκης. Ὅλοι μέσα στὴν Ἐκκλησία ἔχουν τὴν θέση τους καὶ τὴν ἀποστολή τους. Μέσα στὸν εὐλογημένο θεσμὸ τῆς Ἐκκλησίας τὸν ὁποῖο συγκροτεῖ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ὑπάρχει ἱεραρχικὴ διαβάθμιση τῶν χαρισμάτων. Ὅποιος ἀνατρέπει αὐτὸ τὸ ἱεραρχικὸ πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας θὰ λογοδοτήση στὸν Θεὸ ὡς καλλιεργητὴς τῆς ἀναρχίας καὶ δημιουργὸς τοῦ σχίσματος, τὸ ὁποῖο σχίσμα δὲν συγχωρεῖ οὔτε καὶ τὸ αἷμα μαρτυρίου κατὰ τὴν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.–
- Προβολές: 5439